Θέμα
Παραγραφή υφ' όρο.
Περίληψη:
Το δικαστήριο, με την αιτιολογία ότι η ως άνω προγενέστερη απόφασή του, που κήρυξε εσφαλμένα απαράδεκτη τη συζήτηση της εφέσεως του κατηγορουμένου για να προβεί ο αρμόδιος εισαγγελέας σε παραγραφή υφ' όρον των ποινών, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 4043/2012, ενώ η δικαζόμενη περίπτωση δεν υπαγόταν στη ρύθμιση του παραπάνω νόμου, δεν έχει αποφανθεί τελειωτικώς για την κατηγορία και την τύχη της εφέσεως, υπόκειται σε ανάκληση και κρίνει ότι η επανεισαγωγή της εφέσεως ενώπιον του είναι νόμιμη και προχωρήσει σε έρευνα της εφέσεως, δεν υπερβαίνει θετικά την εξουσία του και δεν ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως.
Αριθμός 719/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Μαρία Βασιλάκη και Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Μαρτίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Ε. Μ. του Ν., κατοίκου ... που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Κυπριωτάκη, για αναίρεση της υπ'αριθ.9442/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Δεκεμβρίου 2012 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1305/2012.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1 και 2 του Ν. 4043/2012, ο οποίος ισχύει από 13-2-2012 (άρθρο 8 άνω Νόμου), 2 παρ. 1, 114 του ΠΚ και 568 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι ποινές διάρκειας μέχρι έξι μηνών που έχουν επιβληθεί με αποφάσεις, οι οποίες έχουν εκδοθεί μέχρι 13-2-2012, εφόσον οι αποφάσεις δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και οι ποινές αυτές δεν έχουν εκτιθεί, παραγράφονται και δεν εκτελούνται υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσει μέσα σε δύο έτη από την δημοσίευση του άνω νόμου (13-2-2012), νέα από δόλο αξιόποινη πράξη για τη οποία θα καταδικασθεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας, ανώτερη των έξι μηνών, ενώ οι μη εκτελεσθείσες ως άνω αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του Εισαγγελέα ή του δημόσιου κατηγόρου, κατά περίπτωση, σε οποιοδήποτε διαδικαστικό στάδιο και αν βρίσκονται. Κατά την παρ. 3 του άρθρου 2 του άνω νόμου εξαιρούνται από τις άνω ρυθμίσεις αποφάσεις που αφορούν παραβάσεις των άρθρων 235, 236, 237, 242, 256, 258, 259 και 390 του ΠΚ. Είναι προφανής ο σκοπός του νομοθέτη να καταστήσει ανενεργείς τις άνω καταδικαστικές αποφάσεις οι οποίες λόγω του μικρού ύψους της επιβληθείσας ποινής, κρίνονται ότι δεν είναι σοβαρές.
Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 138 και 548 του ΚΠΔ προκύπτει ότι οριστικές είναι οι αποφάσεις, με τις οποίες περατώνεται η τελειωτικά δίκη (λ.χ. αυτή που κηρύσσει ένοχο ή αθώο τον κατηγορούμενο ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη ή κηρύσσει αναρμόδιο το δικαστήριο ή παύει υφόρον την ποινική δίωξη) και ο δικαστής απεκδύεται από κάθε εξουσία πάνω στην υπόθεση. Κατά την έννοια των διατάξεων του αρ. 548, προπαρασκευαστικές (μη οριστικές) είναι οι αποφάσεις που δεν αποφαίνονται τελειωτικώς επί της κατηγορίας, αλλά μόνο επί κάποιου ζητήματος που αναφύεται στη διαδικασία. Το δικαστήριο, όμως, μπορεί πάντοτε να ανακαλεί όχι όλες τις αποφάσεις αυτές, αλλά μόνο εκείνες, οι οποίες δεν λύουν οριστικά ζήτημα που έχει ανακύψει και σχετίζεται με την κατηγορία, αλλά προπαρασκευάζουν απλώς την τελειωτική κρίση και απόφαση, όπως αυτές με τις οποίες διατάσσονται κρείσσονες αποδείξεις, αναβάλλεται η δίκη, απορρίπτεται ένσταση παραγραφής ή ένσταση δεδικασμένου, απορρίπτονται αιτήματα αναβολής, κ.λπ, για τις οποίες δεν υπάρχει δυνατότητα προσβολής τους αυτοτελώς με κανένα ένδικο βοήθημα για να αλλοιωθεί η κρίση του εκδώσαντος την απόφαση αυτή δικαστηρίου. Τέτοια (ανακλητή) απόφαση είναι και εκείνη, με την οποία το δικαστήριο έκρινε ότι μια υπόθεση απαραδέκτως έχει εισαχθεί σ' αυτό για εκδίκαση, χωρίς, όμως, να την παραπέμπει σε άλλο δικαστήριο ή να κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη. Γιατί, στην περίπτωση αυτή, παραμένει σε εκκρεμότητα η εν λόγω υπόθεση, αφού το δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί τελειωτικά για την τύχη αυτής.
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 464, 504 παρ.1 και 505 παρ.1 εδ. δ του ΚΠΔ προκύπτει ότι σε αναίρεση υπόκεινται, οι ανέκκλητες αποφάσεις των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων, από δε τις αποφάσεις των δευτεροβαθμίων δικαστηρίων, όσες είναι οριστικές, με την έννοια ότι το δικαστήριο αποφαίνεται τελειωτικά για την αθώωση, την καταδίκη, την οριστική παύση της ποινικής δίωξης ή την κήρυξη αυτής ως απαράδεκτης. Άλλες αποφάσεις των δευτεροβαθμίων δικαστηρίων, δεν είναι δυνατόν να εξομοιωθούν με τις παραπάνω και να είναι δυνατή και η κατ' αυτών άσκηση αναίρεσης, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 463 του ΚΠΔ, σύμφωνα με την οποία "ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα". Έτσι, η απόφαση του δικαστηρίου με την οποία κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση έφεσης και παραπέμπει, προκειμένου ο αρμόδιος εισαγγελέας να θέσει την καταδικαστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στο αρχείο, κατ'άρθρο 2 παρ.2 του ανωτέρω ν. 4043/2012, έστω κατ'εσφαλμένη εφαρμογή του παραπάνω ν. 4043/2012, δεν αποφαίνεται τελειωτικά επί της κατηγορίας, διότι δεν απεκδύεται οριστικά της υπόθεσης και είναι δυνατή κατά το νόμο η επανεισαγωγή αυτής(της έφεσης) στο αυτό δευτεροβάθμιο δικαστήριο για ουσιαστική κρίση. Τούτο, δε διότι, στην περίπτωση αυτή, παραμένει σε εκκρεμότητα η εν λόγω υπόθεση και δη η έφεση, αφού το δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί τελειωτικά για την τύχη αυτής. Είναι, λοιπόν, στην τελευταία περίπτωση, ο αρμόδιος εισαγγελέας Εφετών, δύναται να επανεισάγει την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, με το αίτημα της ανακλήσεως, της παραπέμπουσας σε αυτόν αποφάσεως και κηρύξασας το απαράδεκτο της συζητήσεως της εφέσεως και τη στη συνέχεια, οριστική εκδίκαση στην ουσία της ασκηθείσας και παραμένουσας σε εκκρεμότητα εφέσεως του κατηγορουμένου. Αν δε το δικαστήριο, με την αιτιολογία ότι η ως άνω απόφαση είναι οριστική και, ως τοιαύτη, δεν υπόκειται σε ανάκληση, κρίνει ότι η επανεισαγωγή της υποθέσεως ενώπιον του δεν είναι νόμιμη, υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία του και ιδρύει τον από το άρθρο 510παρ.1 στοιχ. Η του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως((ΑΠ 114/2013, 1682/2011).
Αντίθετα, αν το δικαστήριο, με την αιτιολογία ότι η ως άνω απόφαση του, που κήρυξε εσφαλμένα απαράδεκτη τη συζήτηση της εφέσεως του κατηγορουμένου για να προβεί ο αρμόδιος εισαγγελέας σε παραγραφή υφόρον των ποινών, κατ' άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 4043/2012, ενώ η δικαζόμενη περίπτωση δεν υπαγόταν στη ρύθμιση του παραπάνω νόμου, κρίνει ότι δεν έχει αποφανθεί τελειωτικά για την κατηγορία και την τύχη της εφέσεως και υπόκειται σε ανάκληση και ότι η επανεισαγωγή της εφέσεως ενώπιον του είναι νόμιμη και προχωρήσει σε έρευνα της εφέσεως, δεν υπερβαίνει θετικά την εξουσία του και δεν ιδρύεται ο από το άρθρο 510παρ.1 στοιχ. Η του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με την υπ' αριθ. 30825/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, καταδικάστηκε για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, κατά συρροή και της επιβλήθηκε για κάθε μία από αυτές τις δύο πράξεις, ποινή φυλάκισης έξι μηνών και συνολικά, ποινή φυλάκισης εννέα μηνών. Κατά της αποφάσεως αυτής η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη άσκησε τη με αρ. εκθ. 1999/29-5-2012 έφεση και το Τριμελές Εφετείο (Πλημ/των) Αθηνών, με την υπ' αριθ. 7028/2012 απόφαση του, κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της έφεσης και διέταξε τη διαβίβαση της δικογραφίας στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, για τις δικές του ενέργειες, δεχθέν κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 4043/2012, ότι παραγράφηκαν και δεν εκτελούνται οι παραπάνω επιβληθείσες ποινές φυλακίσεως έξι μηνών, που είχαν επιβληθεί πρωτοδίκως, καίτοι η πρωτόδικη απόφαση που επέβαλε αυτές εκδόθηκε στις 29-5-2012, ήτοι μετά την δημοσίευση και την ισχύ του Ν. 4043/2012 που έγινε στις 13-2-2012. Ακολούθως, με έγγραφο του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών η υπόθεση, επανεισήχθη στο Τριμελές Εφετείο (Πλημ/των) Αθηνών, προκειμένου αυτό να αποφασίσει, αν συντρέχει, σύμφωνα με το άρθρο 548 του ΚΠΔ, λόγος ανακλήσεως της ανωτέρω υπ' αριθ. 7028/2012, από παραδρομή, εκδοθείσας αποφάσεως του και προβεί στη συνέχεια, στην κατ' ουσία εκδίκαση της υπόθεσης επί της εφέσεως. Το ως άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 9442/2012 απόφαση του, παρά τον προβληθέντα αντίθετο ισχυρισμό του συνηγόρου της κατηγορουμένης - εκκαλούσας, ότι δεν είναι ανακλητέα η ως παραπάνω προγενέστερη υπ'αριθ. 7028/2012 απόφαση του, ως μη προπαρασκευαστική, ανακάλεσε αυτήν, κατ' άρθρο 548 ΚΠΔ, διότι όπως από το αιτιολογικό αυτής προκύπτει, δέχθηκε, ότι η απόφαση αυτή με το να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση της εφέσεως και να παραπέμψει στον Εισαγγελέα Εφετών για να προβεί αυτός σε παραγραφή υφόρον των επιβληθεισών πρωτοδίκως ποινών, κατ' άρθρο 2 παρ.2 του Ν. 4043/2012, δεν έκρινε τελειωτικά το ζήτημα, άφησε σε εκκρεμότητα την ασκηθείσα έφεση και είναι ανακλητέα. Στη συνέχεια το Εφετείο, αφού έκρινε επί της ουσίας την έφεση της κατηγορουμένης, αποφάνθηκε ορθά ότι η επιβληθείσα στην κατηγορουμένη, δυνάμει της υπ'αριθ. 30825/2012 αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών), ποινή φυλάκισης(6 μηνών και 6 μηνών) δεν παρεγράφη, γιατί δεν υπαγόταν στο άρθρο 2 παρ.1 του ως άνω Ν. 4043/13-2-2012, αφού η πρωτόδικη αυτή απόφαση, είχε εκδοθεί στις 29-5-2012, δηλαδή μετά τη δημοσίευση και εφαρμογή του ως άνω Νόμου που έγινε στις 13-2-2012 και καταλάμβανε τις ποινές που είχαν επιβληθεί μέχρι την ημέρα δημοσίευσης αυτού, και στη συνέχεια (το Εφετείο) προέβη στην εκδίκαση της ουσίας της εφέσεως και στην καταδίκη της εκκαλούσας - αναιρεσείουσας, για τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις και στην επιβολή σε αυτήν ποινής φυλάκισης τριών μηνών για κάθε πράξη και συνολικής ποινής φυλάκισης τεσσάρων μηνών, την οποία και ανέστειλε επί τριετία.
Κατ' ακολουθίαν όλων των εκτεθέντων παραπάνω, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ανάκληση, κατ' άρθρο 548 του ΚΠΔ, της υπ' αριθ. 7028/2012 αποφάσεως του και ακολούθως, με την κατ'ουσία εξέταση της εκκρεμούσας σε αυτό εφέσεως της αναιρεσείουσας- κατηγορουμένης και την κήρυξη αυτής ενόχου, για τις προαναφερθείσες δύο αξιόποινες πράξεις, δεν υπερέβη την εξουσία του και συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ προβαλλόμενος μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για υπέρβαση εξουσίας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Μετά ταύτα, ελλείψει άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως για έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα(άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τη με αρ. εκθ. 286/3-12-2012 αίτηση της Ε. Μ. του Ν., περί αναιρέσεως της με αρ. 9442/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών. Και.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Απριλίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Μαΐου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ