Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1723 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Δυσφήμηση απλη.




Περίληψη:
Δυσφήμηση απλή. Καταδικαστική απόφαση Τριμελούς Εφετείου. Αίτηση αναιρέσεως αμφοτέρων των καταδικασθέντων κατηγορουμένων. Απόρριψη λόγων αναιρέσεων για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για να στηρίξει την κρίση του για τα περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και ως προς τη συνδρομή του στοιχείου του δόλου των ότι τα γεγονότα που διέδωσαν ότι δωροδοκείτο ανεξάρτητα από την άγνοια των ότι αυτά που ισχυρίσθηκαν κατά τη διάρκεια της εξετάσεώς των σε άλλη ποινική δίκη με κατηγορούμενο εκείνο τον υπάλληλο είχα πληροφορηθεί από τρίτον ότι ήταν ψευδή. Από παραδρομή παρετέθη εσφαλμένως το εφαρμοστέο άρθρο 362 ΠΚ σε ορισμένα σημεία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ενώ παρατίθεται σωστά στο περί ποινής κεφάλαιο αυτής και δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠΔ. Απορρίπτεται δε ως αβάσιμος ο λόγος για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου από την εσφαλμένη αυτή παράθεση του σχετικού άρθρου της εφαρμοσθείσης ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Απορρίπτει αίτηση αναιρέσεως.




Αριθμός 1723/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Οκτωβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση
των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1 και 2. Χ2, κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Μιχαήλ Τζανόγλου, περί αναιρέσεως της 170/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., που δεν παρέστη.
Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Μαρτίου 2010 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 395/2010.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 362 εδάφ. α' του ΠΚ, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, απαιτούνται, αντικειμενικώς, ισχυρισμός ενώπιον τρίτου ή διάδοση για κάποιον άλλον γεγονότος, το οποίο είναι πρόσφορο (κατάλληλο) κατ' αντικειμενική κρίση (την κοινή αντίληψη) να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφ' ενός μεν τη γνώση, ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, αφετέρου δε τη θέληση ή την αποδοχή του δράστη να προβεί σε αυτόν το βλαπτικό της τιμής ή της υπολήψεως ισχυρισμό ή διάδοση. Η διαφορά δε μεταξύ ισχυρισμού και διαδόσεως του δυσφημιστικού γεγονότος, συνίσταται στο ότι, στην μεν πρώτη περίπτωση, ο δράστης ανακοινώνει το γεγονός αυτό ως δική του πεποίθηση, ανεξαρτήτως του τρόπου που δημιουργήθηκε αυτή, στη δε δεύτερη περίπτωση, ο δράστης μεταδίδει περαιτέρω ισχυρισμό άλλου περί γεγονότος, χωρίς να υιοθετεί τον εν λόγω ισχυρισμό. Γεγονός πρόσφορο να βλάψει την τιμή και την υπόληψη άλλου, είναι υπό την έννοια του άρθρου 362 ΠΚ, κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, αλλά και κάθε συγκεκριμένη κατάσταση ή συμπεριφορά αναγόμενη στο παρελθόν ή το παρόν η οποία υποπίπτει στις αισθήσεις και μπορεί να αποδειχθεί, αντίκειται δε στο νόμο, την ηθική και την ευπρέπεια, ακόμη δε στο νόμο, την ηθική και την ευπρέπεια, ακόμη δε και κάθε συγκεκριμένη συμπεριφορά ή σχέση προσώπου, εφόσον συνάπτεται άμεσα με κάτι που έχει συμβεί. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης, αξιολογικής κρίσεως και χαρακτηρισμοί, όταν συνδέονται και σχετίζονται με συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία συνιστούν γεγονός, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα και στη συγκεκριμένη περίπτωση να συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας του θιγομένου. Απλές όμως κρίσεις, γνώμες και χαρακτηρισμοί που ενέχουν αμφισβήτηση, κατά την κοινή αντίληψη της κοινωνικής ή ηθικής αξίας του παθόντος ή εκδήλωση καταφρόνησης ή ονειδισμού αυτού (χωρίς να συνδέονται με συγκεκριμένο γεγονός) είναι δυνατό να θεμελιώσουν το έγκλημα της εξυβρίσεως. Περαιτέρω από το άρθρο 366 §1 εδ. α' ΠΚ, προκύπτει ότι αν αποδεικνύεται ότι το γεγονός που διέδωσε ή ισχυρίσθηκε ο δράστης και που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη κάποιου άλλου είναι αληθές, δεν στοιχειοθετεί το έγκλημα της δυσφημήσεως, ενώ εάν υπάρχουν αμφιβολίες περί της αλήθειας, συντρεχόντων και των λοιπών όρων, στοιχειοθετείται το έγκλημα αυτό, εκτός αν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 367 §1 ΠΚ. Εξ άλλου, η καταδικαστική απόφαση στερείται της από τις διατάξεις των άρθρων 93 §3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως, όταν δεν αναφέρονται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα, από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις και νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους τα περιστατικά αυτά υπήχθησαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, ενώ έλλειψη της αιτιολογίας αυτής υπάρχει όταν η έκθεση των πραγματικών περιστατικών που δέχεται το δικαστήριο ως αποδειχθέντα έρχεται σε αντίφαση με εκείνα τα οποία αναφέρονται στο διατακτικό και για τα οποία καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος.
Όσον αφορά το δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 §1 ΠΚ για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται κατά το άρθρο 27 §1 του ιδίου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών, που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιοποίνου πράξεως, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, παραθέσεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία στην κυρία αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή, όταν ο νόμος δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου όπως επί αμέσου ή και όταν πρόκειται για ενδεχόμενο οπότε η αιτιολογία πρέπει να είναι ειδική τόσο ως προς την ύπαρξή του και κατά το στοιχείο προβλέψεως του εγκληματικού αποτελέσματος όσο και κατά το στοιχείο αποδοχής του. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη στο σύνολό τους και όχι ορισμένα από αυτά κατ' επιλογή, για το σχηματισμό της δικανικής πεποιθήσεως, αρκεί δε να μνημονεύονται όλα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.) χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά ή να γίνεται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους ή να συγκρίνονται το ένα με το άλλο ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 510 §1 στοιχ. Ε' Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως, αποτελεί και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφαρμόσθηκε όπως και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως που ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε κατ' έφεση, με την προσβαλλόμενη 170/2010 απόφασή του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει (ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, ένορκες καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, έγγραφα που αναγνώσθηκαν και απολογίες των κατηγορουμένων), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, σε σχέση με την αποδιδόμενη στους αναιρεσείοντες πράξη της απλής δυσφημήσεως, μετά την παράθεση νομικών σκέψεων παρομοίων με τις αναφερόμενες στην αρχή της παρούσης.
"Ο πολιτικώς ενάγων (Ψ) τον Νοέμβριο του 2003 ήταν μόνιμος υπάλληλος του Δασαρχείου ... με την ιδιότητα του δασολόγου - προϊσταμένου του τμήματος δασοτεχνικών έργων, σήμερα δε είναι δασάρχης του παραπάνω δασαρχείου. Στα πλαίσια των καθηκόντων του και κατόπιν σχετικής παραγγελίας του τότε δασάρχη Κασσάνδρας ..., που δόθηκε σε εκτέλεση παραγγελίας του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Χαλκιδικής, μετέβη στις 23-11-2001 μαζί με το δασοφύλακα του δασαρχείου ... Λ, στο ακίνητο συνιδιοκτησίας κατά 50% εξ αδιαιρέτου του Χ1(πρώτου κατηγορουμένου) και της συζύγου του Χ2 (δεύτερης κατηγορουμένης), το οποίο συνορεύει με δημόσιο δάσος, προκειμένου να διενεργήσουν αυτοψία για τη διαπίστωση καταγγελθεισών παραβάσεων. Κατά τη διενέργεια της ανωτέρω αυτοψίας, ο πολιτικώς ενάγων διαπίστωσε ότι οι κατηγορούμενοι είχαν φυτέψει σε δημόσια εποικιστική έκταση καλλωπιστικούς θάμνους. Μετά από αυτή τη διαπίστωση ο πολιτικώς ενάγων (Ψ) έκανε συστάσεις στον πρώτο κατηγορούμενο να απομακρυνθούν τα φυτά αυτά από τον παραπάνω χώρο (της δημόσιας εποικιστικής δασικής έκτασης) διότι σε διαφορετική περίπτωση θα υφίσταντο (οι κατηγορούμενοι) τις συνέπειες του νόμου και ειδικότερα ότι θα ακολουθούταν η προβλεπόμενη από το νόμο διοικητική διαδικασία με την έκδοση πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής καθώς και η υποβολή σχετικής μηνύσεως. Ο πρώτος κατηγορούμενος όμως, παρά την υπόσχεσή του, να μεταφέρει τα φυτά του στην υποδειχθείσα από τον πολιτικώς ενάγοντα (και τότε δασολόγο) περιοχή μέσα σε δέκα (10) ημέρες, αθέτησε την υπόσχεσή του και δεν απομάκρυνε τα φυτά από την εν λόγω δασική έκταση όπως αυτό διαπιστώθηκε κατά την επιτόπια μετάβαση στο χώρο αυτό από τον μάρτυρα κατηγορίας-δασοφύλακα Λ. Για το λόγο αυτό εκδόθηκε το προβλεπόμενο από το νόμο πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής και υποβλήθηκε μήνυση σε βάρος του πρώτου κατηγορουμένου. Ο πρώτος κατηγορούμενος (Χ1) υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Χαλκιδικής έγκληση κατά του πολιτικώς ενάγοντος (Ψ) με την οποία τον κατεμήνυσε για απειλή. Στη μήνυσή του αυτή ο πρώτος κατηγορούμενος απέδιδε στον τώρα εγκαλούντα ότι στις 23-11-2001 απηύθυνε σ' αυτόν (πρώτο κατηγορούμενο) τις φράσεις: "άκου να σου πω, όταν θα πάμε στα δικαστήρια, εκεί θα σε κάψω, θα σε τσακίσω, θα σε στίψω, θα σε αναγκάσω να πουλήσεις ότι έχεις και δεν έχεις, για να πληρώσεις τα πρόστιμα στην Πολεοδομία". Μετά την ανωτέρω μήνυση, ασκήθηκε σε βάρος του εγκαλούντος, ποινική δίωξη για την πράξη της απειλής. Κατά τη συνεδρίαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Κασσάνδρας, στις 3-2-2003, ο πρώτος κατηγορούμενος (Χ1) καταθέτοντας ως πολιτικώς ενάγων ισχυρίστηκε για τον τώρα εγκαλούντα και τότε κατηγορούμενο (Ψ) τα εξής: "Εγώ πιστεύω ότι ο κατηγορούμενος, φέρεται έτσι σε μένα γιατί τους έχει δωροδοκήσει ο γείτονάς μου ο κ. Φ, ο οποίος κόβει δέντρα του παρακείμενου σ' αυτόν δάσους ... το πιστεύω μου αυτό για το γεγονός δηλαδή ότι ο κατηγορούμενος δωροδόθηκε, το ενισχύει και ο ίδιος ο κ. Φ με τα λεγόμενά του. Συγκεκριμένα ο ίδιος ο κ. Φ ενώπιον και 2 αστυνομικών δήλωσε ότι δωροδόκησε τους υπαλλήλους του Δασαρχείου και έτσι δεν μπορούν να του κάνουν τίποτα...". Η δεύτερη κατηγορουμένη (Χ2) καταθέτοντας ως μάρτυρας ενώπιον του παραπάνω δικαστηρίου (Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Κασσάνδρας) στην προαναφερθείσα συνεδρίαση (3-2-2003) ανέφερε για τον εγκαλούντα Ψ μεταξύ των άλλων και τα εξής: "Παρουσία αστυνομικών ο κ. Φ είπε ότι έδωσε 10.000.000 δρχ. στο δασαρχείο για να γίνει η διάνοιξη. Αυτό και μόνο το γεγονός ότι ακούγονται τόσες φήμες σχετικά με τον κατηγορούμενο, ότι χρηματίζεται, μας κάνει να καταλάβουμε το λόγο που γίνονται όλα αυτά...". Τελικά ο τότε κατηγορούμενος για την πράξη της απειλής και τώρα εγκαλών Ψ αθωώθηκε για την αποδιδόμενη σ' αυτόν πράξη (απειλής). Όπως αποδείχθηκε από όλα τα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία, όλα τα παραπάνω γεγονότα που ισχυρίστηκαν και διάδωσαν οι κατηγορούμενοι στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Κασσάνδρας, στις 3-2-2003, με κατηγορούμενο τον Ψ (για την πράξη της απειλής) ήταν παντελώς ψευδή, αφού ο εν λόγω υπάλληλος του δασαρχείου ... (Ψ) ήταν σε όλη τη σταδιοδρομία του τίμιος και ευσυνείδητος με αυστηρή προσήλωση στα υπηρεσιακά του καθήκοντα, χωρίς να δώσει οιαδήποτε αφορμή σε τρίτους για οιαδήποτε παραβατική συμπεριφορά, ουδέποτε δε κατηγορήθηκε για το σοβαρό αδίκημα της δωροδοκίας, ή οποιασδήποτε άλλης αξιόποινης πράξεως. Οι κατηγορούμενοι όμως όπως αποδείχθηκε, δεν γνώριζαν ότι όλα τα παραπάνω από αυτούς κατατεθέντα γεγονότα είναι ψευδή, γιατί τα γεγονότα αυτά τα είχαν πληροφορηθεί από τρίτο πρόσωπο και συγκεκριμένα από κάποιον ονόματι Φ, ο οποίος ήταν κύριος όμορου με τους κατηγορουμένους ακινήτου στην περιοχή της .... Όμως οι κατηγορούμενοι γνώριζαν πολύ καλά ότι τα όσα γεγονότα ισχυρίστηκαν και διέδωσαν ενώπιον του ως άνω Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Κασσάνδρας ήταν πρόσφορα να βλάψουν την τιμή, την υπόληψη καθώς και την επαγγελματική υπόσταση του εγκαλούντος ως δασοφύλακα. Εξάλλου οι κατηγορούμενοι ήθελαν να ισχυριστούν και να διαδώσουν και διέδωσαν πράγματι ενώπιον τρίτων όπως είναι ο δικαστής, ο εισαγγελέας, ο γραμματέας καθώς και οι παρευρισκόμενοι στην αίθουσα του ακροατηρίου όλα τα προαναφερόμενα βλαπτικά για την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος γεγονότα. Πρέπει να επισημανθεί πως ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι ισχυρίστηκαν τα εν λόγω γεγονότα στηριζόμενοι σε πληροφορίες τρίτου, όπως είναι στην προκειμένη περίπτωση ο Φ, ούτε ακόμη και αν οι κατηγορούμενοι δεν υποστηρίζουν πως η πληροφορία που διέδωσαν ότι είναι αληθινή. Σημασία έχει εν προκειμένω ότι ενώ δέχθηκαν την πληροφορία του τρίτου (Φ) και ενώ γνώριζαν ότι τα γεγονότα που τους μετέφερε αυτός, σχετικά με τον εγκαλούντα (Ψ) ήταν ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του τελευταίου παρά ταύτα αποδέχθηκαν να ισχυριστούν αυτά τα γεγονότα στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Κασσάνδρας (στη συνεδρίαση της 3-2-2003). Άλλωστε οι κατηγορούμενοι είχαν κάθε δυνατότητα να προβούν σε περαιτέρω έρευνα και να ζητήσουν να γίνει διασταύρωση των πληροφοριών που τους μετέδωσε ο γείτονάς τους (Φ σχετικά με το ηθικό ποιόν αλλά και την άμεπτη ή μη υπηρεσιακή συμπεριφορά του εγκαλούντος και όχι αβασάνιστα να ισχυριστούν και διαδώσουν τα προαναφερόμενα γεγονότα ενώπιον τρίτων τα οποία ήταν οπωσδήποτε ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος. Για όλους τους παραπάνω λόγους το δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι στοιχειοθετείται τόσο αντικειμενικά, όσο και υποκειμενικά η αποδιδόμενη στους κατηγορουμένους πράξη της (απλής) δυσφήμησης (άρθρο 262 ΠΚ) και συνεπώς και οι δύο κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι όπως και πρωτοδίκως".
Με βάση τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ενόχους του ήδη αναιρεσείοντες κατηγορουμένους της πράξεως της απλής δυσφημήσεως και ειδικότερα του ότι στην ...στις 3-2-2003 και στην αίθουσα συνεδριάσεων του Ειρηνοδικείου Κασσάνδρας, κατά τη συνεδρίαση του Μεταβατικού Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Κασσάνδρας, με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτων, ισχυρίσθηκαν για κάποιον άλλον και συγκεκριμένα για τον εγκαλούντα Ψ, Δασολόγο-Προϊστάμενο του Τμήματος Δασοτεχνικών Έργων του Δασαρχείου ..., ψευδές γεγονός, που μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψή του. Συγκεκριμένα, ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου και των παρευρισκομένων στο ακροατήριο διαδίκων άλλων υποθέσεων κατά την επιδίκαση της ποινικής υποθέσεως για απειλή με κατηγορούμενο τον ανωτέρω εγκαλούντα, ισχυρίστηκαν για τον εγκαλούντα ο μεν πρώτος κατηγορούμενος Χ1 ότι "... Εγώ πιστεύω ότι ο κατηγορούμενος φέρεται έτσι σε μένα γιατί τους έχει δωροδοκήσει ο γείτονάς μου, ο κ. Φ, ο οποίος κόβει δένδρα του παρακειμένου σ' αυτόν δάσους ... Το πιστεύω μου αυτό, για το γεγονός δηλαδή ότι ο κατηγορούμενος δωροδοκήθηκε, το ενισχύει και ο ίδιος ο κ. Φ, ενώπιον και 2 αστυνομικών, δήλωσε ότι δωροδόκησε τους υπαλλήλους του Δασαρχείου και έτσι δεν μπορούν να του κάνουν τίποτε...", η δε δεύτερη κατηγορουμένη Χ2 ότι "... Παρουσία αστυνομικών ο κ. Φ είπε ότι έδωσε 10.000.000 στο Δασαρχείο για να γίνει η διάνοιξη. Αυτό και μόνο το γεγονός, ότι ακούγονται πολλές φήμες σχετικά με τον κατηγορούμενο ότι χρηματίζεται, μας κάνει να καταλάβουμε το λόγο που γίνονται όλα αυτά ...". Τα ως άνω γεγονότα που ήταν ψευδή, και μπορούσαν να μειώσουν την τιμή, την υπόληψη και την επαγγελματική υπόσταση του ανωτέρω εγκαλούντος, και τους επέβαλε για την πράξη αυτή ως προβλεπόμενη και τιμωρούμενη από τα άρθρα 1, 14, 18, 26 §1α, 27 §1, 51, 53, 57, 61, 64, 362 και 369 §1 ΠΚ ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών στον καθένα, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική προς 5 ευρώ ημερησίως ως προς τον πρώτο κατηγορούμενο και ανέστειλε επί τριετία ως προς την δεύτερη.
Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή του στις άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα εκτίθενται στην αιτιολογία της αποφάσεως κατ' είδος τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και από τα οποία οδηγήθηκε στην καταδικαστική κρίση του και δεν ήταν ανάγκη να παρατεθούν αναλυτικά αυτά τα αποδεικτικά μέσα και να αναφέρεται τι προέκυψε ειδικότερα από καθένα από αυτά. Ακόμη, προκύπτει, από όσα εκτίθενται στο σκεπτικό της προσβαλλομένης, ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε αυτά που κατέθεσε ο πολιτικώς ενάγων και οι μάρτυρες, σε συνδυασμό με αυτά που είχαν καταθέσει οι ήδη αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι, εξεταζόμενοι ο πρώτος ως εγκαλών και η δεύτερη ως μάρτυρας ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Κασσάνδρας κατά τη συνεδρίασή του στις 3-2-2003, όπως περιέχονται στα αναγνωσθέντα πρακτικά συνεδριάσεώς του κατά τη δίκη κατά την οποία εξεδόθη η 140/3-2-2003 απόφαση του άνω Μεταβατικού Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, ενώ έλαβε υπόψη του, σε συνδυασμό με τις λοιπές αποδείξεις, και τις ενώπιόν του κατ' έφεση δικάσαντος Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης απολογίες των ιδίων των ήδη αναιρεσειόντων, για να καταλήξει στην κρίση του αυτήν. Έτσι είναι απορριπτέες οι αντίθετες αιτιάσεις των ήδη αναιρεσειόντων κατηγορουμένων, ότι δεν προέβη το Δικαστήριο της ουσίας σε συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων, αλλά ότι επιλεκτικώς στηρίχθηκε σε ορισμένα. Επιπλέον, διέλαβε το Εφετείο στην άνω απόφασή του, τα απαιτούμενα στοιχεία για την πληρότητα της υποκειμενικής υποστάσεως της αξιοποίνου πράξεως, που δέχθηκε ότι τέλεσαν οι αναιρεσείοντες με τη διάδοση κατά την προεκτεθείσα έννοια του αναφερόμενου στο σκεπτικό και το διατακτικό ισχυρισμού τους για το ότι χρηματιζόταν ο ήδη εγκαλών ως δασικός υπάλληλος που υπηρετούσε στο Δασαρχείο ... και τα οποία κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα πληροφορήθηκαν από τον κατονομαζόμενο ιδιοκτήτη ακινήτου ομόρου με αυτό των ιδίων των κατηγορουμένων στην περιοχή της .... Οι παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, που διαλαμβάνονται στο σκεπτικό της, αρκούσαν για τη στοιχειοθέτηση του δόλου των ήδη αναιρεσειόντων και για το ότι, ανεξάρτητα από το ότι δεν γνώριζαν ότι ήταν ψευδή τα όσα κατέθεσαν στις 3-2-2003 εξεταζόμενοι στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Κασσάνδρας, σχετικά με τον ήδη εγκαλούντα, απεδέχθησαν να προέλθουν στη διάδοση βλαπτικών για την τιμή και υπόληψη του θιγόμενου δασικού υπαλλήλου γεγονότων ότι εδωροδοκείτο, τα οποία γνώριζαν ότι ήταν πρόσφορα, ως αφορώντα σε περιστατικά αναγόμενα σε συμπεριφορά του εγκαλούντος στο παρελθόν και αντικείμενα στην ηθική και τους ισχύοντες νομικούς κανόνες κατά την άσκηση των υπηρεσιακών καθηκόντων, να θίξουν την εκτίμηση των τρίτων προς το άτομό του με βάση την ηθική και κοινωνική του αξία. Κατά τις περαιτέρω παραδοχές της άνω αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας, δεν αναιρούσε τον δόλο των ήδη αναιρεσειόντων για την πράξη την οποία κηρύχθηκαν ένοχοι η εκ μέρους των άγνοια του ψευδούς των όσων κατέθεσαν στις 3-2-2003 στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Κασσάνδρας και ότι από τον κατονομαζόμενο τρίτο είχαν πληροφορηθεί αυτά που κατέθεσαν στο άνω ποινικό δικαστήριο για τον ήδη εγκαλούντα, διότι δεν εδικαιολογείτο, όπως επισημαίνεται στην απόφαση του Εφετείου, η αβασάνιστη περαιτέρω διάδοση έναντι τρίτων των όσων είχαν πληροφορηθεί από το άνω άτομο οι αναιρεσείοντες για τον θιγόμενο δασικό υπάλληλο, χωρίς προηγούμενη έρευνα προς διασταύρωση της ακρίβειας ή όχι των πληροφοριών που είχαν, όπως ανέφεραν, λάβει από τον ιδιοκτήτη του όμορου ακινήτου για τον ήδη εγκαλούντα δασικό υπάλληλο. Κατ' ακολουθίαν αυτών, δεν απαιτείτο η επανάληψη στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που αλληλοσυμπληρώνεται με το αιτιολογικό αυτής, του στοιχείου της γνώσεως από τους αναιρεσείοντες ότι αυτά που διέδωσαν όσον αφορά τον εγκαλούντα δασικό υπάλληλο, στον κρίσιμο χρόνο ενώπιον τρίτων, ήταν ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του.
Οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, ότι δεν εκτίθεται στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως η παραδοχή ότι εγνώριζαν αυτοί ότι τα γεγονότα που ανέφεραν κατά την εξέτασή των στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Κασσάνδρας για τον τότε κατηγορούμενο και μετέπειτα εγκαλούντα, ήταν ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του και ότι με ελλιπή και γενικόλογη αιτιολογία στο σκεπτικό θεωρείται ως δεδομένη η γνώση των αυτή, χωρίς αναφορά από ποια συγκεκριμένα περιστατικά συναγόταν η γνώση των περί του άνω στοιχείου, είναι απορριπτέες. Επίσης, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως και των ενσωματωμένων σ' αυτήν πρακτικών της κατ' έφεση δίκης, διαπιστώνεται ότι δεν προεβλήθη από την πλευρά των ήδη αναιρεσειόντων στην κατ' έφεση δίκη αυτοτελής ισχυρισμός που να άγει, σε περίπτωση αποδοχής του, στην άρση του αδίκου της πράξεως ή την άρση ή τη μείωση του καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Οι κατηγορούμενοι, κατά την απολογία των, στη δίκη στο Εφετείο, αρνήθηκαν ότι είπαν κατά την εξέτασή των στο ποινικό δικαστήριο, στο οποίο δικαζόταν ως κατηγορούμενος ο Ψ για απειλή, τις αποδιδόμενες φράσεις με περιεχόμενο την δωροδοκία του άνω δασικού υπαλλήλου. Δεν ήταν υποχρεωμένο το Εφετείο να απαντήσει ιδιαίτερα και αιτιολογημένα σε τέτοιον ισχυρισμό που δεν ήταν αυτοτελής υπό την προαναφερθείσα έννοια, αλλά ισχυρισμός αρνητικός της αποδιδόμενης σε καθένα των ήδη αναιρεσειόντων κατηγορίας.
Όσον αφορά τον έτερο ισχυρισμό των αναιρεσειόντων, ότι δεν αναφέρεται σωστά στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως το άρθρο 362 του ΠΚ που προβλέπει και τιμωρεί την απλή δυσφήμηση ως αξιόποινη πράξη αλλά το άρθρο 262 ΠΚ, καθώς και ότι ούτε στο διατακτικό αυτής της αποφάσεως αναφέρεται ορθά το εφαρμοστέο άρθρο του ποινικού νόμου με συνέπεια να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, παρατηρούνται τα εξής: Κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 514 Κ.Ποιν.Δ. όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 50 §7 του ν.3160/2003 ο Άρειος Πάγος, ακόμη και αν δεν εμφανιστεί ο αναιρεσείων, α) παραθέτει το σχετικό άρθρο του ποινικού νόμου που εφαρμόστηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση αν αυτό δεν έχει παρατεθεί σε αυτή ή έχει παρατεθεί εσφαλμένα και .... Από την επιτρεπτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι στη σελίδα 14 αυτής και στο περί ποινής κεφάλαιο, κατά την παράθεση των άρθρων από τα οποία προβλέπεται και τιμωρείται η πράξη για την οποία κηρύχθηκαν ένοχοι οι κατηγορούμενοι, διέλαβε το Εφετείο και το άρθρο 362 ΠΚ από το οποίο προβλέπεται και τιμωρείται η εν λόγω αξιόποινη πράξη. Από παραδρομή προφανώς αναγράφεται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης, στη σελίδα 8 κατά την παράθεση του κειμένου του άρθρου 362 ΠΚ και στη σελίδα 13 κατά την παράθεση του συμπεράσματος στο οποίο κατέληξε για την στοιχειοθέτηση της απλής δυσφημήσεως, εσφαλμένα ο αριθμός 262 αντί του ορθού αριθμού του άνω άρθρου στον Ποινικό Κώδικα. Εν όψει αυτών δεν διαπιστώνεται εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, αφού αυτή που έπρεπε να εφαρμοσθεί παρατίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ούτε συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 518 §1 Κ.Ποιν.Δ., όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 50 §9 ν.3160/2003 κατά την οποία αν ασκηθεί αναίρεση επειδή έχει γίνει εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ο Άρειος Πάγος δεν παραπέμπει την υπόθεση αλλά εφαρμόζει την σωστή διάταξη και είναι απορριπτέοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των αναιρεσειόντων.
Επομένως, είναι αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ' και Ε' λόγοι αναιρέσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, για έλλειψη της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα και τον Κ.Ποιν.Δ., ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή της διατάξεως του ΠΚ που εφαρμόσθηκε από ασάφειες και λογικά κενά που να εμφιλοχωρήσουν και να καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου.
Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 §1 Κ.Ποιν.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 2-3-2010 αίτηση (δήλωση) των α) Χ1 και β) Χ2, κατοίκων ..., για αναίρεση της 170/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Οκτωβρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 3 Νοεμβρίου 2010.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή