Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Σωματική βλάβη επικίνδυνη, Κατηγορούμενος, Αναβολής αίτημα.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για επικίνδυνη σωματική βλάβη. Απόρριψη λόγου αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την απόρριψη αιτήματος αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις. Απόρριψη λόγου αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη αρνητικών της κατηγορίας ισχυρισμών και ως προς τη μη λήψη υπόψη όλων των αποδεικτικών μέσων. Λόγος ότι δεν αξιολογήθηκαν ορθά τα αποδεικτικά μέσα και ότι δεν αιτιολογείται η αξιοπιστία των καταθέσεων των πολιτικώς εναγόντων σε σχέση με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα είναι απαράδεκτος, γιατί πλήττει την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ακυρότητες πράξεων της προδικασίας μπορούν να προταθούν ωσότου γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο, διαφορετικά καλύπτονται και δεν λαμβάνονται υπόψη ούτε αυτεπαγγέλτως. Το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψη αιτήματος, το οποίο δεν ήταν νόμιμο. Η πρόταση του εισαγγελέα για την ενοχή του κατηγορουμένου εμπεριέχει και πρόταση για την απόρριψη αιτήματος που υποβλήθηκε και, από την μη υποβολή χωριστής πρότασης επ' αυτού, δεν δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα. Έννοια υποχρεώσεως του κατηγορουμένου προς εμφάνιση (340 ΚΠΔ) και δικαιώματος σιωπής αυτού. Εφόσον ο τελευταίος, που στην αρχή της δίκης, ευρισκόμενος έξω από την αίθουσα του ακροατηρίου, εκπροσωπήθηκε από συνήγορο, προσήλθε, στη διάρκεια της δίκης, αυτοβούλως, έστω και κατόπιν παραγγελίας του εισαγγελέα της έδρας, και απολογήθηκε, δεν παραβιάσθηκε το δικαίωμα του να μην εμφανισθεί ο ίδιος, καθώς και της σιωπής και μη αυτοενοχοποιήσεως. Απορρίπτει αίτηση.
ΑΡΙΘΜΟΣ 2405/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Νοεμβρίου 2009, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γρηγόριο Τσόλια, περί αναιρέσεως της 2655/2009 και 2941/2009 αποφάσεων του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. Ψ1 και 2. Ψ2, κάτοικους ..., που δεν παραστάθηκαν.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με τις ως άνω αποφάσεις του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτές, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτών, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Μαΐου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 819/2009.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει, να παύσει οριστικά η ασκηθείσα κατά του κατηγορουμένου ποινική δίωξη και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 513 παρ. β' εδ. γ' ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Κατά δε το άρθρο 515 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα αν εμφανιστεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμα και αν κάποιος από αυτούς δεν εμφανίστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα με ημερομηνία 1 Ιουλίου 2009 αποδεικτικά επιδόσεως του Ειρηνοδικείου Αχαρνών ..., οι πολιτικώς ενάγοντες της κρινόμενης υπόθεσης Ψ1 και Ψ2 με αναιρεσείοντα τον Χ κλητεύθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, για να εμφανισθούν στη σημερινή δικάσιμο, πλην αυτοί δεν εμφανίστηκαν κατ' αυτήν και την εκφώνηση της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο θα παραχωρήσει στη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης σαν να ήταν παρόντες και αυτοί.
Σύμφωνα με τα άρθρα 352 και 353 ΚΠοινΔ, παρέχεται και στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, εναπόκειται όμως στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την εν λόγω αναβολή, αν κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι αναγκαίες για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 του ίδιου Κώδικα δικανική του πεποίθηση. Εξάλλου, η ειδική κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εκ της ελλείψεως της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται παραδεκτώς και είναι ορισμένη. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τις προσβαλλόμενες υπ` αριθ. 2655 και 2941/2009 αποφάσεις του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, με την πρώτη από τις οποίες απορρίφθηκε αίτημα αναβολής και με τη δεύτερη ο αναιρεσείων κατηγορούμενος καταδικάσθηκε για επικίνδυνη σωματική βλάβη κατά συρροή, στις εκεί αναφερόμενες ποινές, και από τα πρακτικά τους, ο συνήγορος που εκπροσώπησε στη δίκη τον κατηγορούμενο, μετά την εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας και πριν από την ανάγνωση των εγγράφων της δικογραφίας, υπέβαλε αίτημα αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις κατ` άρθρο 352 ΚΠΔ "για να έλθει ως μάρτυρας ο ΑΑ". Το αίτημα αναβολής αυτό, όπως διατυπώθηκε, ήταν αόριστο και εκ τούτου απαράδεκτο, διότι δεν ανέφερε για ποιούς συγκεκριμένους λόγους ήταν αναγκαία η μαρτυρία του μνημονευομένου μάρτυρα Επομένως, δεν είχε υποχρέωση το δικαστήριο να απαντήσει στο αίτημα αυτό του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης και πολύ περισσότερο να αιτιολογήσει ιδιαιτέρως την περί αυτού παρεμπίπτουσα απόφασή του. Παρά ταύτα, το δικάσαν Εφετείο αιτιολόγησε επαρκώς την απόρριψη του εν λόγω αιτήματος, διαλαμβάνοντας στην υπ` αριθ. 2655/2009 απόφασή του τα εξής: "Το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει ν' απορριφθεί το αίτημα του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης προκειμένου να κληθεί ο μάρτυρας ΑΑ, καθόσον, από το υπάρχον αποδεικτικό υλικό μπορεί να σχηματίσει δικανική κρίση αναφορικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο πράξη". Η αιτιολογία δε αυτή, με την οποία το δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αναβολής γιατί δέχθηκε ότι υπήρχαν επαρκή αποδεικτικά μέσα προς διερεύνηση της υποθέσεως και δη μάρτυρες και έγγραφα (και όχι, όπως υπολαμβάνει ο αναιρεσείων, ότι υπήρχαν εξετασθέντες ήδη μάρτυρες, ενώ δεν είχαν ακόμη εξετασθεί οι μάρτυρες υπερασπίσεως), είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, ενόψει του ότι για την απόρριψη του συγκεκριμένου αιτήματος στο σημείο εκείνο της δίκης αρκούσε απλώς το γεγονός, που προκύπτει από τα ανωτέρω πρακτικά, ότι ο Εισαγγελέας είχε καλέσει μάρτυρες οι οποίοι ήταν παρόντες και υπήρχαν και έγγραφα προς ανάγνωση. Επομένως, ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ', Α' και Β ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως (Α' αναιρετικός λόγος - στοιχ. Α αναιρετηρίου), με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη υπ` αριθ. 2655/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του αιτήματος αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις με συνέπεια την έλλειψη ακρόασης και την απόλυτη ακυρότητα λόγω παραβίασης των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 308 και 309 του ΠΚ, αν η σωματική βλάβη τελέσθηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική βλάβη, επιβάλλεται στον υπαίτιο φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της επικίνδυνης σωματικής βλάβης συνίσταται στην πρόκληση της κατά το άρθρο 308 παρ. 1 σωματικής βλάβης κατά τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή του παθόντος ή βαριά σωματική βλάβη, όπως ενδεικτικά αναφέρεται στη διάταξη του άρθρου 310 παρ. 2 του ΠΚ. Για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος απαιτείται δόλος, δηλαδή, γνώση της αφηρημένης δυνατότητας του κινδύνου της ζωής ή της βαριάς σωματικής βλάβης και θέληση του υπαίτιου να προξενήσει σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη εξειδίκευση του δόλου, αρκεί να προκύπτει από τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 2941/2009 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα επικίνδυνης σωματικής βλάβης κατά συρροή σε βάρος των Ψ1 και Ψ2, η οποία συνίστατο στο ότι αυτός, στις 24.4.2001, ενεργώντας με πρόθεση, τους επιτέθηκε και, με υπερβολική βία, τους χτύπησε με γροθιές, προξενώντας τους κακώσεις, οι οποίες, με τον τρόπο που προκλήθηκαν, μπορούσαν να προκαλέσουν στους παθόντες βαριές σωματικές βλάβες, και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλακίσεως 15 μηνών, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 24.4.2001 και περί ώρα 20.30, ο κατηγορούμενος οδηγώντας την με αριθμό κυκλοφορίας ... δίκυκλη μοτοσικλέτα (μάρκας SUZUKI) του ..., που είναι συγχωριανός του (κατοικούν και οι δύο στο χωριό ... της ...), κινείτο στη Λεωφόρο ... Σε κάποιο σημείο της διαδρομής διαπληκτίσθηκε με τον οδηγό του με αριθμό κυκλοφορίας ... ΔΧΕ αυτοκινήτου (ΤΑΞΙ) που οδηγούσε ο εγκαλών Ψ1, με επιβάτη το γιο του Ψ2 (φοιτητή). Αιτία του διαπληκτισμού υπήρξε ο επικίνδυνος τρόπος με τον οποίο ο κατηγορούμενος οδηγούσε την μοτοσικλέτα, γεγονός που επισήμανε στον γιο του ο εγκαλών. Την σχετική στιχομυθία άκουσε ο κατηγορούμενος, ο οποίος εκνευρισμένα ζήτησε από τον εγκαλούντα οδηγό του ΤΑΞΙ να σταματήσει. Όταν αυτός σταμάτησε το αυτοκίνητό του στην άκρη του δρόμου, ο κατηγορούμενος, εύσωμος ων, επιτέθηκε κατ' αυτού και με υπερβολική βία τον τράβηξε έξω από το αυτοκίνητό του και άρχισε να τον χτυπά με τις γροθιές του, προκαλώντας σ' αυτόν μώλωπες τριχωτού κεφαλής, εκχυμώσεις και εκδορές της ράχεως της ρινός, κάταγμα ρινικών οστών, εκχύμωση των έσω κανθών και των κάτω βλεφάρων των οφθαλμών, εκχύμωση της μεσοφρύου χώρας και της κεφαλής της αριστεράς οφρύος, οίδημα και θλάση της αριστεράς παρειάς και του κάτω βλεφάρου του αριστερού οφθαλμού, εκχύμωση με ελαφρά θλάση της έξω επιφανείας του αριστερού αγκώνος, εκδορά της έξω επιφανείας της μεσότητας περίπου του αριστερού αντιβραχίου. Βλέποντας ο γιος του εγκαλούντος τον κατηγορούμενο να χτυπά τον πατέρα του, κατέβηκε και αυτός από το ΤΑΞΙ και προσπάθησε να τους χωρίσει. Όμως ο κατηγορούμενος, με την ίδια βιαιότητα επιτέθηκε και κατ` αυτού και άρχισε να τον χτυπά με τις γροθιές του, προκαλώντας σ` αυτόν ζυγωματοκογχικό κάταγμα δεξιά, κάταγμα δεξιού ιγμορείου οστού και διπλωπία, καθώς και θλαστικά τραύματα του προσώπου. Οι κακώσεις αυτές με τον τρόπο με τον οποίο προκλήθηκαν, δηλαδή, από τη χρήση υπερβολικής βίας και τα ζωτικά σημεία του σώματος των παθόντων που επλήγησαν (κεφαλή, πρόσωπο, οφθαλμοί), μπορούσαν να προκαλέσουν σ' αυτούς βαριές σωματικές βλάβες. Οι παθόντες δε, κατά την ακροαματική διαδικασία, ανενδοίαστα αναγνώρισαν στο πρόσωπο του κατηγορουμένου τον δράστη των σε βάρος τους εγκληματικών πράξεων. Ο εντοπισμός, μάλιστα, του τελευταίου και της μοτοσικλέτας του στο χωριό ... κατέστη δυνατός ύστερα από σχετική αστυνομική έρευνα που έγινε, με βάση τον αριθμό κυκλοφορίας της μοτοσικλέτας του, τον οποίο συγκράτησαν διερχόμενοι, από το σημείο αυτό της Λεωφόρου ..., οδηγοί άλλων αυτοκινήτων και ανέφεραν σχετικά. Ενόψει, λοιπόν, των στοιχείων αυτών, που έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της αποδιδόμενης σ` αυτόν αξιόποινης πράξης (επικίνδυνης σωματικής βλάβης κατά συρροή) και απορριφθούν οι αντίθετοι ισχυρισμοί τούτου, που ανάγονται στην ουσιαστική εκτίμηση της υπόθεσης και ειδικότερα στην άρνησή του ότι είναι ο δράστης της πιο πάνω πράξης".
Με αυτά που δέχθηκε, το Τριμελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απαιτούμενη, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 και 309 σε συνδυασμό με 308 του Π.Κ. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τί προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά, ούτε να αιτιολογήσει ειδικώς αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς. Από το όλο δε περιεχόμενο της απόφασης, χωρίς καμία αμφιβολία προκύπτει, ότι το Δικαστήριο, για να σχηματίσει την καταδικαστική κρίση του, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, και όχι μόνον ορισμένα από αυτά. Επίσης, αναφέρεται λεπτομερώς στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως πώς προκλήθηκαν οι σωματικές κακώσεις στους παθόντες, το μέσο με το οποίο έγιναν αυτές (γροθιές) και τα σημεία στα οποία επλήγησαν οι παθόντες (κεφάλι, πρόσωπο, οφθαλμοί) και εκτίθεται περαιτέρω ότι από τον τρόπο, με τον οποίο τελέσθηκε η ειρημένη πράξη του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και ειδικότερα από το μέσο που χρησιμοποιήθηκε και από τα σημεία του σώματος των παθόντων, τα οποία επλήγησαν και τα οποία κατονομάζει ειδικώς, μπορούσε να προκληθεί σ' αυτούς βαριά σωματική βλάβη. Επομένως, οι σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη των ισχυρισμών του αναιρεσείοντος ότι είναι αθώος και ως προς τη μη λήψη υπόψη όλων των αποδεικτικών μέσων (μαρτυρικών καταθέσεων, φωτογραφιών που προσκόμισε) (Α' αναιρετικός λόγος - στοιχ. Γ, Δ περ. 1η, 4η αναιρετηρίου), είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Οι δε λόγοι, με τους οποίους προβάλλει ο αναιρεσείων ότι δεν αξιολογήθηκαν ορθά τα αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα ότι το Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε γιατί δεν πείσθηκε από τις καταθέσεις των μαρτύρων ..., ... και ... και ότι δεν παράθεσε εξήγηση για την αξιοπιστία των καταθέσεων των πολιτικώς εναγόντων σε σχέση με τους μάρτυρες, την απολογία του κατηγορουμένου, τα έγγραφα και της φωτογραφίες του (Α' αναιρετικός λόγος - στοιχ. Α, Δ περ. 1η, 2η, 4η αναιρετηρίου), είναι απαράδεκτοι, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Kατά το άρθρο 173 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, από τις απόλυτες ακυρότητες που μνημονεύονται στο άρθρο 171, όσες αναφέρονται σε πράξεις της προδικασίας, μπορούν να προτείνονται ωσότου γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο. Κατά δε το άρθρο 176 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο, ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο και της κύριας και της προπαρασκευαστικής, το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι οι απόλυτες ακυρότητες της προδικασίας προτείνονται μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, διαφορετικά καλύπτονται, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να ληφθούν υπόψη ούτε αυτεπαγγέλτως, αρμόδιο δε για την κήρυξη ή μη αυτών είναι το δικαστικό συμβούλιο (Ολ ΑΠ 1/2008). Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων προβάλλει ότι δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη, με την προσβαλλόμενη απόφαση, και να αξιολογηθεί αποδεικτικά η από μέρους των πολιτικώς εναγόντων αναγνώρισή του ως δράστη των σε βάρος τους επικινδύνων σωματικών βλαβών, λόγω απόλυτης ακυρότητας, η οποία συνίσταται, κατ' εκτίμηση των διαλαμβανομένων στο αναιρετήριο, στο ότι α) συνετάγη η από 5.4.2003 έκθεση εξέτασης μάρτυρα κατ` αντιπαράσταση μεταξύ των παθόντων και του κατηγορουμένου ως μάρτυρα κατά το άρθρο 225 ΚΠοινΔ, η οποία δεν αναφέρεται σε αναγνώριση υπόπτου, χωρίς να τηρηθεί η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου αυτού, β) στους πολιτικώς ενάγοντες επιδείχθηκε ο αναιρεσείων μόνος και απευθείας χωρίς την παρουσία άλλων ατόμων με όμοια χαρακτηριστικά και χωρίς να συνταγεί έκθεση αναγνώρισης και γ) ο αναιρεσείων κλήθηκε να εξετασθεί όχι ως ύποπτος, παρά το γεγονός ότι του αποδόθηκε η ένδικη πράξη, αλλά ως μάρτυρας, χωρίς να ενημερωθεί ότι είναι ύποπτος τέλεσης αξιόποινης πράξης και, επομένως, ότι έχει το δικαίωμα να αρνηθεί να υποβληθεί σε διαδικασία αναγνώρισης, ότι έχει το δικαίωμα να ζητήσει τη συνδρομή συνηγόρου υπεράσπισης και ότι έχει δικαίωμα να πληροφορηθεί το λόγο της υποβολής σε διαδικασία αναγνώρισης, με τον τρόπο δε αυτό παραβιάσθηκαν τα υπερασπιστικά του δικαιώματα. Προβάλλει, ακόμη, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας, γιατί το Εφετείο δεν απήντησε σε αίτημά του να μη ληφθεί υπόψη και να μην αξιολογηθεί αποδεικτικά η από μέρους των πολιτικώς εναγόντων αναγνώριση του αναιρεσείοντος εξαιτίας απόλυτης ακυρότητας από την, κατά τα ανωτέρω, παραβίαση των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων. Οι αιτιάσεις αυτές αφορούν ακυρότητες πράξεων της προδικασίας και, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, έπρεπε να προταθούν μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αφού δε δεν προτάθηκαν μέχρι τότε, καλύφθηκαν, και, κατά συνέπειαν, δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη ούτε αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο της ουσίας. Από δε την παραδεκτή επισκόπηση, για την έρευνα του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι καμιά έκθεση αναγνώρισης ή έκθεση κατ` αντιπαράσταση εξέτασης, που είχε συνταγεί κατά την προανάκριση, δεν περιλαμβάνεται στα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και λήφθηκαν υπόψη για την καταδικαστική κρίση, ενώ, όπως αναφέρθηκε, οι παθόντες, κατά την ακροαματική διαδικασία, ανενδοίαστα αναγνώρισαν στο πρόσωπο του κατηγορουμένου τον δράστη των σε βάρος τους αξιοποίνων πράξεων. Το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψη του ως άνω αιτήματος του αναιρεσείοντος και ορθά το απέρριψε, σιωπηρά, αφού αυτό, ενόψει του ότι δεν μπορούσε πλέον να προταθεί καμιά ακυρότητα πράξεων της προδικασίας, δεν ήταν νόμιμο, η δε αναγνώριση ορθά λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε μαζί με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, γιατί έγινε ενώπιον του ακροατηρίου και αποτελεί μέρος της καταθέσεως των πολιτικώς εναγόντων ενώπιον αυτού. Κατ` ακολουθίαν, οι σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και Δ' ΚΠοινΔ, λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας από την μη απάντηση στο ανωτέρω αίτημα, λήψη υπόψη άκυρης αναγνώρισης και απόλυτη ακυρότητα λόγω μη απάντησης στο εν λόγω αίτημα κα λήψης υπόψη άκυρης ανακριτικής πράξης αναγνώρισης του αναιρεσείοντος (Α' αναιρετικός λόγος - στοιχ. Β, Δ περ. 3η , Β' αναιρετικός λόγος - περ. 3η αναιρετηρίου) πρέπει να απορριφθούν ο λόγος για τη λήψη υπόψη άκυρης ανακριτικής πράξης αναγνώρισης του αναιρεσείοντος ως απαράδεκτος και οι λοιποί ως αβάσιμοι.
Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, ο συνήγορος υπερασπίσεως του κατηγορουμένου κατέθεσε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου εγγράφως ισχυρισμούς, στους οποίους περιλαμβάνεται και το ανωτέρω αίτημα (για τη μη λήψη υπόψη της από μέρους των πολιτικώς εναγόντων αναγνωρίσεως των του κατηγορουμένου). Επί των ισχυρισμών αυτών, τους οποίους ανέπτυξε και προφορικά, ο Εισαγγελέας της έδρας επιφυλάχθηκε να προτείνει. Πλην, όπως αναφέρεται στη σελ. 23 και στ. 9 - 10 των πρακτικών, ο Εισαγγελέας "ανέπτυξε την κατηγορία και πρότεινε τη ενοχή του κατηγορουμένου". Η πρότασή του, όμως, αυτή επί της κατηγορίας εμπεριέχει οπωσδήποτε και πρότασή του για την απόρριψη του άνω αιτήματος του κατηγορουμένου και, κατά συνέπεια, δεν δημιουργήθηκε εν προκειμένω καμιά απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1, 138 παρ. 2 και 3 και 171 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠοινΔ, και οι σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και Β' ΚΠοινΔ, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο λόγω έλλειψης πρότασης του Εισαγγελέα επί του ως άνω αιτήματος και για έλλειψη ακρόασης (Β' αναιρετικός λόγος - 1η περίπτωση, Γ' αναιρετικός λόγος), είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Τέλος, κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 340 ΚΠοινΔ, "ο κατηγορούμενος οφείλει να εμφανίζεται αυτοπροσώπως στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση? μπορεί να διορίζει δικηγόρο ως συνήγορο για την υπεράσπισή του". Κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όπως αντικ. από το άρθρο 13 του ν. 3346/2005, "σε πταίσματα, πλημμελήματα και κακουργήματα επιτρέπεται να εκπροσωπείται ο κατηγορούμενος από συνήγορο, τον οποίο διορίζει με έγγραφη δήλωσή του. Η δήλωση γίνεται κατά τις διατυπώσεις του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 42 και πρέπει, με ποινή απαραδέκτου, να αναφέρει την ακριβή διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής του κατηγορουμένου. Στην περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενος θεωρείται παρών και ο συνήγορός του ενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις γι' αυτόν. Το δικαστήριο σε κάθε περίπτωση μπορεί να διατάξει την προσωπική εμφάνιση του κατηγορουμένου, όταν κρίνει ότι αυτή είναι απαραίτητη για να βρεθεί η αλήθεια. Αν και μετά το γεγονός αυτό δεν εμφανιστεί ο κατηγορούμενος, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη βίαιη προσαγωγή του, που εκτελείται, αν είναι δυνατό, ακόμα και κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης". Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ο κανόνας είναι η υποχρέωση του κατηγορουμένου να εμφανίζεται ο ίδιος προσωπικά στο ακροατήριο. Αυτό δε γιατί η διαδικασία είναι προφορική (άρθρο 331), εκτιμάται η προσωπικότητά του κατά το άρθρο 79 ΠΚ και η απολογία του αποτελεί και αποδεικτικό μέσο, στο οποίο μπορούν να περιέχονται ομολογίες ή και δηλώσεις υπέρ ή και κατά των λοιπών συγκατηγορουμένων (άρθρα 273 και 351) και ανακύπτει και ζήτημα υποβολής ερωτήσεων εκ μέρους άλλων συγκατηγορουμένων (άρθρο 366 παρ. 1 δ). Επίσης, μπορεί να ανακύψει ζήτημα αναγνώρισης του κατηγορουμένου από μάρτυρα (άρθρο 225). Διαφορετικό από την υποχρέωση, αλλά και από το δικαίωμα του κατηγορουμένου να εμφανισθεί αυτοπροσώπως στο ακροατήριο, είναι το δικαίωμα σιωπής αυτού, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 273 παρ. 2 β ΚΠοινΔ και αναγνωρίζεται, κατά μείζονα λόγο, κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, διασφαλίζεται δε αυτό και από το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, που εισάγει το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου. Το δικαίωμα σιωπής δεν αναιρείται ακόμη και στην περίπτωση που το δικαστήριο διατάζει την προσωπική εμφάνιση ή, ακόμη, και τη βίαιη προσαγωγή του κατηγορουμένου, ο οποίος, όπως έχει δικαίωμα, δεν εμφανίστηκε ο ίδιος στο ακροατήριο, αλλά εκπροσωπήθηκε από συνήγορο, αφού και πάλι αυτός μπορεί να αρνηθεί όχι μόνο να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση του Δικαστηρίου, του Εισαγγελέα και των λοιπών παραγόντων της δίκης, αλλά και τελείως να απολογηθεί, χωρίς από μόνη την άρνησή του αυτή να μπορεί να συναχθεί η ενοχή του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο κατηγορούμενος δεν εμφανίστηκε ο ίδιος κατά την εκφώνηση της υποθέσεως. Αντ' αυτού εμφανίσθηκαν οι δικηγόροι Γρηγόριος Τσόλιας και Γεώργιος Λιάπης, οι οποίοι τον εκπροσώπησαν δυνάμει της από 23.3.2009 εξουσιοδοτήσεως. Πλην, μετά την εκφώνηση των ονομάτων των μαρτύρων κατηγορίας και πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, ο πρώτος πολιτικώς ενάγων (Ψ1) δήλωσε στο Δικαστήριο ότι ο κατηγορούμενος έχει έλθει και βρίσκεται έξω. Κατόπιν της δηλώσεως αυτής, ο Εισαγγελέας παρήγγειλε στους συνηγόρους να ειδοποιήσουν τον κατηγορούμενο να έλθει. Ο τελευταίος, πριν ολοκληρώσει την κατάθεσή του ο πρώτος πολιτικώς ενάγων, εμφανίσθηκε και δήλωσε ότι είναι παρών, μετά δε το πέρας της εξετάσεως των μαρτύρων υπερασπίσεως, απολογήθηκε αρνούμενος την κατηγορία, και, στη συνέχεια, απάντησε σε ερωτήσεις του Δικαστηρίου και του Εισαγγελέα. Η εμφάνιση, επομένως, του κατηγορουμένου, κατόπιν της παραγγελίας του Εισαγγελέα και της ειδοποιήσεως από μέρους των συνηγόρων του, και η απολογία του ήταν αυτόβουλη, εφόσον αυτός, αφού δεν εξαναγκάσθηκε, σύμφωνα με τη διάταξη που προπαρατέθηκε, να προσέλθει με διάταξη του Δικαστηρίου, μπορούσε, αν ήθελε, να μην εμφανισθεί. Μπορούσε, ακόμη, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, να αρνηθεί να απαντήσει σε ερωτήσεις, ακόμη και να απολογηθεί, πράγμα το οποίο δεν έπραξε. Κατ` ακολουθίαν, κανένα απολύτως δικαίωμα του κατηγορουμένου δεν παραβιάστηκε και οι σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ, λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, γιατί παραβιάστηκε αφενός το υπερασπιστικό δικαίωμα του κατηγορουμένου σε σχέση με την εμφάνισή του στο ακροατήριο, αφού αυτός δεν επιθυμούσε, αλλά εξαναγκάστηκε να εμφανισθεί, και αφετέρου το δικαίωμά του στη σιωπή και την μη αυτοενοχοποίηση (Β' αναιρετικός λόγος - 2η και 4η περιπτώσεις), είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 8 Μαΐου 2009 (υπ' αριθ. πρωτ. 3880/2009) αίτηση του Χ για αναίρεση των υπ` αριθ. 2655/2009 και 2941/2009 αποφάσεων του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Νοεμβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Δεκεμβρίου 2009.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ