Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ηθική αυτουργία, Ψευδορκία μάρτυρα.
Περίληψη:
Ψευδορκία μάρτυρα. Ηθική αυτουργία. Επάρκεια αιτιολογίας καταδικαστικής απόφασης. Απόρριψη αίτησης αναίρεσης κατά καταδικαστικής απόφασης για έλλειψη αιτιολογίας και μη ορθή εφαρμογή του νόμου.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1572/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1 και 2. Χ2, κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Στράτογλου, περί αναιρέσεως της 1236/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., που δεν παραστάθηκε.
Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Αυγούστου 2008 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1376/2008.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει την αναιρεσείουσα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166 του ίδιου Κώδικα. Κατά το άρθρο 515 παρ. 2 του ίδιου ως άνω Κώδικα αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης εμφανιστεί ο αναιρεσείων, όχι όμως κάποιος από τους άλλους διαδίκους, τότε το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου προχωρεί τη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το από 1ης Οκτωβρίου 2008 αποδεικτικό επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης ..., ο πολιτικώς ενάγων Ψ κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως δεν εμφανίσθηκε κατ' αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά την οποία εμφανίστηκαν και παρέστησαν νόμιμα οι δύο αναιρεσείοντες. Κατά συνέπεια, πρέπει το Δικαστήριο τούτο να προχωρήσει στη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 του ΠΚ, όπως αυτή ίσχυε πριν από την από το αυστηρότερο αντικατάστασή της με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3327/2006, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδια να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται: α) ο μάρτυρας να καταθέσει ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμόδια για την εξέτασή του, β) τα πραγματικά περιστατικά που κατέθεσε και είναι ψευδή και γ) να υφίσταται αμέσως δόλος του, ο οποίος συνίσταται στη γνώση αυτή ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει να αρνείται να τα καταθέσει. Η ένορκη κατάθεση του δράστη του πιο πάνω εγκλήματος, πρέπει, να αναφέρεται σε γεγονότα αντικειμενικώς ανακριβή και όχι σε κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις, εκτός αν αυτές είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες προς τα γεγονότα που κατέθεσε. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α του ΠΚ με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτούνται: α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως η υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, πειθώ, απειλή κ.λ.π., β) διάπραξη από άλλον της πράξεως αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένης πρόκληση της αποφάσεως για την διάπραξη από τον άλλον της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με γνώση, θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 1236/2008 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο εγκαλών και πολιτικώς ενάγων, Ψ και ο δεύτερος κατηγορούμενος, Χ2, συνεργάζοντο, κατά το έτος 1998 και στα πλαίσια συμβάσεων επιμόρτου αγροληψίας και χρησιδανείου, στην εκμετάλλευση αγρών του πρώτου, κειμένων στην κτηματική περιφέρεια ... . Η συνεργασία όμως των προαναφερομένων δεν εξελίχθηκε ομαλά με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν μεταξύ τους έριδες και προστριβές, που εξελίχθηκαν σε δικαστική αντιδικία, σχετικά με τον αλωνισμό μιας των εκτάσεων της συνεκμεταλλεύσεώς τους, που ο εγκαλών υποστήριζε ότι έγινε εν αγνοία του. Κρίσιμο γεγονός, στην ως άνω περίπτωση ήταν ο χρόνος που ο δεύτερος κατηγορούμενος προήλθε στον αλωνισμό, δεδομένου ότι μεταξύ της ημερομηνίας της 23-6-1998, που ο ίδιος ισχυρίζεται ότι έγινε και της 27-6-1998, που διατείνεται ο εγκαλών, μεσολάβησε κατάσχεση της ηρτημένης παραγωγής του ως άνω κτήματος από την Αγροτική Τράπεζα, για χρέη του εγκαλούντα έναντι αυτής. Όπως αποδείχθηκε όμως ο αλωνισμός του άνω κτήματος από τον δεύτερο κατηγορούμενο έγινε στις 27-6-1998, ημερομηνία, άλλωστε, κατά την οποία, μετά καταγγελία του εγκαλούντος, επελήφθη της υποθέσεως το Α.Τ. ..., άνδρες του οποίου μετέβησαν επί τόπου, έλαβαν στοιχεία των αδελφών ΑΑ και ΒΒ, ιδιοκτητών της θεριζοαλωνιστικής μηχανής και ακολούθως, καταχώρησαν το συμβάν στο βιβλίο συμβάντων του Τμήματός τους. Στα πλαίσια της προανακριτικής διαδικασίας για την ποινική σχετικά με το συμβάν υπόθεση, κατέθεσε ως μάρτυρας ο πρώτος κατηγορούμενος, αγροφύλακας τότε ... ο οποίος, αρχικά, ενώπιον της Πταισματοδίκου Θεσσαλονίκης, Βασιλικής Κούκουλη, κατέθεσε, ότι ως αγροφύλακας της περιοχής, παραβρέθηκε στις 23-6-1998, στο θεριζοαλωνισμό του προαναφερομένου κτήματος από τον συγκατηγορούμενό του, επιβεβαιώνοντας τον σχετικό ισχυρισμό του. Στη συνέχεια κληθείς εκ νέου κατά τον αναφερόμενο στο διατακτικό χρόνο, ενώπιον της ιδίας Πταισματοδίκου και παρότι η τελευταία του επεσήμανε ότι οι αδελφοί ΑΑ-ΒΒ, δηλαδή οι ως άνω θεριζοαλωνιστικές, αναφέρουν ότι ο αλωνισμός έλαβε χώραν στις 17-6-1998, ημερομηνία η οποία, όπως προαναφέρθηκε, είναι η πραγματική, εν τούτοις ο ίδιος, αφού διαφοροποιεί την αρχική του κατάθεση μόνο ως προς το ότι δεν παραβρέθηκε στον θεριζοαλωνισμό αλλά απλώς τον είδε να γίνεται, κατέθεσε και πάλι εν γνώσει του ψευδώς ότι η ημερομηνία του αλωνισμού είναι η 23-6-1998. Τη κρίση του δε αυτή στηρίζει το Δικαστήριο ιδιαίτερα στην αναγνωσθείσα πιο πάνω με ημερομηνία 29-11-1998 επιστολή του εν λόγω κατηγορουμένου του, ότι ο άνω θεριζοαλωνισμός είχε λάβει χώρα την 23-6-1998. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος δεν αμφισβητεί την υπογραφή του στην παραπάνω επιστολή, ενώ ο ισχυρισμός του ότι την υπέγραψε χωρίς να την αναγνώσει και ότι αγνοούσε το περιεχόμενο της, επειδή είχε εμπιστοσύνη στον εγκαλούντα, δεν αποδείχθηκε από κανένα στοιχείο, κρίνεται δε, προβαλλόμενος εκ των υστέρων για υπεράσπιση του, ως προσχηματικός και συνεπώς απορριπτέος. Ενόψει τούτων στοιχειοθετείται αντικειμενικά και υποκειμενικά η πράξη της ψευδορκίας που αποδίδεται στον πρώτο κατηγορούμενο. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ενέργεια αυτή του πρώτου κατηγορουμένου, προήλθε από τις φορτικές προτροπές και παραινέσεις του συγκατηγορουμένου του και συγγενούς τους, Χ2, ο οποίος είχε άμεσο συμφέρον, αφού με τον τρόπο αυτό, θα στήριζε τη θέση του σχετικά με την ημέρα του αλωνισμού, ώστε να αποβεί υπέρ του η αντιδικία του με τον εγκαλούντα. Με τα δεδομένα δε αυτά στοιχειοθετείται αντικειμενικά και υποκειμενικά η πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία που του αποδίδεται. Επομένως, πρέπει αμφότεροι οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι των παραπάνω πράξεων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας". Ακολούθως το Τριμελές Εφετείο με βάση τις παραδοχές αυτές, κήρυξε ενόχους αμφοτέρους τους κατηγορουμένους και ήδη αναιρεσείοντες για τη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα και της ηθικής αυτουργίας στην αξιόποινη αυτή πράξη, αντίστοιχα, και τους επέβαλε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών στον καθένα, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για μία τριετία, και επιπλέον τους υποχρέωσε να καταβάλουν στον πολιτικώς ενάγοντα το ποσό των 45 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 46 παρ. 1α και 224 παρ. 1 και 2 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία των κατηγορουμένων), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Περαιτέρω, αναφορικά με την αιτίαση των αναιρεσειόντων ότι δεν λήφθηκαν υπόψη από το Τριμελές Εφετείο κατά το σχηματισμό της περί ενοχής τους κρίσης: α) το από 15-1-1998 τρία ιδιωτικά συμφωνητικά χρησιδανείου, επίμορτης αγροληψίας και μισθώσεως αγροτικού ακινήτου, β) η υπ' αριθμ. κατάθεσης 1586/15-1-1999 αγωγή του δευτέρου αυτών κατά του πολιτικώς ενάγοντος, γ) η υπ' αριθμ. 21001/2001 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης που εκδόθηκε επί της ανωτέρω αγωγής, καίτοι αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, ουδαμώς προκύπτει η ουσιαστική βασιμότητα της αιτίασης αυτής, καθόσον ρητά αναφέρεται στην αρχή του σκεπτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι εκτιμήθηκαν όλα τα έγγραφα που αναφέρονται στα πρακτικά της δευτεροβάθμιας δίκης και αναγνώσθηκαν και στα οποία περιλαμβάνονται τα ανωτέρω με αριθμ. 4, 5, 6, 9 και 10 αντίστοιχα, αναγνωσθέντα έγγραφα. Το ότι δε το δευτεροβάθμιο ως άνω Δικαστήριο επισημαίνει ιδιαίτερα στην αιτιολογία του την από 29-11-1998 επιστολή του πρώτου αναιρεσείοντος (με την ιδιότητα του ως αγροφύλακα) προς τον πολιτικώς ενάγοντα, εκτιμωμένη ως εξώδικη ομολογία τουπρώτου αναιρεσείοντος ως προς το κρίσιμο ζήτημα του θεριζοαλωνισμού αγρών την 23η ή την 27η Ιουνίου 1998, δεν σημαίνει ότι δεν έλαβε υπόψη του και δεν συνεκτίμησε και τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία. Προσέτι ρητώς αναφέρεται στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης ο τρόπος ενέργειας του δεύτερου αναιρεσείοντος για την τέλεση απ' αυτόν του εγκλήματος ηθικής αυτουργίας στη ψευδή μαρτυρία του πρώτου αναιρεσείοντος (φορτικές προτροπές και παραινέσεις του προς το συγγενή του πρώτου αναιρεσείοντος). Εντεύθεν η σχετική αιτίαση περί ελλείψεως αιτιολογίας στην προσβαλλομένη απόφαση ως προς το έγκλημα της ηθικής αυτουργίας σε ψευδομαρτυρία είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 4 Αυγούστου 2008 αίτηση των 1) Χ1 και 2) Χ2 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1236/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Μαΐου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 30 Ιουνίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ