Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 501 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Έλλειψη νόμιμης βάσης, Χρησικτησία.




Περίληψη:
Λόγοι αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 14 και 19 ΚΠολΔ. Κτήση κυριότητας επί ακινήτου του Δημοσίου με έκτακτη χρησικτησίας κατά το ΒΡΔ.




Αριθμός 501/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Μαρία Βαρελά, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία του Κωνσταντίνα Χριστοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Του αναιρεσιβλήτου: Οικοδομικού Συνεταιρισμού Περιορισμένης Ευθύνης με επωνυμία: "Οικοδομικός Συνεταιρισμός Η Αναγέννησις ΣΥΝΠΕ", και έδρα την ..., νόμιμα εκπροσωπούμενου. Παραστάθηκε ο Πρόεδρός του Π. Γ., ο οποίος διόρισε πληρεξούσιο δικηγόρο του τον Απόστολο Αντωνίου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26/9/1997 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3657/1999 μη οριστική, 7801/2008 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 5088/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 21/3/2011 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Μαρία Βαρελά ανέγνωσε την από 20/12/2012 έκθεση της, με την οποία πρότεινε να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 στοιχ. α' και β' ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει εκτός από τα στοιχεία που απαιτούνται για τη νομική θεμελίωση της αγωγής, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και όχι αορίστου. Διαφορετικά, το δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη και επιδεκτική εκτελέσεως. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαραδέκτου λόγω αοριστίας είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ενστάσεως, είτε και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε και με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε με αναφορά απλή στη σχετική διάταξη του νόμου ή απλή μνεία αυτής. Προκειμένου ειδικότερα περί διεκδικητικής ή αναγνωριστικής της κυριότητας αγωγής επί ακινήτου, απαιτείται για το ορισμένο αυτής, εκτός από τα απαιτούμενα κατά το άρθρο 1094 ΑΚ στοιχεία και ακριβής περιγραφή του εν λόγω ακινήτου δηλαδή ο προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια και μάλιστα τόσο λεπτομερής ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία για την ταυτότητά του. Η ακριβής περιγραφή του ακινήτου η οποία μπορεί να γίνει και με αποτύπωσή του σε ενσωματωμένο στο δικόγραφο της αγωγής τοπογραφικό διάγραμμα υπό κλίμακα, είναι αναγκαία γιατί μόνον έτσι θα μπορέσει ο εναγόμενος να αμυνθεί και το δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το παραδεκτώς από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ επισκοπούμενο δικόγραφο της αγωγής του αναιρεσιβλήτου οικοδομικού Συνεταιρισμού, το επίδικο ακίνητο, την αναγνώριση της κυριότητας του οποίου αιτείται ο τελευταίος, περιγράφεται σε αυτό επαρκώς κατά τη θέση, τα όρια, ιδιότητα και το εμβαδόν του, ώστε να μη γεννώνται αμφιβολίες περί της πραγματικής του ταυτότητας χωρίς να απαιτείται να εντοπισθεί κατ' άλλο τρόπο η θέση του επιδίκου ακινήτου σε σχέση με την ευρύτερη έκταση όπου αυτό ανήκει και ειδικότερα περιγράφεται ως ακολούθως: ένα δασόκτημα, εκτάσεως 463.338 τετρ. μέτρων ή 463,338 στρεμμάτων, κείμενο στην περιοχή Σταμάτα Αττικής και ειδικότερα στη θέση "ΚΛΕΙΟΡΙΖΑ" μεταξύ των οικισμών Εκάλης και Ρέας Αττικής. Το δασόκτημα αυτό εμφαίνεται στο από Οκτωβρίου 1971 σχεδιάγραμμα των Μηχανικών Γ.Γ. και Τ.Β. υπό τα κεφαλαία αλφαβητικά στοιχεία Θ-Α-Η-Ζ-Λ-Ω-Ψ-Χ-Φ-Τ-Η-Π' -Π-Ο-Ε-Ζ-Ξ-Ξ5-Ξ6-Ξ7-Ξ8-Ξ9-Ξ10-Θ το οποίο προσαρτάται στο υπ' αριθμ. .../1972 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Μαραθώνος Σταύρου Γεωργίου Παπαδογεώργη και σύμφωνα με τα .../1972 και .../1972 συμβόλαια του συμβολαιογράφου Μαραθώνος Γ.Παπαδογεώργη και το ρηθέν σχεδιάγραμμα των μηχανικών Γ.Γ. και Τ.Β. έχει επιφάνεια 465.000 τετ. μέτρα ή 465 στρέμματα και συνορεύει βορειανατολικώς με την μεσημβρινοδυτική παρυφή της άλλοτε σιδηροδρομικής γραμμής (Ντεκοβίλ) ιδιοκτησίας των κληρονόμων Θ. και Α. Η., επί τεθλασμένης γραμμής Ξ1-Ξ5-Ξ6-Ξ7-Ξ8-Ξ9-Ξ10-Θ συνολικού μήκους από το σημείο Ξ έως Θ 681,49 μέτρων, εν συνεχεία με κατεύθυνση αντίθετη των δεικτών του ωρολογίου, συνορεύει με περιφερειακή οδό Κοινότητας Εκάλης επί πλευράς Θ-Α μέτρων 424,39, εν συνεχεία, επί πλευράς Α-Η μέτρων 308, συνορεύει με ιδιοκτησία του Οικοδομικού Συνεταιρισμού Περιοριμένης Ευθύνης υπό την επωνυμία "ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΙΣ ΣΥΝ.ΠΕ" (ενάγοντος), επί δε των υπολοίπων πλευρών του, ήτοι επί των πλευρών του Η-Ζ μέτρων 383, Ζ-Λ μέτρων 80, Λ-Ω μέτρων 239, Ω-Ψ μέτρων 136, Ψ-Χ μέτρων 101, Χ-Φ μέτρων 86, Φ-Τ μέτρων 80, Τ-Η μέτρων 118, Η-Π μέτρων 33, Π' -Π μέτρων 657, Π-Ο μέτρων 185 και Ο-Ε μέτρων 199 του ρηθέντος σχεδιαγράμματος συνορεύει με ιδιοκτησία των δικαιοπαρόχων της πωλήτριας Μ. Κ. ήτοι με ιδιοκτησία των κληρονόμων των Α. και Θ. Η., εν συνεχεία επί πλευράς Ε-Ζ' μέτρων 43, συνορεύει με ιδιοκτησία Τ.Β. και τέλος επί πλευράς Ζ-Ξ μέτρων 88 συνορεύει με υπόλοιπη ιδιοκτησία των κληρονόμων Α. και Θ. Η.. Από τα 465.000 τετραγωνικά μέτρα αυτού, εξαιρέθησαν της πωλήσεως προς τον ενάγοντα τα εις το σχεδιάγραμμα Γ.-Β. εμφανόμενα έξι τμήματα νησίδες συνολικής επιφάνειας 1662 τετ.μέτρων τα οποία είχαν απαλλοτριωθεί υπέρ της Δ.Ε.Η. και έτσι η πωληθείσα σ' αυτόν έκταση ανέρχεται σε 463,338 στρέμματα. Επομένως η περί του αντιθέτου προβαλλομένη αιτίαση με τον πρώτο εκ του άρθρου 559 αρ.14 λόγο αναίρεσης διότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν απέρριψε την αγωγή του αναιρεσιβλήτου ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας της ως προς την περιγραφή του επιδίκου ακινήτου, είναι αβάσιμη και απορριπτέα. Απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο δεύτερος εκ των άρθρων 559 αρ.14 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης με τον οποίο προβάλλεται αιτίαση κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν απέρριψε την αγωγή του αναιρεσιβλήτου Οικοδομικού Συνεταιρισμού ως αόριστη κατά τη στηριζομένη στον πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας βάση αυτής ως προς την άσκηση πράξεων νομής από τους δικαιοπαρόχους του αναιρεσιβλήτου επί του όλου κτήματος "Επάνω και κάτω Σταμάτα" και "Επάνω και Κάτω Διονύσου" χωρίς αναφορά συγκεκριμένων πράξεων νομής επί της επιδίκου μερικότερης εκτάσεως, εφόσον για την πληρότητα και το ορισμένο της αγωγής δεν ήταν απαραίτητη η εξειδίκευση των επί μέρους πράξεων νομής σε κάθε μέρος της μείζονος εκτάσεως και ειδικότερα σε ποιο τμήμα αυτής ασκούνται διακατοχικές πράξεις που προσιδιάζουν σε καλλιεργήσιμη έκταση και σε ποιο τμήμα εκείνες που προσιδιάζουν σε δασική έκταση, αφού στην αγωγή ιστορείται ότι πρόκειται περί ενιαίας εκτάσεως και ότι ο φυσικός εξουσιασμός των δικαιοπαρόχων του αναιρεσιβλήτου και το πνευματικό στοιχείο της νομής εκτεινόταν επί της μείζονος εκτάσεως εντός της οποίας εμπίπτουν και τα επίδικα εδαφικά τμήματα. Για την κτήση κυριότητας επί ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται κατά μεν τις διατάξεις των ν. 8 παρ.1, κωδ.(7.39), 9 παρ.1 (βασ.50.14) αδιάλειπτος νομή του πράγματος με καλή πίστη επί συνεχή τριακονταετία την οποία (καλή πίστη), όπως συνάγεται από τις διατάξεις των ν. 20 παρ.12 πανδ.(5.8), 27 πανδ.(18.1), 10, 17 και 48 πανδ.(41.3), 3 πανδ. (41.10) και 109 πανδ.(50.16), αποτελεί η ειλικρινής πεποίθηση ότι δια της κτήσεως της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ' ουσίαν δικαίωμα κυριότητας άλλου, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ ο χρόνος της αδιαλείπτου νομής του πράγματος περιορίσθηκε στην εικοσαετία, συνυπολογιζομένου, κατ' αμφότερα τα δίκαια και του χρόνου νομής χρησικτησίας του προκατόχου του νομέως. Προκειμένου δε περί εκτάκτου χρησικτησίας που άρχισε υπό το κράτος του προϊσχύσαντος δικαίου και συμπληρώθηκε υπό τον κώδικα που δεν απαιτεί το στοιχείο της καλής πίστεως του νομέως, είναι απαραίτητη η ύπαρξη της καλής πίστεως για τον μέχρι της ενάρξεως ισχύος του ΑΚ χρόνο (13-2-1946). Την συνδρομή του στοιχείου της καλής πίστης συνάγει ο δικαστής εκ του πράγματος και η κρίση αυτού ότι η νομή ασκήθηκε με καλή πίστη, είναι πλήρης και ορισμένη εμπεριέχουσα καθεαυτή και χωρίς άλλη επεξήγηση την κατά τις προπαρατεθείσες διατάξεις, κοινώς δε κρατούσα, έννοιά της. Κατά δε τις διατάξεις των άρθρων 64 και 65 ΕισΝΑΚ, οι περί χρησικτησίας διατάξεις του ΑΚ εφαρμόζονται από της εισαγωγής του και επί προαρξαμένης χρησικτησίας μη συμπληρωθείσης μέχρι τότε. Στην περίπτωση αυτή η απαιτουμένη εικοσαετία προς συμπλήρωση του χρόνου της έκτακτης χρησικτησίας αρχίζει από της εισαγωγής του ιδίου Κώδικος εκτός εάν ο μακρότερος του προϊσχύσαντος δικαίου χρόνος συμπληρώνεται ενωρίτερα οπότε η χρησικτησία συμπληρώνεται με την παρέλευση του χρόνου αυτού του προϊσχύσαντος δικαίου. Εξάλλου, προκειμένου περί ακινήτων του Δημοσίου, όπως είναι και τα δάση τα οποία είναι εθνικά εκτός των διαλαμβανομένων στα άρθρα 1 και 2 του από 17.11/1/12/1836 β.δ/τος τα οποία υπό προϋποθέσεις θεωρούνται ιδιωτικά, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 18, 24 παρ.1 πανδ. (41.3), 9 εις. (2.9), 2 κωδ.(7.30) και 2 βασ. (50.10) που εφαρμόζονται διαχρονικώς κατά το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ και μη τροποποιηθείσες από τα άρθρα 18 και 21 του από 21 Ιουνίου 1837 νόμου "περί διακρίσεως κτημάτων" εξαιρούνταν της τακτικής, όχι όμως και της έκτακτης χρησικτησίας και επομένως μπορούσε κάποιος να χρησιδεσπόσει και επί δημοσίου κτήματος και να αποκτήσει επ' αυτού την κυριότητα πρωτοτύπως ήτοι με έκτακτη χρησικτησία με την επί συνεχή τριακονταετία άσκηση επ' αυτού νομής με καλή πίστη. Η τριακονταετής όμως νομή έπρεπε να είχε συμπληρωθεί μέχρι την 11 Σεπτεμβρίου 1915 καθόσον μεταγενέστερα τα δημόσια κτήματα εξαιρέθησαν και της εκτάκτου χρησικτησίας όπως προκύπτει από τις διατάξεις του νόμου ΔΞΗ/1912 και των βάσει αυτού εκδοθέντων διαταγμάτων περί δικαιοστασίου, που ίσχυσαν έκτοτε μέχρι και πέραν του έτους 1926 δια των οποίων ανεστάλη κάθε παραγραφή και κάθε νόμιμη και δικαστική προθεσμία επί αστικών διαφορών και του άρθρου 21 του από 2.4/16-5-1926 ν. δ. "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ" διατηρηθέντος σε ισχύ με το άρθρο 53 του ΕισΝΑΚ. Από δε τη διάταξη του άρθρου 1 του β.δ. από 16 Νοεμβρίου 1836 "περί ιδιωτικών δασών", σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 2 και 3 του ιδίου διατάγματος, προκύπτει ότι αναγνωρίζεται η κυριότητα του Δημοσίου σε κάθε έκταση η οποία πριν από την έναρξη της ισχύος του, αποτελούσε δάσος, με εξαίρεση εκείνων για τις οποίες υπήρχε έγγραφη απόδειξη Τουρκικής Αρχής ότι προ του αγώνος ανήκαν σε ιδιώτες και υπό την προϋπόθεση ότι υπεβλήθησαν στην επί των Οικονομικών Γραμματεία οι σχετικοί της ιδιοκτησίας τίτλοι εντός της υπό του άρθρου 3 παρ.1 του ιδίου β.δ/τος οριζομένης ανατρεπτικής προθεσμίας. Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάση της αποφάσεως ιδρύεται όταν από τις αιτιολογίες δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διάταξης που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς και αντιφατικές ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης.
Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση το Εφετείο δέχθηκε μετά από ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Το επίδικο ακίνητο, εμβαδού κατά την αγωγή 463.338 τμ ή 463,338 στρεμμάτων και ακριβούς έκτασης κατά την έκθεση πραγματογνωμοσύνης 463.239,76 τμ, είναι δασόκτημα βρίσκεται στην περιοχή "ΣΤΑΜΑΤΑ" Εκάλης και ειδικότερα στην περιοχή "Κλειόριζα" μεταξύ των οικισμών Εκάλης και Ρέας. Απεικονίζεται με τα στοιχεία 1,2,3,4 ως 31,1 στο τοπογραφικό διάγραμμα που συνοδεύει την προαναφερόμενη έκθεση πραγματογνωμοσύνης και περιγράφεται σε αυτήν (έκθεση πραγματογνωμοσύνης) και συνορεύει, σύμφωνα με αυτήν και κατά τα αναφερόμενα όρια και πλευρικές διαστάσεις, βορειοανατολικά με χωματόδρομο (παλαιά σιδηροδρομική γραμμή ντεκοβίλ), και με ιδιοκτησία κληρονόμων Η., ανατολικά με ιδιοκτησία Τ. Β., και ιδιοκτησία κληρονόμων Η., νότια με ιδιοκτησία Οικοδομικού Συνεταιρισμού Μακεδόνων (πρώην ιδιοκτησία κληρον. Η.), δυτικά με ιδιοκτησία Οικοδομικού Συνεταιρισμού Νέων Μακεδόνων (πρώην ιδιοκτησία κληρ. Η.), με ιδιοκτησία κληρονόμων Η., και με ιδιοκτησία ενάγοντος Οικοδομικού Συνεταιρισμού "Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΙΣ Συν.Π.Ε" (πρώην Οικοδομικός Συνεταιρισμός Νέων Εφέδρων Αξιωματικών Συν.ΙΧΕ), βόρεια με δρόμο, με ιδιοκτησία ενάγοντος και μικρό ρέμα, νοτιοδυτικά με μικρό ρέμα και ιδιοκτησία ενάγοντος και βορειοδυτικά με περιφερειακή οδό Εκάλης (...). Τούτο (επίδικο), αποτελεί τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου με την ονομασία "Πάνω και Κάτω Σταμάτα-Διόνυσος". Το μεγαλύτερο αυτό ακίνητο αποτελούνταν από δύο δασοκτήματα που συνόρευαν μεταξύ τους, και ειδικότερα το δασόκτημα της Σταμάτας και εκείνο του Διονύσου. Πριν από την απελευθέρωση και τη συγκρότηση του Ελληνικού Κράτους τα δύο αυτά δασοκτήματα ανήκαν κατά κυριότητα σε Οθωμανούς και αποτελούσαν τσιφλίκια "χωριά". Μετά την απελευθέρωση το πρώτο δασόκτημα (τσιφλίκι) Σταμάτας, αγόρασε ο Κ. Ζ., Γραμματέας των Εξωτερικών τότε (Υπουργός), για λογαριασμό του Α. Λ., κατ' εντολήν και με χρήματα του τελευταίου, από τους ιδιοκτήτες του Οθωμανούς Μ. Α. υιού του Δ. Μ., Τ. Α. υιού του Μ. Ε., Μ. υιού του Η. Μ., και Μ. Α. και Ο., υιών του Μουφτή Χ. Ε. σύμφωνα με την 528/25/28-6-1834 δήλωση του (Κ. Ζ.), που είναι κατατεθειμένη στην .../1858 πράξη του Συμ/φου Αθηνών Α. Βελισσάριου, και για την πώληση εκδόθηκε η 593/13-2-1842 απόφαση "της επί των πωλήσεων των Οθωμανικών Κτημάτων Επιτροπής" με την οποία αναγνωρίσθηκε κύριος και κάτοχος του τσιφλικιού Σταμάτας ο Κ. Ζ., κατά τα αναγραφόμενα στο Χοτζέτι σύνορα και διατάχθηκε η εκτέλεσή της. Μετά την αγορά του δασοκτήματος αυτού ο Κ. Ζ. παρέδωσε τη νομή και την κατοχή στον Α. Λ., στο όνομα, και για λογαριασμό του οποίου, κατά τα προαναφερόμενα, το αγόρασε. Ο πραγματικός αυτός αγοραστής Α. Λ., νεμήθηκε έκτοτε το κτήμα αυτό της Σταμάτας με διάνοια κυρίου και καλή πίστη μέχρι το θάνατο του που συνέβη το έτος 1850, ασκώντας τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό αυτού πράξεις νομής. Ειδικότερα, παραχωρούσε έναντι μισθώματος τούτο σε τρίτους για θερινή και χειμερινή βοσκή των ποιμνίων τους, καλλιεργούσε τις δεκτικές καλλιέργειας εκτάσεις ο ίδιος ή εκμισθώνοντας σε τρίτους για τον ίδιο σκοπό, προέβαινε σε ξύλευση και στην παραχώρηση δικαιώματος ρητινοσυλλογής σε τρίτους, επέβλεπε ο ίδιος αυτό αυτοπροσώπως και με ιδιωτικούς φύλακες, υποθήκευε το όλο κτήμα. Μετά το θάνατο του (Α. Λ.), η σύζυγος του Λ. Λ. νεμήθηκε το κτήμα αυτό με τον ίδιο τρόπο αφού αναμείχθηκε στη κληρονομιά του συζύγου της που απεβίωσε ως άνω χωρίς διαθήκη και ως επίτροπος του ανήλικου υιού της Θ.. Μετά το θάνατο και του τέκνου αυτού το έτος 1855 χωρίς διαθήκη και όντας άγαμος, η παραπάνω Λ. νεμήθηκε το όλο κτήμα αυτό μόνη της αφού υπεισήλθε στην κληρονομιά του πρώτου (υιού της) κατά το αναλογούν σε αυτόν μερίδιο συνεχίζοντας τις ίδιες πράξεις νομής με διάνοια κυρίας και καλή πίστη. Ειδικότερα, μεταξύ των άλλων, προέβαινε σε παραχώρηση δικαιώματος εγγραφής υποθήκης στο δασόκτημα αυτό σε τρίτους, στη διεξαγωγή δικών με το όμορο ιδιοκτήτη του γειτονικού κτήματος Μπογιατίου Λ. Κ., με τον οποίο τελικά συμβιβάσθηκε και επέβλεπε και προστάτευε αυτό από αυθαίρετες επεμβάσεις τρίτων μέχρι και το έτος 1872, οπότε πώλησε το κτήμα αυτό στον Κ. Β. δυνάμει του υπ' αρ. .../1872 συμβολαίου του Συμ/φου Αθηνών Στ. Ταβανάκη που μεταγράφηκε νόμιμα. Εξάλλου, το άλλο δασόκτημα (τσιφλίκι) του Διονύσου, αγόρασε το 1836 από τον Οθωμανό Σ. Α. υιό του Δ. Α. στον οποίο ανήκε, ο Ι. Π., πρόξενος τότε της Ελλάδας στη Ρωσία, με χοτζέτι. Για την πώληση αυτή εκδόθηκε η 341/1836 απόφαση της άνω "επί των Οθωμανικών Κτημάτων Επιτροπής" με την οποία αναγνωρίσθηκε ο παραπάνω αγοραστής κύριος και κάτοχος του δασοκτήματος αυτού κατά τα αναφερόμενα στο χοτζέτι σύνορα και διατάχθηκε η εκτέλεση της. Έκτοτε ο Ι. Π. και από την περιέλευση στην κατοχή του νεμήθηκε το δασόκτημα αυτό με διάνοια κυρίου και καλή πίστη μέχρι το έτος 1872, ασκώντας τις προσιδιάζουσες στη φύση αυτού πράξεις νομής και ειδικότερα παραχωρώντας τη χρήση αυτού σε τρίτους έναντι μισθώματος με συμβολαιογραφικά έγγραφα είτε για κοπή καυσόξυλων και βοσκή ποιμνίων, είτε για ρητινοσυλλογή και παραγωγή ανθράκων, είτε για καλλιέργεια των καλλιεργήσιμων εκτάσεων, παρέχοντας δικαίωμα σε τρίτους προς εγγραφή υποθήκης σε αυτό, και επιβλέποντας ο ίδιος αυτό αυτοπροσώπως ή με φύλακες. Το έτος 1872 ο Ι. Π. δυνάμει του .../1872 συμβολαίου του Συμ/φου Αθηνών Στ. Ταβανάκη, που μεταγράφηκε νόμιμα, πώλησε το παραπάνω δασόκτημα Διόνυσος στο Κ. Β., στον οποίο, όπως προαναφέρθηκε είχε πωλήσει και η Λ. Λ. το Δασόκτημα Σταμάτας δυνάμει του .../1872 συμβολαίου. Έτσι τα δύο αυτά δασοκτήματα "Επάνω και Κάτω Σταμάτα" και "Επάνω και Κάτω Διόνυσος" που συνόρευαν μεταξύ τους, αποτέλεσαν ένα ενιαίο δασόκτημα. Το ενιαίο αυτό δασόκτημα ο παραπάνω αγοραστής Κ. Β. συνέχισε να κατέχει και να νέμεται με τα ίδια προσόντα όπως και οι δικαιοπάροχοι του με διάνοια κυρίου και καλή πίστη ασκώντας τις ίδιες ως άνω πράξεις νομής των δικαιοπαρόχων του, ενώ μάλιστα το έτος 1877 παραχώρησε δικαίωμα εγγραφής υποθήκης υπέρ της Γενικής Πιστωτικής Τράπεζας στο όλο ενιαίο κτήμα. Στη συνέχεια αυτός πώλησε το όλο ενιαίο κτήμα (δασοκτήματα Σταματάς και Διονύσου) δυνάμει του .../1877 συμβολαίου του Συμ/φου Αθηνών Γεωργίου Γρυπάρη, που μεταγράφηκε νόμιμα, στην Ε. Μ. συζ. Δ. Σ.. Η τελευταία νεμήθηκε το όλο ενιαίο κτήμα με τα ίδια προσόντα όπως και οι δικαιοπάροχοι της, μέχρι το θάνατο της που επήλθε στις 28-6-1877 χωρίς να αφήσει διαθήκη και τέκνα. Στην κληρονομιά αυτής υπεισήλθαν και αναμείχθηκαν με πρόθεση κληρονόμων οι αδελφοί της Α., Δ., Μ. και Σ. Ι.Β Μ., οι αδελφές της Λ. συζ. Ρ., Κ. συζ. Ρ. και Α. συζ. Β. το γένος Μ. και η μητέρα της Α. χήρα Ι.Β Μ.. Οι ανωτέρω συνέχισαν να νέμονται το ενιαίο κτήμα με διάνοια κυρίου και καλή πίστη ασκώντας τις ίδιες πράξεις νομής όπως και οι δικαιοπάροχοι τους αυτοπροσώπως ή δια αντιπροσώπων τους, μεταξύ των άλλων, με την εκμίσθωση σε τρίτους για παραγωγή άσβεστου και βοσκή. Στη συνέχεια δυνάμει του .../1883 συμβολαίου του Συμ/φου Αθηνών Γ. Γρυπάρη, που μεταγράφηκε νόμιμα, οι προαναφερόμενοι κληρονόμοι της Ευφροσύνης συζ. Δ. Σ. πώλησαν το ενιαίο ως άνω δασόκτημα όπως περιγράφεται στο .../1877 συμβόλαιο του άνω Συμ/φου, στον Α. Η.. Ο νέος αυτός αγοραστής του όλου δασοκτήματος Α. Η., έκτοτε συνέχισε να νέμεται το όλο δασόκτημα με τα ίδια προσόντα όπως και οι δικαιοπάροχοί του, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, δηλαδή (ως προς την τελευταία) με την ειλικρινή πεποίθηση ότι νεμόμενος το ακίνητο που είχε αγοράσει και είχε περιέλθει στους δικαιοπαρόχους του δυνάμει των παραπάνω ειδικών και καθολικών διαδοχών δεν έβλαπτε το δικαίωμα κυριότητας άλλου επί αυτού και ιδία του Ελληνικού, Δημοσίου, όπως ως άνω η καλή πίστη και με την παραπάνω έννοια συνέτρεχε και στα πρόσωπα ως άνω των δικαιοπαρόχων του. Ειδικότερα, ο Α. Η. εκμίσθωνε το όλο δασόκτημα η συγκεκριμένα τμήματα του σε τρίτους για βοσκή, εξαγωγή ρητίνης, εξόρυξη μαρμάρων, χορηγούσε δικαίωμα προς εγγραφή υποθήκης σε τρίτους δανειστές του (Εθνική Τράπεζα και ιδιώτες), παραχωρούσε το δικαίωμα λατόμησης τμημάτων αυτού, παραχωρούσε τμήματα αυτού χάριν συμβιβασμού επίσης σε τρίτους, επέβλεπε το όλο κτήμα αυτοπροσώπως είτε με αντιπροσώπους του είτε με ιδιωτικούς φύλακες, καλλιεργούσε τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις και εμπόδιζε κάθε αυθαίρετη επέμβαση τρίτου. Το έτος 1903 ο Α. Η. δυνάμει του .../1903 συμβολαίου του Συμ/φου Αθηνών Τάσσου Οικονόμου, που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε, λόγω νέμησης, το κτήμα αυτό στα τέκνα του Θ. και Η. κατά ποσοστό 1/2 εξ αδαιρέτου στο καθένα. Τα τέκνα αυτά συνέχισαν τις ίδιες πράξεις νομής επί του ενιαίου δασοκτήματος και κατά το αναλογούν σε καθένα ποσοστό με τα ίδια προσόντα όπως και οι δικαιοπάροχοι τους, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη μέχρι και το θάνατο τους, που επήλθε τα έτη 1935 και 1964 αντίστοιχα. Ειδικότερα, αυτοί, μεταξύ άλλων, παραχώρησαν ως κύριοι δικαίωμα εγγραφής υποθήκης υπέρ της Τράπεζας Αθηνών και υπέρ της Εθνικής Τράπεζας επί ολοκλήρου του κτήματος, άσκησαν αιτήσεις λήψης ασφαλιστικών μέτρων περί νομής κατά τρίτων καταπατητών, εκμίσθωναν αυτό σε τρίτους για συλλογή ρητίνης, ξύλευση, δημιουργία ασβεστοκάμινων, βοσκή ποιμνίων, καλλιέργεια καλλιεργήσιμων εκτάσεων, ανόρυξη μαρμάρων, οι ίδιοι αναγνωρίσθηκαν δικαιούχοι αποζημίωσης για απαλλοτρίωση αγροτικών εκτάσεων, που περιλαμβάνονται μέσα στα όρια του όλου δασοκτήματος, προς αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών και προσφύγων το έτος 1925, επίσης ζήτησαν και έλαβαν άδειες κατάτμησης για την εκποίηση τμημάτων σε τρίτους και άδειες υλοτομίας και γενικά ασκούσαν όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του ακινήτου πράξεις νομής. Μετά το θάνατο του Θ. Α. Η. το έτος 1935, όπως προαναφέρθηκε, χωρίς διαθήκη, υπεισήλθαν στην κληρονομιά και αναμείχθηκαν σε αυτήν τα τέκνα του Χ., Α. και Κ. Θ. Η., Σ. συζ. Π. το γένος Θ. Η. και Φ. συζ. Γ. Χ. το γένος Θ. Η., αφού η σύζυγος του Ι. παραιτήθηκε από την κληρονομιά με την 302/1935 πράξη ενώπιον του Γραμματέα Πρωτοδικών Αθηνών. Οι παραπάνω κληρονόμοι συνέχισαν να ασκούν τις ίδιες διακατοχικές πράξεις νομής όπως και οι δικαιοπάροχοι τους με τα αυτά προσόντα, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη μέχρι την έναρξη ισχύος του Αστικού Κώδικα (23-2-1946), και ανεξάρτητα από την καλή πίστη έκτοτε και κατά το αναλογούν σε καθένα ποσοστό εξ αδιαιρέτου επί του όλου κτήματος. Εξάλλου, ο άλλος συνιδιοκτήτης Η. Α. Η., που όπως αναφέρθηκε απεβίωσε το έτος 1964, κληρονομήθηκε από τους Δ. χα Η. Η., Ε. Η. Η., Δ. θυγ. Η. Η. συζ. Π. Α., Χριστίνα θυγ. Χ. Η. και Χ. θυγ. Χ. Η. δυνάμει των από 7-6-1948 και 15-10-1959 ιδιόγραφων διαθηκών που δημοσιεύθηκαν νόμιμα και κηρύχθηκαν κυρίες. Οι κληρονόμοι αυτοί αποδέχθηκαν την ανωτέρω κληρονομιά με την .../1965 πράξη αποδοχής κληρονομιάς ενώπιον του Συμ/φου Αθηνών Ι. Παπαγιάννη που μεταγράφηκε νόμιμα, και συνέχισαν να ασκούν κατά το αναλογούν σε καθέναν ποσοστό εξ αδιαιρέτου, με διάνοια κυρίου τις αυτές πράξεις νομής όπως και οι δικαιοπάροχοι τους. Στη συνέχεια το έτος 1972, οι προαναφερόμενοι κληρονόμοι των αδελφών Η. Α. Η. και Θ. Λ. Η. δυνάμει των .../1972 και .../1972 αγοραπωλητηρίων συμβολαίων του Συμ/φου Μαραθώνα Σταύρου Γ. Παπαδογεώργη, που μεταγράφηκαν νόμιμα, μεταβίβασαν λόγω πώλησης στη Μ. συζ. Γ. Κ. σε εκτέλεση του .../1963 προσυμφώνου συμβολαίου του Συμ/φου Αθηνών Κων/νου Κανακάρη,, όπως τροποποιήθηκε με την .../1965 πράξη του ιδίου Συμ/φου, το 1/2 εξ αδιαιρέτου (αντίστοιχα οι κάθε κληρονόμοι) τμήμα του πιο πάνω δασοκτήματος "Σταμάτα-Διόνυσος", στη θέση "Κλειόριζα" μεταξύ των οικισμών Εκάλης και Ρέας, εμβαδού 465 περίπου στρεμμάτων κατά τους τίτλους, στους οποίους γίνεται σαφής και ακριβής αναφορά των ορίων και του εμβαδού σε τμ με εξαίρεση έκταση που περιλαμβάνεται σε αυτό 1662 τμ. περίπου που είχε απαλλοτριωθεί υπέρ της ΔΕΗ, και ακριβούς έτσι πωληθείσας έκτασης 463.239,76 τμ, για την οποία (πώληση) είχε χορηγηθεί προηγουμένους άδεια κατάτμησης από το Υπουργείο Γεωργίας (υπ' αρ. 79306/798/1967 έγγραφο του Υπουργείου Γεωργίας - Δ/νση Δασών). Η τελευταία (Μ. Κ.) συνέχισε να ασκεί από την περιέλευση σε αυτή του εν λόγω τμήματος του ενιαίου δασοκτήματος των 463.239,76 τμ τις ίδιες πράξεις νομής των δικαιοπαρόχων της με διάνοια κυρίου. Ακολούθως, η Μ. Κ. δυνάμει των .../1972 και .../1972 συμβολαίων του ίδιου ως άνω Συμ/φου, που μεταγράφηκαν νόμιμα, μεταβίβασε λόγω πώλησης στον ενάγοντα Συνεταιρισμό με την επωνυμία "ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΙΣ ΣΥΝ. Π.Ε" πρώην "Ν. Εφέδρων Αξιωματικών" το πιο πάνω αγορασθέν τμήμα του δασοκτήματος, όπως τούτο περιγράφεται στα παραπάνω συμβόλαια και εμφαίνεται και στο προσαρτημένο σε αυτά από 9-10-1971 σχεδιάγραμμα των μηχανικών Γ. Γ. και Τ. Β. και περιγράφεται ως άνω στη έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος ως πραγματογνώμονα Δ. Α. και το σχεδιάγραμμα που τη συνοδεύει με ελάχιστες αποκλίσεις ως προς τις πλευρικές διαστάσεις κατά τον πραγματογνώμονα ως άνω, που είναι το επίδικο με όρια τα αναγραφόμενα στην αρχή της παρούσας. Ο ενάγων Οικοδομικός Συνεταιρισμός, από την περιέλευση σε αυτόν του εν λόγω επίδικου τμήματος, που αποτελεί κατά τα ως άνω τμήμα του μεγαλύτερου ενιαίου δασοκτήματος, όπως προαναφέρθηκε, κατείχε και νεμόταν τούτο συνεχίζοντας τις ίδιες πράξεις νομής των δικαιοπαρόχου του με διάνοια κυρίου μέχρι την άσκηση της αγωγής. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, δια των εκπροσώπων του επέβλεπε το αγορασθέν τμήμα, προέβαινε σε καταμετρήσεις και τοπογραφήσεις, στην οριοθέτηση και αποκατάσταση των ορίων του, στην παρεμπόδιση τρίτων επιχειρούντων οποιαδήποτε προσβολή, στη λήψη μέτρων δια την πρόληψη πυρκαϊάς και σειρά ενεργειών για την ένταξη του κτήματος στο ρυμοτομικό σχέδιο και για υδροδότηση. Κατά την άσκηση των προαναφερόμενων πράξεων νομής από τον ενάγοντα, αυτός ουδόλως ενοχλήθηκε από κάποιον και ιδία από το εναγόμενο-εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο και τα δασικά όργανα του τελευταίου, ενώ ουδείς από τους προαναφερόμενους άμεσους, απώτερους και απώτατους δικαιοπαρόχους του ενάγοντος κατά τη σειρά που προεκτέθηκαν παρακωλύθηκε στην άσκηση των προαναφερόμενων πράξεων από το Ελληνικό Δημόσιο, ή αμφισβητήθηκε από το τελευταίο ο ιδιωτικός χαρακτήρας του παραπάνω μεγαλύτερου δασοκτήματος (τμήμα του οποίου αποτελεί το επίδικο), που το τελευταίο (Ελληνικό Δημόσιο) αναγνώριζε ως ιδιωτική δασική έκταση τουλάχιστον μέχρι το έτος 1979. Έτσι, με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά ο εναγών κατέστη κύριος του επίδικου κτήματος σε κάθε περίπτωση κατά την ερευνόμενη στον παρόντα βαθμό βάση της έκτακτης χρησικτησίας (που έγινε δεκτή από το Α/βάθμιο Δικαστήριο), τα στοιχεία της οποίας συνέτρεχαν στο πρόσωπο του ιδίου και των δικαιοπαρόχων του αναδρομικά επί τόσο μακρύ χρονικό διάστημα πριν από το έτος 1915 και δη από το έτος 1836 και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον από το έτος 1883 μέχρι την 11-9-1915 (ήτοι 30 χρόνια πριν), οι οποίοι (δικαιοπάροχοι του) νέμονταν το μεγαλύτερο δασόκτημα, τμήμα του οποίου αποτελεί το επίδικο, το οποίο περιλαμβανόταν στους τίτλους τους, με βάση τις παραπάνω διαδοχικές ειδικές και καθολικές διαδοχές, διαδοχικά κατά τις διακρίσεις που αναφέρθηκαν, συνεχώς και αδιαλείπτως με διάνοια κυρίου και καλή πίστη και κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, και στη συνέχεια ο ενάγων στον τίτλο του οποίου περιλαμβάνεται το επίδικο με τα ίδια προσόντα και ανεξάρτητα από την καλή πίστη μετά την ισχύ του Αστικού Κώδικα. Το γεγονός δε ότι για το μεγαλύτερο δασόκτημα "Σταμάτας -Διονύσου", τμήμα του οποίου κατά τα προαναφερόμενα αποτελεί το επίδικο, και για τα δασικά αυτού τμήματα κατά τα προαναφερόμενα, δεν τηρήθηκε η διαδικασία του από 17/29-11-1836 ΒΔ (νόμου) "περί ιδιωτικών δασών", δηλαδή δεν προσήχθηκαν τίτλοι ιδιοκτησίας στην επί των Οικονομικών Γραμματεία εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός έτους από τη δημοσίευση του άνω Β.Δ/τος, είχε μεν ως συνέπεια να θεωρούνται αυτά εθνικά (δημόσια), όμως και σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα νομική σκέψη της παρούσας χωρεί έκτακτη χρησικτησία και κτήση κυριότητας και επί δημοσίων δασών με τις προϋποθέσεις που προαναφέρθηκαν (30ής νομής συμπληρούμενη μέχρι και την 11-9-1915 με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, με συνυπολογισμό ίδιας νομής δικαιοπαρόχων εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος), όπως στην προκείμενη περίπτωση όπου η 30ής νομή με τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις είχε συμπληρωθεί μέχρι την 11-9-1915 στα πρόσωπα των απώτατων και απώτερων δικαιοπαρόχων του ενάγοντος και σε κάθε περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, στα πρόσωπα των αδελφών Θ. και Η. Α. Η., που είχαν έτσι καταστεί κύριοι με συνυπολογισμό τουλάχιστον από το έτος 1883 της ίδιας νομής του πατέρα τους Α. Η.". Ακολούθως, το Εφετείο δέχθηκε την αγωγή του αναιρεσιβλήτου ως κατ' ουσίαν βάσιμη, επικυρώνοντας την εκκαλουμένη απόφαση που είχε εκφέρει όμοια κρίση. Έτσι, όπως έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση εξαιτίας αντιφατικών ή ανεπαρκών αιτιολογιών, αφού εξέθεσε με πληρότητα χωρίς αντιφάσεις και με σαφήνεια τα πραγματικά γεγονότα που δέχτηκε ως αποδεικνυόμενα και ειδικότερα δέχθηκε ότι η άμεση δικαιοπάροχος του αναιρεσιβλήτου Συνεταιρισμού Μ. συζ. Γ. Κ. ως και οι δικαιοπάροχοι της νεμήθηκαν το επίδικο ακίνητο με διάνοια κυρίου συνεχώς και αδιαλείπτως από το έτος 1836 άλλως τουλάχιστον από το έτος 1883 και μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής, ενεργώντας επάνω σ' αυτό, δυνάμει των αναφερομένων εκεί τίτλων, τις μνημονευόμενες εμφανείς υλικές πράξεις δηλωτικές διάνοιας κυρίου αλλά και με καλή πίστη, έχοντα δηλαδή την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του επιδίκου ακινήτου, δεν προσβάλλεται κατ' ουσίαν δικαίωμα κυριότητας επ' αυτού άλλου προσώπου και ειδικότερα του Ελληνικού Δημοσίου μέχρι την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (23-2-1946) και ανεξαρτήτως καλής πίστεως μετά την εισαγωγή του ΑΚ στη συνέχεια το Εφετείο, έκρινε ότι αφού συμπληρώθηκε μέχρι 11 Σεπτεμβρίου 1915 τριακονταετής καλόπιστη νομή με διάνοια κυρίου επί του επιδίκου ακινήτου στο πρόσωπο της δικαιοπαρόχου του αναιρεσιβλήτου Συνεταιρισμού Μ. Κ. και των δικαιοπαρόχων της, η τελευταία απέκτησε κυριότητα επί του επίδίκου ακινήτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας ακόμη και αν το επίδικο ακίνητο έχει ή είχε το χαρακτήρα δάσους ή χορτολιβαδικής έκτασης ή ανήκε πριν, προ δηλαδή της ενάρξεως της χρησικτησίας, στο Ελληνικό Δημόσιο. Δεν ήταν δε απαραίτητο για την πληρότητα της αιτιολογίας η περαιτέρω εξειδίκευση α)των επί μέρους πράξεων νομής σε κάθε μέρος της μείζονος εκτάσεως και ειδικότερα σε ποιο τμήμα αυτής ασκούνταν διακατοχικές πράξεις που προσιδιάζουν σε καλλιεργήσιμη έκταση και ποιο τμήμα εκείνες που προσιδιάζουν σε δασική έκταση αφού, κατά τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως πρόκειται περί ενιαίας εκτάσεως και ο φυσικός εξουσιασμός των δικαιοπαρόχων του ενάγοντος Συνεταιρισμού και το πνευματικό στοιχείο της νομής επεκτεινόταν σε όλη την έκταση των 80.000 στρεμμάτων εντός της οποίας εμπίπτουν και τα επίδικα εδαφικά τμήματα και β)η περαιτέρω εξειδίκευση των περιστατικών από τα οποία το Εφετείο συνήγαγε τη δικανική κρίση περί της συνδρομής του στοιχείου της καλής πίστης. Επομένως, οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις από το άρθρο 559 αρ.19 ΚΠολΔ που προβάλλονται με τους τρίτο και τέταρτο κατά το πρώτο σκέλος του λόγους αναίρεσης είναι απορριπτέες ως αβάσιμες. Ο τέταρτος λόγος κατά τα λοιπά προσβάλλει τις ως άνω παραδοχές του Εφετείου ως εσφαλμένες κατ' ουσίαν και είναι απορριπτέος, ως πλήττων την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του Εφετείου, ως απαράδεκτος. Κατ' ακολουθία των παραπάνω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου (άρθρα 183 και 176 ΚΠολΔ), μειωμένη κατά τα άρθρα 22 παρ.1 και 3 ν. 3693/1957 που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ.18 ΕισΝΚΠολΔ, 5 παρ.12 ν. 1738/1987 και 2 της Υ.Α. 134423/1992 (Οικονομικών και Δικαιοσύνης) όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 21-3-2011 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου κατά του Οικοδομικού Συνεταιρισμού Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία "ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΙΣ ΣΥΝ.ΠΕ" περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 5088/2010 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία καθορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Φεβρουαρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Μαρτίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή