Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 311 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αποδεικτικά μέσα, Έλλειψη νόμιμης βάσης.




Περίληψη:
Λόγοι αναίρεσης εκ του άρθρου από το άρθρο 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ. και 559 αριθ. 11γ Κ.Πολ.Δ.






Αριθμός 311/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Μαρία Βαρελά, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Δεκεμβρίου 2012, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Μ. Τ. του Κ., συζ. Θ. Κ., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μιχαήλ Βεργανελάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσίβλητης: Α. (Ν.) Θ. του Α., συζ. Γ. Μ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Πολυξένη Μπαλτά.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6/11/2008 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χανίων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 264/2009 του ιδίου Δικαστηρίου και 283/2011 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 6/10/2011 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Μαρία Βαρελά ανέγνωσε την από 20/11/2012 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά, όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του κανόνα δικαίου για την επέλευση της απαγγελθείσης έννομης συνέπειας ή της άρνησής της ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους. Ο όρος ζήτημα, είναι ταυτόσημος με τον όρο "πράγματα" του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολΔ. "Πράγματα" κατά την έννοια της διάταξης αυτής είναι οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος το οποίο ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο αλλά όχι και οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής ή επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, τα ακόλουθα: Στις 30-8-2007 απεβίωσε στην κατοικία της στο Α. του Δήμου Ακρωτηρίου Νομού Χανίων, σε ηλικία ογδόντα τριών (83) ετών περίπου, η Ι. χήρα Β. Α., το γένος Ε. και Α. Θ., που όσο ζούσε κατοικούσε στον ίδιο τόπο. Η θανούσα άφησε πλησιέστερο συγγενή της την ενάγουσα, ως μοναδικό τέκνο του προαποβιώσαντος μοναδικού αδελφού της Α. Θ., καθόσον δεν είχε αποκτήσει τέκνα και ο σύζυγός της Β. Α. είχε αποβιώσει πριν από αυτήν, ενώ το ίδιο είχε συμβεί και με τους γονείς της, Ε. και Α. Θ..Συνεπώς, η ενάγουσα θα ήταν η μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος της θανούσης θείας της, αν η τελευταία δεν άφηνε διαθήκη. Η θανούσα όμως, άφησε την με αριθμό …/29-8-2007 δημόσια διαθήκη της, που συντάχθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Χανίων Αντωνίου Νικηφοράκη και δημοσιεύθηκε με τα υπ' αριθ. 703/2007 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων, με την οποία εγκατέστησε μοναδική της κληρονόμο σε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία της την εκκαλούσα, κάτοικο …, η οποία ήταν εξωτική σε σχέση με τη θανούσα, αφού δεν είχε καμία συγγενική σχέση με αυτή, είναι δε (εκκαλούσα) ανιψιά (όπως ομολογεί στις προτάσεις της) της δεύτερης εναγομένης, Λ. Μ., οικιακής βοηθού της διαθέτιδας (ως προς την οποία η ένδικη αγωγή απορρίφθηκε). Η εν λόγω θανούσα, τα τελευταία χρόνια της ζωής της έπασχε από κινητικά προβλήματα, αναιμία, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (Χ.Α.Π.) και καρδιακή ανεπάρκεια, ασθένειες, για τις οποίες ελάμβανε σχετική φαρμακευτική αγωγή. Την τελευταία διετία παρουσίασε αδυναμία βαδίσεως, καταβολή των δυνάμεών της και κινητικά προβλήματα, λόγω γήρατος και εκφυλιστικής αρθρίτιδας, λόγω δε των παθήσεων αυτών, είχε ανάγκη συχνής ιατρικής παρακολούθησης, την οποία είχε αναλάβει ο παθολόγος ιατρός, Ε. Σ.. Εξαιτίας των παραπάνω παθήσεών της, με δυσκολία σηκωνόταν να περπατήσει ή περπατούσε μόνο με τη βοήθεια άλλων, για το λόγο δε αυτόν είχε απόλυτη ανάγκη κάποιου προσώπου να την περιθάλπει και να την βοηθά σε μόνιμη βάση, καθώς και να φροντίζει το σπίτι της, ρόλο που είχε αναλάβει εξ ολοκλήρου η δεύτερη εναγομένη Λ. Μ., οικιακή βοηθός της. Λόγω της προπεριγραφόμενης κατάστασης της υγείας της θανούσας και της προχωρημένης ηλικίας της, ήταν αναγκαία για την επιβίωσή της η παρουσία και οι φροντίδες της παραπάνω οικιακής βοηθού, η συμπαράστασή της, οι φροντίδες της, η μέριμνά της για την διατροφή της και την ανελλιπή λήψη των φαρμάκων της, έτσι ώστε να έχει δημιουργηθεί σε μεγάλο βαθμό σχέση εξαρτήσεως της θανούσας από την παραπάνω οικιακή βοηθό. Λίγες ημέρες προ του θανάτου της, η Ι. Α. παρουσίασε πυρετό, εξετασθείσα δε από τον παραπάνω γιατρό πέντε μέρες πριν από το θάνατό της, διαπιστώθηκε ότι έπασχε από οξεία πυελονεφρίτιδα (ουρολοίμωξη). Όπως δε προκύπτει από την παραπάνω ληξιαρχική πράξη θανάτου της, αιτία του τελευταίου, σύμφωνα και με την πιστοποίηση του ίδιου ως άνω ιατρού της, ήταν η σηψαιμία που υπέστη (σηψαιμικό σοκ) και η οξεία πυελονεφρίτιδα (ουρολοίμωξη), σε συνδυασμό με την μεγάλη ηλικία της και τις ως άνω μόνιμες παθήσεις της (χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια και καρδιακή ανεπάρκεια). Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η ως άνω οξεία πυελονεφρίτιδα (ουρολοίμωξη), από την οποία είχε διαπιστωθεί ότι έπασχε η Ι. Α. και η οποία αποτελεί μικροβιακή λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος, δεν θεραπεύθηκε, αλλά επιδεινώθηκε και οδήγησε στην ως άνω σηψαιμία και στο σχετικό σηψαιμικό σοκ και εν τέλει στον θάνατό της. Τούτο επιβεβαιώνει ο προαναφερόμενος ιατρός Ε., Σ. με την υπ'αριθ…/5.2.2008 ένορκη βεβαίωσή του. Εξάλλου, και από τις προσκομιζόμενες γνωματεύσεις από 14-1-2011 του ιατρού Α. Μ. και από 28-4-2009 του ιατρού Ι. Β., προκύπτει ότι η οξεία πυελονεφρίτιδα5 αν δεν αντιμετωπισθεί νοσοκομειακώς, οδηγεί σε σηψαιμία και εκείθεν σε σηψαιμικό σοκ, από τα οποία προσβάλλονται όλα τα όργανα και ο εγκέφαλος. Η σηψαιμία και ο συναφής πυρετός, επηρεάζουν τη διανοητική κατάσταση του ασθενούς, προκαλώντας διανοητική σύγχυση, διακοπή της επαφής με το περιβάλλον και επομένως αδυναμία διενέργειας δικαιοπραξίας. Όπως εκτέθηκε παραπάνω, πέντε ημέρες πριν από το θάνατό της, διαπιστώθηκε ότι η κληρονομουμένη έπασχε από οξεία πυελονεφρίτιδα, η οποία όμως δεν αντιμετωπίσθηκε και έτσι αυτή απεβίωσε εξ αυτού του λόγου. Επομένως, κατά τη σύνταξη της υπ'αριθ…/29-8-2007 δημόσιας διαθήκης, που συντάχθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Χανίων Αντωνίου Νικηφοράκη, την παραμονή του θανάτου της, η διαθέτης δεν είχε συνείδηση των πράξεών της και πάντως βρισκόταν σε διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής της. Επιπροσθέτως, πρέπει να σημειωθεί ότι, από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι η δεύτερη εναγομένη (οικιακή βοηθός της) μετέφερε τη θανούσα λίγες ημέρες (έξι ή επτά) πριν από το θάνατο της, με το ταξί του Σ. Π., ο οποίος συχνά την εξυπηρετούσε κατά τις μετακινήσεις της έναντι αμοιβής, στο συμβολαιογραφείο της συμβολαιογράφου Μαρίας Κλωνιζάκη, προκειμένου να υπογράψει πληρεξούσιο σε αυτή και διαθήκη. Συγκεκριμένα, με το συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο θα δινόταν στην δεύτερη εναγομένη - οικιακή βοηθό η πληρεξουσιότητα για την ανάληψη χρημάτων από τραπεζικές καταθέσεις της εντολέως της. Μάλιστα, μία εβδομάδα νωρίτερα, ο ίδιος ως άνω οδηγός του ταξί, είχε μεταφέρει την δεύτερη εναγομένη - οικιακή βοηθό στο ίδιο συμβολαιογραφείο, προκειμένου η τελευταία να παραδώσει στην προαναφερόμενη συμβολαιογράφο διάφορα έγγραφα, απαραίτητα για τη σύνταξη του πληρεξουσίου αυτού (προφανώς για να ήταν τούτο έτοιμο, όταν θα ερχόταν η Ι. Α., ώστε να έθετε η τελευταία μόνον την υπογραφή της), αλλά και άλλα έγγραφα, απαραίτητα για τη σύνταξη δημόσιας διαθήκης, μεταξύ των οποίων και αντίγραφο της ταυτότητας της πρώτης εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, η οποία θα ήταν η μοναδική κληρονόμος της θανούσας με βάση τη διαθήκη αυτή. Λόγω της αδυναμίας της θανούσας να εξέλθει από το ταξί και να εισέλθει στο συμβολαιογραφείο, η παραπάνω συμβολαιογράφος την επισκέφθηκε στο ταξί που ήταν σταθμευμένο πλησίον του συμβολαιογραφείου της και, βλέποντας την κατάστασή της, αρνήθηκε να προβεί σε σύνταξη πληρεξουσίου, καθόσον διαπίστωσε ότι η Ι. Α., δεν ήταν καλά στην υγεία της, υποδεικνύοντας μάλιστα στην δεύτερη εναγομένη-οικιακή βοηθό να μεριμνήσει άμεσα για την εισαγωγή της θανούσας σε Νοσοκομείο. Τα παραπάνω προκύπτουν από τις υπ' αριθ…/28.4.2009, …/28.4.2009 και …/3.3.2008 ένορκες βεβαιώσεις αντίστοιχα των Σ. Κ., εξ'αγχιστείας ανηψιάς της θανούσας, Γ. Μ., συζύγου της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης,- και Χ. Α., εξ' αγχιστείας ανηψιού της θανούσας, οι οποίες δόθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, στις οποίες μεταξύ άλλων καταθέτουν ότι τα σχετιζόμενα με την αποτυχημένη προσπάθεια σύνταξης πληρεξουσίου με το ανωτέρω περιεχόμενο, αλλά και τη διαθήκη, ενώπιον της συμβολαιογράφου Μαρίας Κλωνιζάκη, και με την αντίδραση της τελευταίας, τους τα διηγήθηκε ο προαναφερόμενος οδηγός ταξί, Σ. Π., επιβεβαιώνονται δε και από αυτά που κατέθεσε η ενόρκως εξετασθείσα ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου μάρτυρας της ενάγουσας, Α. Α., που και αυτή επικαλέσθηκε ως πηγή γνώσεώς της, την ως άνω Σ. Κ..Από την άλλη πλευρά, αναφορικά με το ίδιο περιστατικό, η δεύτερη εναγομένη-οικιακή βοηθός, κατά την ανώμοτη εξέταση της στο ακροατήριο ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ισχυρίσθηκε ότι η μετάβαση στην προαναφερόμενη συμβολαιογράφο, αποφασίσθηκε από την θανούσα Ι. Α., σε χρόνο που βρίσκονταν αμφότερες στα …, εντός του ταξί του Σ. Π., μετά από πρόταση του τελευταίου, ο οποίος γνώριζε την εν λόγω συμβολαιογράφο, όταν άκουσε την Ι. Α. να λέει ότι επιθυμούσε να κάνει ένα πληρεξούσιο για να μην έχει πρόβλημα με την Τράπεζα, επειδή δεν μπορούσε να βάλει κανονική υπογραφή, ότι πήγαν εκεί επειδή η θανούσα ήθελε να πάρει μία γνώμη για το πώς θα έκανε το πληρεξούσιο, ότι στο συμβολαιογραφείο ανέβηκε μόνον ο ανωτέρω οδηγός του ταξί, Σ. Π., και όχι η ίδια (δεύτερη εναγομένη-οικιακή βοηθός), ότι η προαναφερόμενη συμβολαιογράφος έστειλε τη γραμματέα της και μίλησε με την Ι. Α., χωρίς η τελευταία να βγεί από το ταξί και ότι, όταν η τελευταία της εξήγησε τί ήθελε και γιατί, η γραμματέας απάντησε ότι, επειδή δεν μπορούσε να υπογράψει καλά, θα έπρεπε να έλθει με δύο μάρτυρες προκειμένου να συνταχθεί το σχετικό πληρεξούσιο. Ο δε μάρτυρας των εναγομένων, Γ. Μ., αναφορικά με το ίδιο περιστατικό, κατέθεσε στο ακροατήριο ενόρκως, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ότι πράγματι, στην εν λόγω συμβολαιογράφο πήγαν (η θανούσα με την οικιακή της βοηθό) μετά από πρόταση του Σ., Π., ο οποίος γνώριζε την προαναφερομένη συμβολαιογράφο, για "να φτιάξουνε το πληρεξούσιο " και "να μην τρέχουνε" (και όχι απλώς για να πάρουν μία γνώμη), ότι στο συμβολαιογραφείο της ανέβηκε η δεύτερη εναγομένη-οικιακή βοηθός, η οποία εξήγησε στην συμβολαιογράφο ότι έχουν μία γερόντισσα που ήθελε να συνταχθεί ένα πληρεξούσιο, διότι δεν μπορούσε να υπογράψει και η Τράπεζα δεν θα της ξαναέδιδε χρήματα ,ότι η συμβολαιογράφος έστειλε μία βοηθό της, η οποία ζήτησε από την Ι. Α. να υπογράψει σε ένα μπλοκ, ότι όταν η τελευταία έκανε δύο γραμμές, η βοηθός της είπε ότι θα έπρεπε να φέρουν δύο μάρτυρες για να συνταχθεί το σχετικό πληρεξούσιο, ότι όταν άκουσε αυτά η Ι. Α. θύμωσε και είπε "πάμε να φύγουμε", γεγονός που έγινε, και ότι όλα τα παραπάνω του τα διηγήθηκε η ίδια η θανούσα μία ημέρα πριν από το θάνατό της, λέγοντάς του χαρακτηριστικά ότι "δεν έκαμα το πληρεξούσιο.....γιατί με πήγανε σε μία συμβολαιογράφο και αυτή με κορόιδεψε", κατά το ίδιο δε απόγευμα έκανε το σχετικό πληρεξούσιο και την επίμαχη διαθήκη στο σπίτι της, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αντωνίου Νικηφοράκη, όπως έμαθε εκ των υστέρων. Η εκδοχή αυτή που προέβαλαν οι εναγόμενες αναφορικά με το ανωτέρω περιστατικό, δεν κρίνεται πειστική, καθώς δεν συνάδει με τα διδάγματα της κοινής πείρας το ότι η επίσκεψη στην ανωτέρω συμβολαιογράφο, που ήταν μάλιστα και γνωστή του προαναφερομένου οδηγού ταξί, έγινε μόνο και μόνο προκειμένου να πάρουν μία γνώμη για το πώς θα έκανε το εν λόγω πληρεξούσιο (γνώμη που μάλιστα φέρεται κατά την εκδοχή αυτή, να την έδωσε τελικά η γραμματέας της συμβολαιογράφου), ενώ τούτο θα μπορούσε να γίνει με ένα απλό τηλεφώνημα, πρέπει δε να επισημανθούν και οι αντιφάσεις μεταξύ των όσων κατέθεσε η δεύτερη εναγομένη-οικιακή βοηθός και αυτών που κατέθεσε ο μάρτυρας των εναγομένων για το ίδιο περιστατικό (ο τελευταίος κατέθεσε ότι στη συμβολαιογράφο πήγαν για να συντάξουν, "να φτιάξουνε" το πληρεξούσιο και όχι απλώς για να ρωτήσουν ή να πάρουν μία γνώμη, και ότι στο συμβολαιογραφείο της ίδιας συμβολαιογράφου ανέβηκε η ίδια η δεύτερη εναγομένη-οικιακή βοηθός, κάτι που η τελευταία αρνήθηκε).Περαιτέρω, αναφορικά με τον ισχυρισμό του ως άνω μάρτυρος Γ. Μ., τον οποίο υιοθέτησαν και οι εναγόμενες, ότι το ως άνω περιστατικό του το διηγήθηκε η ίδια η Ι. Α., είναι αξιοσημείωτα τα εξής: α)ενώ ο εν λόγω μάρτυρας στην αρχή κατέθεσε ότι δεν ήταν στα …, κατά την ημέρα που έγινε η επίμαχη διαθήκη, διότι ήταν άρρωστος και βρισκόταν επί δέκα πέντε ημέρες σε μία κλινική στο …,, άλλως αν ήταν στα …, η διαθέτιδα θα τον είχε βάλει μάρτυρα στη διαθήκη αυτή, παρακάτω, στην κατάθεσή του, απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις, αναφέρει ότι το εν λόγω περιστατικό του το διηγήθηκε η Ι. Α. το πρωΐ της ίδιας ημέρας, κατά το απόγευμα της οποίας, όπως εκ των υστέρων έμαθε, κάλεσε τον συμβολαιογράφο (Αντώνιο Νικηφοράκη) και προέβη στη σύνταξη της επίμαχης διαθήκης και του σχετικού πληρεξουσίου και β) η δεύτερη εναγομένη-οικιακή βοηθός, κατά την ανώμοτη εξέτασή της, ανέφερε ότι ο εν λόγω μάρτυρας δεν ήλθε καθόλου στην οικία της Ι. Α. κατά την προηγούμενη, ημέρα του θανάτου της και ότι η τελευταία το παραπάνω περιστατικό το είχε διηγηθεί προγενέστερα, πιθανόν πέντε με έξι ημέρες προ του θανάτου της. Ενόψει δε των αντιφατικών και αντικρουόμενων μεταξύ τους καταθέσεων, το Δικαστήριο κρίνει αναληθές το περιεχόμενο της κατάθεσης του μάρτυρος Γ. Μ., και δέχεται ότι η Ι. Α. ποτέ δεν διηγήθηκε τέτοιο περιστατικό στον Γ. Μ., υπό την εκδοχή που αυτός το εξέθεσε και οι εναγόμενες το υποστήριξαν. Με βάση δε όλα τα παραπάνω, κρίνεται ότι το εν λόγω περιστατικό συνέβη όπως το περιγράφουν στις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις τους οι Σ. Κ., Γ. Μ. και Χ. Α., ήτοι ότι η συμβολαιογράφος Μαρία Κλωνιζάκη, όταν διαπίστωσε ότι η Ι. Α. δεν ήταν καλά στην υγεία της, ούτε ήταν σε θέση να προβεί στην παροχή πληρεξουσιότητας, αρνήθηκε να προβεί στη σύνταξη του σχετικού πληρεξουσίου εγγράφου και υπέδειξε στη δεύτερη εναγομένη-οικιακή βοηθό, να μεριμνήσει για την άμεση εισαγωγή της θανούσας σε Νοσοκομείο, οι καταθέσεις δε των ως άνω προσώπων, καίτοι δεν απορρέουν από άμεση γνώση τους, αλλά έχουν ως πηγή τους τον προαναφερόμενο Σ. Π., κρίνονται αξιόπιστες και ανταποκρινόμενες στην αλήθεια. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το πληρεξούσιο έγγραφο που συντάχθηκε το απόγευμα της 29.8.2007 ενώπιον του συμβολαιογράφου Αντωνίου Νικηφοράκη στην οικία της Ι. Α., δια του οποίου η -τελευταία χορήγησε πληρεξουσιότητα στη δεύτερη εναγομένη-οικιακή βοηθό για την ανάληψη χρημάτων από τραπεζικές καταθέσεις της, η τελευταία το προσκόμισε το πρωί της αμέσως επομένης ημέρας (30.8.2007) στο κατάστημα της Τράπεζας "ALPHA BANK " που βρίσκεται επί της πλατείας Δικαστηρίων στα …, όπως η ίδια αναφέρει στην ανώμοτη κατάθεσή της. Όμως σχετικά με τα υποστηριζόμενα από την ίδια ότι τούτο το έπραξε κατ' εντολή της εντολέως της και αναφορικά με τα όσα σχετικά κατέθεσε ο μάρτυρας Γ. Μ., ότι το πληρεξούσιο αυτό κατατέθηκε στην εκ λόγω τράπεζα τόσο άμεσα, επειδή, τούτο είχε ζητηθεί από τους υπαλλήλους της τράπεζας και προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για μελλοντικές αναλήψεις, πρέπει να σημειωθεί ότι το πρωί της 29.8.2007 η Ι. Α. είχε προβεί σε ανάληψη ποσού 3.000 ΕΥΡΩ από το ανωτέρω κατάστημα της Τράπεζας, υπογράφοντας η ίδια το σχετικό παραστατικό αναλήψεως, εάν δε ήθελε θεωρηθεί ότι πράγματι οι υπάλληλοι της τράπεζας είπαν σε αυτήν ότι δεν θα μπορούσαν στο εξής να συναλλάσσονται μαζί της, από τη στιγμή που η υπογραφή της δεν ήταν κανονική, αλλά θα έπρεπε να προβαίνει σε αναλήψεις άλλο πρόσωπο για λογαριασμό της, το οποίο θα μπορούσε να υπογράφει κανονικά, εφοδιασμένο με σχετικό πληρεξούσιο έγγραφο, το ως άνω συνταχθέν πληρεξούσιο δεν ήταν απαραίτητο να προσκομισθεί τόσο άμεσα, αλλά θα μπορούσε να προσκομισθεί αργότερα, όταν θα παρίστατο ανάγκη για μία νέα ανάληψη. Η απάντηση δε των υπαλλήλων της τράπεζας όταν προσκομίσθηκε το εν λόγω πληρεξούσιο, περί του ότι θα έπρεπε να το μελετήσει ο νομικός σύμβουλος της τράπεζας, προκειμένου να διαγνώσει εάν ήταν κατάλληλο και ότι η δεύτερη εναγομένη-οικιακή βοηθός θα έπρεπε να έρθει αργότερα, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η τελευταία προσκόμισε το συγκεκριμένο πληρεξούσιο, προκειμένου να προβεί σε άλλη ανάληψη χρημάτων, γι'αυτό και προκάλεσε τον προβληματισμό των υπαλλήλων και την άρνησή τους να εκτελέσουν άμεσα τη συναλλαγή αυτή και την παραπομπή του θέματος στο νομικό σύμβουλο της τράπεζας, άλλως δεν θα είχε νόημα η απάντησή τους προς τη δεύτερη εναγομένη-οικιακή βοηθό να επανέλθει αυτή στο κατάστημα μερικές ώρες αργότερα, όταν θα ερχόταν ο νομικός σύμβουλος της τράπεζας να ελέγξει το πληρεξούσιο, εφόσον το τελευταίο επρόκειτο απλώς να κατατεθεί στο συγκεκριμένο κατάστημα της τράπεζας, χωρίς να χρησιμοποιηθεί κατά την ημέρα εκείνη για κάποια συναλλαγή, και δη για ανάληψη χρημάτων. Ακολούθως, κατά το απόγευμα της ίδιας ημέρας που η δεύτερη εναγομένη-οικιακή βοηθός προσκόμισε στην τράπεζα το πληρεξούσιο, απεβίωσε η Ι. Α.. Την επομένη ημέρα, μετά την κηδεία, η προαναφερόμενη οικιακή βοηθός προσέγγισε την Σ. Κ., ανηψιά εξ' αγχιστείας της θανούσας (κόρη του αδελφού της Θ.), την ενημέρωσε για την ύπαρξη του εν λόγω πληρεξουσίου και της ζήτησε να μεταβούν μαζί στην τράπεζα, προκειμένου να προβούν στην ανάληψη των καταθέσεων της θανούσης και να τις μοιρασθούν, καθώς αφενός η παρουσία της Σ. Κ., πρόσωπο που γνώριζαν οι υπάλληλοι του συγκεκριμένου τραπεζικού καταστήματος, θα έκαμπτε τις όποιες επιφυλάξεις τους αναφορικά με το πρόσωπο της δεύτερης εναγομένης-οικιακής βοηθού, αφετέρου είχε μεριμνήσει η ίδια να μη δημοσιευθεί σε εφημερίδες ο θάνατος της Ι. Α.. Όμως η Σ. Κ. αρνήθηκε να συμπράξει μαζί της. Η κατάθεση της δεύτερης εναγομένης-οικιακής βοηθού περί του ότι η Σ. Κ. ήταν εκείνη που την προσέγγισε κατά την ημέρα της κηδείας και της πρότεινε να χρησιμοποιήσουν το εν λόγω πληρεξούσιο και να προβούν στην ανάληψη των καταθέσεων της θανούσας και περαιτέρω να τις μοιρασθούν μεταξύ τους, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Τούτο διότι, δεδομένου ότι το πληρεξούσιο είχε συνταχθεί μόλις την 29.8.2007, ήτοι μία ημέρα πριν από το θάνατο της Ι. Α. και μόλις δύο ημέρες πριν από την κηδεία της, δεν αποδεικνύεται από ποιόν πληροφορήθηκε την ύπαρξη του σε τόσο σύντομο χρόνο η Σ. Κ., ώστε να προτείνει αυτή τα προαναφερόμενα στη δεύτερη εναγομένη-οικιακή βοηθό, ζήτημα για το οποίο άλλωστε δεν κατόρθωσε να εξηγήσει πειστικά ο ανωτέρω μάρτυρας Γ. Μ., του οποίου η κατάθεση συμπορεύθηκε με τα αναφερόμενα σχετικά από την δεύτερη εναγομένη-οικιακή βοηθό κατά την ανώμοτη εξέτασή της. Δεδομένου δε ότι οι σχέσεις των δύο γυναικών (Σ. Κ. και οικιακής βοηθού) δεν ήταν καλές, δεν κρίνεται λογικό η ίδια η δεύτερη εναγομένη-οικιακή βοηθός να ενημέρωσε την Σ. Κ. για την ύπαρξη του πληρεξουσίου χωρίς κάποιο λόγο και δη χωρίς να της ζητήσει ταυτόχρονα τη σύμπραξη της στην παράνομη ανάληψη των καταθέσεων της θανούσας. Όλα τα παραπάνω στοιχεία συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι η σύνταξη τόσο του πληρεξουσίου εγγράφου, όσο και της διαθήκης, έγιναν κατόπιν σχεδιασμού και με την επιμέλεια της δεύτερης εναγομένης-οικιακής βοηθού, χωρίς να έχει εκφράσει γι' αυτά η Ι. Α. καμία απολύτως επιθυμία, η οποία κατά τις τελευταίες προ του θανάτου της ημέρες, λόγω της κατά τα άνω περιγραφείσας ασθένειας της που οδήγησε τελικά στο θάνατο της, σε συνδυασμό με την μεγάλη ηλικία της, και τις μόνιμες παθήσεις της (χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια και καρδιακή ανεπάρκεια)., είχε περιέλθει σε αδυναμία λογικής στάθμισης και ελεύθερου προσδιορισμού της βουλήσεώς της, τελούσα σε σχέση άμεσης εξάρτησης από τη δεύτερη εναγομένη-οικιακή της βοηθό και καταστάσα ουσιαστικά υποχείριο αυτής, η τελευταία αρχικά επιχείρησε ανεπιτυχώς να συνταχθεί ενώπιον της συμβολαιογράφου Μαρίας Κλωνιζάκη δημόσια διαθήκη και συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, με το οποίο θα δινόταν η πληρεξουσιότητα για ανάληψη χρημάτων από τραπεζικές καταθέσεις της εντολέως της, καθόσον αρνήθηκε να συντάξει τα παραπάνω η προαναφερόμενη συμβολαιογράφος. Εν τέλει η δεύτερη εναγομένη-οικιακή βοηθός, κατάφερε να συνταχθούν αμφότερα τα ως άνω έγγραφα μία μόλις ημέρα πριν επέλθει ο θάνατος της διαθέτιδος, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αντωνίου Νικηφοράκη, στην οικία της τελευταίας. Ενόψει όλων των ανωτέρω, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η εν λόγω διαθέτιδα λόγω της κατά τα άνω επιβαρημένης καταστάσεως της υγείας της τις τελευταίες ημέρες προ του θανάτου, της (συνεπεία της οποίας απεβίωσε την επομένη ημέρα της συντάξεως της διαθήκης), καθώς έπασχε από οξεία πυελονεφρίτιδα και υπέστη σηψαιμία, η οποία σαφώς επηρέασε και τη διανοητική της κατάσταση, κατά το χρόνο που συνετάγη η διαθήκη (29.8.2007) αδυνατούσε να διαγνώσει πλήρως την ουσία, το περιεχόμενο και τις συνέπειες της διαθήκης και της μοναδικής ουσιαστικά διατάξεως της, με την οποία εγκαθιστούσε μοναδική κληρονόμο σε όλη την περιουσία της την πρώτη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, αλλά η διάταξη αυτή υπήρξε αποτέλεσμα υποβολής της από τη δεύτερη εναγομένη-οικιακή της βοηθό. Τονίζει περαιτέρω το Εφετείο ότι δεν πείσθηκε ότι η διαθέτιδα γνώριζε και είχε συναντηθεί με την πρώτη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, ανηψιά της οικιακής της βοηθού, ότι αναπτύχθηκαν μεταξύ τους σχέσεις αγάπης και αλληλοεκτίμησης. Και τούτο, αφενός μεν λόγω της παντελώς αναξιόπιστης κατάθεσης του μάρτυρα Γ. Μ. (που αντιτίθεται στην ανώμοτη εξέταση της πρώτης εναγομένης και ήδη εκκαλούσας ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αναφορικά με τον τόπο γνωριμίας της με τη διαθέτιδα, καθόσον ο μεν αναφέρει τα …, η δε την …,ως τόπο γνωριμίας τους), αφετέρου δε διότι ενώ η πρώτη εναγομένη - εκκαλούσα επικαλείται στενή σχέση της, με τη διαθέτιδα επί δέκα έτη περίπου και εκδήλωση επιθυμίας της τελευταίας να την υιοθετήσει, ουδεμία φωτογραφία προσκομίζεται από κάποια κοινωνική εκδήλωση ή προσωπική - οικογενειακή στιγμή, που να απεικονίζει την πρώτη εναγομένη - εκκαλούσα μαζί με τη διαθέτιδα. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι η εκκαλούσα, η οποία κατοικεί στο …,δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις με τη θανούσα, αλλά απλώς την είχε επισκεφθεί μερικές φορές στο Α., όπου κατοικούσε η θανούσα. Επομένως δεν δικαιολογείται λογικός άνθρωπος να αφήσει την περιουσία του, χωρίς λόγο, σε εξωτικό. Σημειώνεται ότι στις προτάσεις της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η εκκαλούσα αναφέρει ότι είχε επισκεφθεί τα .., "κάποιες" φορές. Και από τις υπεκφεύγουσες αυτές εκφράσεις, το Εφετείο έκρινε ότι δεν υπήρχαν ιδιαίτερες σχέσεις της εκκαλούσας με την κληρονομουμένη. Σημειωτέον ότι η σχετική βεβαίωση του συμβολαιογράφου Αντωνίου Νικηφοράκη στην ως άνω δημόσια διαθήκη, αναφορικά με την ικανότητα της διαθέτιδος Ι. Α. να συντάξει διαθήκη, αποτελεί, όπως άλλωστε προαναφέρθηκε, υποκειμενική κρίση και αντίληψη του συμβολαιογράφου αυτού, η οποία μπορεί να ανατραπεί με απλή απόδειξη για το αντίθετο και χωρίς να απαιτείται να προσβληθεί η διαθήκη για πλαστότητα (ΑΠ 964/2005), το δε Εφετείο έκρινε ότι η εν λόγω διαθέτιδα δεν διέθετε την παραπάνω ικανότητα κατά τον χρόνο σύνταξης της διαθήκης και επομένως η παραπάνω διαθήκη είναι κατ'άρθρο 1718 ΑΚ, άκυρη. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διαθέτις Ι. χήρα Β. Α. κατά το χρόνο που συνετάγη η διαθήκη (29-8-2007) αδυνατούσε να διαγνώσει πλήρως την ουσία, το περιεχόμενο και τις συνέπειες της διαθήκης και της μοναδικής διατάξεώς της, με την οποία εγκαθιστούσε μοναδική κληρονόμο σε όλη την περιουσία της την πρώτη εναγομένη και ήδη τότε εκκαλούσα αλλά η διάταξη αυτή υπήρξε αποτέλεσμα υποβολής της από την δεύτερη εναγομένη - οικιακή βοηθό της και με βάση την παραδοχή αυτή απέρριψε κατ'ουσίαν την έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης που είχε δεχθεί ως και ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή, αναγνωρίζοντας ότι η παραπάνω διαθήκη της είναι άκυρη. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν στέρησε την προσβαλλομένη απόφασή του από νόμιμη βάση εξαιτίας ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, αφού αναφορικά με το ζήτημα περί του αν η διαθέτις κατά το χρόνο συντάξεως της διαθήκης της βρισκόταν σε κατάσταση διανοητικής σύγχυσης και δεν είχε τη δυνατότητα να αντιληφθεί το είδος και τις συνέπειες της δήλωσής της που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, εξέθεσε χωρίς αντιφάσεις με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδεικνυόμενα και που ήταν αναγκαία για την εφαρμογή της ουσιαστικής διάταξης του άρθρου 1719 αρ.3 ΑΚ όπως η διάταξη αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της με τη διάταξη του άρθρου 30 ν.2447/1996. Ούτε συνιστά αντίφαση η παραδοχή της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι η διάταξη της διαθήκης της υπήρξε αποτέλεσμα υποβολής της από τη δεύτερη εναγομένη οικιακή βοηθό της, αφού η κρίση αυτή επιρρωνύει την κρίση του Δικαστηρίου περί αδυναμίας της διαθέτιδος να αντιληφθεί το περιεχόμενο και τις συνέπειες της διαθήκης της. Επομένως ο σχετικός λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.11γ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Με την προκείμενη διάταξη που αποτελεί εκδήλωση της αρχής της συζητήσεως, διασφαλίζεται η συμμόρφωση προς τα άρθρα 335, 338, 339, 340, 341 και 346 ΚΠΔ ώστε να λαμβάνονται υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και μόνον αυτά. Για την ίδρυση του λόγου περί μη λήψεως υπόψη αποδεικτικών μέσων που προσκομίσθηκαν με επίκληση, πρέπει το αποδεικτικό μέσο να ήταν χρήσιμο προς άμεση ή έμμεση απόδειξη γεγονότων που συγκροτούν ισχυρισμό λυσιτελή, δηλαδή που επιδρά το διατακτικό, παραδεκτό και νόμω βάσιμο ή ισχυρισμό περί αρχής έγγραφης απόδειξης. Το αποδεικτικό μέσο θα πρέπει να είχε προσκομισθεί στο δικαστήριο από οποιονδήποτε διάδικο παραδεκτά. Για την ίδρυση του λόγου αυτού προϋποτίθεται ότι είχε γίνει και επίκληση του αποδεικτικού μέσου από τον αναιρεσείοντα έστω και αν το είχε προσκομίσει ο αντίδικός του και μάλιστα με τις προτάσεις που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση της υποθέσεως μετά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλομένη και όχι με την έφεση ή με την προσθήκη στην προθεσμία αντικρούσεως εκτός αν προσκομίζονται προς απόκρουση ισχυρισμών που προβλήθηκαν κατά τη συζήτηση.
Εν προκειμένω, με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως, πλήττεται η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση για το ότι δεν έλαβε υπόψη την προσαχθείσα εκ μέρους της αναιρεσείουσας μετ' επικλήσεως μαγνητοταινία που περιείχε αφήγηση του Σ. Π., αναφορικά με το θέμα της συντάξεως πληρεξουσίου και σχεδίου διαθήκης της διαθέτιδος από τη συμβολαιογράφο Μαρία Κλωνιζάκη, η οποία (μαγνητοταινία) εν όψει της δηλουμένης σύμφωνης γνώμης του αφηγητού για την προσκομιδή της στο δικαστήριο ήταν νόμιμο αποδεικτικό μέσον. Ο λόγος αυτός αναφερόμενος σε αποδεικτικό μέσο που δεν ήταν χρήσιμο προς άμεση ή έμμεση απόδειξη γεγονότων που αφορούν λυσιτελή, για τη διαμόρφωση του διατακτικού, ισχυρισμό, εφόσον αναφέρεται σε γεγονότα προγενέστερα της συντάξεως της προσβαλλομένης ως άκυρης επίμαχης διαθήκης του συμ/φου Χανίνων Αντωνίου Νικηφοράκη από τη διαθέτιδα, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Ακολούθως, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης κατά της υπ'αριθμ/283/2011 αποφάσεως του Εφετείου Κρήτης και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα ως ηττωμένη διάδικος στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης (άρθρα 183 και 176 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 6-10-2011 αίτηση της Μ. Τ. για αναίρεση της υπ'αριθμ.283/2011 αποφάσεως του Εφετείου Κρήτης.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Φεβρουαρίου 2013.


Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή