Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Ψευδής ανώμοτη κατάθεση, Ψευδορκία μάρτυρα.
Περίληψη:
Ψευδορκία μάρτυρα. Ψευδής ανωμοτί κατάθεση. Έννοια όρων. Δεν αποτελεί υπέρβαση εξουσίας, διότι το δικαστήριο καταδίκασε την αναιρεσείουσα για ψευδή ανωμοτί κατάθεση, επικαλούμενη ότι δεν είχε καταμηνυθεί για την πράξη αυτή, καθόσον η εν λόγω πράξη διώκεται αυτεπαγγέλτως και ο ασκήσας την ποινική δίωξη εισαγγελέας, είχε τα προς τούτο στοιχεία. Δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας στην προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την απόρριψη του αιτήματος για χορήγηση ελαφρυντικών προτέρου έντιμου βίου και καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, καθόσον το Δικαστήριο προέβη στην απορριπτική του διάταξη διότι ο κατηγορούμενος είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση πλέον των έξι (6) μηνών. Επίσης, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές άνω διατάξεις. Απορρίπτει λόγους αιτήσεων.
Αριθμός 1502/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο - Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή, Χριστόφορο Κοσμίδη και Κυριακούλα Γεροστάθη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαΐου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1)Χ1 συζ. Χ2, το γένος ... και 2) Χ2, αμφοτέρων κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Γώγο, για αναίρεση της με αριθμό 4453/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Άννα Γαβαλά. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Ιανουαρίου 2010 κοινή αίτησή τους περί αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 160/2010.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως όσον αφορά την πρώτη αναιρεσείουσα Χ1 συζ. Χ2 και να απορριφθεί κατά τα λοιπά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες από 4.1.2010 αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων: α) Χ2 και β) Χ1 συζύγου Χ2 ,κατά της υπ' αριθμ. 4453/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα. Είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν. Από τη διάταξη του αρ. 224 παρ. 2 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται: α) Ο μάρτυρας να εκθέσει ενόρκως ενώπιον αρχής η οποία είναι αρμόδια νια την ένορκη εξέταση του, β) τα πραγματικό περιστατικά που κατέθεσε να είναι ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθών αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να καταθέσει. Η ένορκη κατάθεση του δράστη του πιο πάνω εγκλήματος πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα αντικειμενικώς ανακριβή και όχι σε κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις, εκτός αν αυτές είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τα γεγονότα που κατέθεσε. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρ. 225 παρ. 1 εδ, α' του ΠΚ, "με φυλάκιση το πολύ δύο ετών τιμωρείται όποιος όταν εξετάζεται χωρίς όρκο ως διάδικος ή μάρτυρας από Αρχή αρμόδια να ενεργεί τέτοια εξέταση, εν γνώσει του καταθέτει ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια". Πρόκειται για έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό, υπό την έννοια ότι οι πλείονες τρόποι πραγματώσεώς του, που αναφέρονται στο νόμο (κατάθεση ψέματος ή άρνηση ή απόκρυψη της αλήθειας), μπορεί να εναλλαχθούν και σε περίπτωση συνδρομής περισσότερων τρόπων τέλεσης, πραγματώνεται ένα μόνον έγκλημα. Από την αναφερόμενη διάταξη προκύπτει, ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος απαιτείται: α') κατάθεση αναληθών περιστατικών ή άρνηση ή απόκρυψη αληθινών, β') γνώση της αναλήθειας των περιστατικών που ο υπαίτιος κατέθεσα ή της αλήθειας εκείνων που αρνήθηκε ή απόκρυψε, άμεσος δηλαδή δόλος αυτού και γ') αρμοδιότητα της Αρχής ενώπιον της οποίας ο υπαίτιος κατέθεσε αναληθή περιστατικά ή αρνήθηκε ή απόκρυψε αληθή. Προϋποτίθεται η κατάθεση ή άρνηση ή απόκρυψη περιστατικών και όχι κρίσεων, πεποιθήσεων ή γνωμών, εκτός αν αυτές είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με περιστατικά. Η αρμοδιότητα της Αρχής ενώπιον της οποίας γίνεται η εξέταση, τίθεται υπό την έννοια ότι, με διάταξη νόμου είναι δυνατή η ενώπιον αυτής κατάθεση και στη συνέχεια η χρησιμοποίηση της κατάθεσης αυτής, ως έγκυρου αποδεικτικού μέσου, ενώπιον της αρμόδιας προς διάγνωση της διαφοράς, ίδιας ή ετέρας Αρχής.
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Επίσης, δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που η αιτιολογία της αποφάσεως εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη 4453/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, οι αναιρεσείοντες κηρύχθηκαν ένοχοι των αξιοποίνων πράξεων της ψευδορκίας μάρτυρος ο πρώτος και της ψευδούς ανώμοτης καταθέσεως η δεύτερη και τους επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών σε καθέναν, η εκτέλεση της οποίας, για μεν τον πρώτο κατηγορούμενο, ανεστάλη για μία (1) τριετία, για δε τη δεύτερη κατηγορουμένη, μετατράπηκε σε χρηματική και ορίστηκε για κάθε ημέρα φυλακίσεως το ποσό των πέντε (5) ευρώ. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, κατά λέξη τα εξής: "Οι κατηγορούμενοι, κατά τον αναφερόμενο στο διατακτικό τόπο και χρόνο, τέλεσαν τις αποδιδόμενες σ' αυτούς αξιόποινες πράξεις, όπως τα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση αυτών, αναφέρονται αναλυτικά στο διατακτικό. Ειδικότερα, προέκυψε, ότι: Α) ο πρώτος κατηγορούμενος, στις 30-6-2003, ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, σε υπόθεση κατά την οποία, μετά την ΒΜ ΣΤ 98εγχ/419/30-11-1998 έγκληση της Χ1 συζ. Χ2 (β' κατηγορουμένης) κατηγορούνταν ο Ψ (α' εκκαλών) για το έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρα και οι Σ, Ρ, Α1 συζ. Α2 (β' εγκαλούσα) και Φ (γ' εγκαλών), για το έγκλημα της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα από κοινού, κατέθεσε εν γνώσει της αναληθείας τους τα κατωτέρω ψευδή περιστατικά: "Ο Ψ στην ένορκη εξέταση του ως μάρτυρας είπε ψέματα ότι μεταβίβασε το αγρόκτημα στους κατηγορούμενους η δικαιούχος. Λέει ψέματα ότι είναι αυθαίρετο το κτίσμα...Πρόκειται για ένα διώροφο σπίτι που εμείς επισκευάσαμε με άδεια από την Πολεοδομία...".Η αλήθεια που γνώριζε ο κατηγορούμενος, όταν κατέθεσε ενόρκως τα ανωτέρω περιστατικά, είναι ότι με το αριθμ. ... προσύμφωνο πωλήσεως ακινήτου της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ...η Χ1 συζ. Χ2 (β' κατηγορουμένη) η Ζ χήρα Ζ1 και ο Φ προσυμφώνησαν να πωλήσουν, παραχωρήσουν και μεταβιβάσουν κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή προς τους αποδεχθέντες την προσυμφωνία Σ συζ. Λ, και Ξ (πατέρα και δικαιοπάροχο των εγκαλούντων Α1 συζ. Α2 και Φ) ολόκληρο το επίδικο οικόπεδο το οποίο κατά το προσύμφωνο βρίσκεται στην κτηματική περιοχή ..., συνορευόμενον γύρωθεν εκ τριών πλευρών με κοινοτικόν δρόμον και με ιδιοκτησία Δ...και είναι...εμβαδού διακοσίων τεσσαράκοντα οκτώ τετραγωνικών μέτρων και τεσσαράκοντα εκατοστών του μέτρου (248,40) ή όσα είναι πλέον ή έλαττον..." γνώριζε δηλαδή ο κατηγορούμενος ότι η σύζυγος του Χ1 έχοντας συμβληθεί στο πιο πάνω προσύμφωνο, υποσχέθηκε να μεταβιβάσει οσηνδήποτε έκταση βρίσκεται εντός των ορίων του άνω οικοπέδου. Επίσης, γνώριζε ο κατηγορούμενος ότι η σύζυγος του Χ1 κατά το χρονικό διάστημα από την 1/1/1997 έως την 6/6/1997 κατασκεύασε αυθαίρετο ισόγειο κτίσμα στο επίδικο, με οπτοπλινθοδομή και επικάλυψη αμιαντολαμαρίνας διαστάσεων 4X4,70 μέτρων, εντός του περιγράμματος παλαιάς οικίας, της οποίας τα ίχνη (εξωτερικοί τοίχοι σε ύψος 1,50X2 μέτρων) σώζονταν στο οικόπεδο, για την πράξη της δε αυτή ασκήθηκε σε βάρος της ποινικής δίωξης για ανέγερση αυθαιρέτου κτίσματος και Β) η δεύτερη κατηγορούμενη, στις 30/6/2003, ενώ εξεταζόταν ως μάρτυρας, χωρίς να ορκιστεί λόγω της ιδιότητας της ως πολιτικώς ενάγουσας, ενώπιον του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, σε υπόθεση κατά την οποία μετά την ΒΜ ΣΤ 98εγχ/419/30-11-1998 έγκληση της, κατηγορούνταν ο Ψ εγκαλών για το έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρα και οι Σ, Ρ, Α1 συζ. Α2 (β' εγκαλούσα) και Φ(γ' εγκαλών) για το έγκλημα της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα από κοινού, κατέθεσε τα κατωτέρω ψευδή περιστατικά που συνδέονται διαδικαστικά με την υπόθεση, εν γνώσει της αναληθείας τους ήτοι: "Ο κ.Ψ παντού είπε ψέματα και μπορώ να το αποδείξω με έγγραφα...κατέθεσε ως μάρτυρας και είπε ψέματα ότι το σπίτι μου ήταν αυθαίρετο και ότι παραχώρησα όλο το οικόπεδο. Αυτό είναι ψέμα γιατί το '73 που υπογράφτηκαν τα τέσσερα συμβόλαια παραχώρησα το μισό οικόπεδο και το μισό χωράφι. Παραχωρήθηκε το μισό 246 τ.μ. επειδή μας ξεγέλασαν το '89...είπε ότι έχτισα αυθαίρετο κτίσμα ενώ το κτίσμα υπήρχε...συμφωνήσαμε με το προσύμφωνο το 1983 να μεταβιβάσουμε κατά κυριότητα νομή και κατοχή.... μας εξαπάτησαν...στράφηκαν κατά του πατρός μου και εκβίασαν συμβιβασμό με παραχώρηση του οικοπέδου με προσύμφωνο. 0 Ψ κατέθεσε ψευδώς ότι παραχωρήθηκε όλο το οικόπεδο και όχι μέρος ενώ γνώριζε ότι ήταν ψέμα. Μας εξαπάτησαν και υπογράψαμε το μισό οικόπεδο και το μισό χωράφι...αλήθεια που γνώριζε η κατηγορουμένη όταν κατέθετε ενώπιον του δικαστηρίου τα ως άνω ψευδή περιστατικά είναι ότι με το αριθμ. ... προσύμφωνο, πωλήσεως ακινήτου της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ... η ίδια (η Χ1 συζ. Χ2 το γένος Ζ1), η Ζ χήρα Ζ1 και ο Φ προσυμφώνησαν να πωλήσουν, παραχωρήσουν και μεταβιβάσουν κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή προς τους αποδεχθέντες την προσυμφωνία Σ συζ. Λ το γένος Φ και Ξ(πατέρα και δικαιοπάροχο των εγκαλούντων Α1 συζ. Α2 και Φ) ολόκληρο το επίδικο το οποίο κατά το προσύμφωνο βρίσκεται στην κτηματική περιοχή ......και συνορευόμενο γύρωθεν εκ τριών πλευρών με κοινοτικόν δρόμον και με ιδοκτησίαν Δ..και είναι....εμβαδού μέτρων τετραγωνικών διακοσίων τεσσαράκοντα οκτώ τετραγωνικών μέτρων και τεσσαράκοντα εκατοστών του μέτρου (248,40) ή όσα είναι πλέον ή έλαττον..." ήταν δηλαδή γνωστό σ' αυτήν αφού είχε συμβληθεί στο πιο πάνω προσύμφωνο ότι υποσχέθηκε να μεταβιβάσει στους ανωτέρω οσηνδήποτε έκταση βρίσκεται εντός των ορίων του άνω οικοπέδου και όχι το ήμισυ αυτής. Επίσης η κατηγορουμένη κατά το χρονικό διάστημα από την 1/1/1997 έως την 6/6/1997 κατασκεύασε αυθαίρετα ισόγειο κτίσμα στο επίδικο οικόπεδο με οπτοπλινθοδομή και επικάλυψη αμιαντολαμαρίνας διαστάσεων 4Χ4,70 μέτρων, εντός του περιγράμματος παλαιάς οικίας, της οποίας τα ίχνη (εξωτερικοί τοίχοι σε ύψος 1.50X2 μέτρων) σώζονταν στο οικόπεδο για την πράξη της δε αυτή ασκήθηκε σε βάρος της ποινική δίωξη για ανέγερση αυθαιρέτου κτίσματος και η υπόθεση δικάσθηκε στις 19-2-2001 και στις 3/4/2001 στο Γ' μονομελές Πλημ/κείου Θεσσαλονίκης παραστάθηκε η ίδια. Τέλος γνώριζε η κατηγορουμένη όταν κατέθετε τα ανωτέρω ότι η Ζ χήρα Ζ1, ο Φ και η ίδια προχώρησαν στην κατάρτιση του πιο πάνω προσυμφώνου, χωρίς να εξαπατηθούν από τους Σ χήρα Λ το γένος Φ και τον Ξ (δικαιοπάροχο των εγκαλούντων Α1 συζ. Α2 και Φ ) ως προς τις συνέπειες που θα είχε η ευδοκίμηση της υπ' αριθμ. 2317/27-10-1981 αγωγής περί νομίμου μοίρας, που είχαν ασκήσει στο Πολυμελές Πρωτ/κείο Θεσσαλονίκης οι Σ χήρα Λ το γένος Φ και Ξ κατά των Ζ χήρας Ζ1, Φ και Χ1 συζ. Χ2, το γένος Ζ1, αφού σε όλες τις διαπραγματεύσεις οι ως άνω εναγόμενοι με την παραπάνω αγωγή, παρίσταντο με πληρεξούσιο Δικηγόρο που τους ενημέρωνε για τις έννομες συνέπειες της αγωγής. Τα ως άνω πραγματικά περιστατικά προκύπτουν αδιαμφισβήτητα τόσο από την ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, όσο και από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, σε συνδυασμό με τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και δεν αναιρούνται από τις απολογίες των κατηγορουμένων. Ο προβαλλόμενος από την δεύτερη κατηγορουμένη ισχυρισμός ότι επήλθε ανεπίτρεπτη μεταβολή κατηγορίας, καθόσον στην σχετική έγκληση αναφέρεται ότι αυτή τέλεσε την αξιόποινη πράξη της ψευδούς καταμηνύσεως, ενώ ασκήθηκε ποινική δίωξη για ψευδή ανωμοτί, δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό, επισημαινουμένου, ότι η υπαγωγή των αναφερομένων στην έγκληση πραγματικών περιστατικών, τον προσήκοντα κανόνα δικαίου ανήκει στην δικαιοδοσία του ασκούντος την ποινική δίωξη, χωρίς αυτός να δεσμεύεται από τον χαρακτηρισμό της πράξεως που γίνεται από τον εγκαλούντα. Επίσης, ο προβαλλόμενος από την ίδια κατηγορούμενη αυτοτελής ισχυρισμός περί υπάρξεως εκκρεμοδικίας, που απορρέει από την υπ' αριθμ. 14295/2003 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από την εν λόγω απόφαση, που αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, η εν λόγω κατηγορουμένη δεν ήταν καν κατηγορούμενη στη δίκη αυτή. Τέλος, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι, οι προβαλλόμενοι από την ίδια κατηγορούμενη αυτοτελείς ισχυρισμοί περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπο της των ελαφρυντικών του άρθρου 84 παρ. 2 α και δ' του Π.Κ., διότι δεν προέκυψαν πραγματικά περιστατικά που να δικαιολογούν την παραδοχή των εν λόγω αυτοτελών ισχυρισμών. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι των αποδιδόμενων σ' αυτών ως άνω αξιοποίνων πράξεων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό". Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο κήρυξε ένοχους τους κατηγορούμενους και ήδη αναιρεσείοντες των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων και ειδικότερα: "στη Θεσσαλονίκη την 30 Ιουνίου 2003 τέλεσαν τις κατωτέρω ποινικά κολάσιμες πράξεις: Α) Ο Χ2, κατά την προαναφερθείσα ημεροχρονολογία και στον ανωτέρω τόπο, ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα. Συγκεκριμένα, στις 30-6-2003, ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, σε υπόθεση κατά την οποία, μετά την ΒΜ ΣΤ 98εγχ/419/30-11-1998 έγκληση της Χ1 συζ. Χ2 (β' κατηγορουμένης) κατηγορούνταν ο Ψ (α' εκκαλών) για το έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρα και οι Σ, Ρ, Α1 συζ. Α2 (β' εγκαλούσα) και... (γ' εγκαλών) για το έγκλημα της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα από κοινού. Κατέθεσε εν γνώσει της αναληθείας τους τα κατωτέρω ψευδή περιστατικά: "Ο Ψ στην ένορκη εξέταση του ως μάρτυρας είπε ψέματα ότι μεταβίβασε το αγρόκτημα στους κατηγορούμενους η δικαιούχος. Λέει ψέματα ότι είναι αυθαίρετο το κτίσμα... Πρόκειται για ένα διώροφο σπίτι που εμείς επισκευάσαμε με άδεια από την Πολεοδομία...". Η αλήθεια που γνώριζε ο κατηγορούμενος όταν κατέθεσε ενόρκως τα ανωτέρω περιστατικά είναι ότι με το αριθμ. ... προσύμφωνο πωλήσεως ακινήτου της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ... η Χ1 συζ. Χ2 (β' κατηγορουμένη) η Ζ χήρα Ζ1 και ο Φ προσυμφώνησαν να πωλήσουν, παραχωρήσουν και μεταβιβάσουν κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή προς τους αποδεχθέντες την προσυμφωνία Σ συζ. Λ, και Ξ (πατέρα και δικαιοπάροχο των εγκαλούντων Α1 συζ. Α2 και Φ) ολόκληρο το επίδικο οικόπεδο το οποίο κατά το προσύμφωνο βρίσκεται στην κτηματική περιοχή ..., συνορευόμενον γύρωθεν εκ τριών πλευρών με κοινοτικόν δρόμον και με ιδιοκτησία Λ...και είναι...εμβαδού διακοσίων τεσσαράκοντα οκτώ τετραγωνικών μέτρων και τεσσαράκοντα εκατοστών του μέτρου (248,40) ή όσα είναι πλέον ή έλαττον..." γνώριζε δηλαδή ο κατηγορούμενος ότι η σύζυγος του Χ1 έχοντας συμβληθεί στο πιο πάνω προσύμφωνο, υποσχέθηκε να μεταβιβάσει οσηνδήποτε έκταση βρίσκεται εντός των ορίων του άνω οικοπέδου. Επίσης γνώριζε ο κατηγορούμενος ότι η σύζυγος του Χ1 κατά το χρονικό διάστημα από την 1/1/1997 έως την 6/6/1997 κατασκεύασε αυθαίρετο ισόγειο κτίσμα στο επίδικο, με οπτοπλινθοδομή και επικάλυψη αμιαντολαμαρίνας διαστάσεων 4X4,70 μέτρων, εντός του περιγράμματος παλαιάς οικίας, της οποίας τα ίχνη (εξωτερικοί τοίχοι σε ύψος 1,50X2 μέτρων) σώζονταν στο οικόπεδο, για την πράξη της δε αυτή ασκήθηκε σε βάρος της ποινικής δίωξης για ανέγερση αυθαιρέτου κτίσματος. Β)Η δεύτερη κατηγορουμένη Χ1 συζ. Χ2, το γένος Ζ1, ενώ εξεταζόταν χωρίς όρκο ως μάρτυρας από αρχή αρμόδια να ενεργεί τέτοια εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει της ψέματα. Συγκεκριμένα, στις 30/6/2003, ενώ εξεταζόταν ως μάρτυρας χωρίς να ορκιστεί λόγω της ιδιότητας της ως πολιτικώς ενάγουσας, ενώπιον του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, σε υπόθεση κατά την οποία μετά την ΒΜ ΣΤ 98εγχ/419/30-11- 1998 έγκληση της, κατηγορούνταν ο Ψ τ εγκαλών για το έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρα και οι Σ, Ρ, Α1 συζ. Α2 (β' εγκαλούσα) και Φ (γ' εγκαλών) για το έγκλημα της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα από κοινού, κατέθεσε τα κατωτέρω ψευδή περιστατικά που συνδέονται διαδικαστικά με την υπόθεση εν γνώσει της αναληθείας τους ήτοι: "0 κ.Ψ παντού είπε ψέματα και μπορώ να το αποδείξω με έγγραφα...κατέθεσε ως μάρτυρας και είπε ψέματα ότι το σπίτι μου ήταν αυθαίρετο και ότι παραχώρησα όλο το οικόπεδο. Αυτό είναι ψέμα γιατί το '73 που υπογράφτηκαν τα τέσσερα συμβόλαια παραχώρησα το μισό οικόπεδο και το μισό χωράφι. Παραχωρήθηκε το μισό 246 τ.μ. επειδή μας ξεγέλασαν το 89...είπε ότι έχτισα αυθαίρετο κτίσμα ενώ το κτίσμα υπήρχε...συμφωνήσαμε με το προσύμφωνο το 1983 να μεταβιβάσουμε κατά κυριότητα νομή και κατοχή.... μας εξαπάτησαν...στράφηκαν κατά του πατρός μου και εκβίασαν συμβιβασμό με παραχώρηση του οικοπέδου με προσύμφωνο. Ο Ψ κατέθεσε ψευδώς ότι παραχωρήθηκε όλο το οικόπεδο και όχι μέρος ενώ γνώριζε ότι ήταν ψέμα. Μας εξαπάτησαν και υπογράψαμε το μισό οικόπεδο και το μισό χωράφι...αλήθεια που γνώριζε η κατηγορουμένη όταν κατέθετε ενώπιον του δικαστηρίου τα ως άνω ψευδή περιστατικά είναι ότι με το αριθμ. ... προσύμφωνο πωλήσεως ακινήτου της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ... η ίδια (η Χ1 συζ. Χ2 το γένος Ζ1), η Ζ χήρα Ζ1 και ο Φ προσυμφώνησαν να πωλήσουν, παραχωρήσουν και μεταβιβάσουν κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή προς τους αποδεχθέντες την προσυμφωνία Σ συζ. Λ το γένος Φ και Ξ (πατέρα και δικαιοπάροχο των εγκαλούντων Α1 ας συζ. Α2 και Φυ) ολόκληρο το επίδικο το οποίο κατά το προσύμφωνο βρίσκεται στην κτηματική περιοχή ......και συνορευόμενο γύρωθεν εκ τριών πλευρών με κοινοτικόν δρόμον και με ιδοκτησίαν Δ...και είναι....εμβαδού μέτρων τετραγωνικών διακοσίων τεσσαράκοντα οκτώ τετραγωνικών μέτρων και τεσσαράκοντα εκατοστών του μέτρου (248,40) ή όσα είναι πλέον ή έλαττον..." ήταν δηλαδή γνωστό σ' αυτήν αφού είχε συμβληθεί στο πιο πάνω προσύμφωνο ότι υποσχέθηκε να μεταβιβάσει στους ανωτέρω οσηνδήποτε έκταση βρίσκεται εντός των ορίων του άνω οικοπέδου και όχι το ήμισυ αυτής. Επίσης η κατηγορουμένη κατά το χρονικό διάστημα από την 1/1/1997 έως την 6/6/1997 κατασκεύασε αυθαίρετα ισόγειο κτίσμα στο επίδικο οικόπεδο με οπτοπλινθοδομή και επικάλυψη αμιαντολαμαρίνας διαστάσεων 4X4,70 μέτρων, εντός του περιγράμματος παλαιάς οικίας, της οποίας τα ίχνη (εξωτερικοί τοίχοι σε ύψος 1.50X2 μέτρων) σώζονταν στο οικόπεδο για την πράξη της δε αυτή ασκήθηκε σε βάρος της ποινική δίωξη για ανέγερση αυθαιρέτου κτίσματος και η υπόθεση δικάσθηκε στις 19-2-2001 και στις 3/4/2001 στο Γ' Μονομελές Πλημ/κείο Θεσσαλονίκης παραστάθηκε η ίδια. Τέλος γνώριζε η κατηγορουμένη όταν κατέθετε τα ανωτέρω ότι η Ζ χήρα Ζ1, ο Φ και η ίδια προχώρησαν στην κατάρτιση του πιο πάνω προσυμφώνου, χωρίς να εξαπατηθούν από τους Σ χήρα Λ το γένος Φ και τον Ξ (δικαιοπάροχο των εγκαλούντων Α1 συζ. Α2 και Φ) ως προς τις συνέπειες που θα είχε η ευδοκίμηση της υπ' αριθμ. 2317/27-10-1981 αγωγής περί νομίμου μοίρας, που είχαν ασκήσει στο Πολυμελές Πρωτ/κείο Θεσσαλονίκης οι Σ χήρα Λ το γένος Φ και Ξκατά των Ζ χήρας Ζ1, ΑΦ και Χ1 συζ. Χ2, το γένος Ζ1, αφού σε όλες τις διαπραγματεύσεις οι ως άνω εναγόμενοι με την παραπάνω αγωγή, παρίσταντο με πληρεξούσιο Δικηγόρο που τους ενημέρωνε για τις έννομες συνέπειες της αγωγής". Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε κάθε αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ.β', 26 παρ.Ια, 27 παρ.1, 224 παρ. 2-1, 225 παρ. 1 του ΠΚ, τις οποίες θα ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως 4453/2009 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένων), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας: 1) Φ, 2) Α1, 3) Π και 4) Ζ χήρας Ζ1, καθώς και την ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, Ψ. Σύμφωνα με τα άνω λεχθέντα, το Δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, οδηγήθηκε στις προαναφερόμενες παραδοχές, που αποτελούν την απαιτούμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, κατά τρόπο σαφή και πλήρη, αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του κάθε εγκλήματος για τα οποία, αυτοί καταδικάστηκαν οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν, οι επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις κάθε αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα, ότι: 1) Το δικάσαν Δικαστήριο με το να απορρίψει τον ισχυρισμό της δεύτερης κατηγορουμένης για παραβίαση των διατάξεων που καθορίζουν την άσκηση της ποινικής δίωξης, που προέβαλε εγγράφως και υποστήριξε προφορικά ενώπιον του Εφετείου (ότι δεν είχε υποβληθεί σε βάρος της έγκληση για ψευδή ανωμοτί κατάθεση) δεχθέν ότι η υπαγωγή των αναφερομένων στην έγκληση πραγματικών περιστατικών στον προσήκοντα κανόνα δικαίου, ανήκει στη δικαιοδοσία του ασκούντος την ποινική δίωξη, χωρίς αυτός να δεσμεύεται από το χαρακτηρισμό των πράξεων, που γίνεται από τους εγκαλούντες, αφενός παραβίασε κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή τους παραπάνω ουσιαστικούς κανόνες δικαίου, που καθορίζουν την άσκηση της ποινικής διώξεως, κι αφετέρου παραβίασε τους ίδιους κανόνες δικαίου εκ πλαγίου, δεχθέν, αντιφατικά, πράγματα που δεν άπτονται του προταθέντος ισχυρισμού, ήτοι ενώ δέχθηκε ότι υπάγεται στην δικαιοδοσία του ασκούντος την ποινική δίωξη εισαγγελέως ο χαρακτηρισμός των πραγματικών περιστατικών που περιλαμβάνονται στην έγκληση, ωστόσο δεν απάντησε στο κρίσιμο για την άσκηση της ποινικής διώξεως και τον χαρακτηρισμό της πράξης ζήτημα αν ο εισαγγελεύς δύναται να διαμορφώσει ο ίδιος και τα πραγματικά περιστατικά επί τη βάσει των οποίων θ'ασκήσει την ποινική δίωξη και που δεν αναφέρονται ή δεν περιλαμβάνονται στην έγκληση ή στην αναφορά των παθόντων, όπως στην προκείμενη περίπτωση, για τα οποία όμως πραγματικά περιστατικά -χωρίς να υφίσταται μηνυτήρια αναφορά- ασκήθηκε παραταύτα ποινική δίωξη παραθέτων αυτούσια μέσα σε εισαγωγικά αποσπάσματα της ανωμοτί κατάθεσης της δεύτερης κατηγορουμένης, κι επιπλέον επεκτείνοντας απαραδέκτως αυτά και σε γεγονότα που δεν άπτονται της εγκλήσεως, ούτε καν του αντικειμένου της δίκης στο οποίο εξετάσθηκε ως πολιτικώς ενάγουσα η δεύτερη κατηγορουμένη (δηλ. της εν γνώσει ψευδούς καταθέσεως της σχετικά με την εξαπάτηση της από τους συγγενείς της, νυν εγκαλούντες, για την υπογραφή του υπ' αριθμ.... προσυμφώνου πωλήσεως οικοπέδου). Άλλως, το Εφετείο, καθ' υπέρβαση της εξουσίας του απέρριψε τον προταθέντα νομίμως όπως αναφέρεται αυτοτελή ισχυρισμό και, καταδίκασε την δεύτερη κατηγορουμένη για το αδίκημα της ψευδούς ανωμοτί κατάθεσης την στιγμή που δεν υποβλήθηκε γι' αυτό η απαιτούμενη έγκληση, ούτε περαιτέρω όμοια υποβλήθηκε τέτοια έγκληση για την επιμέρους πράξη της ψευδούς ανωμοτί κατάθεσης σχετικά με την εξαπάτηση της από τους νυν εγκαλούντες για την υπογραφή του κρισίμου προσυμφώνου πωλήσεως οικοπέδου.
Συνεπώς,η πληττόμε- νη απόφαση υπέπεσε στην συνδυασμένη πλημμέλεια εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Ε' και Δ', άλλως στοιχ.Η' περιπτ. δ' ΚΠΔ και πρέπει για τον βάσιμο αυτόν λόγο ν'αναιρεθεί. Αβάσιμα όμως, διότι το έγκλημα της ψευδούς ανωμοτί κατάθεσης διώκεται αυτεπαγγέλτως και ορθώς ο Εισαγγελέας άσκησε ποινική δίωξη για την άνω πράξη, εφόσον υπήρχαν τα σχετικά με την πράξη αυτή στοιχεία, έστω και αν το έγκλημα αυτό δεν είχε καταγγελθεί ευθέως, 2) Ενώ είχαν προτείνει ως παράνομη τη δήλωση παράστασης της πολιτικής αγωγής, καθόσον δεν νομιμοποιείτο σε τούτο τουλάχιστον για τη δεύτερη κατηγορουμένη, Χ1, όμως το Εφετείο, αφενός στον ισχυρισμό αυτόν δεν αποφάνθηκε κι άφησε αδίκαστη την συναφή αίτηση αποβολής της πολιτικής αγωγής κι αφετέρου επέτρεψε παράνομα την συμμετοχή στην δίκη του πολιτικώς ενάγοντος, παρόλο που είχαν προταθεί αντιρρήσεις από μέρος των κατηγορουμένων, ώστε να μην έχει καλυφθεί η ακυρότητα αυτή. Αλλως, το Εφετείο σιγή απέρριψε τον σχετικό ισχυρισμό των κατηγορουμένων δίχως την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία κατ' άρθρ.139 ΚΠΔ και αρθρ.93 παρ.3 του Συντάγματος.
Συνεπώς, και εκ του λόγου αυτού, η πληττόμενη απόφαση υπέπεσε στις πλημμέλειες εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Β' εδαφ.β' και Α' ΚΠΔ, άλλως άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ και πρέπει για τους βάσιμους παρόντες λόγους ν' αναιρεθεί (2ος λόγος της αιτήσεως). Αβάσιμα όμως και ο σχετικός λόγος πρέπει να απορριφθεί, διότι αυτός που παραστάθηκε ως πολιτικώς ενάγων, ήταν διάδικος στο ποινικό δικαστήριο, δηλ. όταν εκδόθηκε η 14.295/2003 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, όπου δόθηκαν οι ψευδείς καταθέσεις, για τις οποίες καταδικάστηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση οι ήδη αναιρεσείοντες, 3) Στην προσβαλλόμενη απόφαση υπάρχει έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας κατ'άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, σε συνδυασμό με την εκ πλαγίου παραβίαση του εφαρμοσθέντος ποινικού ουσιαστικού κανόνα δικαίου κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, διότι το Εφετείο Θεσσαλονίκης, για την αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως του στο σκεπτικό, προέβη στην επανάληψη κατά πιστή αντιγραφή του διατακτικού της απόφασης, κι αυτού πάλι αποτελούντος πιστή αντίστοιχη αντιγραφή του κατηγορητηρίου, ώστε η σύμπτωση των περιστατικών αυτών στο σκεπτικό, το διατακτικό και στο κατηγορητήριο δεν συνιστά την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Πολύ δε περισσότερο καθόσον, δεν εξειδικεύονται ειδικότερα πραγματικά περιστατικά και σκέψεις με βάση τα οποία το Δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση.
Συνεπώς, το Εφετείο χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία επανέλαβε στο σκεπτικό το αντίστοιχο διατακτικό, κι εκείνο αποτελούν πλήρη αντιγραφή του κατηγορητηρίου, χωρίς να εκθέτει τις ειδικότερες σκέψεις και συλλογισμούς, ούτε να παραθέτει τα ειδικότερα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των αποδιδόμενων πράξεων, αλλ' ούτε το ταυτόσημο του σκεπτικού με το διατακτικό, κι' αυτών (σκεπτικού- διατακτικού) με το κατηγορητήριο καλύπτουν την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, παρά το λεπτομερές του λεκτικού των, καθόσον δεν αιτιολογείται πλήρως το ψευδές των ανωτέρω περιστατικών που κατέθεσαν οι κατηγορούμενοι καθώς και η γνώση της αναληθείας των κατατεθέντων (τρίτος λόγος αναιρέσεως). Αβάσιμα όμως, διότι το Δικαστήριο αναλυτικά και με πλήρη αιτιολογία αναφέρει: α) τα ψευδή γεγονότα τα οποία κατέθεσαν οι ήδη αναιρεσείοντες, β) τα αντίστοιχα αληθή που οι ίδιοι γνώριζα, γ) το δόλο αυτών και δ) το σκοπό τους να παραπλανήσουν με αυτά το δικαστήριο και να καταδικάσει τον παραπάνω παθόντα. Και 4) ότι υπάρχει έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, αναφορικά με την απόρριψη ελαφρυντικών του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α' και ε' ΠΚ, ειδικότερα δε, διότι "Το Εφετείο απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό της δεύτερης κατηγορουμένης, που πρότεινε στο ακροατήριο νομοτύπως και ανέπτυξε προφορικά, σχετικά με την εφαρμογή των ελαφρυντικών άρθρου 84 παρ.2 περιπτ. α' & δ'Π.Κ., με την αιτιολογία ότι δεν προέκυψαν τα πραγματικά περιστατικά που να δικαιολογούν την παραδοχή των", όπως ακριβώς κατά λέξη στην αίτηση αναφέρεται. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε το άνω αίτημα με την εξής κατά λέξη αιτιολογία: "από την έρευνα του χαρακτήρα της δεύτερης κατηγορουμένης, τον προηγούμενο βίο της και τις υπόλοιπες περιστάσεις και το ποινικό μητρώο της που είναι στην δικογραφία και από το οποίο προκύπτει ότι αυτή έχει καταδικασθεί και με άλλη απόφαση σε ποινή φυλάκισης 15 μηνών, το Δικαστήριο κρίνει ότι η χρηματική ποινή αρκεί για να την αποτρέψει από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. Συντρέχει, επομένως, περίπτωση μετατροπής της παραπάνω ποινής σε χρηματική και πρέπει λαμβάνοντας υπόψη και τους οικονομικούς όρους της καταδικασθείσης η κάθε μέρα φυλάκισης να υπολογισθεί προς 5,00 ΕΥΡΩ". Η αιτιολογία αυτή είναι πλήρης και εμπεριστατωμένη και ορθώς απορρίφθηκε ο σχετικός με την αιτίαση αυτή, τέταρτος λόγος αναιρέσεως. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ', Ε' και ... στοιχ. δ' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, ....αλλά και της υπέρβασης εξουσίας, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1), καθώς και στη δικαστική δαπάνη (και οι δύο) του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (ΚΠολΔ 176).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 4 Ιανουαρίου 2010 (υπ' αριθμ. Πρωτ. 94/7.1.2010) ενώπιον του Εισαγγελέα Αρείου Πάγου αίτηση: 1)Χ2 και 2) Χ1 συζύγου Χ2, για αναίρεση της με αριθμό 4.453/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει καθένα από τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στη δικαστική (και οι δύο) δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος, την οποίαν ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιουνίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 7 Σεπτεμβρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ