Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 15 / 2013    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αποδοχές μισθωτού.




Περίληψη:
Οι αναιρεσείοντες, εργαζόμενοι στην ΔΕΥΑΛ, δεν δικαιούνται τα έξοδα κίνησης, με βάση τις διατάξεις που ισχύουν για τους ΟΤΑ, την αρχή της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης. Η διαφορετική νομοθετική ρύθμιση δικαιολογείται από γενικότερους λόγους κοινωνικού συμφέροντος, ενόψει του ότι, ως εργαζόμενοι σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, ανήκουν σε διαφορετική κατηγορία από εκείνη των υπαλλήλων των ΟΤΑ, και των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ., στους οποίους χορηγείται η επίμαχη παροχή.




Αριθμός 15/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

B1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2012, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Χ. Π. Σ., έως και 34) Α. Ε. Α., κατοίκων ... . Εκπροσωπήθηκαν όλοι, πλην του 32ου αναιρεσείοντος που δεν παραστάθηκε, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Τοκατλίδη, ο οποίος δήλωσε στο ακροατήριο ότι ο 32ος των αναιρεσειόντων Ε. Τ. του Γ. απεβίωσε στις 23-8-2011 και τη βιαίως διακοπείσα δίκη συνεχίζουν οι νόμιμες κληρονόμοι του α) Α. χα Ε. Τ., το γένος Κ. Ρ., β) Α. Ε. Τ. και γ) Κ. Ε. Τ., κάτοικοι ..., που εκπροσωπούνται από τον ίδιο.
Του αναιρεσιβλήτου: ΝΠΙΔ με την επωνυμία "Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης - Αποχέτευσης Λαμίας" (ΔΕΥΑΛ), που εδρεύει στη Λαμία και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Δούμα με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19-4-2005 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, του ήδη αποβιώσαντος Ευαγγέλου Τσικλητήρα και άλλων προσώπων, που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Λαμίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 159/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3/2008 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 22-12-2010 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 13-1-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Η διάταξη αυτή καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόμου, αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών, με την έννοια ότι δεσμεύει και το νομοθέτη και τον υποχρεώνει, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, να μην αντιμετωπίζει κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές, εισάγοντας διακρίσεις ή εξαιρέσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, τη συνδρομή των οποίων ελέγχουν τα δικαστήρια.
Συνεπώς, αν γίνει από το νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλεισθεί από τη ρύθμιση αυτή, κατ' αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος, που επιβάλλει την ειδική εκείνη μεταχείριση, η διάταξη που εισάγει τη δυσμενή αυτή μεταχείριση είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική. Στην περίπτωση αυτή, προς αποκατάσταση της συνταγματικής αρχής της ισότητας, πρέπει να εφαρμοσθεί και για εκείνους, σε βάρος των οποίων έγινε η δυσμενής διάκριση, η διάταξη που ισχύει για την κατηγορία υπέρ της οποίας θεσπίστηκε η ειδική ρύθμιση, διότι μόνο με τον τρόπο αυτό αίρεται η κατάσταση που δημιουργήθηκε από την παραβίαση της ανωτέρω αρχής. Εξάλλου, γενικότεροι λόγοι κοινωνικού συμφέροντος για τη διαφορετική νομοθετική ρύθμιση των αποδοχών κατηγοριών εργαζομένων, που παρέχουν την ίδια εργασία και υπό τις ίδιες συνθήκες, συντρέχουν όταν η κάθε κατηγορία παρέχει την εργασία κάτω από διαφορετικό νομικό καθεστώς ήτοι, όταν η μία κατηγορία παρέχει τις υπηρεσίες της με σχέση δημοσίου δικαίου και η άλλη με σχέση ιδιωτικού δικαίου ή προκειμένου περί κατηγοριών απασχολουμένων με σχέση ιδιωτικού δικαίου, όταν η μία απασχολείται στο Δημόσιο, τους ΟΤΑ ή Ν.Π.Δ.Δ. και η άλλη σε Ν.Π.Ι.Δ. ή γενικώς στον ιδιωτικό τομέα. Εξάλλου, το άρθρο 1 της από 21-12-2000 Κλαδικής ΣΣΕ "για τους όρους αμοιβής και εργασίας του με σχέση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου προσωπικού των ΟΤΑ", που υπεγράφη μεταξύ των εκπροσώπων, αφ' ενός του Δημοσίου και του τότε "Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης" και αφ' ετέρου της "Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Προσωπικού Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΠΟΠ - ΟΤΑ)", ορίζει ότι "στις διατάξεις της, υπάγεται το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου όλων των κατηγοριών και ειδικοτήτων που απασχολείται στους Δήμους, στις Κοινότητες, στους Συνδέσμους, στα Ιδρύματα και στα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, των Δήμων και Κοινοτήτων και σε Οργανισμούς, που εξαρτώνται ή επιχορηγούνται από τους Δήμους ή τις Κοινότητες, με συμβάσεις εργασίας αορίστου και ορισμένου χρόνου και εφαρμόζεται αποκλειστικά στα μέλη των σωματείων που ανήκουν μόνο στη δύναμη της ΠΟΠ - ΟΤΑ ...". Με το άρθρο 5 της ανωτέρω Κλαδικής ΣΣΕ, για τους υπαγομένους στο πεδίο εφαρμογής της βάσει του ανωτέρω άρθρου 1 αυτής, ισχύει πλέον και η υπ' αρ. 2/83422/0022/5-12-2000 Κοινή Υπουργική απόφαση Υπουργών Εσωτερικών Δημοσίας Διοίκησης και Αποκέντρωσης & Οικονομικών, εκδοθείσα δυνάμει του άρθρου 5§3 Ν. 2685/1999, σύμφωνα με την οποία χορηγείται από 1/3/2000 εφάπαξ αποζημίωση του προσωπικού των ΟΤΑ πρώτης βαθμίδας ποσού δραχμών 396.000 το χρόνο. Ακολούθως εκδόθηκαν και άλλες "ΚΥΑ Υπ ΕΔΔΑ & Υπ Οικ.", δυνάμει της ίδιας εξουσιοδοτικής διάταξης (αρ. 5§3 Ν. 2685/1999), που επαύξησαν το ποσό της εφάπαξ αποζημίωσης αυτής, ήτοι εκδόθηκαν η ΚΥΑ 2/71516/0022/12-12-2001 (αύξηση σε δραχμές 480.000 από 1/1/2001), η ΚΥΑ 2/31607/0022/17-6-2002 (αύξηση σε € 2.112 από 1/1/ 2002), η ΚΥΑ 2/6771/0022/5-2-2004 (αύξηση σε € 206 μηνιαίως από 1/1/ 2004) και η ΚΥΑ 2/35576/0022/13-7-2005 (αύξηση σε € 238 μηνιαίως από 1/1/2005, σε € 270 από 1/7/2005 και σε 325 ευρώ από 1-7-2006, αντίστοιχα. Επίσης, με το Ν. 1069/1980 προβλέφθηκε η σύσταση δημοτικών επιχειρήσεων ύδρευσης και αποχέτευσης (ΔΕΥΑ) και παράλληλα ορίσθηκε ότι το προσωπικό των επιχειρήσεων αυτών θα συνδέεται με αυτές με συ΅βάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ενώ οι εργασιακές σχέσεις, συμπεριλαμβανομένων των αποδοχών, θα διέπονται από Οργανισ΅ό Εσωτερικής Υπηρεσίας, ανά επιχείρηση. Συγκεκριμένα, σύ΅φωνα ΅ε το άρθρο 1§1 εδ. α' και β' του ανωτέρω νό΅ου, "Δια την άσκησιν των πάσης φύσεως δραστηριοτήτων του κυκλώματος υδρεύσεως και αποχετεύσεως οικιστικών κέντρων της Χώρας, εξαιρέσει των πόλεων Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Βόλου και των ΅ειζόνων αυτών περιοχών, δύναται να συνιστώνται κατά την παράγραφον 3 του παρόντος άρθρου εις έκαστον Δή΅ον ή Κοινότητα της Χώρας ή υπό πλειόνων Δή΅ων ή Κοινοτήτων ή Δή΅ων και Κοινοτήτων ενιαίαι επιχειρήσεις υδρεύσεως και αποχετεύσεως. Αι ανωτέρω Επιχειρήσεις αποτελούν ίδια Νο΅ικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, κοινωφελούς χαρακτήρος, διεπό΅ενα υπό των κανόνων της Ιδιωτικής οικονομίας, εφ' όσον δεν ορίζεται άλλως υπό νό΅ου". Με το άρθρο 7§1 του ιδίου Νό΅ου ορίσθηκε ότι "Δι' Οργανισ΅ού Εσωτερικής Υπηρεσίας, συντασσομένου δι' αποφάσεως του Διοικητικού Συ΅βουλίου της επιχειρήσεως, εγκρινομένης υπό το Υπουργού Εσωτερικών ΅ετά γνώ΅ην των οικείων Δη΅οτικών ή Κοινοτικών Συμβουλίων, καθορίζεται η οργάνωσις, η σύνθεσις και η αρ΅οδιότης των υπηρεσιών, ο αριθ΅ός των θέσεων του πάσης φύσεως προσωπικού, αναλόγως προς τας ανάγκας της επιχειρήσεως, η κατά ΅ισθολογικά κλι΅άκια κατανο΅ή των θέσεων του προσωπικού καθ' ο΅άδας ειδικοτήτων και αναλόγως της βαθμίδος εκπαιδεύσεως, αι αποδοχαί, ως και ο τρόπος προσλήψεως και απολύσεως και το αρ΅όδιον προς τούτο όργανον", ενώ ΅ε την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου ορίσθηκε ότι "το κατά την προηγουμένην παράγραφον προσωπικόν της επιχειρήσεως συνδέεται ΅ετ' αυτής δια συ΅βάσεως εργασίας Ιδιωτικού δικαίου ...". Εξάλλου, ΅ε την από 7/7/1998 Κλαδική Συλλογική Σύ΅βαση Εργασίας, "για τη ρύθ΅ιση των όρων α΅οιβής και εργασίας των εργαζομένων στις ΔΕΥΑ όλης της χώρας", η οποία υπεγράφη ΅εταξύ εκπροσώπων της Ένωσης Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης και Αποχέτευσης και της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων στις ΔΕΥΑ και κηρύχθηκε υποχρεωτική με την υπ' αρ. 12074/14-10-1998 Απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 1042/Β/6-10-1998, καθορίσθηκαν τα μισθολογικά κλιμάκια και τα επιδόματα, που καταβάλλονται στους εργαζομένους των ΔΕΥΑ. Ακολούθως υπεγράφησαν οι Κλαδικές ΣΣΕ της 1/6/2001, της 7/8/2003, 26/3/2004 και της 19/5/2005, με ανάλογες διατάξεις. Με βάση το άρθρο 7 αυτών, ως ημέρες αργίας των εργαζομένων στις ΔΕΥΑ, ορίζονται οι ισχύουσες στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Επίσης το άρθρο 13§1 επαναλαμβάνει την αρχή της ευνοίας υπέρ των εργαζομένων, ορίζοντας ότι τυχόν ευνοϊκότεροι για τους εργαζομένους όροι εργασίας, αποδοχές ή επιδόματα, που προβλέπονται από Νόμους, ΣΣΕ, Διαιτητικές Αποφάσεις, έθιμα ή ΟΕΥ των ΔΕΥΑ, δεν θίγονται από τις Κλαδικές ΣΣΕ των ΔΕΥΑ. Στην προκειμένη περίπτωση το Πολυμελές Πρωτοδικείο Λαμίας, που δίκασε ως Εφετείο, δέχθηκε, ότι με το ΠΔ 544/1981 συστήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 1 Ν. 1069/1980, το εναγόμενο Νομικό Πρόσωπο της "Δημοτικής Επιχείρησης Ύδρευσης - Αποχέτευσης Λαμίας - ΔΕΥΑΛ". Οι αποδοχές των εργαζομένων σε αυτό και εν γένει τα θέματα, που αναφέρει η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 7§1 Ν. 1069/1980, διέπονται από τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας, όπως αυτός ισχύει, με βάση τη 17044/31-7-1989 εγκριτική απόφαση του Νομάρχη Φθιώτιδας, που εκδόθηκε και δημοσιεύθηκε σύμφωνα με το άρθρο 7 Ν. 1069/1980. Το άρθρο 7 του ΟΕΥ της ΔΕΥΑΛ, ως προς τις αποδοχές των εργαζομένων, παρέπεμπε στις Επιχειρησιακές ΣΣΕ, που θα υπέγραφε το αναγνωρισμένο Σωματείο των εργαζομένων με το Διοικητικό Συμβούλιο της εργοδότριας εναγομένης, σύμφωνα και με τους ισχυρισμούς των εναγόντων. Οι ενάγοντες, με την αγωγή τους, εξέθεσαν ότι προσλήφθηκαν από το εναγόμενο Νομικό Πρόσωπο, κατά τις αναφερόμενες για καθένα, ημεροχρονολογίες και απασχολούνται σε αυτό ως υπάλληλοι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Ότι οι αποδοχές τους καθορίζονται από α) τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του εναγομένου, όπως αυτός ισχύει με βάση τη 17044/31-7-1989 εγκριτική απόφαση του Νομάρχη Φθιώτιδας, το άρθρο 7 του οποίου (ΟΕΥ της ΔΕΥΑΛ), ως προς τις αποδοχές των εργαζομένων, παραπέμπει στις Επιχειρησιακές ΣΣΕ, που υπογράφει το αναγνωρισμένο Σωματείο των εργαζομένων με το Διοικητικό Συμβούλιο της εργοδότριας εναγομένης, β) την Κλαδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας "για τη ρύθμιση των όρων αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις ΔΕΥΑ όλης της χώρας", που υπεγράφη την 7/7/1998 μεταξύ εκπροσώπων της Ένωσης Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης και Αποχέτευσης "ΕΔΕΥΑ" και της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων στις ΔΕΥΑ, η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική με την 12074/17-9-1998 Απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 1042/Β/6-10-1998 και από τις όμοιες Κλαδικές ΣΣΕ της 1/6/2001, της 7/8/2003, 26/3/2004, που περιέχουν αντίστοιχες διατάξεις και γ) την από 22/11/2000 Επιχειρησιακή ΣΣΕ, που υπεγράφη μεταξύ των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης, εργοδότριας και του Σωματείου εργαζομένων σε αυτήν, ενώ ακολούθησαν οι Επιχειρησιακές ΣΣΕ της 21/7/ 2004 και της 28/2/2005. Με τις ως άνω Επιχειρησιακές ΣΣΕ καθορίζονται, μεταξύ άλλων, τα μισθολογικό κλιμάκια, τα καταβαλλόμενα επιδόματα και οι αποζημιώσεις των εργαζομένων. Σύμφωνα και με τους ισχυρισμούς των εναγόντων, με το άρθρο 7§2 των Επιχειρησιακών ΣΣΕ γίνεται παραπομπή "στις αντίστοιχες διατάξεις που εφαρμόζονται στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ)" ως προς το ωράριο εργασίας και τις ημέρες αργίας και το άρθρο 9§3 προβλέπει ότι "ευνοϊκότεροι όροι αμοιβής, που προβλέπονται από Νόμους - Διατάγματα -Συλλογικές Συμβάσεις Κλαδικές ή Ομοιοεπαγγελματικές, που είναι υποχρεωτικά εκτελεστές δεν θίγονται με την παρούσα ΣΣΕ". Εκθέτουν επίσης, ότι σύμφωνα με τις Κλαδικές ΣΣΕ "για τους όρους αμοιβής και εργασίας του με σχέση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου προσωπικού των ΟΤΑ", στις οποίες υπάγεται το "προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου όλων των κατηγοριών και ειδικοτήτων που απασχολείται στους Δήμους, στις Κοινότητες (ΠΟΠ - ΟΤΑ), στους Συνδέσμους, στα Ιδρύματα και στα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου δικαίου των Δήμων και Κοινοτήτων και σε Οργανισμούς που εξαρτώνται ή επιχορηγούνται, από τους Δήμους ή τις Kοινότητες, με συμβάσεις εργασίας αορίστου και ορισμένου χρόνου" και ειδικότερα με το άρθρο 5 της από 21-12-2000 Κλαδικής ΣΣΕ, για τους υπαγομένους στο πεδίο εφαρμογής της βάσει του ανωτέρω άρθρου 1 αυτής, ισχύει και η 2/83422/0022/5-12-2000 Κοινή Υπουργική Απόφαση Υπουργών Εσωτερικών Δημοσίας Διοίκησης και Αποκέντρωσης & Οικονομικών, εκδοθείσα δυνάμει του άρθρου 5§3 Ν. 2685/1999 (κάλυψη δαπανών των μετακινουμένων υπαλλήλων εντός και εκτός επικράτειας και άλλες διατάξεις), σύμφωνα με την οποία χορηγείται από 1/3/2000 εφάπαξ αποζημίωση του προσωπικού των ΟΤΑ πρώτης βαθμίδας ποσού δραχμών 396.000 το χρόνο. Ότι, ακολούθως, εκδόθηκαν και άλλες "ΚΥΑ Υπ ΕΔΔΑ & Υπ Οικ.", δυνάμει της ίδιας εξουσιοδοτικής διάταξης, που επαύξησαν το ποσό της εφάπαξ αποζημίωσης αυτής. Με βάση τα παραπάνω ισχυρίστηκαν ότι το εναγόμενο Νομικό Πρόσωπο οφείλει να τους καταβάλει την ως άνω αποζημίωση (άλλως επίδομα) για κάλυψη δαπανών των μετακινουμένων υπαλλήλων εντός και εκτός επικράτειας, για τους παρακάτω λόγους: α) ως εργαζόμενοι σε ΔΕΥΑ εμπίπτουν ευθέως στο πεδίο εφαρμογής των ΚΥΑ ΥπΕΔΔΑ & Υπ Οικ., άλλως θα πρέπει να λάβουν το ίδιο "επίδομα κίνησης", όπως και όλοι όσοι ευθέως το λαμβάνουν μέσω των ΚΥΑ Υπ ΕΔΔΑ & Υπ Οικ. που το θεσπίζουν, δεδομένου ότι οι ρητά προσδιοριζόμενοι δικαιούχοι του επιδόματος κίνησης, καθορίζονται με γνώμονα την υπηρεσία τους (εργαζόμενοι του Δημοσίου, εργαζόμενοι στους ΟΤΑ) και όχι τις κατ' ιδίαν αρμοδιότητές τους και αφού οι ίδιοι παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε ΝΠΙΔ, θα πρέπει και αυτοί να τύχουν της ίδιας μεταχείρισης, σύμφωνα με την αρχή της ισότητας (άρθρο 4 & 1 του Συντάγματος) και την αρχή της ίσης μεταχείρισης σε εργασιακές σχέσεις (άρθρο 22§1β του Συντάγματος). β) Oι ΚΥΑ, που το προβλέπουν ενσωματώθηκαν στις Κλαδικές ΣΣΕ "για τους όρους αμοιβής και εργασίας του με σχέση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου προσωπικού των ΟΤΑ (ΠΟΠ - ΟΤΑ)" και το προσωπικό των ΔΕΥΑ υπάγεται στις ανωτέρω Κλαδικές ΣΣΕ των εργαζομένων στους ΟΤΑ, κατά παραπομπή των δικών τους Κλαδικών ΣΣΕ των ΔΕΥΑ, των Επιχειρησιακών ΣΣΕ του εναγομένου και του Οργανισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας αυτού. Ειδικά δε, ως προς τις Επιχειρησιακές ΣΣΕ του εναγομένου, επικαλούνται το άρθρο 9§3, που προβλέπει ότι "ευνοϊκότεροι όροι αμοιβής, που προβλέπονται από Νόμους - Διατάγματα - Συλλογικές Συμβάσεις Κλαδικές ή Ομοιοεπαγγελματικές, που είναι υποχρεωτικά εκτελεστές δεν θίγονται με την παρούσα ΣΣΕ" και το άρθρο 7§2, με το οποίο γίνεται παραπομπή "στις αντίστοιχες διατάξεις που εφαρμόζονται στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ)" ως προς το ωράριο εργασίας και τις ημέρες αργίας, επικαλούμενοι και αντίστοιχες διατάξεις του ΟΕΥ του εναγομένου. γ) Oι εργαζόμενοι στη ΔΕΥΑ Τρικάλων (της οποίας ο Οργανισμός Εσωτερικής Υπηρεσίας, στο άρθρο 29, ως προς τις αποδοχές των εργαζομένων στη ΔΕΥΑ Τρικάλων, ρητά παραπέμπει στις εκάστοτε Κλαδικές ΣΣΕ για εργαζομένους στους ΟΤΑ), δικαιούνται της ως άνω αποζημίωσης, σύμφωνα και με τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Τρικάλων. Ενόψει των ανωτέρω ζήτησαν να καταδικασθεί το εναγόμενο να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς το ποσό των 9.838 ευρώ, άλλως, βάσει των διατάξεων περί αδικοπραξιών, άλλως, βάσει των διατάξεων περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Στη συνέχεια το Πολυμελές Πρωτοδικείο, ερευνώντας την αγωγή, δέχθηκε ότι Α) το αίτημα των εναγόντων να λάβουν το επίδομα, που θεσπίζουν οι ανωτέρω ΚΥΑ Υπ ΕΔΔΑ & Υπ Οικ., ως ανήκοντες στο πεδίο εφαρμογής αυτών δεν είναι νόμιμο, διότι οι τελευταίοι δεν ανήκουν στο ρυθμιστικό πεδίο των ανωτέρω διατάξεων, οι οποίες χορηγούν το εν λόγω επίδομα μόνον σε εργαζομένους στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Β) Mη νόμιμο είναι το ίδιο αίτημα με βάση τη διάταξη του άρθρου 4§1 του Συντάγματος, καθόσον η μη υπαγωγή των εργαζομένων στις ΔΕΥΑ στο πεδίο εφαρμογής των ΚΥΑ, που θεσπίζουν το επίδομα, δεν συνιστά αυθαίρετη δυσμενή διάκριση εις βάρος τους, αλλά δικαιολογείται από γενικότερους λόγους κοινωνικού συμφέροντος, αφού οι εργαζόμενοι στους ΟΤΑ παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε δημόσια νομικά πρόσωπα, υπό διαφορετικές συνθήκες (πρόσληψης, υπηρεσιακής εξέλιξης, μονιμότητας ή μη, λύσεως της υπηρεσιακής σχέσεως), υπάγονται σε διαφορετικό μισθολογικό καθεστώς, συγκριτικά προς τους εργαζομένους στις ΔΕΥΑ, ισχύουν δηλαδή για αυτούς διαφορετικές Κλαδικές ΣΣΕ, ενώ αντίθετα οι εργαζόμενοι στις ΔΕΥΑ παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε Νομικά Πρόσωπα, "διεπόμενα υπό των κανόνων της Ιδιωτικής οικονομίας", σύμφωνα με το άρθρο 1§1 εδ. β' Ν. 1069/1980, συνδέονται άπαντες με αυτό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, έχουν διαφορετικές διαδικασίες πρόσληψης, υπηρεσιακής εξέλιξης, μονιμότητας ή μη, λύσεως της υπηρεσιακής σχέσης, αλλά και διαφορετικό μισθολογικό καθεστώς, το οποίο διέπεται από Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας, Επιχειρησιακές ΣΣΕ και διαφορετικές Κλαδικές ΣΣΕ, που συνάπτονται σύμφωνα με τους όρους που διέπουν την Ιδιωτική Οικονομία. Γ) Οι ενάγοντες δεν μπορούν να υπαχθούν στις ανωτέρω ΚΥΑ, που χορηγούν το επίδικο επίδομα, ούτε δυνάμει του άρθρου 22§1 εδαφ. β' του Συντάγματος, διότι οι εργαζόμενοι στους ΟΤΑ, για τους οποίους θεσπίσθηκαν οι ΚΥΑ αυτές, έχουν διαφορετικό εργοδότη από τους ενάγοντες, ενώ η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης του άρθρου 22§1 εδαφ. β' του Συντάγματος προϋποθέτει ταυτότητα του προσώπου του εργοδότη για τις δύο κατηγορίες εργαζομένων για τους οποίους ζητείται η ίδια μεταχείριση. Δ) Δεν δικαιούνται το επίδικο επίδομα, ούτε δυνάμει των συλλογικών ρυθμίσεων, που διέπουν τις εργασιακές τους σχέσεις, διότι: Οι Κλαδικές ΣΣΕ των ΔΕΥΑ, δεν προέβλεψαν επίδομα, όπως το επίδομα, που ζητείται με την αγωγή, ούτε ενσωμάτωσαν ευθέως τις ΚΥΑ, που το θέσπισαν, δεν παραπέμπουν στις Κλαδικές ΣΣΕ "ΠOE - ΟΤΑ", ως προς τις αμοιβές των εργαζομένων, αλλά μόνον ως προς τις ημέρες αργίας (άρθρο 7), ενώ η διάταξη του άρθρου 13, που επαναλαμβάνει την αρχή της ευνοίας του Ν. 1876/1990, δεν παραπέμπει σε άλλες διατάξεις, αλλά απλώς επαναλαμβάνει ότι ισχύει η πλέον ευνοϊκή για τον εργαζόμενο διάταξη, μεταξύ των διαφόρων κανονιστικών διατάξεων, που ισχύουν επί των εργασιακών σχέσεων των ΔΕΥΑ, είτε α) αυτές ισχύουν, ευθέως, διότι περιλαμβάνουν στο ρυθμιστικό τους πεδίο τους εργαζομένους των ΔΕΥΑ, ενώ, οι διατάξεις των ΚΥΑ δεν περιλαμβάνουν εργαζομένους των ΔΕΥΑ στο πεδίο εφαρμογής τους είτε β) ισχύουν κατά παραπομπή από άλλες διατάξεις, διάφορες του άρθρου 13 (όπως επί παραδείγματι οι διατάξεις των Κλαδικών ΣΣΕ "ΠOE - OTA" περί αδειών ισχύουν για τους εργαζομένους στις ΔΕΥΑ λόγω παραπομπής σε αυτές του άρθρου 7 των Κλαδικών ΣΣΕ των ΔΕΥΑ), γ) έστω ισχύουν κατ' εφαρμογήν των αρχών της ισότητας και ίσης μεταχείρισης, που εν προκειμένω δεν ισχύουν. Δεδομένου, ότι οι ΚΥΑ που θεσπίζουν το επίδομα, δεν εφαρμόζονται ευθέως στους εργαζομένους των ΔΕΥΑ, ούτε κατά παραπομπή από διάταξη των Κλαδικών ΣΣΕ των ΔΕΥΑ, ούτε με εφαρμογή των άρθρων 4§1 και 22§1 εδ. β' του Συντάγματος, για το λόγο αυτό η διάταξη του άρθρου 13 των Κλαδικών ΣΣΕ, που επαναλαμβάνει την αρχή της ευνοίας του Ν. 1876/1990, δεν συνιστά νόμιμο έρεισμα για τη χορήγηση του επιδόματος. Εξάλλου, το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι στη ΔΕΥΑ Τρικάλων λα΅βάνουν το επίδικο επίδο΅α, δεν ΅πορεί να θεμελιώσει το αίτημα των για την εφαρ΅ογή της αρχής της ισότητας και ίσης ΅εταχείρισης, αφού, σύ΅φωνα και ΅ε τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ο ίδιος ο Οργανισ΅ός Εσωτερικής Υπηρεσίας της ΔΕΥΑ Τρικάλων στο άρθρο 29, ως προς τις αποδοχές των εργαζομένων στη ΔΕΥΑ Τρικάλων, ρητά παραπέ΅πει στις εκάστοτε Κλαδικές ΣΣΕ για εργαζομένους στους ΟΤΑ, ήτοι και στις ενσω΅ατωθείσες σε αυτούς ΚΥΑ Υπ ΕΔΔΑ & Υπ Οικ. που προβλέπουν το επίδομα, πλην ό΅ως α) οι εργασιακές σχέσεις των εναγόντων, εργαζομένων στη ΔΕΥΑ Λα΅ίας δεν ανήκουν στο ρυθμιστικό πεδίο του ΟΕΥ της ΔΕΥΑ Τρικάλων, β) οι διατάξεις του ΟΕΥ της ΔΕΥΑ Τρικάλων δεν ισχύουν ούτε κατά παραπομπή, αφού κα΅ία κανονιστική ή άλλη διάταξη, που διέπει τις σχέσεις εργασίας των εναγόντων, δεν παραπέμπει σε αυτόν γ) οι ενάγοντες δεν δύνανται να ζητούν νoμίμως την αυτή μεταχείριση με τους εργαζομένους στη ΔΕΥΑ Τρικάλων, αφού οι τελευταίοι έχουν διαφορετικό εργοδότη, ενώ η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης του άρθρου 22§1 εδαφ. β' του Συντάγματος προϋποθέτει ταυτότητα του προσώπου του εργοδότη για τις δύο κατηγορίες εργαζομένων για τους οποίους ζητείται η ίδια μεταχείριση, όπως προαναφέρεται στη νομική σκέψη της παρούσας, δ) οι ενάγοντες δεν δικαιούνται το επίδομα με βάση την αρχή της ισότητας του άρθρου 4§1 του Συντάγματος, επικαλούμενοι τη λήψη του επιδόματος από τους εργαζομένους στη ΔΕΥΑ Τρικάλων, διότι έχουν διαφορετικό εργοδότη, υπάγονται σε διαφορετικό μισθολογικό καθεστώς συγκριτικά προς αυτούς (ισχύουν διαφορετικές Επιχειρησιακές ΣΣΕ και Οργανισμός Εσωτερικής Υπηρεσίας, ο οποίος ακριβώς θεσπίζει για τους εργαζομένους της ΔΕΥΑ Τρικάλων έστω κατά παραπομπή στις Κλαδικές ΣΣΕ "ΠΟΕ - ΟΤΑ"), ενώ, εξ άλλου, η διάταξη που με παραπομπή χορηγεί το επίδομα στους εργαζομένους της ΔΕΥΑ Τρικάλων ανήκει στον ΟΕΥ της τελευταίας, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 7§1 του Νόμου 1069/1980, είναι απόφαση του ΔΣ αυτού, οπότε, αφού μεταξύ των εργαζομένων στη ΔΕΥΑ Τρικάλων και στη ΔΕΥΑ Λαμίας υπάρχει διαφορά ως προς το ρυθμιστικό παράγοντα των μισθολογικών καταστάσεων των δύο κατηγοριών, η όποια διαφορά μισθών δεν είναι αυθαίρετη. Δέχθηκε, επίσης, το Πρωτοδικείο, ότι οι ενάγοντες δεν δικαιούνται το εν λόγω επίδομα, ούτε με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, διότι η αθέτηση ενοχικής υποχρέωσης μπορεί, πέραν της αξιώσεως από τη σύμβαση, να επιστηρίξει και αξίωση αποζημιώσεως εξ αδικοπραξίας, μόνον εάν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν παράνομη, ενώ, εν προκειμένω, δεν υφίσταται τέτοια ενοχική υποχρέωση. Τέλος, αφού το εναγόμενο νομικό πρόσωπο δεν είχε την υποχρέωση να καταβάλει το επίδικο επίδομα, δεν κατέστη πλουσιότερο. Με τις παραδοχές αυτές απέρριψε την έφεση των ήδη αναιρεσειόντων, κατά της απόφασης του Πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με την οποία είχε απορριφθεί η αγωγή. Με την κρίση του αυτή το Πολυμελές Πρωτοδικείο, δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που προαναφέρθηκαν, και εκείνες των άρθρων 904, 914 ΑΚ, 4 παρ. 1, 22 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 και 13 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, καθόσον, υπό τις εκτιθέμενες παραδοχές, δεν δικαιούνται πράγματι οι αναιρεσείοντες την επίμαχη παροχή, με βάση τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν και η διαφορετική νομοθετική ρύθμιση δικαιολογείται, στην προκειμένη περίπτωση, από γενικότερους λόγους κοινωνικού συμφέροντος, ενόψει του ότι οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες, ως εργαζόμενοι σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, ανήκουν σε διαφορετική κατηγορία από εκείνη των υπαλλήλων των ΟΤΑ, και των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ., στους οποίους χορηγείται η επίμαχη παροχή.
Συνεπώς, οι, ενιαίως, κρινόμενοι, πρώτος, δεύτερος και τρίτος, λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους αποδίδονται στο ως άνω δικαστήριο οι σχετικές, από τον αριθμό 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ, πλημμέλειες, είναι αβάσιμοι. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες, ως ηττώμενοι, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (άρθ. 176 και 183 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα στο διατακτικό προσδιορίζονται.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 22-12-2010, αίτηση των αναιρεσειόντων για την αναίρεση της 3/2008 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου 2012. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουαρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή