Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1116 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Δυσφήμηση συκοφαντική.




Περίληψη:
Συνεκδίκαση δύο αιτήσεων αναιρέσεων ως συναφών. Συκοφαντική δυσφήμηση. Στοιχεία του εγκλήματος αυτού. Αίτηση αναίρεσης κατά καταδικαστικής απόφασης για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. Απόρριψη του λόγου αυτού ως αβασίμου. Δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 367 § 1 ΠΚ επί συκοφαντικής δυσφήμησης και απορρίπτεται τέτοιος ισχυρισμός του αναιρεσείοντος προβαλλόμενος με τους πρόσθετους λόγους αναίρεσης. Απορρίπτει αίτηση αναίρεση του 2ου αναιρεσείοντος λόγω μη εμφάνισής του στο Δικαστήριο, αν και κλήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα.




Αριθμός 1116/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητή και Γεώργιο Μπατζαλέξη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Μαρτίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
των αναιρεσείοντων- κατηγορουμένων: 1)Χ1, κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Γασπαράκη και 2)Χ2, κατοίκου ... που δεν παραστάθηκε, περί αναιρέσεως της 690/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά.
Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ, κατοίκου ..., που δεν παραστάθηκε. Το Τριμελές Εφετείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 2 Ιουλίου 2009 αίτησή αναιρέσεως του πρώτου αναιρεσείοντα με τους από 19 Φεβρουαρίου 2010 προσθέτους λόγους και στην από 3 Ιουλίου 2009 αίτηση αναιρέσεως του δευτέρου αναιρεσείοντα, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1063/2009.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος Χ1, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η από 3 Ιουλίου 2009 αίτηση αναιρέσεως του Χ2 και να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης του Χ1 και να απορριφθούν οι πρόσθετοι λόγοι.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες από 2-7-2009 και 3-7-2009 δύο αιτήσεις (με αριθμ. πρωτ. ...) των : 1) Χ1 και 2) Χ2, για αναίρεση της υπ'αριθμ. 690/2009 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιώς, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν ως συναφείς.
Κατά το άρθρο 513 εδ. 8 του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166 του ίδιου Κώδικα. Εξάλλου, κατά το άρθρο 514 εδ.α ΚΠΔ, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτησή του απορρίπτεται.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το ... από το αποδεικτικό επιδόσεως του επιμελητή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά ..., ο αναιρεσείων Χ2, κάτοικος ..., κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση της 9-3-2010, που είχε προσδιορισθεί να συζητηθεί η κρινόμενη από 3-7-2009 αίτηση αναίρεσής του κατά της υπ'αριθμ. 690/2009 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (πλημμελημάτων) Πειραιώς. Ο ως άνω αναιρεσείων όμως δεν εμφανίσθηκε κατ'αυτή κατά την εκφώνηση της υποθέσεως στη σειρά της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). Περαιτέρω με την από 2 Ιουλίου 2007 αίτηση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Χ1, που εμφανίσθηκε και νόμιμα παρέστη στο Δικαστήριο κατά τη συζήτηση αυτής, θα συνεξετασθούν και οι από 15 Φεβρουαρίου 2010 πρόσθετοι επ'αυτής λόγοι, που άσκησε αυτός νομοτύπως και εμπροθέσμως με ιδιαίτερο δικόγραφο (άρθρο 509 παρ.2 ΚΠολΔ).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, κατά την πρώτη των οποίων "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου, ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο, γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή, και κατά τη διάταξη, "αν στην περίπτωση του άρθρου 362, το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, προκύπτει ότι, το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης προϋποθέτει, είτε ισχυρισμό ενώπιον τρίτου ψευδούς γεγονότος, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου, είτε διάδοση σε τρίτον τέτοιου γεγονότος, το οποίο ανακοινώθηκε προηγουμένως στον υπαίτιο από άλλον. Ως γεγονός δε, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου που ανάγεται στο παρελθόν ή στο παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή στο παρόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκεται σην ηθική και την ευπρέπεια. Για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος αυτού, απαιτείται άμεσος δόλος, συνιστάμενος στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διάδοσης ενώπιον τρίτου, του ψευδούς γεγονότος, εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου. Δεν αρκεί δηλαδή ο απλός ή ο ενδεχόμενος δόλος, αλλά απαιτείται άμεσος δόλος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ.5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ'αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά, αρκεί ωστόσο να συνάγεται από την απόφαση, ότι όλα τα αποδεικτικά μέσα έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι κατ'αρχή αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαίτερα, γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεως του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία την ενοχή. Όταν, όμως, για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται, όπως επί συκοφαντικής δυσφημήσεως, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν κατά νόμο την έννοια αυτής και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η τέλεση της πράξεως εν γνώσει ορισμένων περιστατικών, άμεσος δηλαδή δόλος από μέρους του υπαιτίου, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη διαληφθείσα γνώση.
2. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ'αριθ. 690/2009 απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, που κατ'είδος αναφέρονται σ'αυτή, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Οι κατηγορούμενοι, 1) Χ2 (αναιρεσείων που δεν εμφανίσθηκε κατά τη συζήτηση της δικής του αίτησης αναίρεσης) και 2) Χ1 (αναιρεσείων της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης) άσκησαν, ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς, την από 30-6-2003 έφεσή τους, στρεφόμενη κατά: α) της μητέρας τους Γ και β) της αδελφής τους (Ψ. Η έφεση αυτή κατατέθηκε στον αρμόδιο Γραμματέα κατά την 4η Ιουλίου 2003, ενώ στο δικόγραφο αυτής περιείχετο, εκτός των άλλων και η φράση: "...εξάλλου, όπως αναφέρθηκε παραπάνω η αδελφή μας συνεναγομένη είχε διαπράξει μοιχεία σε βάρος του, ασκούντος το επάγγελμα του ναυτικού, συζύγου της...". Βεβαίως η αναγραφή της ως φράσεως έγινε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο των κατηγορουμένων, αλλά αυτός ενήργησε κατόπιν εντολής και υποδείξεων εκείνων (κατηγορουμένων), όσα δε αντίθετα υποστηρίζουν οι τελευταίοι, με τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Ετσι, οι κατηγορούμενοι, ενεργώντας από κοινού, με την ως άνω και επίδικη έφεσή τους, ισχυρίστηκαν και διέδωσαν, ενώπιον των Δικαστών και του αρμοδίου Γραμματέα που επιλήφθηκαν της σχετικής αστικής υπόθεσης, για την εγκαλούσα και πολιτικώς ενάγουσα (Ψ
, η οποία τυγχάνει και αδελφή τους, ότι έχει διαπράξει "μοιχεία", κατά το χρόνο που τελούσε σε έγγαμη συμβίωση. Όμως, ανεξαρτήτως του εάν η παραπάνω εγκαλούσα είχε δημιουργήσει "εξωσυζυγικές γνωριμίες", κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής της με τον πρώην σύζυγό της ..., το αναφερόμενο γεγονός "της μοιχείας εκείνης (εγκαλούσας)" ήταν εντελώς ψευδές και οι κατηγορούμενοι τελούσαν εν γνώσει της αναληθείας τούτου. Με τα δεδομένα αυτά, το αμέσως προηγούμενο ψευδές γεγονός μπορούσε να βλάψει, όπως και πράγματι έβλαψε, την τιμή και την υπόληψη της εγακλούσας, αφού, κατά τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις, αντίκειται στην έννοια της ευπρέπειας και προσδίδει κοινωνική απαξία. Επομένως, οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι για τη διωκόμενη και αποδιδόμενη σ'αυτούς αξιόποινης πράξης "της συκοφαντικής δυσφήμησης από κοινού" και να τους αναγνωριστεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ, καθόσον το Δικαστήριο τούτο δέχεται, ότι οι ίδιοι (κατηγορούμενοι) έζησαν, έως το χρόνο που έγινε το παραπάνω έγκλημα, έντιμη ατομική-οικογενειακή-επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς κήρυξε εκτός από τον κατηγορούμενο αδελφό του Χ2, το αναιρεσείοντα ένοχο συκοφαντικής δυσφημήσεως και επέβαλε σε αυτόν ποινή φυλάκισης τριών (3) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία (3) χρόνια.
Με αυτό που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την κατά της διατάξεως των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή του αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, για το οποίο κηρύχθηκε κατά τα άνω ένοχος ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων, της αποδείξεις ου τα θεμελίωσαν και τις σκέψεις και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 363 του ΠΚ, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 362 του ίδιου κώδικα, την οποία ορθά εφάρμοσε και ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, με ασαφείς και αντιφατικές παραδοχές παραβίασε. Ειδικότερα το Δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του όλα τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν δημόσια στο ακροατήριο, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται: 1) το υπ'αριθμ. 249/1987 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς και 2) το υπ'αριθμ. 148/1987 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, τα οποία συνεκτίμησε και επαναξιολόγησε με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία για να καταλήξει στην καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα κρίση, που ενεργώντας με άμεσο δόλο προσέβαλε την τιμή και την υπόληψη (με την ηθική απαξίωσή της) της εγκαλούσας όντας αδελφή του, κατά τη διαδικασία αστικής δίκης για την επίλυση οικογενειακής και κληρονομικής μορφής διαφοράς τους.
Συνεπώς ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ λόγος της κρινόμενης αίτησης με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης από τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατά το μέρος δε που υπό την επίφαση του ως άνω λόγου πλήττεται η ίδια απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον στην περίπτωση αυτή πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Περαιτέρω, ο αναιρεσείων, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δευτεροβάθμιας δίκης, παρέστη με συνήγορο στο Δικαστήριο, η διαδικασία διεξήχθη με την παρουσία τους, τους δόθηκε ο λόγος για την υποβολή ερωτήσεων στους μάρτυρες που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο, να προσκομίσει έγγραφα, αυτός δεν ζήτησε τη συμπληρωματική εξέταση κάποιου μάρτυρα ή οιαδήποτε διασάφηση και δεν υπέβαλε κάποιο αίτημα ή ισχυρισμό και το δικαστήριο παρέλειψε να απαντήσει, χωρίς έτσι να στερηθεί κάποιο υπερασπιστικό δικαίωμα το και να δικασθεί δικαίως, όπως ορίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 του ΝΔ/τος 53/1974 (Σύμβασης της Ρώμης περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων), όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων με τον πρώτο των πρόσθετων λόγων. Επομένως ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Ακόμη περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδρίασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ο αναιρεσείων δεν υπέβαλε με σαφήνεια και αναφορά πραγματικών περιστατικών τον αυτοτελή ισχυρισμό περί άρσης του αδίκου της αξιόποινης πράξης που τέλεσε σε βάρος της εγκαλούσας λόγω προστασίας δικού του δικαιώματος (άρθρο 367 παρ.1 του ΠΚ). Επομένως το Δικαστήριο δεν είχε υποχρεώσει να απαντήσει και ειδικότερα να απορρίψει με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία τον ισχυρισμό αυτόν και συνακόλουθα όσα αντίθετα ο αναιρεσείων ισχυρίζεται με το δεύτερο των πρόσθετων λόγων είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, ανεξαρτήτως του ότι η εφαρμογή της προαναφερόμενης διάταξης του ΠΚ αποκλείεται στην συγκεκριμένη περίπτωση, καθόσον η αξιόποινη πράξη που είχε τελέσει ο αναιρεσείων περιείχε τα ουσιαστικά στοιχεία της συκοφαντικής δυσφήμησης, σύμφωνα μ ε τη διάταξη της δεύτερης παραγράφου περ.α του ίδιου ως'ανω άρθρου του ΠΚ.
Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος για έρευνα, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης του Χ1 και οι επ'αυτής πρόσθετοι λόγοι και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει τις: 1) από 2 Ιουλίου 2009 (υπ'αρ. πρωτ. 61/2009) και 2) από 3-7-2009 (υπ'αρ. 61/2009) αιτήσεις των: 1) Χ1 κατοίκων ... και 2) Χ2, κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ αριθμ. 690/2009 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιώς.

Απορρίπτει αυτές καθώς και τους από 19 Φεβρουαρίου 2010 προσθέτους λόγους του πρώτου αναιρεσείοντος. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται για τον καθένα αυτών σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Μαΐου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Μαΐου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή