Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Συνήγορος κατηγορουμένου, Απάτη, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πολιτική αγωγή, Πρόσθετοι λόγοι.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για απάτη, από την οποία η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, και απόρριψη λόγων αναιρέσεως για ελλιπή αιτιολογία και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Η κρίση για το αν η ζημία είναι μεγάλη ανήκει στην ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, αλλά απαιτείται να προσδιορίζεται στην απόφαση το μέγεθος της ζημίας. Αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων. Μεταξύ των αποδεικτικών μέσων δεν είναι αναγκαίο να μνημονεύεται ειδικά η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, αρκεί να προκύπτει ότι λήφθηκε υπόψη η κατάθεσή του. Τα πρακτικά της πρωτόδικης απόφασης, εφόσον μνημονεύονται στα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο και στο προοίμιο του σκεπτικού. Η απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού περί αναγνωρίσεως ελαφρυντικού, όταν προβάλλεται αυτός αορίστως (με μόνη την επίκληση της νομικής διατάξεως ή το χαρακτηρισμό με τον οποίο είναι γνωστή αυτή στη νομική ορολογία), δεν χρήζει αιτιολογίας. Ο συνήγορος που εκπροσωπεί στη δίκη τον κατηγορούμενο, δεν μπορεί να απολογηθεί για λογαριασμό του εντολέα του. Επαρκής προσδιορισμός ταυτότητας εγγράφου και απόρριψη λόγου αναιρέσεως από το άρθρο 510 § 1 περ. Α΄ ΚΠΔ Η παραβίαση της διατάξεως του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ δεν δημιουργεί ιδιαίτερο λόγο αναίρεσης, εκτός αν συνδυάζεται με άλλη πλημμέλεια που υπάγεται στους αναφερομένους περιοριστικώς στο άρθρο 510 ΚΠΔ λόγους. Από παραδρομή αναγραφή στο σκεπτικό ότι επιβάλλεται στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης 4 μηνών αντί του ορθού "4 ετών" που ορίζεται στο διατακτικό. Απόρριψη αιτήσεως και προσθέτων λόγων.
ΑΡΙΘΜΟΣ 54/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Δεκεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Παπανικολάου, περί αναιρέσεως της 375/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Νινόπουλο.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Απριλίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 16 Νοεμβρίου 2009 πρόσθετους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 939/2009.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να απορριφθεί κατά τα λοιπά όπως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ., "όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίηση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο,περιουσείας η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και τις παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν, όχι και εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από τον δράστη, που έχει ειλημμένη την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Περιουσία νοείται το σύνολο των οικονομικών αγαθών του προσώπου που έχουν χρηματική αξία, βλάβη της περιουσίας είναι η μείωση αυτής, δηλαδή η επί έλαττον διαφορά μεταξύ της χρηματικής αξίας την οποία είχε προ της διαθέσεως που προκλήθηκε με την απατηλή συμπεριφορά και εκείνης που απέμεινε μετά από αυτήν. Βλάβη της περιουσίας υπάρχει έστω και αν ο παθών έχει ενεργό αξίωση προς ανόρθωσή της. Χρόνος τελέσεως της απάτης θεωρείται εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, δηλαδή προέβη στις ψευδείς παραστάσεις, εξαιτίας των οποίων παραπλανήθηκε ο παθών ή τρίτος. Είναι αδιάφορος τυχόν μεταγενέστερος χρόνος επελεύσεως της ζημίας του παθόντος, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια ή παράλειψη του παθόντος. Τέλος, η κρίση περί του αν η προξενηθείσα από την πράξη της απάτης ζημία, είναι ιδιαίτερα μεγάλη πράγμα που αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση της απάτης, ανήκει στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, αλλά απαιτείται να προσδιορίζεται στην απόφαση το μέγεθος της ζημίας.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος είναι μεν διάδικος κατά την ποινική διαδικασία, είναι όμως και βασικός μάρτυρας κατηγορίας, δεν αποτελεί ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου και συνιστά μαρτυρία, δεν είναι δε αναγκαίο, ως τέτοια, να μνημονεύεται ειδικά στην αιτιολογία, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο, ειδικότερα όταν προκύπτει με βεβαιότητα, από το όλο περιεχόμενο αυτής (αιτιολογίας), ότι λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο και η κατάθεσή του. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει η απόφαση νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ` αριθ. 375/2009 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα δικηγόρο απάτης, από την οποία η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, σε βάρος της Ψ1 και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) ετών. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "Από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, και οι οποίοι αναφέρονται ονομαστικά στα πρακτικά, τα έγγραφα που αναγνώστηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι: Ο κατηγορούμενος είναι δικηγόρος. Η πολιτικώς ενάγουσα περί τα τέλη Νοεμβρίου 2001 τον επισκέφθηκε, κατόπιν συστάσεως γνωστού της προσώπου, ο οποίος της είπε ότι μπορούσε να αποφυλακίσει τον έγκλειστο στις φυλακές ...αδελφό της. Πράγματι σε επίσκεψη στο δικηγορικό του γραφείο μαζί με την αδελφή της του εξέθεσε ότι ο αδελφός της είχε καταδικασθεί με την 448-449/2001 απόφαση του 5μελούς Εφετείου Πατρών σε κάθειρξη 14,5 ετών για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών. Του ζήτησε δε να τις ενημερώσει ποιες οι προοπτικές αποφυλάκισής του, δεδομένου ότι όλοι οι δικηγόροι που είχαν ορίσει δεν επέτυχαν κάτι για το ζήτημα αυτό. Αρχικά αυτός τους ζήτησε ποσό 300.000 δραχμών για να ενημερωθεί επί της δικογραφίας, ενώ τις διαβεβαίωσε ότι υπήρχε δυνατότητα αποφυλάκισης λόγω της κλονισμένης υγείας του αδελφού τους. Στις συναντήσεις που επακολούθησαν τις επόμενες ημέρες ο κατηγορούμενος παρέστησε στην πολιτικώς ενάγουσα και την αδελφή της ότι είχε δυνατότητα να επιτύχει την διακοπή της φυλάκισης του αδελφού τους για σοβαρούς λόγους υγείας διότι διέθετε ολόκληρο επιτελείο δικαστών, ιατρών και λοιπών αρμοδίων προσώπων οι οποίοι θα ικανοποιούσαν το αίτημά του, αρκεί να τους καταβαλλόταν ένα χρηματικό ποσό, το οποίο προσδιόρισε σε 20.000.000 δραχμές, το οποίο, όπως τους διαβεβαίωσε, ήταν απαραίτητο για να ικανοποιηθούν όλοι αυτοί που θα συνέβαλαν στην έκδοση της αποφάσεως διακοπής της φυλακίσεως. Μάλιστα μπροστά τους έκανε ένα τηλεφώνημα προσποιούμενος ότι μιλάει με τον πρόεδρο του δικαστηρίου που θα εξέδιδε την απόφαση κατά το οποίο και ζήτησε να ικανοποιηθεί το αίτημά του. Μετά από αυτά η πολιτικώς ενάγουσα, πεισθείσα στις διαβεβαιώσεις του, του κατέβαλε με τμηματικές καταβολές και την οικονομική ενίσχυση της αδελφής της στις 5-2-2002 2.000.000 και στις 15-2-2002 το υπόλοιπο των 18.000.000 δραχμών με την ... επιταγή της ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ, που αυτός εισέπραξε. Αργότερα όμως διαπίστωσε ότι όλες οι ανωτέρω διαβεβαιώσεις του ήσαν ψευδείς και δεν υπήρχε κύκλωμα, δικαστών, ιατρών κλπ προσώπων, μέσω του οποίου θα επιτύγχανε την αποφυλάκιση του αδελφού τους. Τότε ζήτησε να της επιστραφεί το ποσό των 20.000.000 δραχμών, αλλ` ο κατηγορούμενος, αφού αρχικά απέφευγε να εμφανισθεί στο τηλέφωνο και να την συναντήσει, δέχθηκε να της επιστρέψει ποσό 10.000.000 δραχμών μόνον, ισχυριζόμενος ψευδώς ότι το υπόλοιπο κάλυπτε αμοιβές και έξοδα, ενώ σε ουδεμία δικαστική ή εξώδικη ενέργεια προέβη, ούτε βέβαια κατέβαλε σε κάποιον για την ανωτέρω αιτία οποιοδήποτε ποσό, που να δικαιολογεί την παρακράτηση του εν λόγω μεγάλου ποσού.
Συνεπώς με τις ως άνω ψευδείς παραστάσεις του ωφελήθηκε παράνομα το ποσό των 10.000.000 δραχμών, με αντίστοιχη περιουσιακή ζημία της πολιτικώς ενάγουσας. Κατ` ακολουθία των ανωτέρω που αποδεικνύονται από τις καταθέσεις της πολιτικώς ενάγουσας και της αδελφής της αλλά και όλα τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα, στοιχειοθετείται πλήρως η πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, όπως εξειδικεύεται στο διατακτικό...". Στο διατακτικό δε, το οποίο, όπως έχει εκτεθεί, παραδεκτά συμπληρώνει το σκεπτικό, εκτίθεται και ότι ο κατηγορούμενος είπε επί λέξει στην παθούσα ότι "υπάρχει κύκλωμα από δικαστές που τα παίρνουν, ξέρω αυτόν που τους κάνει κουμάντο, οι δικαστές που τα πιάνουν δεν εμπιστεύονται άτομα που δεν τα ξέρουν και έχω ήδη μιλήσει με τον Πρόεδρο", καθώς και ότι η περιουσιακή ζημία που προξενήθηκε στην πολιτικώς ενάγουσα και το αντίστοιχο περιουσιακό όφελος που απεκόμισε παρανόμως ο κατηγορούμενος, που ανέρχεται στο ανωτέρω ποσό των 10.000.000 δρχ. (29.347,03 €), είναι ιδιαίτερα μεγάλη".
Με αυτά που δέχθηκε, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απαιτούμενη, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την κρίση του ότι ο αναιρεσείων τέλεσε την πράξη, για την οποία καταδικάσθηκε. Συγκεκριμένα, εκτίθενται στην απόφαση, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απάτης, για το οποίο πρόκειται, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις υπαγωγής τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26§1 α, 27§1, 386§1 β-α ΠΚ, που εφαρμόσθηκαν, οι οποίες δεν παραβιάσθηκαν ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα: Παρατίθεται στην απόφαση α)ο σκοπός του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου να περιποιήσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος, β) η εν γνώσει αυτού παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ότι, δηλαδή, είχε δυνατότητα να επιτύχει την διακοπή της φυλάκισης του αδελφού της παθούσας για σοβαρούς λόγους υγείας διότι διέθετε ολόκληρο επιτελείο δικαστών, ιατρών και λοιπών αρμοδίων προσώπων οι οποίοι θα ικανοποιούσαν το αίτημά του, αρκεί να τους καταβαλόταν το παραπάνω ποσό των 20.000.000 δραχμών, το οποίο ήταν απαραίτητο για να ικανοποιηθούν όλοι αυτοί που θα συνέβαλαν στην έκδοση της αποφάσεως διακοπής της φυλακίσεως, από την οποία (παράσταση), ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε η μηνύτρια και προέβη στην επιζήμια για την ίδια συμπεριφορά, στην καταβολή, δηλαδή, του ειρημένου ποσού και γ) βλάβη ξένης, ήτοι της παθούσας μηνύτριας, περιουσίας, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την ως άνω παραπλανητική ενέργεια του αναιρεσείοντος. Επομένως, οι σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ, πρώτος και δεύτερος (στοιχ. α, β, γ, δ) λόγοι αναιρέσεως, καθώς και ο πρώτος πρόσθετος λόγος αυτής, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης (του άρθρου 386§1 ΠΚ), πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Η μερικότερη αιτίαση ότι δεν προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι λήφθηκε υπόψη και η χωρίς όρκο κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας είναι αβάσιμη, γιατί, από τις ως άνω παραδοχές, προκύπτει ότι το Πενταμελές Εφετείο κατέληξε στην καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του, αφού συνεκτίμησε, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, και την ανωμοτί κατάθεση της ως μάρτυρος εξετασθείσας πολιτικώς ενάγουσας Ψ1, αφού, σε αρκετά σημεία του σκεπτικού γίνεται αναφορά σ` αυτήν, η κατάθεση της οποίας μνημονεύεται ειδικώς (σελ. 8 προσβαλλόμενης αποφάσεως), ανεξαρτήτως του ότι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η κατάθεση αυτή της πολιτικώς ενάγουσας δεν ήταν αναγκαίο να μνημονεύεται, ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, ειδικά στην αιτιολογία της αποφάσεως, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο. Η δε μερικότερη αιτίαση ότι δεν είναι αδιστάκτως βέβαιο ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και την κατάθεση του μάρτυρα υπερασπίσεως Μ1, καθώς και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, την από 2.6.2003 αναφορά της μηνύτριας, την υπ` αριθ. 220/2004 απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου του ΔΣΑ, την υπ` αριθ. 178/2004 απόφαση του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, τις ένορκες, κατά την προδικασία, καταθέσεις των μαρτύρων ..., ..., ..., Μ1 και ..., που μνημονεύονται στα πρακτικά ως αναγνωσθείσες στο ακροατήριο, την από 16.7.2004 με αριθ. πρωτ. ...υπηρεσιακή βεβαίωση του Νοσοκομείου Κρατουμένων ..., την υπ` αριθ. πρωτ. ... υπηρεσιακή βεβαίωση του Ψυχιατρείου Κρατουμένων ..., τα από ..., ..., ... και ... πιστοποιητικά νοσηλείας του κατηγορουμένου, την ακτινολογική γνωμάτευση της ιατρού ..., τις από 25.6.2005 και 1.11.2004 μηνύσεις του αναιρεσείοντος κατά της πολιτικώς ενάγουσας και την από 20.5.2005 προσφυγή του ιδίου ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών είναι αβάσιμη, γιατί, από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει, ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα (έγγραφα, μάρτυρες κ.λπ.) και όχι μόνο μερικά από αυτά, ενώ, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν απαιτείτο και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά. Ακόμη, δεν ήταν απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως, το γεγονός δε ότι εξαίρεται η κατάθεση της παθούσας, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Ειδικά, όσον αφορά τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, αυτά δεν αποτελούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, ενώ, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, περιλαμβάνονται στα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και λήφθηκαν υπόψη για την καταδικαστική κρίση, χωρίς να είναι αναγκαίο να μνημονεύονται ειδικά στο προοίμιο του σκεπτικού. Οι ως άνω αιτιάσεις, κατά το μέρος που, με την επίκληση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν την περί την εκτίμηση των αποδείξεων κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, που είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη, είναι απαράδεκτες. Περαιτέρω, το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση, πέραν των ως άνω διεξοδικά αναφερομένων, να αιτιολογήσει ειδικά γιατί η προξενηθείσα ζημία από την απάτη είναι ιδιαίτερα μεγάλη, εφόσον προσδιορίζεται στην απόφαση το μέγεθος της ζημίας που υπέστη η παθούσα, ότι, δηλαδή, η ζημία ανερχόταν στο ποσό των 10.000.000 δρχ., και η σχετική μερικότερη αιτίαση του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμη. Ακόμη, η αιτίαση ότι το Πενταμελές Εφετείο, στο διατακτικό της αποφάσεώς του, περιέλαβε περιστατικά επί πλέον εκείνων που δέχθηκε ως αποδειχθέντα είναι, ανεξαρτήτως της αοριστίας της, αφού δεν προσδιορίζονται τα επί πλέον περιστατικά, αβάσιμη, δεδομένου ότι, όπως αναφέρθηκε, το σκεπτικό και το διατακτικό της αποφάσεως αλληλοσυμπληρώνονται, ενώ δεν προκύπτει ότι ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε και για περιστατικά που δεν έγινε δεκτό ότι αποδείχθηκαν.
H ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή τη μείωση της ποινής, όπως είναι και ο περί αναγνωρίσεως στον κατηγορούμενο μιας ή περισσοτέρων από τις ελαφρυντικές περιστάσεις που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 ΠΚ, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Μόνη η επίκληση της νομικής διατάξεως που προβλέπει την ελαφρυντική περίσταση ή τον χαρακτηρισμό με τον οποίον είναι αυτή γνωστή στη νομική ορολογία, καθιστά το σχετικό ισχυρισμό αόριστο, στον οποίο, ως τέτοιο, δεν έχει υποχρέωση το δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει ή να δικαιολογήσει ειδικά τη σιωπηρή ή ρητή απόρριψή του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο συνήγορος του αναιρεσείοντος, αφού ανέπτυξε την υπεράσπιση, ζήτησε "την απαλλαγή του κατηγορουμένου και την αναγνώριση των ελαφρυντικών του άρθρου 84 §2 α και δ του ΠΚ". Ο αυτοτελής αυτός ισχυρισμός, όσον αφορά την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84§2 α ΠΚ, η οποία απορρίφθηκε (ή ετερα της περιπτ. Δ' έγινε δεκτή), όπως προβλήθηκε, ήταν εντελώς αόριστος, αφού έγινε επίκληση μόνο της νομικής διατάξεως που την προβλέπει, χωρίς να αναφερθούν πραγματικά περιστατικά που να τη θεμελιώνουν. Επομένως, το Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει. Παρά ταύτα, απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό με την αιτιολογία ότι "ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου να του αναγνωρισθούν οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 α ΠΚ πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως διότι προβλήθηκε αορίστως, σε κάθε όμως περίπτωση διότι δεν προβλήθηκαν ούτε αποδείχθηκαν περιστατικά της προηγούμενης ζωής του, που στοιχειοθετούν έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και κοινωνική εν γένει ζωή του". Κατ` ακολουθίαν, ο τέταρτος, από το άρθρο 510§1 περ. Δ' και Ε' ΚΠΔ, πρόσθετος λόγος, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση για εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 84 ΠΚ και για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και συγκεκριμένα γιατί, κατά παράβαση και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, εσφαλμένα απορρίφθηκε ο ως άνω ισχυρισμός του ως αόριστος και ως αναπόδεικτος, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Από τη διάταξη του άρθρου 366 του Κ.Π.Δ. προκύπτει, ότι εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση στο ακροατήριο καλεί υποχρεωτικά τον κατηγορούμενο σε απολογία, είτε αυτός το ζητήσει είτε όχι. Διαφορετικά δημιουργείται, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ' του ίδιου Κώδικα, ακυρότητα της διαδικασίας, εκ της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Α' του Κώδικα. Αυτό, όμως, προϋποθέτει αυτοπρόσωπη του κατηγορούμενου παράσταση στο ακροατήριο. Όταν αυτός δεν παρίσταται στο ακροατήριο αυτοπροσώπως, αλλά εκπροσωπείται στη δίκη από συνήγορο, ο συνήγορός του δεν μπορεί να απολογηθεί για λογαριασμό του κατηγορούμενου, ούτε καλείται σε απολογία. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, παραπονείται, γιατί, το Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, τον κήρυξε ένοχο, χωρίς, πριν από την πρόταση του εισαγγελέα της έδρας περί ενοχής, να δοθεί ο λόγος στον πληρεξούσιο δικηγόρο του, που τον εκπροσώπησε, για να λάβει θέση και να εκφρασθεί αντ` αυτού επί της κατηγορίας και της αποδεικτικής διαδικασίας που είχε διεξαχθεί στο ακροατήριο. Η αιτίαση αυτή, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, απαραδέκτως προβάλλεται και είναι απορριπτέα, καθόσον, όπως συνομολογεί ο αναιρεσείων, αλλά και από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει, κατά τη συζήτηση της εφέσεώς του, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, εκπροσωπήθηκε αυτός από τον πληρεξούσιο συνήγορό του Γεώργιο Αθανασόπουλο, ο οποίος και δεν μπορούσε να απολογηθεί για λογαριασμό του εντολέα του. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ, 2, 358, 364 και 369 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η συνεκτίμηση από το δικαστήριο, ως αποδεικτικού μέσου, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να προβεί σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Το περιεχόμενο του εγγράφου δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, είναι, όμως, αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία από τα οποία προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιό έγγραφο αναγνώσθηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και, έτσι, δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενό του (κατά το άρθρο 358 ΚΠοινΔ). Διαφορετικά, αν δηλαδή η ταυτότητα του εγγράφου δεν προσδιορίζεται επαρκώς, υπάρχει η ίδια ακυρότητα. Διαφορετικό είναι το ζήτημα εάν από την αόριστη αναφορά της ταυτότητας ενός εγγράφου που αναγνώσθηκε δημιουργείται ασάφεια στο αιτιολογικό της αποφάσεως, ως προς το αν το Δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του το έγγραφο αυτό που αναγνώσθηκε και αν στήριξε ή όχι σ' αυτό την κρίση του, οπότε όμως δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον πρώτο και το δεύτερο σκέλος του τρίτου, από το άρθρο 510§1 περ. Α' και Δ' ΚΠΔ, λόγου της αιτήσεως, προβάλει και ότι λήφθηκε υπόψη έγγραφο, ήτοι η από 20.12.2000 ιατρική γνωμάτευση, το οποίο περιγράφεται ελλιπώς και αορίστως, ώστε να μη προκύπτει η ταυτότητα αυτού. Και οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι, γιατί η ταυτότητα του ως άνω εγγράφου προσδιορίζεται επαρκώς, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο επακριβώς έγγραφο πρόκειται (αφού δεν έχει αναγνωσθεί άλλο ιατρικό έγγραφο με την αυτή ημερομηνία), ο δε αναιρεσείων, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας δίκης, δεν προέβαλε καμιά αντίρρηση για την ανάγνωση του εγγράφου αυτού.
Εξάλλου, και η συναφής με τα ανωτέρω αιτίαση, που προβάλλεται με τον δεύτερο πρόσθετο λόγο, ότι το δικαστήριο, ενόψει των επικαλουμένων σφαλμάτων και πλημμελειών, παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. για δίκαιη δίκη είναι απαράδεκτη, γιατί η παραβίαση της δίκαιης δίκης, που καθιερώνεται από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, δεν δημιουργεί ιδιαίτερο λόγο αναίρεσης της απόφασης, πέραν των αναφερομένων περιοριστικώς στο άρθρο 510 του Κ.Π.Δ. λόγων, εκτός αν συνδυάζεται με άλλη πλημμέλεια που υπάγεται στους προβλεπόμενους, ως άνω, λόγους, τους οποίους, όμως, δεν ιδρύουν οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που προαναφέρθηκαν, αφού, όπως αναφέρθηκε, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ειδικώς και εμπεριστατωμένως αιτιολογημένη και το Πενταμελές Εφετείο δεν υπέπεσε σε καμιά πλημμέλεια και δεν στέρησε τον αναιρεσείοντα από κανένα υπερασπιστικό του δικαίωμα.
Τέλος, ο αναιρεσείων, με τους, από το άρθρο 510§1 περ. Δ' ΚΠΔ, δεύτερο (στοιχ. ε) λόγο αναιρέσεως και τρίτο πρόσθετο, πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την περί ποινής διάταξή της και συγκεκριμένα γιατί, ενώ, σύμφωνα με το αιτιολογικό της αποφάσεως, του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως 4 μηνών, στο διατακτικό αναφέρεται ότι του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως 4 ετών, πρόθεση δε του Δικαστηρίου ήταν να του επιβληθεί ποινή φυλακίσεως 4 μηνών, όπως συνάγεται από το ότι δέχτηκε υπέρ αυτού ελαφρυντική περίσταση. Όπως, όμως, προκύπτει από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο της βασιμότητας των λόγων αυτών, επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης και της πρωτόδικης αποφάσεως και των εγγράφων του φακέλου της δικογραφίας, πρωτοδίκως επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα ποινή φυλακίσεως πέντε (5) ετών, χωρίς να του αναγνωρισθεί κανένα ελαφρυντικό. Στη δευτεροβάθμια δίκη, μετά τη διάσκεψη του Δικαστηρίου για την απόφαση επί της ποινής, ο Πρόεδρος ανέγραψε επί του φακέλου με το χέρι του, ως ποινή που αποφάσισε το Δικαστήριο ότι έπρεπε να επιβληθεί στον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα, μετά την αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρθρου 84§2 δ ΠΚ, αυτήν της φυλακίσεως 4 ετών, την οποία πρότεινε και ο Εισαγγελέας της Έδρας. Η πρόθεση του Δικαστηρίου να επιβάλει την ποινή αυτή συνάγεται και από το ότι δεν προχώρησε αυτό στη μετατροπή ή αναστολή της ποινής, πράγμα που θα έπραττε αν η ποινή που επιβλήθηκε ήταν φυλάκιση 4 μηνών (άρθρα 82§1, 99§1 ΠΚ). Η δε αναγραφή στο σκεπτικό, ως ποινής, της φυλακίσεως 4 μηνών οφείλεται σε φανερή παραδρομή κατά την καθαρογραφή και σε αβλεψία κατά τη θεώρηση της αποφάσεως. Επομένως, οι λόγοι αυτοί πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και οι παραδεκτώς ασκηθέντες με το από16.11.2009 δικόγραφο πρόσθετοι λόγοι αυτής και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 27 Απριλίου 2009 (υπ' αριθ. πρωτ. 3499/2009) αίτηση του Χ1 μετά των από 16 Νοεμβρίου 2009 προσθέτων λόγων αυτής, για αναίρεση της υπ` αριθ. 375/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας από πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Ιανουαρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ