Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αρπαγή.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για αρπαγή από κοινού με σκοπό τα λύτρα. Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο μοναδικός λόγος της αίτησης αναίρεσης για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1616/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χαράλαμπο Δημάδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Κωνσταντίνου Κούκλη) ως αρχαιότερο μέλος στη σύνθεση, Βιολέττα Κυτέα, Γεώργιο Αδαμόπουλο Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά - Εισηγήτρια και Βασίλειο Φράγγο, σύμφωνα με την 66/5-5-10 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Μαΐου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Ψάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και την Γραμματέα Ευδοκία Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κρατουμένου στις Φυλακές ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ξενοφώντα Κουτουμάνο, περί αναιρέσεως της 3410/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με συγκατηγορούμενους τους 1. Σ1 και 2. Α3. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Φεβρουαρίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 358/2010.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, και τον Εισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγρά-φων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, το οποίο με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 3410/2010 απόφασή του καταδίκασε τον αναιρεσείοντα σε ποινή κάθειρξης δέκα πέντε (15) ετών για αρπαγή από κοινού κατά συρροή με την επιβαρυντική περίπτωση β' του άρθρου 322 του ΠΚ., δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης που αλληλοσυμπληρώνονται, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο πρώτος κατηγορούμενος - ήδη αναιρεσείων Χ και ο δεύτερος κατηγορούμενος (μη ασκήσας αναίρεση) Σ1 έχουν τελέσει την πράξη της αρπαγής από κοινού και κατά συρροή, με την επιβαρυντική περίσταση του δεύτερου εδαφίου περίπτωση β του άρθρου 322 του ΠΚ, που τους αποδίδεται με το διατακτικό της εκκαλούμενης απόφασης, γι' αυτό και πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι των πράξεων αυτών. Ειδικότερα αποδείχθηκαν τα εξής: Στις 22-3-2006 περιήλθε στην Υποδ/νση Αλλοδαπών Αττικής της ΕΛ.ΑΣ πληροφορία ότι κύκλωμα λαθρεμπόρων αλλοδαπών μεταναστών είχε μεταφέρει στην Ελλάδα παράνομα από της αρχές Φεβρουαρίου του 2006 αλλοδαπούς μετανάστες, οι οποίοι από τότε κρατούνταν έγκλειστοι σε αποθήκη στο .... Ύστερα από αυτό αστυνομικοί της παραπάνω υπηρεσίας, μεταξύ των οποίων ήταν και ο αστυνομικός ... που εξε-τάσθηκε ως μάρτυρας, εντόπισαν την αποθήκη που βρισκόταν επί της οδού ... και τις απογευματινές ώρες της ίδιας ημέρας, την έθεσαν υπό παρακολούθηση. Στη διάρκεια της παρακολούθησης είδαν τον αλλοδαπό Ιρακινό υπήκοο ανήλικο ... να εξέρχεται από την αποθήκη και να πηγαίνει σε ένα περίπτερο που βρισκόταν εκεί κοντά, από το οποίο αγόρασε μεγάλη ποσότητα μπισκότων. Επιστρέφοντας ο ανήλικος τον σταμάτησαν οι αστυνομικοί για έλεγχο και επειδή αυτός αρνιόταν ότι βγήκε από την αποθήκη οι αστυνομικοί τον συνέλαβαν. Ύστερα από λίγη ώρα εξήλθε από την αποθήκη ο δεύτερος κατηγορούμενος Σ1 και οι αστυνομικοί τον σταμάτησαν για έλεγχο. Σε σωματική έρευνα που έγινε σ' αυτόν βρέθηκαν πάνω του το κλειδί από το λουκέτο της αποθήκης, απαντώντας δε σε ερωτήσεις των αστυνομικών παραδέχθηκε ότι υπήρχαν λαθρο-μετανάστες στην αποθήκη. Στη συνέχεια έγινε συντονισμένη αστυνομική επιχείρηση και βρέθηκαν στην αποθήκη 18 αλλοδαποί λαθρομετανάστες, οι οποίοι και απελευθερώθηκαν. Συγκεκριμένα βρέθηκαν στην αποθήκη και απελευθερώθηκαν οι εξής αλλοδαποί:
Από Δ1 μέχρι και Δ18 Μέσα στην αποθήκη καταλήφθηκε και ο πρώτος κατηγορούμενος Χ, ο οποίος είχε στην κατοχή του κινητό τηλέφωνο και ο οποίος αναγνωρίσθηκε από τους αλλοδαπούς, ως το τρίτο άτομο το οποίο μαζί με τους άλλους δύο που αναφέρθηκαν τους κρατούσαν ομήρους στην αποθήκη.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι για την μεταφορά τους στην Ελλάδα οι παραπάνω αλλοδαποί είχαν υποσχεθεί να καταβάλλουν αυτοί ή συγγενικά τους ή φιλικά τους πρόσωπα στο κύκλωμα των λαθρεμπόρων χρηματικό ποσό από 5.000 έως 6.000 δολάρια. Επίσης αποδείχθηκε ότι οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι με τον ανήλικο ... που αναφέρθηκε κατακρατούσαν τους παραπάνω αλλοδαπούς στην αποθήκη που βρέθηκαν παρά τη θέλησή τους και είχαν περιάγει αυτούς σε κατάσταση ομηρίας, έτσι ώστε να αποστερούνται αυτοί της προστασίας της πολιτείας. Επίσης αποδείχθηκε ότι αυτοί απειλούσαν τους παραπάνω αλλοδαπούς, λέγοντας σ' αυτούς, ότι αν δεν τους δώσουν τα χρήματα, που είχαν υποσχεθεί να καταβάλουν για τη μεταφορά τους στην Ελλάδα, δεν θα τους απελευθέρωναν και θα τους άφηναν χωρίς φαγητό, είχαν δε σκοπό με τις πράξεις τους αυτές να εξαναγκάσουν τους συγγενείς τους ή τους φίλους τους που διέμεναν στην Ελλάδα ή στην πατρίδα τους να παραδώσουν το παραπάνω χρηματικό ποσό για τη μεταφορά τους στην Ελλάδα.
Τέλος αποδείχθηκε ότι μεταξύ των λαθρομεταναστών που αναφέρθηκαν ήσαν και δύο συγγενείς του αλλοδαπού υπηκόου ... Α1, ο οποίος βρισκόταν στην Ελλάδα και από τον οποίο είχε ζητηθεί το χρηματικό ποσό των 6.000 ευρώ, για να τους αφήσουν ελεύθερους. Τις απογευματινές ώρες της 22-2-2006 ο παραπάνω αλλοδαπός Α1 μετέβη στην Υποδ/νση Αλλοδαπών Αττικής της ΕΛΑΣ και κατήγγειλε τα παραπάνω. Οι αστυνομικοί των προέτρεψαν να κλείσει ραντεβού με τα μέλη του κυκλώματος και το βράδυ της ίδιας ημέρας αυτός έκλεισε πράγματι ραντεβού στην πλατεία ..., Στο σημείο αυτό μετέβη για να πάρει τα χρήματα ο τρίτος κατηγορούμενος Α4, με τον οποίο ο Α1 είχε συναντηθεί και στις 21-2-2006 για να του δώσει τα χρήματα, αλλά δεν του τα έδωσε την ημέρα αυτή. Μαζί με αυτόν βρέθηκαν στο ίδιο σημείο ο θανών κατηγορούμενος Α2 και ο πέμπτος κατηγορούμενος Α3. Όπως αποδείχθηκε η συμμετοχή του τρίτου κατηγορουμένου Α4 στην πράξη της αρπαγής περιορίσθηκε στη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων με τους συγγενείς των αλλοδαπών που αναφέρθηκαν και στην είσπραξη των χρημάτων για λογαριασμό του πρώτου και του δευτέρου κατηγορουμένου, ενεργούσε δε αυτός με τον ίδιο σκοπό με αυτούς.
Η παραπάνω συμπεριφορά των πρώτου και δευτέρου κατηγορουμένων Χ (ήδη αναιρεσείοντα) και Σ1(συγκατηγορουμένου του, μη ασκήσαντα αναίρεση), πληροί την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της αρπαγής από κοινού και κατά συρροή, με την επιβαρυντική περίσταση του δεύτερου εδαφίου περίπτωση β του άρθρου 322 του ΠΚ, γι' αυτό και πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι της πράξεως αυτής. Με αυτά που δέχθηκε το κατ' έφεση δίκασαν δικαστήριο, σε συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού που αλληλοσυμπληρώνονται, διέλαβε στην απόφασή του την από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της αρπαγής κατά συναυτουργία και κατά συρροή με την επιβαρυντική περίσταση του δευτέρου εδαφίου, περίπτωση β του άρθρου 322 του ΠΚ για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα τα οποία το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και στα οποία στήριξε την ανέλεγκτη κρίση του για τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε. Ειδικότερα, με πλήρη αιτιολογία και αντίστοιχη αναφορά στο διατακτικό, εξειδικεύονται οι ενέργειες στις οποίες ο αναιρεσείων προέβη, από κοινού με τον ως άνω μη ασκήσαντα αναίρεση συγκατηγορούμενό του, προκειμένου να πραγματώσει την αντικειμενική υπόσταση του διωκόμενου εγκλήματος της αρπαγής, ενώ πλήρως αιτιολογείται και ο σκοπός του αναιρεσείοντα, με την παράθεση πραγματικών περιστατικών υποδηλούντων τον σκοπό αυτό, που συνίστατο στον εξαναγκασμό των συγγενών και φίλων των παθόντων να του παραδώσουν το ποσόν των 6.000 ευρώ για τον καθένα, το οποίο απαίτησε απ' αυτούς προκειμένου να τους αφήσει ελεύθερους.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ μοναδικός λόγος αναίρεσης, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, κατά το μέρος δε που με αυτόν, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, αναφορικώς με την εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απαρά-δεκτος και ως τέτοιος πρέπει να απορριφθεί.
Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς διερεύνηση, πρέπει η κρινόμενη αναίρεση να απορριφθεί, και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 3 του ΚΠΔ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23/2/2010 αίτηση του Χ, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 3410/2009 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιουλίου 2010.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αποβιωσάσης της Γραμματέως, η παρούσα απόφαση υπογράφεται από
την Γραμματέα Πελαγία Λόζιου, κατόπιν της υπ' αριθ. 152/2010
Πράξεως του Προέδρου του Αρείου Πάγου.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 8 Οκτωβρίου 2010.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ