Θέμα
Αποδείξεων εκτίμηση, Ακύρωση δικαιοπραξίας.
Περίληψη:
Πώληση ακινήτου με ιδιωτικό έγγραφο. Ακυρότητα αδικοπραξίας και υποχρέωση επιστροφής καταβληθέντος τιμήματος. Αποδεικτικά έγγραφα. Επίκληση από εναγόμενο πλαστού ιδιωτικού εγγράφου για την ανταπόδειξη της αγωγής. Δεν υφίσταται υποχρέωση του ενάγοντος να δηλώσει αν αμφισβητεί ή όχι την γνησιότητα τέτοιου εγγράφου και το δικαστήριο δεν μπορεί να θεωρήσει τούτο γνήσιο και να το λάβει υπόψη. Αναιρετικοί λόγοι από το άρθρο 559 αρ. 8α, 11α, 19 ΚΠολΔ. (Αναιρεί 469/2012 απόφαση Εφετείου Αθηνών).
Αριθμός 1743/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Γεράσιμο Φουρλάνο, Εμμανουήλ Κλαδογένη και Γεώργιο Κοντό, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 24 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ν. Μ. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μαλταμπέ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1.Π. Κ., κατοίκου ..., 2. Ι. Κ. του Π., κατοίκου ..., 3.Χ. συζ. Ν. Ο., το γένος Ι. Κ., κατοίκου ... και 4. Μ. συζ. Ν. Μ., το γένος Ι. Κ., κατοίκου ..., οι οποίοι παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Κάππο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3-9-2002 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 102/2006 μη οριστική, 683/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 469/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά ο αναιρεσείων με την από 20-6-2012 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Χρυσόστομος Ευαγγέλου, ανέγνωσε την από 31-10-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνουν δεκτοί οι από το άρθρο 559 αριθ. 8 α και 11 α Κ.Πολ.Δ τρίτος του κύριου αναιρετηρίου και πρώτος του δικογράφου προσθέτων λόγων αναιρετικοί λόγοι και οι από το άρθρο 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ δεύτερος και τρίτος πρόσθετοι λόγοι και να απορριφθούν οι λοιποί. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η προσβαλλομένη απόφαση είναι αποτέλεσμα της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής: Ο αναιρεσείων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 3-9-2002 αγωγή του, με την οποία, επικαλούμενος ότι είχε συμφωνήσει, με ιδιωτικό έγγραφο, να αγοράσει από τον δικαιοπάροχο των εναγομένων ένα αγρόκτημα αντί τιμήματος 6.000.000 δρχ., ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ως κληρονόμοι του πωλητή, να του αποδώσουν κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, λόγω ακυρότητας της συμβάσεως, το ποσό των 6.000.000 δρχ., το οποίο είχε προκαταβάλει ως τίμημα. Η αγωγή έγινε δεκτή με την υπ' αριθ. 683/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Κατ' αυτής άσκησαν έφεση οι εναγόμενοι, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, η οποία δέχθηκε την έφεση, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε ως αβάσιμη κατ' ουσίαν την αγωγή.
Με την προσβαλλομένη απόφαση το Εφετείο δέχθηκε τα εξής : "Ο ενάγων διατηρεί επιχείρηση super market στο … της νήσου Άνδρου, ενώ παράλληλα ασχολείται και με αγοραπωλησίες ακινήτων. Ο δικαιοπάροχος των εναγομένων Ι. Κ., ο οποίος αποβίωσε στις 18/1/1996, με την από 24/2/1991 δημόσια διαθήκη του, η οποία δημοσιεύθηκε νόμιμα... εγκατέστησε κληρονόμους του τους εναγόμενους. Με την κρινόμενη αγωγή του ο ενάγων εκθέτει ότι συμφώνησε, το έτος 1994, με τον Ι. Κ. να του μεταβιβάσει ο τελευταίος έναν αγρό ιδιοκτησίας του που βρισκόταν στη θέση Μάρμαρα της περιοχής Χάρακα της κτηματικής περιφέρειας της πρώην Κοινότητας Γαυρίου Άνδρου Κυκλάδων, συνολικής έκτασης 14.805 τ. μ. Ισχυρίστηκε επίσης ότι το τίμημα για την ανωτέρω μεταβίβαση συμφωνήθηκε στο ποσό των 6.000.000 δρχ., το οποίο και κατέβαλε εξ ολοκλήρου στον Ι. Κ. στις 30/6/1994. Προς απόδειξη της καταβολής αυτής ο ενάγων επικαλέστηκε και προσκόμισε την από 30/6/1994 εξοφλητική απόδειξη που του παρέδωσε ο Ι. Κ. και στην οποία αναφέρονται κατά λέξη (και με την ορθογραφία του κειμένου) τα ακόλουθα : "Ο κάτοθι υπογεγραμένος Ι. Κ. έλαβε παρά του Ν. Μ. το ποσόν του 6.000.000 εκση εκατομίρια για το χτιμα που έχει στο Χάρακα Μαρμαρά το πουλισε στο Ν. Μ. κε εξοφλίθη όλο το ποσόν. Εν Γαυριο 30-6-1994 Ο Λαβών (υπογραφή) Ι. Κ.". Η απόδειξη αυτή προσκομίσθηκε σε φωτοτυπία αφού, κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, είχε απολεσθεί το πρωτότυπο. Οι εκ των εναγομένων πρώτος, τρίτη και τέταρτη προέβαλαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ένσταση πλαστότητας της ανωτέρω απόδειξης, τόσο ως προς το κείμενο, όσο και ως προς την υπογραφή, ενώ ο ίδιος ισχυρισμός του δεύτερου εναγόμενου κρίθηκε, λόγω μη παροχής της απαιτούμενης εκ του νόμου (άρθρο 98 περ. β Κ.Πολ.Δ.) ειδικής πληρεξουσιότητας στον παραστάντα δικηγόρο, ως άρνηση της γνησιότητας της υπογραφής του Ι. Κ.. Κατόπιν αυτού και προς διερεύνηση των ως άνω θεμάτων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο διέταξε την διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης και διόρισε πραγματογνώμονα τη Β. Α. προκειμένου να αποφανθεί αν "το περιεχόμενο του ως άνω εγγράφου έχει γραφεί με το χέρι του Ι. Κ. και αν η τιθέμενη στο ανωτέρω έγγραφο υπογραφή τέθηκε από τον Ι. Κ.", Η εν λόγω πραγματογνώμονας.., κατέληξε στο συμπέρασμα ότι "το περιεχόμενο δηλαδή η γραφή που εμφανίζεται στην από 30/06/1994 ιδιόγραφη απόδειξη ΔΕΝ έχει γραφεί με το χέρι του Ι. Κ. ... η τιθέμενη στο ανωτέρω έγγραφο υπογραφή έχει τεθεί από το χέρι του Ι. Κ.". Ο ενάγων μετά την αμφισβήτηση από τους εναγόμενους της γραφής του κειμένου της ως άνω απόδειξης από τον δικαιοπάροχό τους και της επιβεβαίωσης των ισχυρισμών αυτών από την ως άνω δικαστική γραφολόγο-πραγματογνώμονα, έσπευσε να δηλώσει ότι ουδέποτε ισχυρίσθηκε ότι το κείμενο της απόδειξης είχε γραφεί από τον αποβιώσαντα και ότι εξ αρχής ανέφερε στην αγωγή του, ότι μόνο η υπογραφή ανήκε στον αποβιώσαντα, ενώ το κείμενο είχε γραφεί από τον ίδιο (ενάγοντα). Τούτο όμως δεν ευσταθεί αφού στην αγωγή του ανέφερε επί λέξει: "Σε πιστοποίηση της ανωτέρω καταβολής εκ μέρους μου του ποσού των έξι εκατομμυρίων (6.000.000) δραχμών ο Ι. Κ. υπέγραψε και μου παρέδωσε την από 30/6/1994 ιδιόγραφη απόδειξη ... ". Είναι σαφές δε ότι η λέξη ιδιόγραφη σημαίνει ότι ένα κείμενο έχει γραφεί με το χέρι εκείνου που το υπογράφει. Με βάση επομένως τα ανωτέρω αποδείχθηκε ότι, το μεν κείμενο της επίδικης απόδειξης γράφηκε από τον ενάγοντα, η δε υπογραφή τέθηκε από τον Ι. Κ.. Με βάση τα ανωτέρω, αποδείχθηκε η γνησιότητα της εν λόγω απόδειξης και συνεπώς αυτή, προσκομιζόμενη σε φωτοτυπία, λαμβάνεται υπόψη ως δικαστικό τεκμήριο... Ωστόσο το περιεχόμενο της απόδειξης αυτής έρχεται σε πλήρη αντίθεση και αντικρούεται από το περιεχόμενο της δεύτερης απόδειξης, αυτής δηλαδή που προσκόμισαν εναγόμενοι για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου. Ειδικότερα η τελευταία αυτή απόδειξη έχει το ακόλουθο περιεχόμενο (διατηρείται η ορθογραφία του κειμένου): "ο κατοθι υπογεγραμένος Ι. Κ. έλαβε 500.000 χιλιάδες παρά του Ν. Μ. έναντι του συφωνιθέντος χτίματος που έχει στο Χάρακα Μάρμαρα συνολικού ποσού ένα εκατομίριο. Εν Γαυριο 5/4/1994. Ο Λαβών (υπογραφή)". Από την επισκόπηση δε του εγγράφου της απόδειξης αυτής, η οποία επίσης προσκομίζεται σε φωτοτυπία και λαμβάνεται υπόψη ως δικαστικό τεκμήριο, εφόσον η γνησιότητά της δεν αμφισβητήθηκε από τον ενάγοντα ο οποίος μόνο στην όψιμη προσαγωγή της αντιτάχθηκε, είναι φανερό ότι το κείμενό της έχει επίσης γραφεί από το χέρι του ενάγοντος ενώ η υπογραφή είναι του Ι. Κ.. Το έγγραφο αυτό ανατρέπει τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, ότι δηλαδή συμφώνησε με τον αποβιώσαντα να του μεταβιβάσει το ακίνητο στον Χάρακα έναντι τιμήματος 6.000.000 δρχ., καθώς δεν είναι λογικό δύο μόλις μήνες πριν από την επίδικη συμφωνία να είχε προηγηθεί άλλη συμφωνία μεταξύ των αυτών συμβαλλομένων για το ίδιο ακίνητο με τίμημα μόλις 1.000.000 δρχ.... Με βάση τα όσα έγιναν δεκτά παραπάνω, δεν αποδεικνύεται ότι ο ενάγων σύναψε με τον αποβιώσαντα Ι. Κ. συμφωνία με το αναφερόμενο στην αγωγή του περιεχόμενο, ούτε ότι του κατέβαλε το ποσό των 6.000.000".
Κατά το άρθρο 457 ΚΠολΔ: "Τη γνησιότητα ιδιωτικού εγγράφου, εφόσον αμφισβητείται, πρέπει να την αποδείξει εκείνος που το επικαλείται και το προσάγει, εκτός αν είναι τόσο φανερά αλλαγμένο ώστε το δικαστήριο να μπορεί να διαπιστώσει αμέσως και ασφαλώς ότι δεν είναι γνήσιο (παρ.1). Εκείνος κατά του οποίου προσάγεται ιδιωτικό έγγραφο οφείλει να δηλώσει αμέσως αν αναγνωρίζει ή αρνείται τη γνησιότητα της υπογραφής, διαφορετικά το έγγραφο θεωρείται αναγνωρισμένο (παρ.2). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η επίκληση και προσκομιδή ιδιωτικού εγγράφου, προς απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, εμπεριέχει τον ισχυρισμό του διαδίκου περί της γνησιότητάς του (Α.Π. 1/2011, Α.Π. 1254/2010), ο δε αντίδικος αυτού έχει το βάρος της δήλωσης περί άρνησης της γνησιότητας, ενώ ο πρώτος της απόδειξης αυτής, εάν αμφισβητηθεί. Η απόδειξη της γνησιότητας ιδιωτικού εγγράφου είναι απαραίτητη και αν ακόμη το έγγραφο έχει προσαχθεί για να στηρίξει δικαστικό τεκμήριο (Α.Π. 470/1972, Α.Π. 144/1970). Αν ο διάδικος που προσκομίζει το ιδιωτικό έγγραφο δηλώσει ότι αυτό είναι πλαστό, τότε ο αντίδικος του δεν έχει υποχρέωση να δηλώσει αν αναγνωρίζει ή αμφισβητεί τη γνησιότητα του εγγράφου και το δικαστήριο δεν μπορεί να αναγνωρίσει ως γνήσιο το έγγραφο. Εξ' άλλου, ο λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 8 α' του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, ή λόγου έφεσης. Ο λόγος αυτός ιδρύεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχεται ότι ο διάδικος κατά του οποίου προσκομίζεται ορισμένο έγγραφο δεν αμφισβητεί (συνομολογεί) τη γνησιότητά του, ενώ αυτός την αμφισβητούσε (Α.Π. 180/1998), καθώς και όταν ο διάδικος κατά του οποίου προσάγεται το έγγραφο δεν έχει υποχρέωση να δηλώσει αν αναγνωρίζει ή αμφισβητεί την γνησιότητα της υπογραφής, το οποίο συμβαίνει όταν ο διάδικος που προσκομίζει το έγγραφο δηλώσει ότι τούτο είναι πλαστό.
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο, κατά το πρώτο σκέλος του, από το άρθρο 559 αριθ.8 α' ΚΠολΔ λόγο του αναιρετηρίου προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο εσφαλμένα δέχθηκε ότι ο ενάγων, ως εφεσίβλητος, δεν αμφισβήτησε τη γνησιότητα της από 5-4-1994 έγγραφης απόδειξης, την οποία επικαλέσθηκαν το πρώτον ενώπιον του Εφετείου οι εναγόμενοι, ενώ ο ενάγων με τις προτάσεις του είχε αμφισβητήσει τη γνησιότητα της απόδειξης. Όπως προκύπτει από τις από 16-11-2011 έγγραφες προτάσεις του ενάγοντος ενώπιον του Εφετείου, αυτός ναι μεν αντέλεξε μόνο στη λήψη υπόψη της ως άνω απόδειξης, ως απαράδεκτος προσκομισθείσας το πρώτον ενώπιον του Εφετείου και δεν αμφισβήτησε ειδικά τη γνησιότητά της, πλην όμως, ο αναιρεσείων δεν είχε υποχρέωση να δηλώσει αν αναγνωρίζει τη γνησιότητα του εν λόγω εγγράφου, αφού οι αναιρεσίβλητοι που το επικαλέσθηκαν ισχυρίστηκαν ότι τούτο είναι πλαστό. Επομένως, το Εφετείο που δέχθηκε ότι ο ενάγων δεν αμφισβήτησε τη γνησιότητα του εν λόγω εγγράφου, το οποίο έλαβε υπόψη ως γνήσιο, έλαβε υπόψη ισχυρισμό που δεν προβλήθηκε και ο ερευνώμενος λόγος του αναιρετηρίου είναι βάσιμος.
Ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 11α' ΚΠολΔ παρέχεται, αν το δικαστήριο της ουσίας σχημάτισε την αποδεικτική του κρίση λαμβάνοντας υπόψη αποδεικτικά μέσα τα οποία ο νόμος δεν επιτρέπει, όπως είναι τα πλαστά ή μη γνήσια και συνεπώς ανύπαρκτα έγγραφα, διότι δεν συγχωρείται η χρησιμοποίηση ψευδών αποδεικτικών μέσων (Ολ, ΑΠ 15/03, Α.Π. 1850/2009, Α.Π. 992/1993). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο του κύριου αναιρετηρίου και τον πρώτο του δικογράφου προσθέτων λόγων, όπως αυτοί εκτιμώνται κατά το νοηματικό τους περιεχόμενο, προβάλλεται η από το άρθρο 559 αριθ. 11α' του ΚΠολΔ αιτίαση ότι το Εφετείο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι το Εφετείο για το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος ότι δεν καταρτίστηκε μεταξύ του ενάγοντος και του δικαιοπαρόχου των εναγομένων το επικαλούμενο στην αγωγή από 30-6-1994 ιδιωτικό προσύμφωνο μεταβίβασης ακινήτου έναντι τιμήματος 6.000.000 δρχ. έλαβε υπόψη του και την για πρώτη φορά ενώπιον του επικληθείσα και προσκομισθείσα από τους εναγομένους-εκκαλούντες από 5-4-1994 έγγραφη απόδειξη, με την οποία φέρεται ότι ο ενάγων κατέβαλε στον δικαιοπάροχο των εναγομένων το ποσό των 500.000 δρχ. για την αγορά του ίδιου ακινήτου αντί συμφωνηθέντος τιμήματος 1.000.000 δρχ., παρά το ότι οι ίδιοι οι εκκαλούντες επικαλέσθηκαν ότι πρόκειται για μη γνήσιο και πλαστό κατά την υπογραφή του εκδότη δικαιοπαρόχου τους έγγραφο, όπως και η από 30-6-1994 απόδειξη, δηλαδή οι εκκαλούντες επικαλέσθηκαν και το δικαστήριο έλαβε υπόψη ανύπαρκτο αποδεικτικό μέσο. Όπως προκύπτει από το δικόγραφο της έφεσης των εναγομένων και τις από 16-11-2011 έγγραφες προτάσεις των ιδίων, αυτοί ισχυρίστηκαν ότι "....ο ίδιος ο εφεσίβλητος, μετά τον θάνατο του Ι. Κ., εμφάνισε και παρέδωσε στην τέταρτη εξ ημών "απόδειξη" δρχ. 500.000 έναντι συμφωνηθείσης τιμής δρχ. 1.000.000 δια το ίδιο χωράφι, την οποία απόδειξη είχα απολέσει η 4η εξ ημών και κατόπιν ανεύρον και μου ζήτησε να του καταβάλλω το ποσό των δρχ. 500.000 που είχε δήθεν καταβάλει στον Ι. Κ.. Η 4η εξ ημών διαπίστωσα ότι η "απόδειξη" αυτή, την οποία προσκομίζουμε και η οποία έφερε ημερομηνία 5-4-1994, δεν έφερε τη γνησίαν γραφήν και υπογραφήν του πατρός μου και ηρνήθην να του καταβάλλω το ποσόν αυτό.... Την απόδειξη αυτή αρνηθήκαμε να αποδεχθούμε αφού και σ' αυτήν εφέρετο πλαστογραφημένη η υπογραφή του Ι. Κ. ", δηλαδή οι εκκαλούντες για την αντίκρουση της αγωγής και την απόδειξη της βασιμότητας του ισχυρισμού τους περί πλαστότητας του από 30-6-1994 ιδιωτικού εγγράφου, με το οποίο φέρεται ότι ο δικαιοπάροχός τους υποσχέθηκε να μεταβιβάσει στον ενάγοντα ένα αγρόκτημα, αντί τιμήματος 6.000.000 δρχ,, το οποίο και έλαβε προκαταβολικά, επικαλέσθηκαν ότι ο ενάγων πλαστογραφεί και εμφανίζει κάθε φορά διαφορετική απόδειξη, όπως είναι και από 5-4-1994 πλαστή απόδειξη. Το Εφετείο παρά ταύτα για το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος ότι δεν καταρτίστηκε σύμβαση πώλησης του ακινήτου και μάλιστα με το αναφερόμενο στην αγωγή περιεχόμενο έλαβε υπόψη του το επικαλούμενο ως πλαστό και μη γνήσιο έγγραφο, το θεώρησε γνήσιο τόσο κατά την υπογραφή όσο και κατά το περιεχόμενό του, λόγω μη δήθεν αμφισβητήσεως της γνησιότητάς του από τον ενάγοντα και απέρριψε ως αβάσιμη την αγωγή, δεχόμενο ότι ουδέποτε καταρτίστηκε προσύμφωνο μεταβίβασης του ακινήτου, ούτε καταβλήθηκε το ποσό των 6.000.000 δρχ. Επομένως, ο ερευνώμενος αναιρετικός λόγος είναι βάσιμος.
Ο από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης, ιδρύεται όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά εκείνα γεγονότα που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του κατάλληλου κανόνα ουσιαστικού δικαίου ή αν έγινε ή όχι ορθός νομικός χαρακτηρισμός των κρίσιμων πραγματικών γεγονότων. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, ενώ δέχεται ότι η από 5-4-1994 απόδειξη, με την οποία φέρεται ότι ο ενάγων συμφώνησε με τον δικαιοπάροχο των εναγομένων τη μεταβίβαση, λόγω πωλήσεως, του ακινήτου αντί τιμήματος 1.000.000 δρχ., είναι γνήσια κατά την υπογραφή του λαβόντος εκ προσυμφώνου πωλητή και ότι εντεύθεν είναι γνήσιο και το περιεχόμενό της, στη συνέχεια δέχεται, αντιφατικά, ότι δεν καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων συμφωνία για μεταβίβαση του εν λόγω ακινήτου. Επομένως, οι δεύτερος και τρίτος από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ πρόσθετοι λόγοι, με τους οποίους προβάλλεται η ως άνω πλημμέλεια, είναι βάσιμοι.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω και παρελκούσης της έρευνας των λοιπών αναιρετικών λόγων, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, η σύνθεση του οποίου από άλλους δικαστές είναι εφικτή (άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ). Το παράβολο που κατέθεσε ο αναιρεσείων πρέπει να του επιστραφεί, αφού η αίτησή του γίνεται δεκτή ( άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ, όπως η παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του ν. 4055/2012 ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δέχεται την αίτηση.
Αναιρεί την υπ' αριθ. 469/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου.
Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 22 Μαΐου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Αυγούστου 2014.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ