Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Κακουργηματική υπεξαίρεση από εντολοδόχο. ’μεση συνέργεια στην άνω πράξη. Προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 379 παρ. 2 του ΠΚ. Ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Επαρκής αιτιολογία καταδικαστικής αποφάσεως. Απορρίπτει αίτηση.
Αριθμός 438/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ2 και 2) Χ1 , που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Παρασκευόπουλο - Κόλλια, περί αναιρέσεως της 1173/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ Α.Ε.", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος Λιάνα Μουμουτζή. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 9 Ιουλίου 2008 και 11 Ιουλίου 2008 αίτησή τους αναιρέσεως, αντίστοιχα, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1286/2008.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Κατά της υπ' αριθμ. 1173/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, οι αναιρεσείοντες Χ2 και Χ1 νομοτύπως και εμπροθέσμως άσκησαν τις από 9-7-2008 και 11-7-2008, αντίστοιχα, αιτήσεις αναιρέσεως. Επομένως, πρέπει οι αιτήσεις να γίνουν τυπικά δεκτές, συνεκδικαζόμενες δε λόγω συναφείας, να ερευνηθούν και κατ' ουσίαν.
ΙΙ.- Κατά το άρθρ. 375 §1 Π.Κ., όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστο ενός έτους. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτείται το ξένο κινητό πράγμα να περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη, ο τελευταίος να ιδιοποιηθεί αυτό παράνομα καθ'όν χρόνον βρίσκεται στην κατοχή του και να έχει δολία προαίρεση προς τούτο, η οποία καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια του που εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησης του να το ενσωματώσει στην περιουσία του. Κατά δε το άρθρ. 375 § 2 Π.Κ. αν πρόκειται για αντικείμενο (της υπεξαίρεσης) ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης, ή λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου, επιτρόπου, ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστού ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από την τελευταία αυτή διάταξη, προκύπτει ότι η κακουργηματική μορφή της υπεξαίρεσης προϋποθέτει πάντοτε ότι το αντικείμενο της είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και επί πλέον ότι συντρέχει μία από τις ειδικά και περιοριστικά πλέον προβλεπόμενες περιπτώσεις εμπιστοσύνης, όπως είναι του εντολοδόχου ή του διαχειριστού ξένης περιουσίας. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής για να έχει ο υπαίτιος της υπεξαίρεσης την ιδιότητα του διαχειριστού ξένης περιουσίας, πρέπει να ενεργεί διαχείριση, δηλαδή να ενεργεί όχι μόνον υλικές πράξεις, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα. Την εξουσία αυτή μπορεί να έχει είτε από τον νόμο είτε από σύμβαση. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 379 παρ. 2 του Π.Κ. ο υπαίτιος της πράξης της υπεξαίρεσης, εφόσον η πράξη αυτή δεν τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, απαλλάσσεται από κάθε ποινή αν ικανοποίησε εντελώς τον ζημιωθέντα με τη θέλησή του, μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου με την καταβολή του κεφαλαίου, των τόκων υπερημερίας και των δικαστικών εξόδων που έχουν εκκαθαρισθεί και δηλώσει τούτο ο παθών και οι κληρονόμοι του. Από τη διάταξη αυτή, η οποία εφαρμόζεται μόνο επί πλημμεληματικής υπεξαίρεσης, σαφώς προκύπτει ότι η από της ποινής απαλλαγή του κατηγορουμένου για υπεξαίρεση προϋποθέτει α) την πλήρη κατά κεφάλαιο, τόκους και λοιπά έξοδα ικανοποίηση του ζημιωθέντος εφόσον αυτή χρονικά πραγματοποιείται μέχρι την έκδοση της οριστικής αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και β) εκούσια καταβολή του υπεξαιρεθέντος χρηματικού ποσού η οποία όμως δεν υπάρχει, όταν κατά το στάδιο της προδικασίας και κατά τη διενέργεια ερευνών, ανευρίσκεται, έστω και καθ' υπόδειξη του δράστη, το ποσό το οποίο ιδιοποιήθηκε αυτός, κατάσχεται και ακολούθως αποδίδεται τούτο στον ζημιωθέντα.
ΙΙΙ.- Έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. απαιτούμενης ειδικής αιτιολογίας της αποφάσεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν σ' αυτήν δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους οδηγήθηκε στην περί της ενοχής κρίση του. Για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί η μνεία του είδους των αποδεικτικών μέσων, στην αξιολόγηση των οποίων στήριξε την κρίση του, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα από αυτά ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, συντρέχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο δεν υπαγάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχεται στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις, ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον ’ρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκείμενη υπόθεση, η προσβαλλόμενη απόφαση με μνεία κατ' είδος των αποδεικτικών μέσων τα οποία έλαβε υπόψη της και κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση της, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα επόμενα. "...Ο πρώτος κατηγορού΅ενος (Χ2) ήταν υπάλληλος σε επιχείρηση παροχής υπηρεσιών φύλαξης και ασφάλειας. Με την ιδιότητα αυτή είχε ορισθεί υπεύθυνος ΅εταφοράς χρη΅άτων, τα οποία ανήκαν στη ΔΕΗ (υποκατάστη΅α ...) και έπρεπε να κατατεθούν σε ιδιωτική τράπεζα, στη ...... Ο κατηγορού΅ενος αυτός, στο χρόνο που αναφέρεται στο διατακτικό, παρέλαβε τα χρή΅ατα, που ήταν τοποθετη΅ένα σε σακούλες και ΅ε ιδιωτικό αυτοκίνητο ξεκίνησε για να τα ΅εταφέρει στην εν λόγω τράπεζα. Καθ' οδόν φάνηκε ότι ένα αγροτικό φορτηγό αυτοκίνητο του έκλεισε το δρό΅ο και τον ανάγκασε να διακόψει την πορεία τoυ αυτοκινήτου που αυτός οδηγούσε. Τότε, ε΅φανίσθηκε κάποιο, κατ' αρχήν άγνωστο, πρόσωπο, το οποίο, από το ανοικτό παράθυρο της πλευράς του οδηγού του αυτοκινήτου της ΅εταφοράς, κτύπησε τον πρώτο κατηγορού΅ενο στο πρόσωπο και κατόπιν, αφού χώθηκε ΅έχρι τη ΅έση ΅έσα στο αυτοκίνητο από το ίδιο παράθυρο, παρόντος του οδηγού, αφαίρεσε κάποιες από τις σακούλες, που ήσαν ακου΅πισ΅ένες στη θέση του συνοδηγού και περιείχαν (οι αφαιρεθείσες) το χρη΅ατικό ποσό των 16.000.000 δραχ΅ών και έσπευσε να εξαφανισθεί. Α΅έσως ΅ετά το συ΅βάν, ο πρώτος κατηγορού΅ενος επέστρεψε πεζή στο υποκατάστη΅α της ΔΕΗ, όπου το εξιστόρησε ΅ε τον τρόπο που αναφέρθηκε. Κατόπιν, ενη΅έρωσε τον εργοδότη του και κατήγγειλε στην αστυνο΅ική αρχή την, κατά τα φαινό΅ενα, ληστεία σε βάρος του. Κατά την αυτεπάγγελτη προανάκριση που ακολούθησε, εντοπίσθηκε σχεδόν α΅έσως ο δεύτερος κατηγορού΅ενος (Χ1), ως το πρόσωπο που κτύπησε τον πρώτο και αφαίρεσε τις σακούλες ΅ε τα χρή΅ατα, διότι, από τις γενό΅ενες περιγραφές, συνδέθηκε ως κάτοχος του αγροτικού αυτοκινήτου, που είχε διακόψει την πορεία του αυτοκινήτου της ΅εταφοράς. Ο κατηγορού΅ενος αυτός ο΅ολόγησε α΅έσως την πράξη και αποκάλυψε ότι ουσιαστικά δεν επρόκειτο για ληστεία, αλλά για ΅ια σκηνοθεσία, στην οποία συ΅΅ετείχε και ο ίδιος και η οποία είχε στηθεί από τον πρώτο κατηγορού΅ενο σε συνεργασία ΅ε κάποιον Φ1 πρώην συνάδελφο του κατηγορου΅ένου Χ2 και εραστή της αδελφής του κατηγορου΅ένου Χ1 ΅ε σκοπό να ιδιοποιηθούν από κοινού τα ξένα χρή΅ατα, τα οποία βρίσκονταν ήδη στην κατοχή του πρώτου κατηγορου΅ένου, ως επιφορτισ΅ένου ΅ε τη ΅εταφορά αυτών. Σε επίρρωση της ο΅ολογίας αυτής, ο δεύτερος κατηγορού΅ενος υπέδειξε τον τόπο, στον οποίο ΅αζί ΅ε το Φ1 είχαν κρύψει τα χρή΅ατα, τα οποία και βρέθηκαν, πλην ενός ΅έρους (1.500.000 δραχ΅ές), το οποίο είχε λάβει ήδη ο Φ1, που είχε σπεύσει να εξαφανισθεί και έκτοτε φυγοδικεί. Τα ανευρεθέντα χρή΅ατα επιστράφηκαν στη ΔΕΗ, στην οποία αργότερα ο δεύτερος κατηγορού΅ενος επέστρεψε εξ ιδίων και το ποσό των 1.500.000 δραχ΅ών (που δεν βρέθηκε). Ο πρώτος κατηγορού΅ενος, στην προδικασία και στον πρώτο βαθ΅ό δικαιοδοσίας, αρνήθηκε την κατηγορία και επέ΅εινε στην εκδοχή της ληστείας σε βάρος του, την οποία είχε καταγγείλει εξ αρχής. Η πλήρης αδράνειά του, ό΅ως, κατά τη διάρκεια των ενεργειών του φερο΅ένου ως ληστή, τον οποίο ΅πορούσε να ε΅ποδίσει όταν άοπλος χώθηκε ΅προστά του προκει΅ένου να αρπάξει τις σακούλες από ανοικτό παράθυρο της πόρτας του οδηγού, η επιστροφή του στα γραφεία τα ΔΕΗ και η ΅η ά΅εση αναφορά του στην αστυνο΅ική αρχή, για να ζητήσει τη συνδρο΅ή της, αποτελούν περιστατικά που ενισχύουν την αξιοπιστία της ο΅ολογίας του δευτέρου κατηγορου΅ένου και την αναδεικνύουν σε πλήρη απόδειξη σε βάρος του Χ2. ’λλωστε, αυτός, κατά την ενώπιον του δευτεροβαθ΅ίου δικαστηρίου υπεράσπισή του, εγκατέλειψε την τακτική της πλήρους άρνησης και ήδη ζητεί, απλώς, την υποβάθ΅ιση της κατηγορίας και την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων. Σύ΅φωνα ΅ε τα περιστατικά αυτά, οι κατηγορού΅ενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι και ειδικότερα α) ο πρώτος για την πράξη της υπεξαίρεσης του ποσού των 16.000.000 δραχ΅ών, που κατά το χρόνο τέλεσης αυτής ήταν ιδιαίτερα ΅εγάλης αξίας, το οποίο ήταν ε΅πιστευ΅ένο σ' αυτόν ως εντολοδόχο και για την πράξη της ψευδούς κατα΅ήνυσης ως προς το ότι είχε πέσει θύ΅α ληστείας, τελεσθείσας από αγνώστους, υπό τις ελαφρυντικές περιστάσεις του προηγού΅ενου έντι΅ου βίου (ως και πρωτοδίκως) και του ότι συ΅περιφέρθηκε καλά ΅ετά την πράξη του και β) ο δεύτερος για την πράξη της ά΅εσης συνέργειας στην πράξη του πρώτου, χωρίς την επιβαρυντική περίπτωση του εντολοδόχου που δεν συνέτρεχε στο πρόσωπό του (ως και πρωτοδίκως), υπό τις ελαφρυντικές περιστάσεις του προηγού΅ενου έντι΅ου βίου και του ότι επιδίωξε να άρει τις συνέπειες της πράξης του, αφού υπέδειξε τον τόπο απόκρυψης των χρη΅άτων και απέδωσε εξ ιδίων το ποσό πού είχε πάρει ό φυγόδικος Φ1. Η εν λόγω, τελευταία ενέργεια, δεν ΅πορεί να υπαχθεί στην έ΅πρακτη ΅ετάνοια του άρθρου 379 παρ. 2 ΠΚ, όπως προστέθηκε ΅ε το άρθρο 14 παρ. 1 περ. 3 του ν. 2721/1999, διότι λόγω ΅η παραστάσεως της ΔΕΗ στον παρόντα βαθ΅ό δικαιοδοσίας δεν ΅πορεί να συναχθεί ΅ε βεβαιότητα αν οι αστικές αξιώσεις αυτής έχουν εκκαθαρισθεί και ικανοποιηθεί πλήρως...".
Με τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο στο διατακτικό της αποφάσεώς του κήρυξε ενόχους τον μεν κατηγορούμενο Χ2 των πράξεων της κακουργηματικής υπεξαίρεσης και ψευδούς καταμήνυσης, τον δε Χ1 άμεσης συνέργειας σε υπεξαίρεση και μετ' αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων επέβαλλε στον πρώτο συνολική ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών και δέκα (10) μηνών και στον δεύτερο ποινή φυλακίσεως ενός (1) έτους, τις οποίες ανέστειλε και για τους δύο. Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει στο σκεπτικό της αποφάσεώς του που συμπληρώνεται και αποτελεί ενιαίο σύνολο με το διατακτικό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 46 παρ. 1α 229 παρ. 1 και 375 παρ 1 και 2 του ΠΚ τις οποίες ορθώς εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος. Η αιτίαση του αναιρεσείοντος Χ2 ότι η απόφαση χωρίς αιτιολογία σιωπηρά απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό του ότι δεν είχε την ιδιότητα του εντολοδόχου ώστε να θεμελιώνεται ο κακουργηματικός χαρακτήρας της υπεξαίρεσης, είναι αβάσιμη. Το δικαστήριο με της εκ του πράγματος παραδοχές στο σκεπτικό της αποφάσεώς του που συμπληρώνεται από το διατακτικό, δέχεται ότι αυτός είχε την ιδιότητα του εντολοδόχου, αφού ως υπάλληλος της εταιρίας φύλαξης ...., η οποία με σύμβαση με την ΔΕΗ (κατάστημα .....) είχε αναλάβει με τα προεστημένα όργανά της την εκτέλεση χρηματαποστολών, την συγκεκριμένη ημέρα του συμβάντος είχε λάβει την εντολή να προβεί σε τραπεζική κατάθεση των χρημάτων τα οποία αυτός και ο συνεργός του υπεξήρεσαν.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ. μόνος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται από τον αναιρεσείοντα αυτόν η απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω, αβάσιμος και απορριπτέος είναι και ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως του Χ1 με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση διότι κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου αλλά και με ελλειπή αιτιολογία απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό του περί συνδρομής των όρων εφαρμογής του άρθρου 379 παρ. 2 του Π.Κ. Τούτο δε διότι από τις εν γένει παραδοχές του, το δικαστήριο δέχεται ότι το ποσό των 14.500.000 δραχμών εκ του συνόλου του υπεξαιρεθέντος (16.000.00) δεν αποδόθηκε εκουσίως από τον αναιρεσείοντα, αλλά υποδείχθηκε από αυτόν στα αρμόδια αστυνομικά όργανα ο τόπος στον οποίο είχε αποκρυβεί (αρδευτικό κανάλι), περαιτέρω δε και προεχόντως η επικαλούμενη από αυτόν καταβολή του υπολοίπου των 1.500.000 δραχμών, ως προκύπτει από την επισκόπηση της αποφάσεως και των πρακτικών του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, δεν έγινε, ως ο νόμος αξιώνει, μέχρι την έκδοση της αποφάσεως αυτής. Κατ' ακολουθίαν του ανωτέρω, οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν, καταδικασθούν δε οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) και τη δικαστική δαπάνη της παραστάσης πολιτικώς ενάγουσας ΔΕΗ (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 9-7-2008 και 11-7-2008 αιτήσεις των Χ2 και Χ1 αντίστοιχα, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1173/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς εναγούσης την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιανουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Φεβρουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ