Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1982 / 2013    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Σύμβαση εργασίας άκυρη.




Περίληψη:
Στις πράξεις διοίκησης και διαχείρισης του εκκαθαριστή δεν περιλαμβάνεται η προσωρινή παραμονή του προσωπικού της υπό εκκαθάριση επιχείρησης. Προσλήψεις προσωπικού κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων είναι παράνομες και οι σχετικές συμβάσεις άκυρες. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει απλή σχέση εργασίας και η υπό εκκαθάριση εταιρεία, ως εργοδότης, καθίσταται αδικαιολόγητα πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του ακύρως απασχολουμένου και υποχρεούται ν'αποδώσει στον εργαζόμενο την ωφέλεια που προσπορίστηκε από την εργασία του (άρθρο 904 Α.Κ.).




Αριθμός 1982/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 1η Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Φ. Κ. του Γ., κατοίκου ... ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Πέτρο Μαρκέτο, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "..." και διακριτικό τίτλο "...", που εδρεύει στο ... με γραφείο εκκαθάρισης στην …και, μετά τη θέση της σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης του άρθρου 46 Ν. 1892/1990, εκπροσωπείται νόμιμα από την εκκαθαρίστρια αυτής υπό ειδική εκκαθάριση "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον ειδικό εκκαθαριστή Ν. Μ., για τον οποίο παραστάθηκε ο νόμιμος εκπρόσωπός του Ι. Κ. του Π. με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μάριο Παναγιωτόπουλο, ο οποίος δήλωσε στο ακροατήριο τις παραπάνω τροποποιήσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24-7-2006 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2418/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 6898/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 20-4-2010 αίτησή του και τον από 10-1-2011 πρόσθετο λόγο αυτής.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 24-1-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε: 1) να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης και 2) να απορριφθούν ο δεύτερος της αίτησης και ο πρόσθετος λόγος.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος δήλωσε ότι παραιτείται από τον δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης και τον πρόσθετο λόγο αυτής και ζήτησε την παραδοχή της, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 299, 294, 295 παρ. 1 και 297 του ΚΠολΔ, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 573 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, εφαρμόζονται και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, προκύπτει ότι παραίτηση ολική ή μερική από το δικόγραφο του ένδικου μέσου που έχει ασκηθεί, όπως είναι και η αναίρεση (άρθρο 495 παρ. 1 ΚΠολΔ), και επομένως και από το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων αναίρεσης, που έχουν ασκηθεί κατά το άρθρο 569 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, μπορεί να γίνει και με προφορική δήλωση, πριν από την έναρξη της προφορικής συζήτησης της υπόθεσης. Η δήλωση αυτή, καταχωριζομένη στα πρακτικά, επιφέρει αντίστοιχη (ανάλογα με το περιεχόμενο και την έκτασή της) κατάργηση της δίκης. Επομένως η παραίτηση του αναιρεσείοντος, από το από 10-1-2011 δικόγραφο πρόσθετων λόγων αναίρεσης, αλλά και από το δεύτερο λόγο του κυρίου δικογράφου, που έγινε με δήλωση του πληρεξουσίου του δικηγόρου, που καταχωρίστηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, πριν από την έναρξη της προφορικής συζήτησης της υπόθεσης, είναι σύννομη και συνεπάγεται κατάργηση της δίκης, αλλά μόνο ως προς τους πρόσθετο και δεύτερο λόγους αναίρεσης, που θεωρούνται, ότι δεν ασκήθηκαν (άρθρα 295 παρ. 1 και 299 ΚΠολΔ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους. Περαιτέρω, με το άρθρο 18 παρ.1 και 3 του κωδικοποιημένου Ν.2190/1920, ρυθμίζονται τα θέματα της οργανικής εκπροσώπησης του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας. Ειδικότερα, καθορίζεται, ότι το διοικητικό συμβούλιο της ανώνυμης εταιρίας, ενεργώντας συλλογικά, εκπροσωπεί την εταιρία δικαστικώς και εξωδίκως και ότι το καταστατικό της μπορεί να ορίσει ένα ή περισσότερα μέλη του συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα τα οποία να εκπροσωπούν την εταιρία γενικώς ή σε ορισμένου είδους πράξεις. Εξάλλου, με το άρθρο 46 παρ. 1 Ν. 1892/1990, όπως ίσχυε πριν από την κατάργησή του ΅ε το άρθρο 181 του από 16-9-2007 ισχύοντος Πτωχευτικού Κώδικα, ορίζεται ότι "επιχείρηση που έχει αναστείλει ή διακόψει τη λειτουργία της για οικονο΅ικούς λόγους ή είναι σε κατάσταση παύσεως πληρω΅ών ή έχει πτωχεύσει ή τεθεί υπό τη διοίκηση και διαχείριση των πιστωτών ή υπό προσωρινή διαχείριση ή υπό εκκαθάριση οποιασδήποτε ΅ορφής ή παρουσιάζει έκδηλη οικονο΅ική αδυνα΅ία πληρω΅ής των ληξιπρόθεσμων οφειλών της, υποβάλλεται στην προβλεπόμενη από τα άρθρα 9 και 10 του νό΅ου αυτού εκκαθάριση, ύστερα από απόφαση του Εφετείου της έδρας της επιχείρησης, εκδιδομένη με βάση τις διατάξεις του άρθρου 9 του Ν.1386/1983 και έπειτα από αίτηση πιστωτή ή πιστωτών, εκπροσωπούντων το 20% των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών της". Με την παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι "με τη δημοσίευση της απόφασης του Εφετείου της παρ. 1, λύονται αυτοδικαίως όλες οι υφιστάμενες σχέσεις εργασίας των εργαζομένων στην υπό εκκαθάριση επιχείρηση, χωρίς να απαιτείται καταγγελία των συμβάσεων εργασίας". Πρόκειται, δηλαδή, για λύση των αορίστου χρόνου εργασιακών συμβάσεων κατά νομοθετική επιταγή, ανεξαρτήτως της βούλησης των εργαζομένων ή των εκπροσώπων της εργοδότριας επιχείρησης (ΑΠ 801/2008). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 9 παρ. 3 του Ν. 1386/1983, όπως αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις των άρθρων 48 και 49 Ν. 1882/90, 46α Ν. 1892/90,31 Ν. 1947/91 και 14 Ν. 2000/91 "με τη δημοσίευση της απόφασης του Εφετείου που ορίζεται ο εκκαθαριστής, παύει αυτόματα η εξουσία των οργάνων διοίκησης της εταιρίας, ή η τυχόν προσωρινή διοίκηση του ΟΑΕ, αναστέλλεται η περαιτέρω πτωχευτική διαδικασία, απαγορεύεται η αναγκαστική εκτέλεση και η λήψη προσωρινών συντηρητικών ή προφυλακτικών μέτρων και αναστέλλονται οι τυχόν εκκρεμείς σχετικές διαδικασίες. Η διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση της επιχείρησης ανήκει στον εκκαθαριστή ... ". Η τελευταία αυτή διάταξη ισχύει αναλόγως και επί της ειδικής εκκαθάρισης του Ν. 1892/90, κατ' άρθ. 46α παρ. 12 αυτού. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει, ότι μετά τη δημοσίευση της απόφασης του Εφετείου, που ορίζει εκκαθαριστή, το Δ.Σ. της υπό εκκαθάριση εταιρείας δεν νομιμοποιείται να προβαίνει σε πράξεις (δικαστικές και εξώδικες) διοίκησης (πλην των προβλεπόμενων από το άρθρο 9 παρ. 3 Ν. 1386/83 εξαιρέσεων, που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω), οι οποίες πλέον διενεργούνται μόνο από τον εκκαθαριστή, που ενεργεί, όχι ως εταιρικό όργανο, αλλά ως δημόσιος λειτουργός και δη κατά διορισμό από το Εφετείο. Μόνο δε οι πράξεις του τελευταίου δεσμεύουν το νομικό πρόσωπο της υπό εκκαθάριση εταιρίας. Στις πράξεις διοίκησης και διαχείρισης του εκκαθαριστή δεν περιλαμβάνεται η προσωρινή παραμονή μέρους ή όλου του προσωπικού της υπό εκκαθάριση επιχείρησης, διότι τούτο μπορεί να διαταχθεί, μόνο όταν το επιβάλλει το συμφέρον της εκκαθάρισης, με την απόφαση του Εφετείου και με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 46α παρ. 2 εδ. β Ν. 1892/90. Προσλήψεις προσωπικού κατά παράβαση των ανωτέρω διατάξεων είναι παράνομες και οι σχετικές συμβάσεις άκυρες. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει απλή σχέση εργασίας και η υπό εκκαθάριση εταιρεία, ως εργοδότης, καθίσταται αδικαιολόγητα πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του ακύρως απασχολουμένου και υποχρεούται ν' αποδώσει στον εργαζόμενο την ωφέλεια που προσπορίστηκε από την εργασία του (άρθρο 904 Α.Κ.). Η ωφέλεια αυτή συνίσταται στην αμοιβή που θα κατέβαλε ο εργοδότης σε άλλο εργαζόμενο με τα ίδια προσόντα και ικανότητες που θα προσελάμβανε με έγκυρη σύμβαση εργασίας για την παροχή της ίδιας εργασίας στο ίδιο τόπο και με τις ίδιες συνθήκες, η οποία δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές που προβλέπουν οι αντίστοιχες Σ.Σ.Ε και Δ.Α., εκτός από τα επιδόματα οικογενειακών βαρών, τριετιών κ.λπ., αφού η παροχή της εργασίας με έγκυρη σύμβαση μπορεί να γίνει και από εργαζομένους που δεν έχουν οικογενειακά βάρη και προϋπηρεσία. Τέλος, ο εργαζόμενος με άκυρη σύμβαση δικαιούται ευθέως από τις οικείες διατάξεις τα επιδόματα εορτών και αδείας τις αποδοχές αδείας και την προσαύξηση για την παροχή παράνομης υπερωριακής εργασίας. Στην κρινόμενη υπόθεση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση δέχτηκε, ανέλεγκτα, τα ακόλουθα: Ο ενάγων, που είναι επαγγελματίας οδηγός, εφοδιασμένος με την απαιτούμενη κατά νόμο άδεια, προσλήφθηκε από την εναγομένη, στις 14-11-2001, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου τύπου μπετονιέρας, άνω των 25 τόνων, έκτοτε δε προσέφερε τις υπηρεσίες του στα εκτελούμενα απ' αυτήν τεχνικά έργα εντός του Ν. Αττικής, αμειβόμενος, κατά τα συμφωνηθέντα, βάσει των εκάστοτε ισχυουσών σσε "των οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων, οδηγών χειριστών και βοηθών χειριστών Αντλιών Σκυροδέματος περιοχής Αττικής" (των από 28-3-2001, 4-6-2002, 17-4-2003, 26-3-2004, 29-3-2005 και 23-3-2006 σσε, πράξη καταθ. Υπ. Εργασίας 25/29-3-2001, 30/5-6-2002, 16/21-4-2003, 10/29-3-2004, 35/18-4-2005 και 13/24-3-2006 αντίστοιχα). Η εργασιακή σύμβαση του ενάγοντος λύθηκε "αυτοδικαίως", στις 10-3-2006, με τη θέση της εναγομένης υπό την ειδική εκκαθάριση του προαναφερόμενου άρθ. 46 Ν. 1892/90, δυνάμει της 1675/2006 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, που δημοσιεύθηκε στις 10-3-2006, ΅ε την οποία διορίστηκε εκκαθαρίστρια η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ (ΑΤΕ). Από την η΅ερο΅ηνία αυτή έπαυσε η εξουσία των οργάνων διοίκησης της εναγο΅ένης, η δε διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπησή της (δικαστική και εξώδικη), περιήλθε αποκλειστικά στην εκκαθαρίστρια ΑΤΕ, η οποία έκτοτε ασκεί από το νό΅ο δη΅όσιο λειτούργη΅α κατά διορισ΅ό από το Εφετείο. Παρά ό΅ως την αυτοδίκαιη λύση της σύμβασης του ενάγοντος, αυτός (όπως και άλλοι εργαζόμενοι), παρέ΅εινε στην εργασία του χωρίς να έχει εκδοθεί απόφαση του Εφετείου, που να επιτρέπει κάτι τέτοιο. Η νέα (άκυρη κατά τα προεκτεθέντα) εργασιακή του σχέση, που διήρκεσε ΅έχρι 10-4-2006, καταρτίστηκε ΅εταξύ αυτού και του ΅η έχοντος, πλέον εξουσία εκπροσώπησης, Β. Α., ΅έχρι τότε Προέδρου του Δ.Σ., Διευθύνοντος Συμβούλου και εκπροσώπου της εναγο΅ένης. Αντίθετα η εκκαθαρίστρια ΑΤΕ, που ήταν η ΅όνη αρ΅όδια να διενεργεί πράξεις διοίκησης και διαχείρισης, δεσμευτικές για το νο΅ικό πρόσωπο της υπό εκκαθάριση εταιρίας, δεν ανα΅ίχθηκε στην παρα΅ονή του προσωπικού στην εργασία του, δεδο΅ένου ότι αυτή ανέλαβε ουσιαστικά τα καθήκοντά της, κατά τα τέλη Ιουνίου 2006, αφού μέχρι τότε τα γραφεία και οι εγκαταστάσεις της εναγομένης τελούσαν υπό κατάληψη από τους εργαζομένους της, εκ των πραγμάτων δεν είχε τη δυνατότητα διενέργειας οιασδήποτε πράξης διοίκησης. Εφόσον η επίμαχη εργασιακή σχέση συνήφθη με πρόσωπο που δεν έχει εξουσία αντιπροσώπευσης της υπό εκκαθάριση εταιρίας και η εκκαθαρίστρια ΑΤΕ δεν την ενέκρινε, έστω και εκ των υστέρων, ρητώς ή σιωπηρώς, η εναγομένη δεν δεσμεύεται από τη σχέση αυτή και το αίτημα της αγωγής που αφορά τις αποδοχές του ενάγοντος από 11-3-2006 έως 10-4-2006 (βάσει των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού), είναι απορριπτέο. Με τις παραδοχές αυτές δέχθηκε το σχετικό λόγο της έφεσης της αναιρεσίβλητης, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και απέρριψε την αγωγή, κατά το αντίστοιχο αίτημα της. Κρίνοντας έτσι, το εφετείο παραβίασε τις παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, διότι, εσφαλμένα ερμηνεύοντας αυτές, για την επιδίκαση των αιτουμένων απαιτήσεων (αποδοχών ενός μηνός),με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αξίωσε, επιπλέον, την έγκυρη κατάρτιση σύμβασης και δεν αρκέστηκε, όπως έπρεπε, στην συνδέουσα τους διαδίκους απλή σχέση εργασίας. Ειδικότερα, εφόσον δέχεται ότι, μετά την αυτοδίκαιη λύση της σύμβασης του αναιρεσείοντος, αυτός (καθώς και άλλοι εργαζόμενοι) παρέμεινε στην εργασία του και παρείχε αυτήν στην αναιρεσίβλητη, με βάση την απλή σχέση εργασίας, έστω και χωρίς την έγκριση της ειδικής εκκαθαρίστριας, δικαιούται τις παραπάνω αποδοχές, με μόνη προϋπόθεση ότι η υπό εκκαθάριση εταιρεία, ως εργοδότης, κατέστη, κατ' αυτές, αδικαιολόγητα, πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του ακύρως απασχολουμένου αναιρεσείοντος και συνεπώς υποχρεούται ν' αποδώσει σ' αυτόν την ωφέλεια που προσπορίστηκε από την εργασία του (άρθρο 904 Α.Κ.). Ακόμη διέλαβε στην απόφαση του ανεπαρκείς αιτιολογίες, ως προς το ουσιώδες ζήτημα της ωφέλειας της αναιρεσίβλητης, από την παροχή της εργασίας του αναιρεσείοντος, οι οποίες δεν επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων, διότι, αν και δέχεται ότι ο αναιρεσείων συνέχισε να παρέχει την εργασία του στην αναιρεσίβλητη, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, όμως δεν διαλαμβάνει στην απόφαση του αν προέκυψε ή όχι, υπέρ αυτής, ωφέλεια και ποιό το ύψος της. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αίτησης, με τον οποίο προβάλλονται οι, από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, πλημμέλειες, είναι βάσιμος. Μετά από αυτά, πρέπει ν' αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, κατά το παραπάνω μέρος της, να παραπεμφθεί δε, κατά το άρθρου 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 65 παρ.1 Ν.4139/2013, προς περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, αφού αυτό μπορεί να συγκροτηθεί από άλλους δικαστές και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Κηρύσσει καταργημένη τη δίκη που ανοίχθηκε με 1) το, από 10-1-2011, δικόγραφο πρόσθετων λόγων και 2) το, από 20 Απριλίου 2010, δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης, ως προς το δεύτερο λόγο αναίρεσης.
Αναιρεί την 6898/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει σε χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Οκτωβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 5 Νοεμβρίου 2013.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή