Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1524 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα.




Περίληψη:
Ψευδής καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα, συκοφαντική δυσφήμηση. Έννοια όρων - αβάσιμοι οι λόγοι της αιτήσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε. Απορρίπτει λόγους αναιρέσεως και την αίτηση ως αβάσιμοι.




Αριθμός 1524/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή, Χριστόφορο Κοσμίδη και Κυριακούλα Γεροστάθη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Μαΐου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ χήρας Ζ το γένος Β, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Ρέκκα, για αναίρεση της 5645/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1)Ψ1 και 2)Ψ2, κατοίκων ..., που παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Παρρή. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Ιανουαρίου 2010 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 350/2010.

Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη διάταξη του άρ. 229 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι υπαίτιος της πράξης της ψευδούς καταμηνύσεως είναι εκείνος που εν γνώσει του καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής όχι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του. Για τη στοιχειοθέτηση της πράξης αυτής, απαιτείται η πράξη, που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής, ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθειά της και να απέβλεπε με αυτήν στο να κινηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτή. Πα την πληρότητα δε της αιτιολογίας της καταδικαστικής για ψευδή καταμήνυση απόφασης, πρέπει, εκτός άλλων, να εξειδικεύεται η καταμηνυθείσα πράξη, να αναφέρονται ο επιδιωκόμενος από το δράστη της ψευδούς καταμήνυσης σκοπός, και επί πλέον, δεδομένου ότι για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του άνω εγκλήματος απαιτείται ειδικός δόλος, δηλαδή γνώση του δράστη ότι η ανακοίνωση ή καταμήνυση είναι ψευδής, η απόφαση πρέπει να αιτιολογείται ειδικά με παράθεση των περιστατικών τα οποία δικαιολογούν τη γνώση αυτή αλλιώς είναι αναιρετέα με βάση τον προαναφερόμενο λόγο. Περαιτέρω από τη διάταξη του αρ.224 παρ.2 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται: α) Ο μάρτυρας να εκθέσει ενόρκως ενώπιον αρχής η οποία είναι αρμόδια για την ένορκη εξέταση του, β) τα πραγματικά περιστατικά που κατέθεσε να είναι ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή όχι έχει γνώση των αληθών αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να καταθέσει. Η ένορκη κατάθεση του δράστη του πιο πάνω εγκλήματος πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα αντικειμενικώς ανακριβή και όχι σε κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις, εκτός αν αυτές είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τα γεγονότα που κατέθεσε. Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, κατά την πρώτη των οποίων "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή" και κατά τη δεύτερη "αν στην περίπτωση του άρθρου 362 (προηγούμενη) το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών", προκύπτει, ότι το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως προϋποθέτει είτε ισχυρισμό ενώπιον τρίτου ψευδούς γεγονότος που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου, είτε διάδοση σε τρίτον τέτοιου γεγονότος, το οποίο ανακοινώθηκε προηγουμένως στον υπαίτιο από άλλον. Ως γεγονός δε, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρόν ή το παρελθόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Για την υποκειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος, που συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διαδόσεως ενώπιον τρίτου του ψευδούς γεγονότος, εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Δεν αρκεί δηλαδή ο απλός ή ο ενδεχόμενος δόλος. Περαιτέρω, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ,' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως στην καταδικαστική απόφαση, γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη, θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεως του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν όμως αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως, κατά τα ανωτέρω, επί του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, η "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως, άμεσος δηλαδή δόλος, πρέπει η ύπαρξη τέτοιου δόλου να αιτιολογείται ειδικώς στην απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚποινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ,Ε' ΚποινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη 5645/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, η αναιρεσείουσα κηρύχθηκε ένοχος, ψευδούς καταμήνυσης κατά συρροή συκοφαντικής δυσφήμησης κατά συρροή και ψευδορκίας μάρτυρα και της επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλακίσεως δύο (2) μηνών και δέκα (10) ημερών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για μία (1) τριετία. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δίκασαν Τριμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, κατά λέξη τα εξής: " Η κατηγορούμενη, στο ... ... και σης 4-6-2003, ενεργώντας με πρόθεση, εν γνώσει της καταμήνυσε άλλους ψευδώς ενώπιον της αρχής ότι τέλεσαν αξιόποινη πράξη με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη τους γι' αυτήν και συγκεκριμένα, με την από 4-6-2003 μήνυση της, την οποία υπέβαλε στο Α.Τ. ... σε βάρος των ήδη μηνυτών Ψ2 και Ψ1, κατεμήνυσε εν γνώσει της ψευδώς τους τελευταίους, τον μεν Ψ1 για ψευδή καταμήνυση, την δε σύζυγό του Ψ2 για ηθική αυτουργία σε ψευδή καταμήνυση, αναφέροντας επί λέξει στην ως άνω μήνυσή της τα εξής: "Μηνύω και επιθυμώ την ποινική δίωξη των α) Ψ1, κατ...., οδό ... και β) Ψ2, κατ. ομοίως ανωτέρω, διότι σήμερα 04/06/2003 κατήγγειλαν ψευδώς στο Α.Τ. ... ο πρώτος των μηνυομενων, με την ηθική αυτουργία της δευτέρας των μηνυομένων, ότι είμαι δήθεν υπεύθυνη ή ότι δήθεν εργάζομαι στο πτηνοτροφείο που διατηρεί ο σύζυγος μου Ζ στη ... και το οποίο δήθεν λειτουργεί χωρίς την απαιτούμενη από το νόμο άδεια λειτουργίας με αποτέλεσμα να μου ασκηθεί ποινική δίωξη και να κρατούμαι άνευ νόμιμου λόγου στο Α.Τ. .... Ήτοι για το αδίκημα της ψευδούς καταμηνύσεως και της ηθικής αυτουργίας", ενώ η κατηγορούμενη γνώριζε ότι η ως άνω μήνυση της ήταν ψευδής, αφού πράγματι εργαζόταν στο πτηνοτροφείο που διατηρούσε ο σύζυγος της και ήταν υπεύθυνη σ' αυτό και πράγματι το πτηνοτροφείο που διατηρούσε ο σύζυγος της στη ... λειτουργούσε χωρίς την απαιτούμενη από το νόμο άδεια λειτουργίας, αφού η ίδια είχε υποβάλει κατά το έτος 2002 αίτηση για έκδοση άδειας για το πτηνοτροφείο και μάλιστα επ' ονόματι της, η οποία απορρίφθηκε, προέβη δε στην ως άνω ψευδή καταμήνυση των ήδη μηνυτών της με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη τους για τις πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως και της ηθικής αυτουργίας σε αυτή, όπως και την προκάλεσε, πλην όμως οι ήδη μηνυτές της απαλλάχθηκαν αμετάκλητα για τις πράξεις που τους καταμήνυσε ψευδώς η κατηγορούμενη με το υπ' αριθμόν 3654/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο κρίθηκε αμετάκλητα ότι τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω μήνυση της κατηγορουμένης περί ψευδούς καταμηνύσεως και περί ηθικής αυτουργίας σε ψευδή καταμήνυση είναι ψευδή. Εξάλλου, όπως αποδείχθηκε από τα αποδεικτικά στοιχεία που προαναφέρθηκαν, στον ίδιο ως άνω τόπο και κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο, η κατηγορούμενη, εξεταζόμενη ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει της ψέματα και συγκεκριμένα εξεταζόμενη ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον του Αρχ/κα του Α.Τ. ... επί της ως άνω από 4-6-2003 μηνύσεως της σε βάρος των Ψ2 και Ψ1, κατέθεσε εν γνώσει της ψέματα, αφού επιβεβαίωσε ενόρκως ως μάρτυρας το περιεχόμενο της ως άνω ψευδούς μηνύσεως της ενώ γνώριζε ότι αυτό ήταν ψευδές και ότι δεν της είχε υποβάλει ψευδή μήνυση ο ήδη μηνυτής Ψ1 κατόπιν ηθικής αυτουργίας και παροτρύνσεως προς τούτο από μέρους της ήδη μηνύτριας και συζύγου του Ψ2. Τέλος, όπως αποδείχθηκε από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, η κατηγορούμενη, στον ίδιο ως άνω τόπο και κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο, ενεργώντας με πρόθεση, με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίσθηκε για κάποιον άλλον ψευδές γεγονός που μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του, τελώντας εν γνώσει της αναλήθειας του και συγκεκριμένα με την ως άνω από 4-6-2003 ψευδή μήνυση της στο Α.Τ. ... σε βάρος των Ψ2 και Ψ1, ισχυρίσθηκε εν γνώσει της αναλήθειας τους ενώπιον των αστυνομικών του Α.Τ. ... τα ως άνω ψευδή γεγονότα, δηλαδή ότι ο ήδη μηνυτής Ψ1 της είχε υποβάλει ψευδή μήνυση για από μέρους της λειτουργία ορνιθοτροφείου χωρίς άδεια και ότι η ήδη μηνύτρια και σύζυγος του Ψ2 τον παρότρυνε να τελέσει την ως άνω αξιόποινη πράξη της ψευδούς καταμηνύσεως της και ήταν ηθική αυτουργός στην πράξη του αυτή της ψευδούς καταμηνύσεως της, δηλαδή ισχυρίστηκε ενώπιον των ως άνω τρίτων γεγονότα ψευδή που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη των ήδη μηνυτών της, αφού τους παρουσίαζαν ως συκοφάντες και ψευδομηνυτές, τελώντας εν γνώσει της αναλήθειας τους. Ο ισχυρισμός της κατηγορούμενης ότι πρέπει να κηρυχθεί αθώα για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα επειδή κακώς υποχρεώθηκε στις 4-6-2003, εξεταζόμενη ως μάρτυρας επί της προφορικής μηνύσεως της ενώπιον του αστυνομικού οργάνου του Α.Τ ..., σε όρκιση, ενώ, ως πολιτικώς ενάγουσα, έπρεπε να εξετασθεί χωρίς όρκο (άρθρο 221 εδ. δ' του ΚΠΔ), κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού από το περιεχόμενο της από 4-6-2003 έκθεσης προφορικής μηνύσεως της κατηγορουμένης που αναγνώστηκε, προκύπτει ότι η κατηγορούμενη, κατά την υποβολή της άνω προφορικής μήνυσης της, δεν επεδίωξε ως πολιτικώς ενάγουσα απαίτηση της για αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης και κατά συνέπεια νομότυπα εξετάσθηκε κατά την υποβολή της μηνύσεως της και ως μάρτυρας με όρκο και βεβαίωσε ενόρκως ως μάρτυρας το περιεχόμενο της μηνύσεως της, αφού από καμμία διάταξη του νόμου δεν απαγορεύεται η ένορκη εξέταση του μηνυτή ως μάρτυρα επί του περιεχομένου της μηνύσεως του. Εξάλλου και ο ισχυρισμός της κατηγορούμενης ότι αυτή πρέπει σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 227 παρ. 3 του Π.Κ. να απαλλαγεί από κάθε ποινή για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, διότι στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή τέλεσε την προαναφερόμενη πράξη της ψευδορκίας για να αποφύγει τόσο την ποινική ευθύνη και καταδίωξη του συζύγου της, ο οποίος ήταν βαριά άρρωστος και απεβίωσε μετά από λίγες ημέρες, όσο και την δική της ποινική ευθύνη, πιεζόμενη συναισθηματικά, γιατί ήταν κρατούμενη στα πλαίσια της αυτόφωρης διαδικασίας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον η κατά τα ανωτέρω τελεσθείσα από αυτήν αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, για την οποία και μόνον μπορεί να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 227 παρ. 3 του Π.Κ., σε καμμία περίπτωση δεν θα είχε ως αποτέλεσμα την απαλλαγή της ίδιας ή του συζύγου της από την ποινική ευθύνη που είχαν για την παράνομη πράξη της λειτουργίας πτηνοτροφείου χωρίς άδεια λειτουργίας, αλλά απλώς και μόνον θα είχαν ως αποτέλεσμα την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος των εγκαλούντων, αποτέλεσμα το οποίο η κατηγορούμενη επεδίωκε για λόγους εκδικήσεως. Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί της κατηγορούμενης περί μη στοιχειοθετήσεως του πλημμελήματος της ψευδορκίας και περί απαλλαγής της από κάθε ποινή για το πλημμέλημα της ψευδορκίας και να κηρυχθεί αυτή ένοχη των αξιόποινων πράξεων της ψευδούς καταμηνύσεως κατά συρροή, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφημήσεως κατά συρροή που κατηγορείται ότι διέπραξε, σύμφωνα με το διατακτικό. Τέλος, όπως αποδείχθηκε από τα αποδεικτικά στοιχεία που προαναφέρθηκαν, η κατηγορούμενη, μέχρι τότε που τέλεσε τις ως άνω αξιόποινες πράξεις, έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή καθώς επίσης και ότι αυτή, μετά την τέλεση των ως άνω αξιόποινων πράξεων και μέχρι σήμερα, δηλαδή για μεγάλο χρονικό διάστημα, συμπεριφέρθηκε καλά και γι'αυτό πρέπει να της αναγνωρισθούν, εκτός από την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 περ. β του Π.Κ. που της αναγνωρίστηκε πρωτοδίκως ότι ωθήθηκε στις ως άνω αξιόποινες πράξεις της από μη ταπεινά αίτια και οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α και ε του Π.Κ. και να γίνει δεκτό ότι αυτή μέχρι της τελέσεως των ως άνω αξιόποινων πράξεων που διέπραξε έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή καθώς επίσης και ότι αυτή συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά τις ως άνω αξιόποινες πράξεις της, κατά παραδοχή των σχετικών αυτοτελών ισχυρισμών της".
Στη συνέχεια, το άνω Δικαστήριο κήρυξε ένοχη την κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων, αναγνωρίζοντας σε αυτή τα ελαφρυντικά του πρότερου έντιμου βίου, ότι ωθήθηκε στις άνω αξιόποινες πράξεις της από μη ταπεινά αίτια και ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά τις άνω αξιόποινες πράξεις της και ειδικότερα, του ότι: "με περισσότερες πράξεις τέλεσε κατά συρροή περισσότερα εγκλήματα και συγκεκριμένα για το ότι: Α) ΣΤΟ ... και στις 4-6-2003, ενεργώντας με πρόθεση, εν γνώσει της καταμήνυσε άλλους ψευδώς ενώπιον της αρχής ότι τέλεσαν αξιόποινη πράξη με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη τους γι' αυτήν και συγκεκριμένα, με την από 4-6-2003 μήνυση της, την οποία υπέβαλε στο Α.Τ. ... σε βάρος των ήδη μηνυτών Ψ2 και Ψ1, και κατεμήνυσε εν γνώσει της ψευδώς τους τελευταίους, τον μεν Ψ1για ψευδή καταμήνυση, την δε σύζυγό του Ψ2 για ηθική αυτουργία σε ψευδή καταμήνυση, αναφέροντας επί λέξει στην ως άνω μήνυση της τα εξής: "Μηνύω και επιθυμώ την ποινική δίωξη των α) Ψ1, κατ. ... και β) Ψ2, κατ. ομοίως ανωτέρω, διότι σήμερα 04/06/2003 κατήγγειλαν ψευδώς στο Α.Τ. ... ο πρώτος των μηνυομενων, με την ηθική αυτουργία της δευτέρας των μηνυομένων, ότι είμαι δήθεν υπεύθυνη ή ότι δήθεν εργάζομαι στο πτηνοτροφείο που διατηρεί ο σύζυγος μου Ζ στη ... και το οποίο δήθεν λειτουργεί χωρίς την απαιτούμενη από το νόμο άδεια λειτουργίας με αποτέλεσμα να μου ασκηθεί ποινική δίωξη και να κρατούμαι άνευ νόμιμου λόγου στο Α.Τ. .... Ήτοι για το αδίκημα της ψευδούς καταμηνύσεως και της ηθικής αυτουργίας", ενώ η κατηγορούμενη γνώριζε ότι η ως άνω μήνυσή της ήταν ψευδής, αφού πράγματι εργαζόταν στο πτηνοτροφείο που διατηρούσε ο σύζυγός της και ήταν υπεύθυνη σ' αυτό και πράγματι το πτηνοτροφείο που διατηρούσε ο σύζυγος της στη ... λειτουργούσε χωρίς την απαιτούμενη από το νόμο άδεια λειτουργίας, τούτο δε έπραξε με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη τους για τις πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης και της ηθικής αυτουργίας σ' αυτήν, όπως και έγινε και σε βάρος των ως άνω μηνυτών ασκήθηκε ποινική δίωξη για τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις.
Β) Στον ίδιο ως άνω τόπο και κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο, ενεργώντας με πρόθεση, εξεταζόμενη ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει της ψέματα και συγκεκριμένα εξεταζόμενη ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον του Αρχ/κα του Α.Τ. ... επί της ως άνω από 4-6-2003 μηνύσεως της σε βάρος των Ψ2 και Ψ1, κατέθεσε εν γνώσει της ψέματα, αφού επιβεβαίωσε ενόρκως ως μάρτυρας το περιεχόμενο της ως άνω ψευδούς μηνύσεώς της ενώ γνώριζε ότι αυτό ήταν ψευδές και ότι δεν της είχε υποβάλει ψευδή μήνυση ο ήδη μηνυτής Ψ1 κατόπιν ηθικής αυτουργίας και παροτρύνσεως προς τούτο από μέρους της ήδη μηνύτριας και συζύγου του Ψ2. Και Γ) Στον ίδιο ως άνω τόπο και κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο, ενεργώντας με πρόθεση, με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίσθηκε για κάποιους άλλους ψευδές γεγονός που μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη τους, τελώντας εν γνώσει της αναλήθειας του και συγκεκριμένα με την ως άνω από 4-6-2003 ψευδή μήνυση της στο Α.Τ. ... σε βάρος των Ψ2 και Ψ1, ισχυρίσθηκε εν γνώσει της αναλήθειας τους ενώπιον των αστυνομικών του Α.Τ. ... τα ως άνω ψευδή γεγονότα, δηλαδή ότι ο ήδη μηνυτής Ψ1 της είχε υποβάλει ψευδή μήνυση για από μέρους της λειτουργία ορνιθοτροφείου χωρίς άδεια και ότι η ήδη μηνύτρια και σύζυγος του Ψ2 τον παρότρυνε να τελέσει την ως άνω αξιόποινη πράξη της ψευδούς καταμηνύσεώς της και ήταν ηθική αυτουργός στην πράξη του αυτή της ψευδούς καταμηνύσεώς της, δηλαδή ισχυρίστηκε ενώπιον των ως άνω τρίτων γεγονότα ψευδή που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη των ήδη μηνυτών της, αφού τους παρουσίαζαν ως συκοφάντες και ψευδομηνυτές, τελώντας εν γνώσει της αναλήθειας τους. ΔΕΧΕΤΑΙ, κατά παραδοχή των σχετικών αυτοτελών ισχυρισμών της κατηγορούμενης, ότι η κατηγορουμένη μέχρι την τέλεση των ως άνω αξιόποινων πράξεων έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, ότι ωθήθηκε στις ως άνω αξιόποινες πράξεις της από μη ταπεινά αίτια και ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά τις ως άνω αξιόποινες πράξεις της." Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκληματών για τα οποία καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ.β', 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 83, 84 παρ.2 περ.α',β'και ε', 224 παρ.2-1, 227 παρ.1, 229 παρ.1 και 362-363 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως 5645/2009 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία, κατηγορουμένων), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα κατηγορίας, Φ, καθώς και την ανωμοτί κατάθεση των πολιτικώς εναγόντων: 1)Ψ2 και 2)Ψ1.
Σύμφωνα με τα άνω λεχθέντα, το Δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, οδηγήθηκε στις προαναφερόμενες παραδοχές, που αποτελούν την απαιτούμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, κατά τρόπο σαφή και πλήρη, αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο αυτός καταδικάστηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν, οι επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας και συγκεκριμένα, ότι: 1)Στην προσβαλλόμενη υπάρχει έλλειψη της επιβαλλομένης από τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 93 του Συντάγματος και του άρθρου 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ του ίδιου Κώδικα, διότι το άνω Δικαστήριο δεν εκθέτει στην απόφασή του από ποια πραγματικά περιστατικά συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του αδικήματος, επίσης δε, δεν αναφέρονται οι αποδείξεις στις οποίες στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου και δεν γίνεται αξιολογική συσχέτιση τους, ούτε αναφέρονται οι νομικοί συλλογισμοί που εδραιώνουν αντικειμενικά την κρίση του Δικαστηρίου. Αβάσιμα όμως, διότι κατά τα άνω, που έχουν εκτεθεί, η προσβαλλόμενη απόφαση, με αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό έχει όλα τα απαιτούμενα ως άνω στοιχεία. 2)Επίσης, στην απόφαση, δεν αναγράφεται ούτε στο σκεπτικό της ούτε στο διατακτικό της ο τόπος και ο χρόνος που τελέστηκαν οι πράξεις κατά συρροή για τις οποίες καταδικάστηκε. Ειδικότερα η έλλειψη αυτή είναι πρόδηλη για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα κατά συρροή για την οποία καταδικάστηκε. Με τη μη αναγραφή παραβιάζονται οι ως άνω διατάξεις και φαλκιδεύονται τα δικαιώματά της, διότι δεν υπάρχει χρόνος τελέσεως των πράξεων, χρόνος ενάρξεως της παραγραφής, χρόνος συνεπώς υπολογισμού της παραγραφής και συνεπώς πλαίσιο δυνατότητας προστασίας της και πλαίσιο δίκαιης δίκης. Επίσης, η αναιρεσιβαλλόμενη ενώ στο σκεπτικό της, κατά τα ως άνω, αναφέρεται στην τέλεση από αυτήν των πράξεων της ψευδούς καταμηνύσεως κατά συρροή, της συκοφαντικής δυσφημήσεως κατά συρροή και της ψευδορκίας μάρτυρα, στο διατακτικό της καταδικάζεται για τέλεση από αυτήν όλων των ως άνω εγκλημάτων κατά συρροή. Η αιτίαση αυτή στηρίζεται σε αναληθή προϋπόθεση, αφού τόσο στο σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό, αναγράφεται ρητά ο χρόνος τελέσεως των άνω αξιοποίνων πράξεων, έχει δε καταδικασθεί για μια (1) πράξη ψευδορκίας μάρτυρα. Κατά συνέπεια και η αιτίαση αυτή, ως αβάσιμη πρέπει να απορριφθεί. Και 3) ότι όσον αφορά το σκέλος της ψευδορκίας μάρτυρα, την μήνυσαν για τέλεση από αυτήν του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα, τα πραγματικά περιστατικά του οποίου έχουν κατά τα αναγραφόμενα σε αυτή και στο ως άνω σκεπτικό της αναιρεσιβαλλομένης. Παρόλα αυτά όμως, δηλαδή παρά την έλλειψη της απαιτουμένης αίτησης ή έγκλησης των μηνυτών της (άρθρα 41 και 46 Κ.Π.Δ.), η αναιρεσιβαλλομένη και για το έγκλημα αυτό, κατά τα ως άνω την καταδίκαζε κατά συρροή και επιβάλει ποινές φυλακίσεως. Αβάσιμα όμως και εδώ, κατά μεν το πρώτο σκέλος, καθόσον η ποινική δίωξη για την εν λόγω πράξη ασκείται αυτεπαγγέλτως, ως προς το δεύτερο δε σκέλος της, διότι έχει τιμωρηθεί και για την πράξη της ψευδορκίας σε σχέση με τις άλλες αξιόποινες πράξεις, κατά συρροή, για μία (1) όμως ψευδορκία μάρτυρα.
Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως, πλήττεται απαραδεκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολο της και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (176, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 28 Ιανουαρίου 2010 (υπ'αριθμ.πρωτ.737/1-2-2010 ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) αίτηση της Χ χήρας Ζ το γένος Β, για αναίρεση της με αριθμό 5645/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος από πεντακόσια (500) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Ιουνίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Σεπτεμβρίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή