Θέμα
Δ.Ε.Η. , Απορρίπτει αναίρεση, Υπάλληλος.
Περίληψη:
Υπάλληλος της ΔΕΗ που απολύθηκε για σοβαρά παραπτώματα παράνομων ηλεκτροδοτήσεων κλπ με οικονομική ζημία της εναγομένης- αναιρεσίβλητης. Το αίτημα περί ακυρότητας της απόλυσης του ενάγοντος- αναιρεσείοντος, λόγω μη καταβολής της προβλεπόμενης από το ν. 2112/1920 και το ν. 3198j 1955, αποζημίωσης απόλυσης, είναι μη νόμιμο, αφού εφαρμογή έχουν οι σχετικές διατάξεις του Κανονισμού της ΔΕΗ. Μη καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος εκ μέρους της αναιρεσίβλητης της απόλυσης του αναιρεσείοντος και χωρίς να παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας. Μη ετήσια παραγραφή των πειθαρχικών δικαιωμάτων του αναιρεσείοντος ,εφόσον από αυτά έχει οικονομική ζημία η αναιρεσίβλητη. Απορρίπτει αναίρεση
Αριθμός 761/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου - Εισηγητή, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 14 Νοεμβρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Σ. Τ. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Ηλία Πολύμερου, που δεν κατέθεσε προτάσεις και Δημητρίου Βασιλείου, που κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Δημοσία Επιχείρηση Ηλεκτρισμού Α.Ε." που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Παπαδημητρίου, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5/4/2013 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ιωαννίνων.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 350/2015 του ίδιου Δικαστηρίου και 59/2017 του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 9/5/2017 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Οι πληρεξούσιοι του αναιρεσείοντος ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την από 9-5-2017 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 59/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων, που εκδόθηκε κατόπιν εφέσεων των διαδίκων κατά της 350/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων. Το τελευταίο, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, δέχθηκε εν μέρει κατ’ ουσίαν την επικουρική βάση της από 5-4-2013 αγωγής και υποχρέωσε την εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη να καταβάλει μειωμένη αποζημίωση απόλυσης στον ενάγοντα και ήδη αναιρεσείοντα. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ). 2. Στο Γενικό Κανονισμό Καταστάσεως Προσωπικού της Δημοσίας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (ΚΚΠ/ΔΕΗ), που κυρώθηκε με το άρθρο 2 ν.δ. 210/1974 "περί ρυθμίσεως θεμάτων τινών του Προσωπικού της Δημοσίας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ)", δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου και στο κεφάλαιο ΣΤ` υπό τον τίτλο "πειθαρχικός έλεγχος" προσδιορίζονται: Με το άρθρο 26 τα πειθαρχικά παραπτώματα, γενικά, στην παρ. 1, ως παραβάσεις, υπαίτιες πράξεις ή παραλείψεις του υπηρεσιακού καθήκοντος, στα πλαίσια των υποχρεώσεων που επιβάλλονται από τη σύμβαση εργασίας, τις κείμενες διατάξεις, εγκυκλίους, οδηγίες και διαταγές, τη φύση της υπηρεσίας και τη διεξαγωγή που πρέπει να τηρεί κάθε μισθωτός μέσα στην υπηρεσία όπως προσδιορίζονται στη παρ. 3 υπό περιπτώσεις α - ια, και στην παρ. 4 οι πειθαρχικές ποινές διαβαθμιζόμενες από την προφορική επίπληξη υπό στοιχ. α` μέχρι και την οριστική απόλυση με ή χωρίς καταβολή αποζημίωσης υπό στοιχ. στ`., ανάλογα με την βαρύτητα του παραπτώματος και τις περιστάσεις υπό τις οποίες διαπράχθηκε. Με το άρθρο 29 τα όργανα που ασκούν τον πειθαρχικό έλεγχο, με το άρθρο 30 η πειθαρχική προδικασία, με το άρθρο 31 τα δικαιώματα του εγκαλουμένου και με τα άρθρα 32 και 33 η σύνθεση του πρωτοβαθμίου και του δευτεροβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου αντίστοιχα. Η απόφαση των αρμοδίων πειθαρχικών συμβουλίων, που ενεργούν ως εργοδοτικά όργανα και αποφασίζουν σε εκπλήρωση υποχρέωσης του εργοδότη απέναντι στους εργαζομένους, που πηγάζει από την ιδιωτικού δικαίου σύμβαση εργασίας και τον κανονισμό που τη συμπληρώνει, υπόκειται στον έλεγχο των πολιτικών δικαστηρίων αναφορικά με τη νομιμότητά της, αν εκδόθηκε από αρμόδιο όργανο με νόμιμη σύνθεση, αν τηρήθηκε η προβλεπόμένη διαδικασία, αν η πράξη ή παράλειψη συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα, σύμφωνα με το νόμο, αν είναι δικαιολογημένη, αν η ποινή που επιβλήθηκε είναι ανάλογη με τη βαρύτητα του παραπτώματος ή αν κατά την άσκηση της πειθαρχικής εξουσίας έγινε υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης και των χρηστών ηθών ή και του σκοπού στον οποίο αποβλέπει η πειθαρχική εξουσία, στα πλαίσια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ (ΑΠ 784/1999). Κατά το άρθρο 2 ν. 3198/1955 "Η κατά το ν. 2112/1920, ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως, αποζημίωση των υπαλλήλων, των απολυομένων άνευ της τηρήσεως των περί προμηνύσεως διατάξεων του άρθρου 1 του προκειμένου νόμου, εφόσον δεν υπερβαίνει τις αποδοχές έξι μηνών καταβάλλεται υπό του εργοδότου κατά την ημέρα της λύσεως της σχέσεως εργασίας". Κατά το άρθρο 5 παρ. 3 του ιδίου νόμου 3198/1955 "Η καταγγελία της εργασιακής σχέσεως θεωρείται έγκυρος εφόσον γίνει εγγράφως και καταβληθεί η οφειλομένη αποζημίωση". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι η ρύθμιση του άρθρου 5 παρ. 3 του ν. 3.198/1955 αναφέρεται στη δυνάμει του ν. 2112/19020 αποζημίωση απολύσεως. Εξάλλου κατά το άρθρο 9 ν. 2112/1920 "ο παρών νόμος δεν έχει εφαρμογή επί υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ουδ’ αφορά υπαλλήλους επιχειρήσεων, δι` ους έχει ληφθεί ειδική μέριμνα δια νόμων ή κανονισμών εγκεκριμένων υπό του κράτους. Δεν υπάγονται ωσαύτως εις τις διατάξεις του παρόντος υπάλληλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή και ιδιωτικών επιχειρήσεων, εφόσον έχει ληφθεί δια τας εν λόγω περιπτώσεις ειδική μέριμνα δια κανονισμών παρεχόντων τουλάχιστον ίσην προστασίαν προς την του παρόντος νόμου" . Περαιτέρω, κατά το άρθρο 37 του Κανονισμού Καταστάσεως Προσωπικού ΔΕΗ (ΚΚΠ/ΔΕΗ), που κυρώθηκε με το ΝΔ 210/1974 και έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, "Με απόφαση του Γενικού Διευθυντή απολύονται, πριν από τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας μισθωτοί στους οποίους επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της οριστικής απόλυσης με τελεσίδικη απόφαση του αρμοδίου πειθαρχικού συμβουλίου. Οι απολυόμενοι παίρνουν αποζημίωση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις για καταγγελία συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον δεν απολύονται λόγω πειθαρχικής ποινής που επιβλήθηκε ως συνέπεια ποινικής δίωξης για αδίκημα, που στρέφεται κατά της επιχείρησης και φέρει τον χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος. Σε κάθε περίπτωση αποζημίωση δεν οφείλεται όταν ο απολυόμενος δικαιούται εφάπαξ βοηθήματος, λόγω της απόλυσης του από τον οικείο ασφαλιστικό φορέα. Σε περίπτωση που το εφάπαξ βοήθημα υπολείπεται της αποζημίωσης, καταβάλλεται μόνο η διαφορά μεταξύ της αποζημίωσης και του εφάπαξ βοηθήματος". Με το ν.4491/1966 "περί ασφαλίσεως του προσωπικού της Δημοσίας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού", η ΔΕΗ ανέλαβε και ενεργεί υποχρεωτική ασφάλιση του προσωπικού της διεπομένη από τις διατάξεις του εν λόγω νόμου. Το παραπάνω εφάπαξ βοήθημα του άρθρου 37 ΚΚΠ/ΔΕΗ είναι αυτό του άρθρου 25 παρ. 1 ν. 4491/1966, κατά το οποίο: "Εις τους εξερχομένους εκ της υπηρεσίας της ΔΕΗ ησφαλισμένους, τους δικαιουμένους συντάξεως κατά τας διατάξεις του άρθ. 8 του παρόντος νόμου και τους μη δικαιουμένους συντάξεως, εφόσον οι τελευταίοι ούτοι συμπλήρωσαν 15ετή τουλάχιστον ασφάλισιν περιλαβάνουσαν τουλάχιστον 10 έτη πραγματικής υπηρεσίας εν τη ΔΕΗ, καταβάλλεται εφάπαξ βοήθημα ίσον προς το γινόμενον των τακτικών μηνιαίων αποδοχών, που καθορίζονται με το άρθρο 8 παρ. 4 εδ. γ`, λαμβανομένων με ανώτατον όριον το τριπλάσιον του μισθού του 7ου κλιμ. της ΔΕΗ, επί τον αριθμόν των ετών της εν τη ΔΕΗ πραγματικής υπηρεσίας και μέχρι τριάντα κατ` ανώτατο όριο". Διαφορετική είναι η εφάπαξ αποζημίωση που προβάλλεται από το άρθρο 12 του ιδίου ν. 4491/1966, κατά το οποίο "Ασφαλισμένος οπωσδήποτε αποχωρών εκ της υπηρεσίας της ΔΕΗ και μη πληρών τας προϋποθέσεις δια την λήψιν συντάξεως, δικαιούται, αντί συντάξεως, εφάπαξ αποζημίωσιν εφόσον έχει συμπληρώσει πενταετή υπηρεσίαν εν τη ΔΕΗ". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι στους υπαλλήλους της ΔΕΗ, για τους οποίους έχει ληφθεί ειδική μέριμνα με το ν. 4491/1996 και τον ΚΚΠ/ΔΕΗ δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2112/1920 και κατά συνέπεια και του ν. 3158/1955, σχετικά με την αποζημίωση απολύσεώς τους. Η αναφορά στο άρθρο 37 παρ. 2 του ΚΚΠ/ΔΕΗ ότι "οι απολυόμενοι παίρνουν την αποζημίωση σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις για καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου", έχει την έννοια της παραπομπής στις διατάξεις του ν. 2112/1920 για τον προσδιορισμό και μόνο της αποζημίωσης και όχι και την υπαγωγή αυτής στις διατάξεις του ν. 2112/1920 και του ν. 3.198/1955, οπότε και η μη καταβολή αυτής, οσάκις οφείλεται, ταυτόχρονα με την γνωστοποίηση της απόλυσης δεν συνεπάγεται την ακυρότητα της απόλυσης (ΑΠ 784/1999). Κατά το άρθρο 2 παρ. 2 του α.ν. 173/1967 "Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του α.ν. 99/1967, περί ελέγχου ομαδικών απολύσεων κλπ"(ΦΕΚ Α` 189), "Εις ας περιπτώσεις εργοδότης τυγχάνει το Δημόσιον ή Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου ή Τράπεζα ή Επιχειρήσεις και Οργανισμοί κοινής ωφελείας (ΔΕΗ, ΟΤΕ, Εταιρείαι Υδάτων κ.λπ.) ή Επιχειρήσεις επιχορηγούμενοι υπό του Κράτους, η υπό του ν. 2112/1920, ως ούτος ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, οφειλομένη αποζημίωσις δεν δύναται να υπερβαίνει εις πάσαν περίπτωσιν το ποσόν των 240.000 δραχμών, καταργουμένης πάσης αντιθέτου ειδικής διατάξεως νόμου ή συμβάσεως οιασδήποτε μορφής ή τυχόν υπάρχοντος εθίμου". Το ανώτατο αυτό όριο αποζημιώσεως αυξήθηκε διαδοχικά και με το άρθρο 21 παρ. 13 του ν. 3144/2003 προσδιορίσθηκε στο ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ. Στο άρθρο 3 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: 1. " Εις ας περιπτώσεις ειδική διάταξις νόμου ή κανονισμού ή συμβάσεως αναφερομένης εις ανωνύμους εταιρείας ή Κοινωφελείς Επιχειρήσεις... προβλέπει την καταβολήν εις υπαλλήλους κατά τον χρόνον της απομακρύνσεώς των εκ της εργασίας, και ετέρας προσθέτου αποζημιώσεως πέραν της υπό του ν. 2112/1920 προβλεπομένης, η αποζημίωσις αύτη δεν δύναται να υπερβαίνη ποσοστόν 15% της υπό της παρ. 2 του άρθρου 2 του παρόντος οριζομένης". Σύμφωνα δε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν.δ. 618/1970 "Περί εφαρμογής των διατάξεων του α.ν. 173/1967... επί των αποζημιώσεων των χορηγουμένων υπό του Δημοσίου, ΝΠΔΔ κλπ." (ΦΕΚ Α` 171), "Τα υπό των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 2 και του άρθρου 3 του α.ν. 173/1967 τιθέμενα ανώτατα όρια αποζημιώσεως ισχύουν διά πάσαν περίπτωσιν οφειλομένης, δυνάμει γενικής ή ειδικής διατάξεως νόμου ή κανονισμού ή συμβάσεως, αποζημιώσεως εις τους αποχωρούντος, απομακρυνομένους ή απολυομένους υπαλλήλους και εργάτας του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, Τραπεζών, Επιχειρήσεων Κοινής Ωφελείας ή Επιχειρήσεων επιχορηγουμένων υπό του Κράτους, εφ` οιαδήποτε σχέσει εργασίας μετ` αυτών συνδεομένων, καταργουμένης πάσης αντιθέτου γενικής ή ειδικής διατάξεως νόμου, κανονισμού, συμβάσεως οιασδήποτε μορφής και εθίμου". Οι ως άνω διατάξεις, ως εκ του σκοπού θέσπισής τους, που προδήλως έγκειται στον περιορισμό, για λόγους γενικότερου συμφέροντος, των αποζημιώσεων των προαναφερόμενων μισθωτών για την οικονομική ανακούφιση του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των άλλων Οργανισμών και Επιχειρήσεων, περιλαμβανομένων και των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, δεδομένου ότι οι σχετικές δαπάνες επιβαρύνουν τελικώς τους φορολογούμενους ή το κόστος των παρεχομένων στους πολίτες υπηρεσιών, αποτελούν διατάξεις αναγκαστικού δικαίου με αμφιμερή ενέργεια, αφού τείνουν τελικά σε προστασία και των πολιτών, και υπερισχύουν γι` αυτό των ευνοϊκότερων όρων των Σ.Σ.Ε., σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 3 του ν. 1876/1990 (ΟλΑΠ 10/1998, ΑΠ 597/2017, ΑΠ 227/2016, ΑΠ 675/2014, ΑΠ 1621/2011). Οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, έχοντας εξ ορισμού ως αντικείμενο την εξυπηρέτηση κοινωφελών σκοπών, για τους οποίους πρωτίστως ενδιαφέρεται το Κράτος, αποτελούν κατά κανόνα κατηγορία δημοσίων επιχειρήσεων, που ελέγχονται από το δημόσιο ή άλλα νομικά πρόσωπα ή οργανισμούς δημοσίου χαρακτήρα. Αποφασιστικό, όμως, στοιχείο για τον χαρακτηρισμό μιας επιχείρησης ως κοινής ωφέλειας δεν είναι η νομική μορφή ή ο φορέας της, ούτε το νομικό καθεστώς που διέπει την ίδρυση και λειτουργία της, αλλά η φύση των υπηρεσιών της, οι οποίες πρέπει να είναι ζωτικής σημασίας για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου (ΟλΑΠ 20/2006, ΟλΑΠ 10/1998, ΑΠ 597/2017, ΑΠ 227/2016, ΑΠ 675/2014, ΑΠ 1621/2011). Η ίδια ρύθμιση δεν αντίκειται ούτε στη διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α. και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, διότι, όπως ήδη σημειώθηκε οι εν λόγω περιορισμοί τέθηκαν από λόγους γενικότερου δημοσίου συμφέροντος (ΑΠ 245/2013) . Από τον συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων, ενόψει και του σκοπού που υπαγόρευσε το νομοθετικό περιορισμό της εν λόγω αποζημίωσης, στα ανώτατα όρια, συνάγεται ότι η οφειλομένη αποζημίωση υπολογίζεται μεν σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.2112/1920, πλην όμως υπόκειται ως προς το ανώτατο όριο στους περιορισμούς που τίθενται από τις προμνημονευόμενες διατάξεις του νόμου δεδομένου ότι η ΔΕΗ, κατά τις διατάξεις που διέπουν την ίδρυση, οργάνωση και λειτουργία της ήταν εξαρχής και εξακολουθεί να είναι και κατά τον κρίσιμο χρόνο επιχείρηση κοινής ωφελείας, ειδικά, άλλωστε, μνημονεύεται τούτο στο άρθρο 2 παρ.2 του α.ν. 173/1967. Η ΔΕΗ εξακολουθεί να αποτελεί επιχείρηση κοινής ωφέλειας και μετά την έξοδό της από το δημόσια τομέα ( ΟλΑΠ 30/2009), αφού από 1.1.2001 έχει μετατραπεί σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ Α.Ε.)", σύμφωνα με το άρθρο 43 του Ν. 2773/1999, σε συνδυασμό με το Π.Δ. 333/2000 και δεν ανήκει στο δημόσιο τομέα ( ΑΠ 1198/2017). Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 4.046/2012 (ΦΕΚ 28/14.02.2012) "Έγκριση των Σχεδίων Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Ε.Τ.Χ.Σ.), της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδος, του Σχεδίου του Μνημονίου Συνεννόησης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος και άλλες επείγουσες διατάξεις για τη μείωση του δημοσίου χρέους και τη διάσωση της εθνικής οικονομίας" (ΦΕΚ Α’ 28/14.02.2012), ο οποίος ψηφίσθηκε από την Ολομέλεια της Βουλής, με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, ενεκρίθη το Μνημόνιο Συνεννόησης (Μemorandum of Understanding) μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδας. Με το άρθρο 1 § 6 ν. 4046/2012 ορίσθηκε ότι "Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο Ε` "Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις", παράγραφοι 28 και 29 του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής και στο Κεφάλαιο 4 "Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις για την Ενίσχυση της Ανάπτυξης" παράγραφος 4.1: "Διασφάλιση της ταχείας προσαρμογής της αγοράς εργασίας και ενίσχυση των θεσμών της αγοράς εργασίας" του Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής, τα σχέδια των οποίων εγκρίνονται κατά την παράγραφο 2 και προσαρτώνται ως παράρτημα V στον παρόντα νόμο, συνιστούν πλήρεις κανόνες δικαίου άμεσης εφαρμογής. Με αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.". Ειδικότερα, οι παράγραφοι 28 και 29 του Κεφαλαίου Ε’ υπό τον τίτλο "Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις" του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής αναφέρονται αντίστοιχα στην επείγουσα ανάγκη λήψης μέτρων για την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας και την οικονομική ανάπτυξη (παρ. 28), καθώς και στη λήψη μέτρων για τη βελτίωση της λειτουργίας της αγοράς εργασίας, στα οποία περιλαμβάνεται και η αφαίρεση της μονιμότητας σε όλες τις παραδοσιακές (ορθότερα "υφιστάμενες" σε μετάφραση του πρωτότυπου όρου "existing") συμβάσεις σε όλες τις εταιρείες. Η νέα νομική διάταξη θα μεταμορφώσει αυτομάτως τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου (οι οποίες ορίζονται ως έχουσες λήξη κατά το όριο ηλικίας ή την σύνταξη) σε συμβάσεις αορίστου χρόνου για τις οποίες ισχύουν οι κανονικές διαδικασίες απόλυσης (παρ. 29). Η παρ. 4.1 του Κεφαλαίου 4 του Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής και υπό τον τίτλο "Δεσμεύσεις από το παρελθόν και ειδικοί εργασιακοί όροι" προβλέπει τα εξής: "Πριν την εκταμίευση καταργούνται οι όροι μονιμότητας (συμβάσεις ορισμένου χρόνου, που ορίζουν ότι λήγουν σε κάποιο όριο ηλικίας ή στη συνταξιοδότηση), που περιλαμβάνονται σε νόμο ή σε συμβάσεις εργασίας". Πρόθεση του νομοθέτη του παραπάνω νόμου ήταν οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις των μνημονίων, που αναφέρονται στην παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012 (στις οποίες περιλαμβάνονται και οι προαναφερθείσες για την κατάργηση των ρητρών μονιμότητας στις εργασιακές σχέσεις) να ισχύσουν άμεσα ως πρωτογενείς κανόνες δικαίου της ελληνικής έννομης τάξης (ΟλΑΠ 11/2017). Στη συνέχεια, κατ’ εξουσιοδότηση του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 1 παρ. 6 του Ν. 4046/2012 εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 6/28.2.2012 Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου (εφεξής Π.Υ.Σ.) που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α’ 38/28.2.2012, για τη "ρύθμιση θεμάτων προς εφαρμογή της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012". Με το άρθρο 5 της ως άνω Π.Υ.Σ. ορίσθηκε : "1, Από 14-2-2012 συμβάσεις εργασίας εργαζομένων, που προβλέπεται να λήγουν με τη συμπλήρωση ορίου ηλικίας ή με τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης, νοούνται ως συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου και σε περίπτωση λύσης αυτών εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2112/1920, όπως ισχύει. Οι διατάξεις, που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζονται και σε επιχειρήσεις, εταιρείες ή οργανισμούς που υπάγονται ή είχαν υπαχθεί οποτεδήποτε κατά το παρελθόν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός είχε οριοθετηθεί κάθε φορά με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 (Α’ 65) ή με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν. 1892/1990 (Α’ 101). 2. Από την 14.2.2012 διατάξεις νόμων ή κανονιστικών αποφάσεων, καθώς και όροι Συλλογικών Συμβάσεων και Διαιτητικών Αποφάσεων, Κανονισμών Εργασίας, Οργανισμών Προσωπικού και αποφάσεων Διοίκησης επιχειρήσεων, που θεσπίζουν όρους που υποκρύπτουν μονιμότητα ή ρήτρες μονιμότητας παρεκκλίνοντας από τους γενικούς κανόνες της εργατικής νομοθεσίας ή και προβλέπουν την εφαρμογή, αναλογική ή ευθεία, διατάξεων του Κώδικα περί Δημοσίων Υπαλλήλων, καταργούνται. Οι διατάξεις, που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζονται και σε επιχειρήσεις, εταιρείες ή οργανισμούς, που υπάγονται ή είχαν υπαχθεί οποτεδήποτε κατά το παρελθόν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός είχε οριοθετηθεί κάθε φορά με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 (Α’ 65) ή με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν. 1892/1990 (Α 101)". Με το άρθρο 6 της ως άνω Π.Υ.Σ. ορίσθηκε ότι η ισχύς της αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (28-2-2012) εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις. Από τα προαναφερθέντα γίνεται φανερό, ότι με τις διατάξεις του άρθρου 5 της παραπάνω Π.Υ.Σ. καταργήθηκαν από τις 14 Φεβρουαρίου 2012 οι λεγόμενες ρήτρες μονιμότητας, δηλαδή, οι κανονιστικοί εκείνοι όροι με τους οποίους ο εργοδότης αναλαμβάνει την υποχρέωση να μην απολύσει τον εργαζόμενο, παρά μόνο για ορισμένους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά και των οποίων η βασιμότητα κρίνεται συνήθως με ορισμένη διαδικασία. Οι όροι αυτοί μπορεί να ενυπάρχουν σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας τόσο ορισμένου όσο και αορίστου χρόνου. Η μονιμότητα δηλαδή αποτελεί είδος περιορισμού του δικαιώματος του εργοδότη να προβεί στην ελεύθερη καταγγελία της σύμβασης εργασίας των απασχολουμένων από αυτόν μισθωτών. Ειδικότερα, η έννοια της παρ. 2 του άρθρου 5 της εν λόγω υπ’ αριθμό 6/2012 Π.Υ.Σ. είναι ότι καταργούνται, πέραν του ορίου ηλικίας ή της προϋπόθεσης συνταξιοδότησης (περί της οποίας προβλέπει η παρ. 1), οι διαδικαστικοί και ουσιαστικοί περιορισμοί του δικαιώματος καταγγελίας, ανεξαρτήτως εάν αυτοί προβλέπονταν από διατάξεις νόμων ή κανονιστικές αποφάσεις ή συλλογικές ρυθμίσεις ή κανονισμούς εργασίας ή οργανισμούς προσωπικού ή αποφάσεις οργάνων διοίκησης των επιχειρήσεων, καθώς και ό,τι παρεκκλίνει από τους γενικούς κανόνες της εργατικής νομοθεσίας και ό,τι προσομοιάζει στον Υπαλληλικό Κώδικα αναφορικά με τα θέματα απόλυσης, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ως ορισμένου (λόγω θέσπισης ορίου ηλικίας ή προϋπόθεσης συνταξιοδότησης ως χρονικού σημείου της λήξης αυτής) ή αορίστου χρόνου. Καταργούνται δηλαδή οι ρυθμίσεις εκείνες που αποκλείουν την τακτική καταγγελία ή την καθιστούν αιτιώδη, εξαρτώντας αυτήν από σπουδαίο λόγο ή από συγκεκριμένους λόγους. Από την παραπάνω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 5 της υπ’ αριθμ. 6/2012 Π.Υ.Σ., που αναφέρεται στην κατάργηση των ρητρών μονιμότητας, προκύπτει ότι δεν καταργήθηκε και οποιοσδήποτε όρος, που προβλέπει ειδική προστασία σε περιπτώσεις καταγγελίας, ο οποίος δεν φθάνει σε σημείο να θεσπίζει μονιμότητα, όπως π.χ. η υποχρέωση του εργοδότη να ακροασθεί τον μισθωτό, η υποχρέωση έκφρασης γνώμης εκ μέρους των εκπροσώπων των εργαζομένων, η υποχρέωση καταβολής μεγαλύτερης αποζημίωσης κλπ. Αυτές οι υποχρεώσεις δεν άγουν σε μονιμότητα αλλά απλώς αναγνωρίζουν κάποιες στοιχειώδεις αρχές διαφάνειας και ευθυκρισίας και κάποιες μορφές εγγυήσεων και ειδικής προστασίας που βρίσκονται μεταξύ των προβλέψεων του ν.2.112/1920 και της καθιέρωσης της μονιμότητας των εργαζομένων. Τέτοιες μορφές προστασίας προβλέπονται ήδη στον ως άνω έχοντα ισχύ νόμου ΚΚΠ/ΔΕΗ και στο νόμο 4491/1966 περί καταβολής εφάπαξ αποζημίωσης, οι οποίες αποτελούν μορφές ειδικής προστασίας. Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, η αναφορά στο άρθρο 37 παρ. 2 του ΚΚΠ/ΔΕΗ ότι "οι απολυόμενοι παίρνουν την αποζημίωση σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις για καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου", έχει την έννοια της παραπομπής στις διατάξεις του ν. 2112/1920 για τον προσδιορισμό και μόνο της αποζημίωσης και όχι και την υπαγωγή αυτής στις διατάξεις του ν. 2112/1920 και του ν. 3.198/1955, οπότε και η μη καταβολή αυτής, οσάκις οφείλεται, ταυτόχρονα με την γνωστοποίηση της απόλυσης δεν συνεπάγεται την ακυρότητα της απόλυσης. Να σημειωθεί τέλος ότι η ως άνω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 5 της υπ’ αριθμ. 6/2012 Π.Υ.Σ. παραπέμπει μόνο στο ν.2.112/1920 και δεν παραπέμπει γενικά στην κοινή εργατική νομοθεσία ή στο ν.3.198/1955, που ορίζει στο άρθρο 5 παρ.3 ότι: "Η καταγγελία της εργασιακής σχέσης θεωρείται έγκυρος, εφόσον έχει γίνει εγγράφως, έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση ...". Τέλος κατά την έννοια του άρθρου 559 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ’ αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόστηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόστηκε εσφαλμένα (ΟλΑΠ 4/2005, 7/2006).
Συνεπώς, κατά τις παραπάνω διακρίσεις η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ’ επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού της απόφασης. Έτσι με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ο οποίος για να είναι ορισμένος πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη τού ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς, οπότε πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο και οι αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέστηκε η επικαλούμενη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 20/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης και την προσβαλλόμενη απόφαση, παραδεκτώς, κατ` άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκοπούμενα, ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων, με την από 5-4-2013 αγωγή ισχυρίστηκε ότι προσλήφθηκε από την εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού ΑΕ" στις 9.9.1993 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και στη συνέχεια, δυνάμει της υπ’ αριθ. .../ 14.11.1997 απόφασής της, εντάχθηκε στο τακτικό προσωπικό της και ειδικότερα στον κλάδο του διοικητικού-οικονομικού προσωπικού για να εργαστεί στο κατάστημα αυτής στα Ιωάννινα, αρχικά ως διοικητικός επιμελητής και από το έτος 2006 ως υπάλληλος στο γραφείο εξυπηρέτησης πελατών του Τομέα Εμπορίας, ασκώντας τα ειδικότερα καθήκοντα που αναφέρει στην αγωγή του, ότι σε εκτέλεση της σύμβασής του, απασχολήθηκε με την ιδιότητα αυτή συνεχώς και αδιαλείπτως έως τις 31.1.2013, οπότε η εναγομένη του κοινοποίησε την υπ’ αριθ. .../30.1.2013 απόφαση της Διευθύντριας της Διεύθυνσης Ανθρωπίνων Πόρων και Οργάνωσης, περί απόλυσής του, εκδοθείσα σε εκτέλεση της υπ αριθ. …2012 απόφασης του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, η οποία επικυρώθηκε και κατέστη τελεσίδικη με την υπ’ αριθ. …2012 απόφαση του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου και με την οποία του επιβλήθηκε κατά πλειοψηφία η πειθαρχική ποινή της οριστικής απόλυσης χωρίς αποζημίωση, λόγω της εκ μέρους του, κατά το χρονικό διάστημα από 12.2.2008 έως 18.10...., τέλεσης των πειθαρχικών παραπτωμάτων της πλημμελούς εκτέλεσης των υπηρεσιακών του καθηκόντων, της μη τήρησης των αρμοδίως διδόμενων εντολών και οδηγιών της επιχείρησης, της χρησιμοποίησης των υπηρεσιακών του γνώσεων και της εμπειρίας του προκειμένου να διενεργήσει έξι (6) παράνομες ηλεκτροδοτήσεις και της πρόκλησης οικονομικής ζημίας στην επιχείρηση και στο ελληνικό δημόσιο. Ότι οι ως άνω πειθαρχικές αποφάσεις και η σε εκτέλεσή τους εκδοθείσα απόφαση απόλυσής του είναι άκυρες διότι, α) τα αποδιδόμενα σ’ αυτόν ως άνω πειθαρχικά παραπτώματα, πλην ενός, ως μη αφορώντα την περιουσία της τελευταίας, είχαν υποπέσει στην ενιαύσια, κατ’ άρθρο 28 παρ.1 εδ. α’ και ε’ του ΚΚΠ/ΔΕΗ, παραγραφή, β) δεν τέλεσε τα άνω πειθαρχικά παραπτώματα, αντίθετα δε οι ενέργειές του ήταν σύμφωνες με τις δοθείσες σ’ αυτόν εντολές και οδηγίες, ενώ σε κάθε περίπτωση οι άνω αποφάσεις είναι αναιτιολόγητες, διότι, κατά παράβαση του άρθρου 29 παρ. 3 του ΚΚΠ/ΔΕΗ, δεν αναφέρουν τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν τις παράνομες εκ μέρους του ενέργειες που αποδεικνύουν την πλημμελή άσκηση των καθηκόντων του, γ) επικουρικώς, διότι η επιβληθείσα σ αυτόν πειθαρχική ποινή της απόλυσης χωρίς αποζημίωση είναι καταχρηστική καθώς υπαγορεύθηκε από κίνητρα απόδοσης ευθυνών στο πρόσωπό του, παρά την ομαλή και αποδοτική εικοσαετή άσκηση της εργασίας του και χωρίς να συνεκτιμηθούν συγκεκριμένα κοινωνικά και οικονομικά κριτήρια (οικογενειακή και οικονομική κατάσταση), και μάλιστα δυσανάλογη της βαρύτητας των φερόμενων παραπτωμάτων του, αφού υπήρχαν άλλα ηπιότερα του έσχατου και επαχθέστερου μέσου της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του μέσα, εξίσου πρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτή σκοπού και δ) όλως επικουρικώς διότι η απόλυσή του έγινε χωρίς να του καταβληθεί η προβλεττόμενη από τον κανονισμό της εναγομένης (άρθρο 37 ΚΠΠ/ΔΕΗ) και τον νόμο (ν. 2112/1920 και ν. 3198/1955) αποζημίωση απόλυσης, με αποτέλεσμα η εναγομένη να έχει καταστεί υπερήμερη στην αποδοχή των υπηρεσιών του. Με το ιστορικό αυτό ζητεί Α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα των προαναφερόμενων πειθαρχικών αποφάσεων με τις οποίες του επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της απόλυσης χωρίς αποζημίωση και της εκδοθείσας σε εκτέλεσή τους απόφασης της εναγομένης για τους ως άνω αναφερόμενους λόγους και Β) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει για μισθούς υπερημερίας, για το χρονικό διάστημα από 30.1.2013 έως 30.9.2013, κατά τους ειδικότερους περιεχόμενους στην αγωγή υπολογισμούς, το ποσό των 14.448,48€, άλλως και όλως επικουρικώς, σε περίπτωση που κριθούν έγκυρες οι αποφάσεις των πειθαρχικών συμβουλίων και συνακόλουθα και η γενόμενη απόλυσή του, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 31.606.05 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης. Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή, κατά τα ως άνω υπό στοιχείο Α) πρώτο αίτημά της (περί ακυρότητας της απόλυσης του αναιρεσείοντος, λόγω μη καταβολής της προβλεπόμενης από το ν. 2112/1920 και το ν. 319811955, αποζημίωσης απόλυσης), σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, είναι μη νόμιμο, διότι στην προκειμένη περίπτωση εφαρμογή έχει ο κανονισμός της ΔΕΗ και όχι οι ως άνω νόμοι 2.112/1920 και 3.198/1955, κατά τον οποίο η μη καταβολή αυτής, οσάκις οφείλεται, ταυτόχρονα με την γνωστοποίηση της απόλυσης, δεν συνεπάγεται την ακυρότητα της απόλυσης, η δε αναφορά στο άρθρο 37 παρ. 2 του ΚΚΠ/ΔΕΗ ότι "οι απολυόμενοι παίρνουν την αποζημίωση σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις για καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου", έχει την έννοια της παραπομπής στις διατάξεις του ν. 2112/1920 για τον προσδιορισμό και μόνο της αποζημίωσης και όχι και την υπαγωγή αυτής στις διατάξεις του ν. 2112/1920 και του ν. 3198/1955.
Κρίνοντας έτσι το Εφετείο δεν παραβίασε, α) με εσφαλμένη εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 26,29 και 37 του ΚΚΠ/ΔΕΗ και του ν.4491/1966 οι οποίες ήταν εφαρμοστέες και β) με τη μη εφαρμογή τους, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 5 παρ.1 και 2 της ΠΥΣ 6/2012 και των άρθρων 1,3 του ν.2.112/1920 και 5 παρ.3 του ν.3198/1955, οι οποίες δεν ήταν εφαρμοστέες. Επομένως ο πρώτος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος 3. Από τα άρθρα 669 παρ. 2 ΑΚ, 1 ν. 2112/1920 και 1 και 5 ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία, με την έννοια ότι η ύπαρξη ενός ιδιαίτερου λόγου δεν αποτελεί προϋπόθεση του κύρους της και συνεπώς τούτο (το κύρος αυτής) δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη υπέρβασης των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών καθιστά την καταγγελία άκυρη σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ. Εξ άλλου η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη ως καταχρηστική όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδίκησης συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του εργαζομένου. Δεν συντρέχει όμως περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας όταν δεν υπάρχει γι’ αυτήν κάποια αιτία, αφού, ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής καθ’ υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι’ αυτήν ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους - που πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος - εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ Δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία όταν έχει ως πραγματικό κίνητρο την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του απολυομένου ή την από πλευράς του παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων, καθώς και όταν οφείλεται σε πραγματική και ηθελημένη ανάρμοστη συμπεριφορά του προς τον εργοδότη ή τους νομίμους εκπροσώπους του ή προς συνάδελφό του, εξ αιτίας της οποίας διαταράσσεται η εύρυθμη λειτουργία ή η πειθαρχική έννομη τάξη της εργοδοτικής επιχείρησης (ΑΠ 102/2017, ΑΠ 251/2016, ΑΠ 904/2012). Η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή η καταγγελία η οποία δεν δικαιολογείται από σοβαρούς, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχείρησης λόγους, δεν είναι άνευ άλλου τινός καταχρηστική, διότι στην αντίθετη περίπτωση η καταγγελία από αναιτιώδης θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη. Περαιτέρω, αν στον κανονισμό εργασίας του εργοδότη προβλέπονται πειθαρχικά παραπτώματα και αντίστοιχες ποινές, τότε ναι μεν ο εργοδότης δεν υποχρεούται να επιλέξει αντί της καταγγελίας την επιβολή πειθαρχικής ποινής λόγω της διαφορετικής λειτουργίας τους- αφού με την πρώτη απομακρύνεται ο εργαζόμενος διότι η εργασιακή σχέση δεν μπορεί να συνεχισθεί ως επαχθής για τον εργοδότη, ενώ με τη δεύτερη επιδιώκεται η διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της επιχειρήσεως - όμως η προσφυγή του εργοδότη στην καταγγελία ελέγχεται κατά το άρθρο 281 ΑΚ από το δικαστήριο, το οποίο επίσης ερευνά αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, η οποία (αρχή) αποτελεί εκδήλωση της καλής πίστης και στηρίζεται στο άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος. Ειδικότερα το δικαστήριο, κατόπιν σχετικού ισχυρισμού, εξετάζει αν υπάρχουν άλλα ηπιότερα από την καταγγελία μέτρα εξίσου πρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτή σκοπού, δηλαδή αν η καταγγελία είναι όχι μόνο πρόσφορο αλλά και αναγκαίο μέσο για τη διαφύλαξη των συμφερόντων του εργοδότη (ΑΠ 102/2017, ΑΠ 244/2017, ΑΠ 904/2012). Συνακόλουθα η καταγγελία είναι άκυρη ως καταχρηστική και στην περίπτωση κατά την οποία, λαμβανομένης υπόψη της βαρύτητας των λόγων που την υπαγόρευσαν, δεν ήταν, με καθαρώς αντικειμενικά κριτήρια κατά τις αρχές τις καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, το επιβαλλόμενο μέτρο για την προστασία του καλώς εννοουμένου οικονομικού συμφέροντος του εργοδότη γιατί αυτό θα μπορούσε να προστατευθεί με άλλα ηπιότερα μέτρα (ΑΠ 102/2017, ΑΠ 244/2017, ΑΠ 496/1987 ). Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ ΑΠ 1/1999, ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές, αλλά πλήρεις αιτιολογίες (Ολ ΑΠ 15/2006,ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017,ΑΠ 455/2014). Για να είναι, όμως, ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ο κανόνας του ουσιαστικού δικαίου σε σχέση με την εφαρμογή του οποίου υπάρχει η έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης με πληρότητα και σαφήνεια, σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια των αιτιολογιών, ποια, δηλαδή, στοιχεία αναγκαία για την επάρκειά τους λείπει και σε τι συνίσταται η αντίφαση των αιτιολογιών και από ποια αντιτιθέμενα μέρη τους προκύπτει (ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017,ΑΠ 121/2014, 1504/2011, 479/2009). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι τη κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή του, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006,1/1999, ΑΠ 73/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο Ιωαννίνων, ως προς τα κρίσιμα για την έκβαση της δίκης ζητήματα περί του ότι κατά την άσκηση της πειθαρχικής εξουσίας εκ μέρους της αναιρεσίβλητης, με την επιβολή της ποινής της απόλυσης του αναιρεσείοντος χωρίς αποζημίωση, έγινε υπέρβαση της καλής πίστης και των χρηστών ηθών και του σκοπού στον οποίο αποβλέπει η πειθαρχική εξουσία στα πλαίσια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ και περί του ότι η επιβληθείσα αυτή ποινή της απόλυσης του αναιρεσείοντος δεν είναι ανάλογη με την βαρύτητα των παραπτωμάτων του, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα ακόλουθα : "Ο ενάγων προσελήφθη από την εναγομένη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού ΑΕ", στις 9.9.1993, προκειμένου να εργασθεί, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ετήσιας διάρκειας, ως διοικητικός επιμελητής, αρχικά στο κεντρικό κατάστημα αυτής στην Αθήνα και στη συνεχεία στο κατάστημά της στα Ιωάννινα. Ακολούθως, με την υπ’ αριθ. .../14.11.1997 απόφαση της Διεύθυνσης Περιβάλλοντος Παραγωγής (ΔΠΠ) της εναγομένης, εντάχθηκε στο τακτικό προσωπικό της και ειδικότερα στο κλάδο του διοικητικού οικονομικού προσωπικού (κατηγορίας ... και ειδικότητας ...) για να εργαστεί ως διοικητικός επιμελητής και από το έτος 2006, που επήλθε διαχωρισμός των Τμημάτων Δικτύου και Εμπορίας, ως υπάλληλος στο γραφείο εξυπηρέτησης πελατών του Τομέα Εμπορίας. Οι αρμοδιότητές του συνίσταντο στην υποδοχή των πελατών - χρηστών του δικτύου και στην προώθηση, μετά την προσκόμιση των απαιτούμενων δικαιολογητικών, των αιτημάτων τους για αρχική ηλεκτροδότηση των ακινήτων τους ή για επανασύνδεση αυτών μετά από διακοπή ή διαδοχή (σύναψη συμβολαίου με νέο πελάτη-ενοικιαστή, ιδιοκτήτη), στους αρμόδιους υπαλλήλους του Τομέα Δικτύου, προκειμένου αυτοί με τη σειρά τους, μετά τον εκ μέρους τους έλεγχο της πληρότητας των εν λόγω δικαιολογητικών, να προωθήσουν τις αιτήσεις των πολιτών στον Τεχνικό Τομέα για την υλοποίησή τους. Σημειωτέον, ότι για την αρχική ηλεκτροδότηση ενός ακινήτου ο ενδιαφερόμενος πολίτης οφείλει να προσκομίσει φωτοαντίγραφο πολεοδομικού εγγράφου θεωρημένου από την Πολεοδομία (Ν. 1512/1985, Ν. 2242/1994 και Εγκύκλιος 61/1985 ΥΠΕΧΩΔΕ), Πιστοποιητικό της ΔΟΥ (Εγκύκλιος Υπ. Οικονομικών ΠΟΛ 134211996), υπεύθυνη δήλωση αδειούχου ηλεκτρολόγου εγκαταστάτη (Ν. 4483/1995) και υπεύθυνη δήλωση για χρέωση δημοτικών τελών, δημοτικού φόρου και φόρου ακίνητης περιουσίας θεωρημένη από το Δήμο, τέλος δε, θεωρημένο ηλεκτρολογικό σχέδιο, εφόσον δε όλα τα άνω δικαιολογητικά ελεγχθούν και πληρούνται οι προϋποθέσεις νόμιμης ηλεκτροδότησης, τότε συντάσσεται σύμβαση σύνδεσης με το δίκτυο και ακολουθεί η ηλεκτροδότηση του ακινήτου, το οποίο λαμβάνει μοναδικό αριθμό παροχής. Τα ανωτέρω έγγραφα παραμένουν στο φάκελο που τηρείται για κάθε ηλεκτροδοτούμενο ακίνητο στο αρμόδιο κατά τόπο κατάστημα της εναγομένης, ενώ στο μηχανογραφικό της σύστημα καταγράφονται τα στοιχεία εκάστου ακινήτου και ειδικότερα η διεύθυνση αυτού στο σχετικό πεδίο "Διεύθυνση παροχής", όπως αναφέρεται στην προσκομισθείσα άδεια οικοδομής και ο κωδικός του Δήμου όπου αυτό ευρίσκεται, τα οποία δεν είναι δυνατόν να μεταβληθούν (αφού συνδέονται άρρηκτα με το ηλεκτροδοτούμενο ακίνητο), αλλά μόνο να συμπληρωθούν σε περίπτωση μεταγενέστερης αλλαγής της αρίθμησης ή του ονόματος της οδού, καθώς και η διεύθυνση αποστολής λογαριασμού σε περίπτωση που αυτή διαφέρει από τη διεύθυνση παροχής, η οποία μπορεί να μεταβάλλεται ανά πάσα στιγμή κατόπιν αιτήσεως του πελάτη. Μετά την ηλεκτροδότηση του ακινήτου, η παροχή αυτού καταγράφεται σε συγκεκριμένη "διαδρομή" και "βιβλίο καταμέτρησης", ώστε να καθίσταται ευχερέστερη η καταμέτρηση της κατανάλωσης του ηλεκτρικού ρεύματος στα ακίνητα που βρίσκονται στην ίδια περιοχή και διαδρομή από τον αρμόδιο προς τούτο υπάλληλο. Για δε την επανασύνδεση του ακινήτου μετά από διακοπή ή διαδοχή (σύναψη νέου συμβολαίου) απαιτείται η προσκόμιση υπεύθυνης δήλωσης ηλεκτρολόγου, εφόσον η προηγούμενη είχε λήξει. Ο ενάγων, υπό την άνω ιδιότητά του, στην τελευταία αυτή περίπτωση της επανασύνδεσης - διαδοχής μετά από διακοπή, όφειλε να παραλαμβάνει τις υπεύθυνες δηλώσεις επανασύνδεσης καθώς και τυχόν άλλα παραστατικά δικτύου, να εκδίδει εντολές "ΔΙΤΕ" (διαδοχή και τελικός) ή ΕΠΑΝ (επανασύνδεση) και να αποστέλλει αυτές μαζί με το συμβόλαιο προμήθειας, τη σύμβαση σύνδεσης και τα παραληφθέντα παραστατικά στους υπαλλήλους του Τομέα Δικτύου για να ενεργήσουν τον έλεγχο ορθότητας και πληρότητας, ενώ στην περίπτωση επανατοποθέτησης μετρητή όφειλε να ελέγχει τις τυχόν οικονομικές οφειλές του πελάτη, να εκδίδει την απόδειξη είσπραξης μετά την επιλογή τιμολογίου από τον τελευταίο και μετά την προκαταβολή έναντι κατανάλωσης και την υπογραφή του συμβολαίου προμήθειας να διαβιβάζει αυτά στον Τομέα Δικτύου. Το Νοέμβριο του ..., η Υποτομεάρχης Λογιστικής του καταστήματος πωλήσεων Ιωαννίνων Β. Τ., ενημερώθηκε τηλεφωνικά για λογαριασμό ρεύματος, ο οποίος είχε σταλεί στο χωριό ... στο όνομα Ρ. Γ., ενώ δεν υπήρχε κάτοικος στο εν λόγω χωριό με αυτό το όνομα. Κατόπιν δε έρευνας από τον Διευθυντή του καταστήματος διαπιστώθηκε ότι η συγκεκριμένη παροχή ηλεκτροδοτούσε από το έτος 1974 άλλο ακίνητο στους ..., κατόπιν δε διενεργηθείσας αυτοψίας διαπιστώθηκε ότι υπήρχε παράνομη ηλεκτροδότηση σε λυόμενο κτίσμα στο χωριό ..., στο όνομα Ε. Τ., σύμφωνα με τα μηχανογραφικά στοιχεία και το νέο συμβόλαιο παροχής ηλεκτρικού ρεύματος. Κατόπιν αυτού, δόθηκε εντολή στην προαναφερόμενη Υποτομεάρχη να προβεί σε άτυπο έλεγχο των μηχανογραφικών καταστάσεων, από τον οποίο ανεβρέθηκαν και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις παράνομων ηλεκτροδοτήσεων. Για το γεγονός τούτο ενημερώθηκε ο Διευθυντής του ... και συστήθηκε η προβλεπόμενη από τον Κανονισμό Επιτροπή Διερεύνησης, η οποία προχώρησε σε περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης, προβαίνοντας σε δειγματοληπτικό έλεγχο των αρχείων που αφορούσαν αλλαγές διευθύνσεων ακινήτων κατά τα έτη 2007 έως .... Από την εν λόγω έρευνα προέκυψε ότι οι παροχές που χρησιμοποιούνταν για τις παράνομες ηλεκτροδοτήσεις ήταν παροχές σε διακοπή, παροχές χωρίς μετρητή ή παροχές που είχαν χορηγηθεί για εργοταξιακή χρήση και είχε γίνει διακοπή χωρίς να έχουν αποξηλωθεί και αφού πραγματοποιούνταν ο αλλαγές διευθύνσεων στις παροχές, ακολουθείτο η διαδικασία επανασύνδεσης ή επανατοποθέτησης του μετρητή. Επελέγησαν τριάντα δύο (32) περιπτώσεις, σι οποίες διερευνήθηκαν σε βάθος, με έλεγχο όσων φακέλων βρέθηκαν από το αρχείο, καταγραφή των μηχανογραφικών αλλαγών που είχαν γίνει, καταγραφή του συντάκτη του συμβολαίου και παραλήπτη των λοιπών παραστατικών και συζήτηση με τους ιδιοκτήτες των ακινήτων. Τα μέλη της επιτροπής επισκέφθηκαν δεκαεννέα (19) από τις παραπάνω περιπτώσεις και μεγάλο αριθμό σημείων όπου ήταν αρχικά και νόμιμα τοποθετημένες οι παροχές και διαπιστώθηκε ότι στην πλειονότητα επρόκειτο για εγκαταλελειμμένα παλαιά κτίσματα, από όπου και μεταφέρθηκαν οι παροχές και όπου βρίσκονταν ακόμη τα κιβώτια των μετρητών χωρίς τους μετρητές και τα καλώδια παροχών, καθώς και ότι τα ακίνητα στις νέες παράνομες θέσεις δεν μπορούσαν να ηλεκτροδοτηθούν, καθόσον ή δεν είχαν άδεια από την αρμόδια πολεοδομική αρχή ή είχαν μεν άδεια αλλά υπήρχαν αυθαιρεσίες που εμπόδιζαν την ηλεκτροδότησή τους. Στις νέες αυτές θέσεις τα καλώδια και τα κιβώτια ήταν υλικά της ΔΕΗ, όμως όλα τα υπόλοιπα, όπως στυλίσκοι και γάντζοι στήριξης, δεν ταίριαζαν με την τεχνοτροπία των συνεργείων της εναγομένης και είχαν πιθανότατα κατασκευαστεί από ιδιώτες ηλεκτρολόγους. Ως προς τη μέθοδο υλοποίησης των άνω ενεργειών φαίνεται να είναι πανομοιότυπη σε όλες τις περιπτώσεις. Ειδικότερα, αφού αρχικά εντοπίζονταν παροχές οι οποίες ήταν ανενεργείς για μεγάλο χρονικό διάστημα στη συνέχεια γινόταν αλλαγή στο μηχανογραφικό σύστημα "..." της διεύθυνσης (οθόνη ΔΙΣΤ), του κωδικού πόλης (οθόνη ΔΙΠΤ) και των δημοτικών τελών (οθόνη ΔΙΠΤ), ώστε να μετακινηθεί γεωγραφικά και η παροχή. Κατά την επιτόπια μετάβαση των μελών της επιτροπής στα ακίνητα που ήταν τοποθετημένες οι εν λόγω παροχές, καταβλήθηκε προσπάθεια να αποσπαστούν πληροφορίες για τη διαδικασία ηλεκτροδότησης από όσους ιδιοκτήτες βρέθηκαν, με εξαίρεση όμως δύο μόνο από τους ιδιοκτήτες που παρείχαν πληροφορίες με σχετική ειλικρίνεια στην επιτροπή, όλοι οι υπόλοιποι ανέφεραν ότι δήθεν ένα συνεργείο της ΔΕΗ βρισκόταν στην περιοχή τους και ότι σε ερώτησή τους προς τα άτομα του συνεργείου περί του τρόπου που θα μπορούσαν να ηλεκτροδοτηθούν τα ακίνητα τους, κάποιος από το συνεργείο προθυμοποιήθηκε να τους εξυπηρετήσει, καταβάλλοντας σ’ αυτόν το ποσό των 200 ευρώ περίπου. Όλα τα ανωτέρω έχουν καταγραφεί αναλυτικά στη σχετική έκθεση της Επιτροπής Διερεύνησης. Οι έρευνες επικεντρώθηκαν στον ενάγοντα και στον Σ. Λ., αμφοτέρους υπαλλήλους εξυπηρέτησης στο κατάστημα πωλήσεων Ιωαννίνων, διότι διαπιστώθηκε ότι τις έξι (6) από αυτές τις περιπτώσεις χειρίστηκε αποκλειστικά ο ενάγων, ενώ σε πέντε (5) περιπτώσεις είχαν λάβει χώρα αλλαγές με τον κωδικό του Λ., σε ημερομηνίες που αυτός απουσίαζε από την υπηρεσία του με κανονική ή ειδική άδεια. Σημειώνεται ότι σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είχε προσκομιστεί υπεύθυνη δήλωση του ίδιου ιδιώτη ηλεκτρολόγου εγκαταστάτη. Η επιτροπή ζήτησε εξηγήσεις από τον συνταξιούχο τότε υπάλληλο Σ. Λ., ο οποίος όμως αρνήθηκε κάθε ανάμειξή του στην υπόθεση, αναφέροντας μάλιστα ότι είχε σε προηγούμενο χρόνο καταγγείλει στον Διευθυντή του καταστήματος την εκ μέρους τρίτου προσώπου χρήση του κωδικού του καθώς και ότι ο ίδιος αγνοούσε τον χειρισμό του συστήματος "...", μέσω του οποίου γίνονταν οι αναλυτικά αναφερόμενες καταχωρήσεις και αλλαγές. Ενώπιον της Επιτροπής κλήθηκε και ο Β. Μ., ο οποίος φέρεται να έχει εκτελέσει το μεγαλύτερο ποσοστό επανασυνδέσεων και να έχει συμπληρώσει και υπογράψει τα έγγραφα των εντολών, ο οποίος κατέθεσε ότι τις εκτός πόλεως επανασυνδέσεις αναλάμβαναν τεχνίτες της απογευματινής βάρδιας, καθώς και ότι από συναδελφική αλληλεγγύη και θέλοντας να διευκολύνει τους τελευταίους εμπιστευόταν τον ενάγοντα ο οποίος του δήλωνε πως την επανασύνδεση την είχε ήδη κάνει ο ηλεκτρολόγος, επιδεικνύοντας του και την ένδειξη του μετρητή και ότι συμπλήρωνε από το γραφείο την εντολή χωρίς να μεταβεί επιτόπου. Στην Επιτροπή Διερεύνησης κατέθεσε και ο ενάγων στις 2.3.2011, ισχυριζόμενος ότι ενήργησε καθόλα νόμιμα και σύμφωνα με τις οδηγίες των προϊσταμένων του και ειδικότερα ότι σε μια από τις ανωτέρω περιπτώσεις παρουσιάστηκε ο πελάτης ή άτομο που τον εκπροσωπούσε και δήλωσε ότι η αρχική διεύθυνση ήταν λανθασμένη, πράγμα που αυτός το δέχθηκε και πραγματοποίησε την αλλαγή, παραπέμποντάς τον στη συνέχεια σε άλλον υπάλληλο για τις υπόλοιπες αλλαγές (αλλαγή διαδρομής και βιβλίου καταμέτρησης, αλλαγή κωδικού Δήμου, Δημοτικών τελών κλπ.), ενώ για τις υπόλοιπες παροχές ισχυρίστηκε ότι οι πελάτες προσέρχονταν συνοδευόμενοι είτε από κάποιον καταμετρητή ή συναδέρφους του και ότι λόγω της καλής του πρόθεσης, εφόσον του επιδείκνυαν τις βεβαιώσεις του Δήμου για τη λανθασμένη διεύθυνση, πραγματοποιούσε τις μεταβολές, χωρίς να δύναται να ελέγξει την ορθότητα των ισχυρισμών τους περί λανθασμένων διευθύνσεων καθώς το αρχείο δεν ήταν τακτοποιημένο. Κατόπιν ενδελεχούς έρευνας, η Επιτροπή Διερεύνησης υπέβαλε το πόρισμά της στους Διευθυντές της ΔΓΙΠ-Η και του ... (βλ. το υπ’ αριθ. πρωτ. ...3.2011 έγγραφο με θέμα Αποτελέσματα Επιτροπής Διερεύνησης), ο τελευταίος εκ των οποίων συγκρότησε Επιτροπή Διοικητικής Ανάκρισης (ΕΔΑ), προκειμένου να διερευνηθούν τα διαφαινόμενα πειθαρχικά παραπτώματα σχετικά με τις προαναφερόμενες παράνομες ηλεκτροδοτήσεις. Τα επιφορτισμένα με τη διενέργεια της διοικητικής ανάκρισης μέλη της Επιτροπής, αφού κάλεσαν μάρτυρες και διερεύνησαν σε βάθος τα διαθέσιμα στοιχεία κατέληξαν με το πόρισμά τους στο συμπέρασμα ότι ο ενάγων είχε υποπέσει σε σειρά σοβαρών παραπτωμάτων, καθώς συστηματικά παρέκαμψε τις ισχύουσες διαδικασίες της εναγομένης και ενήργησε αντίθετα με τις υπηρεσιακές οδηγίες, προβαίνοντας σε αλλαγή διευθύνσεων καταναλωτών σε τριάντα δυο (32) περιπτώσεις και παρέχοντας ψευδή πληροφόρηση στο μηχανογραφικό σύστημα "...", χωρίς να ενημερώνει για τις ενέργειές του αυτές τους προϊσταμένους του, από τις οποίες επήλθε οικονομική ζημία της εναγομένης ύψους 9.000 ευρώ, ενώ απεφάνθησαν ότι δεν προέκυψε συμμετοχή του Σωτήριου Λ., διότι ο κωδικός του χρησιμοποιήθηκε, συνεπεία αμελούς συμπεριφοράς του, από τρίτο πρόσωπο, και μάλιστα σε μέρες που βρισκόταν σε άδεια (βλ. το υπ’ αριθ. ...2012 πόρισμα Επιτροπής Διοικητικής Ανάκρισης). Ο Διευθυντής του ΚΚΠ-Η, στον οποίο υποβλήθηκε το πόρισμα της ΕΔΑ διαβίβασε την υπόθεση στον Διευθυντή της ΔΠΩΛ, ο οποίος τη διαβίβασε στον Γενικό Διευθυντή Εμπορίας και αυτός με τη σειρά του στον Διευθύνοντα Σύμβουλο, καθόσον τα ως άνω στελέχη έκριναν ότι τα πειθαρχικά παραπτώματα στα οποία υπέπεσε ο ενάγων είναι ιδιαίτερα σοβαρά και η ποινή που πρέπει να του επιβληθεί εκφεύγει των ορίων της πειθαρχικής τους δικαιοδοσίας (διαδικασία κατ’ εφαρμογή των οριζομένων στις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 30 του ΚΚΠ/ΔΕΗ). Τέλος, ο Διευθύνων Σύμβουλος έδωσε εντολή στη Διεύθυνση Ανθρωπίνων Πόρων και Οργάνωσης (ΔΑΝΠΟ) για παραπομπή του ως άνω υπαλλήλου στο Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο (ΠΠΣ) και στη Διεύθυνση Νομικών Υπηρεσιών (ΔΝΥ) για τις δέουσες ενέργειες, όσον αφορά τις τυχόν ποινικές ευθύνες του. Η Διεύθυνση Ανθρωπίνων Πόρων και Οργάνωσης παρέπεμψε τον ενάγοντα στο Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, με την κατηγορία ότι παρέβη με υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις του τα υπηρεσιακά του καθήκοντα και υπέπεσε, κατά το χρονικό διάστημα από 12.2.2008 έως 18.10...., στα πειθαρχικά παραπτώματα: α) της πλημμελούς εκτέλεσης των υπηρεσιακών του καθηκόντων, β) της μη τήρησης των αρμοδίως διδομένων εντολών και οδηγιών της επιχείρησης, γ) της χρησιμοποίησης των υπηρεσιακών του γνώσεων και της εμπειρίας του προκειμένου να διενεργήσει παράτυπες ηλεκτροδοτήσεις, αφού σε τριάντα δύο (32) παροχές προέβη σε ενέργειες, όπως αλλαγές διευθύνσεων στο μηχανογραφικό σύστημα "...", έκδοση εντολών επανασύνδεσης και εντολών επανατοποθέτησης μετρητών, καθώς και σύναψη συμβολαίων που απαιτούντο, ώστε οι εν λόγω παροχές να εμφανίζονται μηχανογραφικά ότι βρίσκονται σε διαφορετική θέση από αυτή της αρχικής νόμιμης ηλεκτροδότησής τους και να ηλεκτροδοτηθούν παράνομα ακίνητα, τα οποία για διάφορους λόγους δεν μπορούσαν να ηλεκτροδοτηθούν νόμιμα και δ) της πρόκλησης οικονομικής ζημίας, τόσο στην Επιχείρηση, ύψους τουλάχιστον 9.000 ευρώ από τη μη είσπραξη της συμμετοχής ηλεκτροδότησης για τις εν λόγω παροχές, όσο και στο Ελληνικό Δημόσιο λόγω του ανείσπρακτου και μη αποδοθέντος ΦΠΑ των συμμετοχών ηλεκτροδότησης, καθώς και της πρόκλησης βλάβης στα εν γένει συμφέροντα της Επιχείρησης, εφόσον με τις παράτυπες ενέργειές του εθίγη το κύρος και η αξιοπιστία της Επιχείρησης έναντι των πελατών της, τα οποία (παραπτώματα) συνιστούν παράβαση της γενικής διάταξης του άρθρου 26 παρ.1 και των ειδικότερων διατάξεων του άρθρων 18 παρ.2, 9 και 26 παρ.3β’ , γ’ και ζ’ του ΚΚΠ/ΔΕΗ. Μετά την κλήση αυτού σε απολογία και τήρηση της προβλεπόμενης από τον άνω κανονισμό διαδικασίας το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, κατά τη συνεδρίαση της 21.9.2012 έλαβε την υπ’ .../2012 απόφασή του, με την οποία έκρινε ομόφωνα ότι ο ενάγων ευθύνεται για τα αποδιδόμενα σ’ αυτόν ως άνω πειθαρχικά παραπτώματα που αφορούν έξι (6) παράνομες ηλεκτροδοτήσεις (και συγκεκριμένα στις υπ’ αριθ. ... παροχές), ενώ απαλλάχθηκε λόγω αμφιβολιών από κάθε πειθαρχική ευθύνη αναφορικά με τις παράνομες ηλεκτροδοτήσεις σε είκοσι έξι (26) παροχές, εφόσον κατά την κρίση του Συμβουλίου δεν αποδείχθηκε μετά βεβαιότητας η εμπλοκή του σ’ αυτές και τελικά του επιβλήθηκε κατά πλειοψηφία, με ψήφους πέντε (5) προς δύο (2), πειθαρχική ποινή της οριστικής απόλυσης χωρίς αποζημίωση, μειοψηφούντων δύο μελών, οι οποίοι τάχθηκαν υπέρ της επιβολής σε βάρος του της πειθαρχικής ποινής της προσωρινής παύσης τεσσάρων (4) μηνών με στέρηση αποδοχών. Κατά της ως άνω απόφασης που κοινοποιήθηκε στον ενάγοντα στις 31.10.2012 (βλ. το .../31.10.2012 έγγραφο) ασκήθηκε από τον τελευταίο έφεση στο Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, το οποίο, κατά τη συνεδρίαση της 10.12.2012 αποφάσισε, ομόφωνα, ότι ο μισθωτός ευθύνεται για τα αποδιδόμενα σε βάρος του πειθαρχικά παραπτώματα, καθόσον πραγματοποίησε στο μηχανογραφικό σύστημα "..." με τον κωδικό του τις αλλαγές στις διευθύνσεις των αρχικά νόμιμα τοποθετημένων παροχών σε διαφορετική γεωγραφική θέση, προέβη δε στη συνέχεια σε σύναψη των συμβολαίων και σε έκδοση εντολών επανασύνδεσης και επανατοποθέτησης μετρητών, ενέργειες στις οποίες προχώρησε συνειδητά και οι οποίες ήταν αναγκαίες, ώστε οι παροχές να μεταφερθούν μηχανογραφικά σε νέες θέσεις και να ηλεκτροδοτηθούν ακίνητα τα οποία για διάφορους λόγους δεν μπορούσαν να ηλεκτροδοτηθούν νόμιμα. Με βάση την απόφαση του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου, "το ως άνω συμπέρασμα συνάγεται από το γεγονός ότι: α) επρόκειτο για παροχές που στην πλειονότητά τους προέρχονταν από εγκαταλελειμμένα παλαιά κτίσματα, οι οποίες είχαν διακοπεί, είχε εκδοθεί ο τελικός λογαριασμός και δεν θα αναζητούντο, β) ο μισθωτός δεν είχε αρμοδιότητα για αλλαγές στις διευθύνσεις των παροχών και ούτε ενημέρωσε την ιεραρχία του γι’ αυτές, γ) στις με αριθ. ... παροχές πραγματοποιήθηκε από τον ίδιο η διαδοχή στη νέα επωνυμία ταυτόχρονα με την αλλαγή της διεύθυνσης, προέβη επίσης σε αλλαγές στις δύο (2) πρώτες που αφορούσαν τον κωδικό Δήμου, το βιβλίο καταμέτρησης, τη διαδρομή κλπ,, αρμοδιότητα η οποία ανήκει στο Δίκτυο, δ) στην παροχή με αριθ. ..., η οποία ήταν εργοταξιακή, ο μισθωτός στις 15.10.... εξέδωσε και προχώρησε την εντολή επανασύνδεσης, όπου στο πεδίο "Οικονομική δραστηριότητα" αναγραφόταν ότι επρόκειτο για εργοτάξιο, πριν από τη σύνταξη του συμβολαίου που έγινε στις 26.10.... και αφορούσε οικιακή χρήση και χωρίς την έγκριση που απαιτείτο από το αρμόδιο τμήμα του Δικτύου, παρόλο που γνώριζε τη διαδικασία και ε) δεν εντοπίστηκε στους φακέλους των πελατών κανένα από τα παραστατικά που, όπως ισχυρίζεται ο μισθωτός, προσκόμισαν οι πελάτες, προκειμένου να αλλάξουν τη λανθασμένη διεύθυνσή τους, παρά μόνο η υπεύθυνη δήλωση αδειούχου εγκαταστάτη (ΥΔΕ) για το ακίνητο στη νέα θέση, που προσκόμιζε ο ίδιος πάντοτε ιδιώτης ηλεκτρολόγος εγκαταστάτης Ε. Ν., ο οποίος άλλωστε εξυπηρετείτο αποκλειστικά από το μισθωτό, σύμφωνα και με την απολογία του τελευταίου. Ως προς την επιβλητέα πειθαρχική ποινή, το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφάσισε, κατά πλειοψηφία με ψήφους έξι (6) προς μία (1) την απόρριψη της έφεσης του μισθωτού, αφού εκτίμησε ιδιαιτέρως "α) ότι... εκμεταλλευόμενος τη θέση του στην εξυπηρέτηση πελατών του ..., προέβη σε παράτυπες και αυθαίρετες ενέργειες προκειμένου να διενεργήσει παράνομες ηλεκτροδοτήσεις, ένεκα των οποίων ττροκλήθηκε οικονομική ζημία στην Επιχείρηση, προερχόμενη από τη μη είσπραξη της συμμετοχής ηλεκτροδότησης για τις εν λόγω παροχές, όσο και στο Ελληνικό Δημόσιο λόγω του ανείσπρακτου και μη αποδοθέντος ΦΠΑ των συμμετοχών ηλεκτροδότησης και εθίγη το κύρος και η αξιοπιστία της Επιχείρησης έναντι των πελατών της, β) ότι οι παράτυπες πράξεις του, πέραν από πειθαρχικά παραπτώματα, ενδέχεται να συνιστούν και ποινικά αδικήματα για τα οποία δόθηκε εντολή από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της Επιχείρησης στη Διεύθυνση Νομικών Υπηρεσιών για τις δέουσες ενέργειες και γ) το γεγονός ότι ο μισθωτός είναι υπότροπος παρόμοιων πειθαρχικών παραπτωμάτων, για τα οποία του έχουν επιβληθεί στο παρελθόν πειθαρχικές ποινές [ γραπτή επίπληξη, κατ’ έφεση από το ΔΠΣ για πλημμελή εκτέλεση υπηρεσίας (διακανονισμοί πελατών χωρίς έγκριση αρμόδιου προϊσταμένου), ...: αργία πέντε (5) ημερών με στέρηση αποδοχών, για κατάχρηση ποσού 9.112,66€ από τη Διαχείριση Χρηματικού της ... με πλαστογράφηση υπογραφών αρμοδίων (δεν ασκήθηκε έφεση), 1.9.2008: γραπτή επίπληξη για ενασχόλησή του σε ξένα έργα από αυτά που του ανατέθηκαν και για τα οποία δεν είχε καμία αρμοδιότητα (έκδοση αριθμού παροχής, είσπραξη συμμετοχής ηλεκτροδότησης κλπ), καθώς και για επίδειξη ανάρμοστης συμπεριφοράς στον Διευθυντή του ..., 9.6....: Προσωρινή παύση τριών (3) μηνών με στέρηση αποδοχών, κατ’ έφεση από το ΔΠΣ, για την τέλεση παράτυπων και αυθαίρετων πράξεων αναφορικά με την ηλεκτροδότηση πελάτη, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα τη μη καταγραφή της καταναλωθείσας ηλεκτρικής ενέργειας, ένεκα της οποίας δεν τιμολογείτο ο πελάτης και δεν εκδίδονταν οι αντίστοιχοι λογαριασμοί για περίπου τρία (3) χρόνια, με συνέπεια την οικονομική ζημία της Επιχείρησης", μειοψηφούντος ενός μέλους, που τάχθηκε υπέρ της εν μέρει αποδοχής της έφεσης του ενάγοντος και της επιβολής σ’ αυτόν της πειθαρχικής ποινής της προσωρινής παύσης τεσσάρων (4) μηνών με στέρηση αποδοχών. Με την υπ’ αριθ. .../30.1.2013 απόφαση της Βοηθού Διευθύντριας της Διεύθυνσης Ανθρωπίνων Πόρων και Οργάνωσης της ΔΕΗ Α.Ε., η οποία επιδόθηκε στον ενάγοντα με το υπ’ αριθ. ...30.1.13 έγγραφο, γνωστοποιήθηκε σ’ αυτόν η απόλυσή του χωρίς αποζημίωση από τα μεσάνυχτα της 30.1.2013, λόγω πειθαρχικής ποινής, σύμφωνα με το άρθρο 37 του ΚΚΠ/ΔΕΗ. Από τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι τα αποδιδόμενα σ αυτόν πειθαρχικά παραπτώματα, για τα οποία τελικά τιμωρήθηκε πειθαρχικά με την έσχατη ποινή της απόλυσης, συνίστανται σε παράβαση υπηρεσιακών του καθηκόντων, μη τήρηση των εντολών και οδηγιών της επιχείρησης, χρησιμοποίηση υπηρεσιακών του γνώσεων και της εμπειρίας του προκειμένου να προβεί στις παραπάνω βλαπτικές για τα συμφέροντα της εναγομένης ενέργειες, από τις οποίες προκλήθηκε στην τελευταία οικονομική ζημία ύψους 1.700, 00 ευρώ, συνιστάμενη στη μη είσπραξη της συμμετοχής ηλεκτροδότησης για τις παράνομες παροχές, και συνεπώς αναφέρονται στην περιουσία της, συνεπώς εξαιρούνται της ενιαύσιας παραγραφής....Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι το Πρωτοβάθμιο και Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο αφού έλαβαν υπόψη τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα έγγραφα που συνελέγησαν κατά τη διενεργηθείσα έρευνα από την Επιτροπή Διερεύνησης και την Επιτροπή Διοικητικής Ανάκρισης και εξέτασαν τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, κατέληξαν στις άνω αποφάσεις τους, στο κείμενο των οποίων αναλύονται λεπτομερώς όλα τα στάδια των παράνομων ηλεκτροδοτήσεων, τα πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν τις παράτυπες πράξεις του ενάγοντος και το βαθμό εμπλοκής του σ’ αυτές, ενώ αντίθετα για όσες περιπτώσεις υφίστατο δυσκολία προσδιορισμού της ευθύνης του απηλλάγη λόγω αμφιβολιών. Ειδικότερα, στις σελίδες 9 και 10 της απόφασης του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου αναφέρεται ότι ".. με βάση τα στοιχεία του πειθαρχικού φακέλου και τα προκύψαντα από τη συζήτηση, ο εκκαλών ευθύνεται για τα αποδιδόμενα σε αυτόν πειθαρχικά παραπτώματα καθόσον πραγματοποίησε στο μηχανογραφικό σύστημα "..." με τον κωδικό του τις αλλαγές στις διευθύνσεις των αρχικά νόμιμα τοποθετημένων παροχών σε διαφορετική γεωγραφική θέση, προέβη δε στη συνέχεια σε σύναψη των συμβολαίων και σε έκδοση εντολών επανασύνδεσης και επανατοποθέτησης μετρητών, ενέργειες στις οποίες προχώρησε συνειδητά και οι οποίες ήταν αναγκαίες, ώστε οι παροχές να μεταφερθούν μηχανογραφικά σε νέες θέσεις και να ηλεκτροδοτηθούν ακίνητα τα οποία για διάφορους λόγους δεν μπορούσαν να ηλεκτροδοτηθούν νόμιμα ... " και στη συνέχεια αναλύονται ειδικότερα εκείνα τα στοιχεία που οδήγησαν τα μέλη του συμβουλίου στην άνω απόφασή τους ". ..το ως άνω συμπέρασμα συνάγεται από το γεγονός ότι: α) επρόκειτο για παροχές που στην πλειονότητά τους προέρχονταν από εγκαταλελειμμένα παλαιά κτίσματα, οι οποίες είχαν διακοπεί, είχε εκδοθεί ο τελικός λογαριασμός και δεν θα αναζητούντο, β) ο μισθωτός δεν είχε αρμοδιότητα για αλλαγές στις διευθύνσεις των παροχών και ούτε ενημέρωσε την ιεραρχία του γι’ αυτές, γ) στις με αριθ. ... παροχές πραγματοποιήθηκε από τον ίδιο η διαδοχή στη νέα επωνυμία ταυτόχρονα με την αλλαγή της διεύθυνσης, προέβη επίσης σε αλλαγές στις δύο (2) πρώτες που αφορούσαν τον κωδικό Δήμου, το βιβλίο καταμέτρησης, τη διαδρομή κλπ αρμοδιότητα η οποία ανήκει στο Δίκτυο, δ) στην παροχή με αριθ. ..., η οποία ήταν εργοταξιακή, ο μισθωτός στις 18.10.... εξέδωσε και προχώρησε την εντολή επανασύνδεσης, όπου στο πεδίο "Οικονομική δραστηριότητα" αναγραφόταν ότι επρόκειτο για εργοτάξιο, πριν από τη σύνταξη του συμβολαίου που έγινε στις 26.10.... και αφορούσε οικιακή χρήση και χωρίς την έγκριση που απαιτείτο από το αρμόδιο Τμήμα του Δικτύου, παρόλο που γνώριζε τη διαδικασία και ε) δεν εντοπίστηκε στους φακέλους των πελατών κανένα από τα παραστατικά που, όπως ισχυρίζεται ο μισθωτός, προσκόμισαν οι πελάτες, προκειμένου να αλλάξουν τη λανθασμένη διεύθυνσή τους, παρά μόνο η υπεύθυνη δήλωση αδειούχου εγκαταστάτη (ΥΔΕ) για το ακίνητο στη νέα θέση, που προσκόμιζε ο ίδιος πάντοτε ιδιώτης ηλεκτρολόγος εγκαταστάτης Ε. Ν., ο οποίος άλλωστε εξυπηρετείτο αποκλειστικά από το μισθωτό, σύμφωνα και με την απολογία του τελευταίου. Ο ενάγων επιχειρεί να θεμελιώσει τις επίμαχες ηλεκτροδοτήσεις ως αποτέλεσμα σύνθετων διοικητικά και τεχνικά υπηρεσιακών ενεργειών, για την παρατυπία των οποίων υπέχουν ευθύνη περισσότεροι και η μη διερεύνηση της οποίας, καθιστά ελλιπή την αιτιολογία των αποφάσεων των Πειθαρχικών Συμβουλίων. Όμως, η αλλαγή από τον ενάγοντα στο μηχανογραφικό σύστημα της γεωγραφικής θέσης των παροχών αποτελούσε τη βασική και θεμελιώδη προϋπόθεση για την πραγματοποίηση των παράτυπων ηλεκτροδοτήσεων, εφόσον η περαιτέρω διαδικασία προχωρούσε με βάση πλασματικά στοιχεία, τα οποία δεν ήταν δυνατόν να ελεγχθούν από τους υπαλλήλους του Τομέα Δικτύου ή του Τεχνικού Τομέα. Σε κάθε δε περίπτωση η αμέλεια και τρίτων προσώπων δεν αναιρεί τις δικές του παράνομες ενέργειες ούτε μειώνει την απαξία αυτών, δεδομένου ότι οι παράνομες αλλαγές στις οποίες αυτός προέβαινε μέσω του μηχανογραφικού συστήματος "...", αποτελούσαν τη βάση και την αναγκαία προϋπόθεση για την εξέλιξη της περαιτέρω διαδικασίας ηλεκτροδοτήσεως. Δέον να σημειωθεί ότι οι αποφάσεις των Πειθαρχικών Συμβουλίων, πρωτοβαθμίου και δευτεροβαθμίου, διεξοδικά και λεπτομερειακά αναλύουν όλα τα στάδια των ενεργειών του ενάγοντος και καταρρίπτουν και τους ισχυρισμούς που εξαρχής προέβαλε αυτός αμυνόμενος. Συγκεκριμένα, διευκρινίζεται και αιτιολογείται, ότι με βάση τους κανονισμούς και τις οδηγίες της ΔΕΗ, δεν επιτρέπεται και δεν νοείται μετακίνηση της παροχής από ένα ακίνητο σε άλλο, διότι το τελευταίο αυτό ακίνητο πρέπει να λάβει νέο, δικό του, αριθμό παροχής, εφόσον βεβαίως πληροί τις προϋποθέσεις νόμιμης ηλεκτροδότησης και προσκομισθούν τα απαιτούμενα δικαιολογητικά. Για να μετακινηθεί μία παροχή, πάντοτε παρανόμως, όπως έγινε στις υπό κρίση περιπτώσεις για τις οποίες τιμωρήθηκε πειθαρχικά ο ενάγων, δεν αρκεί αλλαγή ή συμπλήρωση της διεύθυνσης παροχής, αλλά απαιτείται και αλλαγή Κωδικού Δήμου και Κωδικού Δημοτικών Τελών, επίσης αλλαγή των αριθμών Διαδρομής και του Βιβλίου Καταμέτρησης, πιθανόν δε και αλλαγή Κωδικού Τιμολογίου π.χ. από εργοταξιακό σε οικιακό, όλες δε οι αλλαγές αυτές πρέπει να γίνουν μέσω του μηχανογραφικού συστήματος. Διαφορετικά ο καταμετρητής που θα περάσει από την παροχή που μετακινήθηκε σε άλλο σημείο αλλά παρέμεινε στη "λίστα" του (Βιβλίο Καταμέτρησης-Διαδρομή), θα διαπιστώσει την αφαίρεση του εξοπλισμού, ενώ ο καταμετρητής που θα περάσει από το νέο σημείο θα εξεύρει παροχή που δεν είναι στη "λίστα" του, οπότε αμέσως η παρατυπία θα αποκαλυφθεί.
Συνεπώς δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός προέβαινε μόνο σε συμπλήρωση διευθύνσεων, όπου αυτές δεν είχαν καταχωρηθεί ή είχε αλλάξει το όνομα της οδού κλπ, ενώ εδώ επρόκειτο για αλλαγή της γεωγραφικής περιοχής της παροχής, για την οποία δεν αρκούσε η αλλαγή της διευθύνσεως αυτής, αλλά έπρεπε να γίνουν διαδοχικά όλες οι αλλαγές που προαναφέρθηκαν. Σε όλες τις υπό κρίση περιπτώσεις, επρόκειτο για παροχές ανενεργείς για μεγάλο χρονικό διάστημα, τοποθετημένες σε παλαιά εγκαταλελειμμένα κτίσματα, από τα οποία, με τις αλλαγές που αναφέρθηκαν μέσω του συστήματος ..., μεταφέρονταν σε άλλη τοποθεσία. Αναφέρονται επίσης ενδεικτικά οι παρακάτω μεταφορές παροχών για τις οποίες τιμωρήθηκε πειθαρχικά ο ενάγων, οι οποίες έλαβαν χώρα με βάση τις δικές του παράνομες ενέργειες, ενώ δεν κρίνονται πειστικές οι αιτιολογίες που έδωσε, ήτοι: Η παροχή με αριθ. ... που μετακινήθηκε από τα Ιωάννινα στο χωριό ..., για την οποία ο ενάγων υποστηρίζει ότι προχώρησε σε συμπλήρωση και όχι διόρθωση της διεύθυνσης παροχής, ενώ επρόκειτο για μετακίνηση της παροχής σε άλλη γεωγραφική θέση, για την οποία άλλαξε ο ίδιος και τον Κωδικό Δήμου και τη Διαδρομή, βασιζόμενος, όπως ισχυρίστηκε αορίστως, στη διαβεβαίωση συναδέλφου του τον οποίο δεν κατονόμασε. Η παροχή μάλιστα αυτή, στην αρχική της θέση στα Ιωάννινα, εμφανιζόταν διακεκομμένη από το 1994. Άλλωστε, η μετακίνηση παροχής σε άλλη γεωγραφική θέση, ανήκει στην αρμοδιότητα του Τομέα Δικτύου και όχι του Τομέα Εμπορίας στον οποίο ανήκε ο ενάγων και όφειλε να παραπέμψει το ζήτημα στον Προϊστάμενό του και αυτός στον αρμόδιο Τομέα. Με τον ίδιο τρόπο η παροχή με αριθ. ... μετακινήθηκε από τα Ιωάννινα στο χωριό ... και η παροχή με αριθ. ... σε άλλη θέση εντός της πόλεως των Ιωαννίνων, ο δε ενάγων υποστηρίζει ότι πείστηκε στις υποδείξεις "συναδέλφου τεχνίτη" τον οποίο και δεν κατονομάζει. Η παροχή με αριθ. ... μετακινήθηκε από το χωριό ... στο χωριό ..., ο δε ενάγων ισχυρίζεται ότι εμφανίστηκε ο καταναλωτής ο οποίος δήλωσε την ορθή δήθεν διεύθυνση της παροχής. ‘ Ομως δεν βρέθηκε στο αρχείο κανένα σχετικό δικαιολογητικό (αίτηση, βεβαίωση κλπ). Για τη μετακίνηση δε αυτή, έγινε αλλαγή του Κωδικού Δήμου και της Διαδρομής, που φαίνεται να έγιναν από τον χρήστη Σ.. Λ., όπως όμως προαναφέρθηκε, ο χρήστης Λ. δεν είχε εκπαιδευτεί να χειρίζεται τις οθόνες ... μέσω των οποίων εγίνοντο οι αλλαγές αυτές και σε χρόνο ανύποπτο είχε καταγγείλει τη χρήση του κωδικού του από άλλο άτομο, ευλόγως δε τα πειθαρχικά συμβούλια, εκτιμώντας όλες τις ανωτέρω περιστάσεις δέχθηκαν ότι ο ενάγων έκανε χρήση του κωδικού του Σ.. Λ., αλλά και στην περίπτωση που ο τελευταίος ήταν συμμέτοχος της παρανόμου δράσεως του ενάγοντος, τούτο δεν απαλλάσσει τον ενάγοντα, αλλά επιβεβαιώνει και πάλι την όλη παράνομη δράση του. Η παροχή με αριθ. ... μετακινήθηκε από τα Ιωάννινα (Η. Β.) στο χωριό ..., ο δε ενάγων υποστηρίζει ότι εμφανίστηκε "συνάδελφος" (που δεν τον κατονομάζει) και τον διαβεβαίωσε ότι είχε γίνει λάθος και ότι κακώς πήγαινε ο λογαριασμός στην διεύθυνση Η. Β. στα Ιωάννινα. Τούτο όμως δεν κρίνεται πειστικό και αληθές, διότι στο μηχανογραφικό σύστημα άλλο πεδίο προβλέπεται για τη διεύθυνση της παροχής, ήτοι του ηλεκτροδοτούμενου ακινήτου και άλλο για τη διεύθυνση αποστολής του λογαριασμού, η οποία μπορεί να αλλάζει εύκολα με απλή αίτηση του καταναλωτή και να είναι διαφορετική από τη διεύθυνση της παροχής. Χαρακτηριστικά είναι εξάλλου και όσα έλαβαν χώρα αναφορικά με την παροχή με αριθ. ... που μετακινήθηκε από το χωριό ..., με αλλαγή Κωδικού Δήμου και η Διαδρομής, που φέρεται να έχουν γίνει από το χρήστη Σ. Λ. και στη συνέχεια εκδόθηκε εντολή επανασύνδεσης από τον ενάγοντα και συνήφθη νέο συμβόλαιο παροχής από τον ίδιο, το οποίο ο πελάτης παραδέχεται ότι ουδέποτε προσήλθε να υπογράψει. Ισχυρίζεται δε ο ενάγων ότι στη συγκεκριμένη αλλαγή διεύθυνσης προχώρησε μετά δήθεν από πιέσεις του καταναλωτή ότι η διεύθυνση που εμφανιζόταν ήταν αυτή που είχε ζητήσει για αποστολή του λογαριασμού και όχι η πραγματική διεύθυνση του ακινήτου. Στη συγκεκριμένη περίπτωσή, τον αντίδικο διέψευσε ο ίδιος ο καταναλωτής, ο οποίος ερωτηθείς σχετικώς από την Επιτροπή Διερεύνησης, η οποία μετέβη στο ακίνητο επί της οδού ..., ο νέος πελάτης, Ν. Π., ανέφερε ότι αυτός δεν ασχολήθηκε καθόλου, ούτε προσήλθε να υπογράψει το συμβόλαιο παροχής, καθόσον όλη τη διαδικασία είχε αναλάβει ο πατέρας του Χ. Π., ο τελευταίος δε, ο οποίος θορυβήθηκε και έσπευσε στο σημείο, ανέφερε ότι αυτός ανέθεσε τα πάντα στον ηλεκτρολόγο εγκαταστάτη Ε. Ν. έναντι ποσού 1.200 ευρώ. Παραδέχθηκε επίσης ότι το συγκεκριμένο διαμέρισμα ήταν δηλωμένο ως υπόγειο και υπήρχε πρόβλημα με την πολεοδομία για την ηλεκτροδότησή του.
Συνεπώς, οι αποφάσεις του Πρωτοβαθμίου και Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου της εναγομένης, οι οποίες δέχθηκαν τα ανωτέρω αποδειχθέντα περιστατικά, εκδόθηκαν δε από αρμόδια όργανα με νόμιμη σύνθεση, σύμφωνα με την προβλεπόμενη από τον κανονισμό διαδικασία, με πλήρη και σαφή αιτιολογία έκριναν ότι οι πράξεις που καταλογίσθηκαν στον ενάγοντα συνιστούν πειθαρχικά παραπτώματα σύμφωνα με τον κανονισμό, ενόψει δε των εν γένει συνθηκών και περιστάσεων υπό τις οποίες αυτά τελέσθηκαν, της ροπής και της υποτροπής του στη διάπραξη πειθαρχικών παραπτωμάτων λόγω και των προηγούμενων πειθαρχικών ποινών που του επιβλήθηκαν, η ποινή της οριστικής απόλυσής του είναι ανάλογη με την βαρύτητα των παραπτωμάτων του και η άσκηση της πειθαρχικής εξουσίας δεν υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη αλλά και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του αντιστοίχου δικαιώματος του εργοδότη (εναγομένης), που ανάγεται στην εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης, την οποία, εύρυθμη λειτουργία, δεν προάγουν καταστάσεις, όπως η υπό κρίση εξαιτίας των παραπτωμάτων του ενάγοντος, που έχουν ως αποτέλεσμα να διαταράσσεται η ομαλή συνεργασία και να κλονίζεται η εμπιστοσύνη των συμβαλλομένων, έτσι ώστε ο καθένας να αξιώνει από τον άλλο κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, την εξακολούθηση της συμβατικής σχέσης εργασίας, η οποία απαιτεί διαρκή σχέση προσωπικής συνεργασίας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Η ποινή δε της οριστικής απόλυσης που επιβλήθηκε στον ενάγοντα από το Πειθαρχικό Συμβούλιο αυτής, είναι ανάλογη της σοβαρότητας των πειθαρχικών παραπτωμάτων που αυτός τέλεσε, της εκ μέρους του χρήσεως ιδιαίτερων τεχνασμάτων, πρωτίστως δε ενόψει της υποτροπής του ενάγοντος, όπως προκύπτει αναντίρρητα από την επανειλημμένη προηγούμενη πειθαρχική τιμωρία με τέσσερις αποφάσεις των Πειθαρχικών Συμβουλίων της εναγομένης, για ισάριθμα πειθαρχικά αδικήματα, μεταξύ των οποίων και τα ιδιαίτερα σοβαρά αδικήματα της κατάχρησης ποσού 9.112,66 ευρώ με πλαστογράφηση υπογραφών, καθώς και παράτυπων και αυθαίρετων πράξεων αναφορικά με την ηλεκτροδότηση πελάτη, όπως αναλυτικά εκτέθηκε παραπάνω, ώστε η προάσπιση των συμφερόντων της εναγομένης δεν μπορούσε να γίνει με τη επιβολή άλλων ηπιότερων ποινών, οι οποίες άλλωστε είχαν επιβληθεί χωρίς να αποτρέψουν τον ενάγοντα, όπως αποδείχθηκε τελικώς, από την τέλεση και άλλων αδικημάτων σε βάρος της εργοδότριάς του. Αφού, λοιπόν αποδείχθηκε, κατά τα προαναφερθέντα, ότι οι αποφάσεις των Πειθαρχικών Συμβουλίων με τις οποίες επιβλήθηκε στον ενάγοντα η πειθαρχική ποινή της οριστικής απόλυσης ήταν πλήρως αιτιολογημένες και δεν λήφθηκαν καταχρηστικά αλλά με αντικειμενικά κριτήρια όπως απαιτούν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, η δε επιβληθείσα ποινή της οριστικής απόλυσης ήταν ανάλογη με τη βαρύτητα των παραπτωμάτων του, πρόσφορη δε και αναγκαία για τη διαφύλαξη της εύρυθμης λειτουργίας της εναγομένης, το κύριο αίτημα της αγωγής περί αναγνώρισης της ακυρότητας των προαναφερόμενων πειθαρχικών αποφάσεων και της εκδοθείσας σε εκτέλεσή τους απόφασης της εναγομένης περί απόλυσής του κρίνεται αβάσιμο κατ’ ουσίαν" . Κατ` ακολουθία των παραδοχών αυτών το Εφετείο, απέρριψε τις αντίθετες εφέσεις. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, που δέχθηκε ότι η άσκηση του δικαιώματος της απόλυσης εκ μέρους της αναιρεσίβλητης του αναιρεσείοντος δεν ήταν καταχρηστική και ότι με αυτήν δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, Α) δεν παραβίασε τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 281 του ΑΚ, 26 του ΚΚΠ/ΔΕΗ και 25 παρ. 1 του Συντάγματος και Β) δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού διέλαβε στην απόφαση του σαφείς, πλήρεις, και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, για ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των αναφερομένων ως άνω διατάξεων. Επομένως, ο περί του αντιθέτου τρίτος ως προς το πρώτο και δεύτερο σκέλη του λόγος αναίρεσης από τον αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος. 4. Κατά το άρθρο 28 παρ.1 εδ.α’ και εδ. ε’ του άνω Κανονισμού Κατάστασης Προσωπικού της ΔΕΗ (ΚΚΠ/ΔΕΗ) : "Τα πειθαρχικά παραπτώματα παραγράφονται εάν παρήλθεν έτος, αφ’ ης διεπράχθησαν και δεν ησκήθη δίωξις πλην των αναφερομένων εις την περιουσίαν της ΔΕΗ. Ως χρόνος ασκήσεως της πειθαρχικής διώξεως λαμβάνεται ο χρόνο ς καθ’ όν το πρώτον εξητάσθη εις διοικητικήν ανάκρισιν ο υπαίτιος". Περαιτέρω , κατά το άρθρο 26 παρ.5 του ίδιου ΚΚΠ/ΔΕΗ : "Αι πειθαρχικαί ποιναι επιμετρούνται αναλόγως της βαρύτητος του διαπραχθέντος παραπτώματος, λαμβανομένων υπ’ όψιν των περιστάσεων υφ’ ας τούτο ετελέσθη. Η υποτροπή αποτελεί ιδιαιτέραν επιβαρυντική περίσταση...". Τέλος, κατά το άρθρο 28 παρ. 3 του ίδιου ΚΚΠ/ΔΕΗ: "Παραγραφέν πειθαρχικόν παράπτωμα διαπιστούμενον παρεπιπτόντως κατά την εκδίκασιν άλλου πειθαρχικού παραπτώματος διαπραχθέντος προ της συμπληρώσεως του προς παραγραφήν χρόνου, δύναται να ληφθή υπ’ όψιν κατά την επιμέτρησιν της ποινής του ετέρου τούτου πειθαρχικού παραπτώματος".
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο Ιωαννίνων, ως προς το θέμα της παραγραφής ή μη των πειθαρχικών παραπτωμάτων του αναιρεσείοντος, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα ακόλουθα : "Τα αποδιδόμενα σ’ αυτόν (αναιρεσείοντα) πειθαρχικά παραπτώματα, για τα οποία τελικά τιμωρήθηκε πειθαρχικά με την έσχατη ποινή της απόλυσης, συνίστανται σε παράβαση υπηρεσιακών του καθηκόντων, μη τήρηση των εντολών και οδηγιών της επιχείρησης, χρησιμοποίηση υπηρεσιακών του γνώσεων και της εμπειρίας του προκειμένου να προβεί στις παραπάνω βλαπτικές για τα συμφέροντα της εναγομένης ενέργειες, από τις οποίες προκλήθηκε στην τελευταία οικονομική ζημία ύψους 1.700 ευρώ συνιστάμενη στη μη είσπραξη της συμμετοχής ηλεκτροδότησης για τις παράνομες παροχές, αναφέρονται στην περιουσία της, συνεπώς εξαιρούνται της ενιαύσιας παραγραφής.
Συνεπώς, ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι τα πειθαρχικά παραπτώματα που του καταλογίστηκαν, πλην του φερόμενου ως συναρτώμενου με την παράνομη ηλεκτροδότηση της 18.10.... και εκείνου περί πρόκλησης οικονομικής ζημίας στην εναγομένη, ως μη αφορώντα την περιουσία της τελευταίας, έχουν υποπέσει στην ενιαύσια, κατ’ άρθρο 28 παρ.] εδ.α’ και ε’ του ΚΚΠ/ΔΕΗ, παραγραφή, αφού από τον χρόνο τέλεσής τους μέχρι τον χρόνο που ο ίδιος κλήθηκε προς εξέταση ενώπιον της συσταθείσας προς διενέργεια διοικητικής ανάκρισης Επιτροπής (ΕΔΑ) στις 12.7.2011, είχε παρέλθει χρονικό διάστημα μείζον του έτους, γεγονός που επέφερε εξάλειψη του αξιοποίνου των παραπτωμάτων αυτών, συνεπώς δε και της δυνατότητας να ασκηθεί σε βάρος πειθαρχική δίωξη ή να εκδοθεί καταγνωστική πειθαρχική απόφαση, και το οποίο τα άνω Πειθαρχικά Συμβούλια έπρεπε να λάβουν αυτεπάγγελτα υπόψη και να παύσουν οριστικά την ασκηθείσα σε βάρος του πειθαρχική δίωξη, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, εφόσον από τα πειθαρχικά αυτά παραπτώματα προκλήθηκε και οικονομική ζημία στην εναγομένη. Επομένως δεν ισχύει επ’ αυτών η ενιαύσια παραγραφή...".
Με τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο δέχθηκε, τελεσιδίκως, ότι από τα τελεσθέντα πειθαρχικά παραπτώματα του αναιρεσείοντος προκλήθηκε οικονομική ζημία στην αναιρεσίβλητη και συνεπώς δεν ισχύει επ’ αυτών η ενιαύσια παραγραφή. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε, με την εφαρμογή της, την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 28 τταρ.1 εδ.α’ και εδ. ε’ του ΚΚΠ/ΔΕΗ. Επομένως, ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου, είναι αβάσιμος. 5. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ν’ απορριφθεί. Τέλος πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσείων ως ηττώμενος στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 9-5-2017 αίτηση για αναίρεση της 59/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων.
Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Μαρτίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 24 Απριλίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ