Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αμέλεια, Σωματική βλάβη από αμέλεια.
Περίληψη:
Σωματική βλάβη από αμέλεια από υπόχρεο. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, μη υπαγωγή στη διάταξη του άρθρου 15 του Π.Κ.
Αριθμός 212/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αριστομένη Τζανετή, περί αναιρέσεως της 8559/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1 που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14.11.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2001/2007.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό της διατάξεως του άρθρου 314 παρ.1 εδάφιο α’ του Ποινικού Κώδικα, στην οποία ορίζεται ότι, όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών, προς τη διάταξη του άρθρου 28 του ιδίου Κώδικα, στην οποία ορίζεται ότι από αμέλεια πράττει, όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε ή πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν, συνάγεται ότι προς θεμελίωση του εγκλήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια, απαιτούνται τα ακόλουθα στοιχεία: α) να μην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη κατ’ αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) να μπορούσε αυτός, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ιδιότητες και κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματός του να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παράλειψης του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στη μη καταβολή της προσήκουσας προσοχής, δηλαδή σε μια παράλειψη. Όταν όμως η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά αποτελεί σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τη θεμελίωση της σωματικής βλάβης από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 ΠΚ, στο οποίο ορίζεται ότι, όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκληση του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση εφαρμογής της, είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) νομικής υποχρέωσης του υπαιτίου προς παρεμπόδιση του εγκληματικού αποτελέσματος. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να πηγάζει κυρίως: α) από ρητή διάταξη νόμου, β) από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη θέση του υπόχρεου, γ) από ειδική σχέση που θεμελιώθηκε, είτε συνεπεία συμβάσεως, είτε απλώς από προηγούμενη ενέργεια, από την οποία ο υπαίτιος της παραλείψεως αναδέχθηκε εκουσίως την αποτροπή κινδύνων στο μέλλον, δ) από προηγούμενη πράξη του υπαιτίου (ενέργεια ή παράλειψη), συνεπεία της οποίας δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος. Εξ άλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η αιτιολογία δε αυτή, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, τους οποίους προτείνει ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του στο δικαστήριο της ουσίας, δηλαδή εκείνους που τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητος προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής. Ως προς τις αποδείξεις δε, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τον επιτρεπτό συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχτηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης που εξετάστηκαν στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής, την απολογία του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: " ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, όπως τα συγκροτούντα την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση αυτής, πραγματικά περιστατικά εκτίθενται στο διατακτικό. Ειδικότερα αποδείχτηκε ότι η εγκαλούσα Ψ1 εργαζόταν στην εταιρεία με την επωνυμία " Βασίλειος Βασίλακας και Υιοί Α.Ε", της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο ..... . Στίς 16-2-2000, ο τελευταίος έδωσε εντολή στην εγκαλούσα να μεταβεί στο υποκατάστημα που διατηρούσε εντός του πολυκαταστήματος ΠΡΑΚΤΙΚΕΡ, που βρίσκεται στον ......, προκειμένου αυτή να τοποθετήσει πινέλα και διάφορα άλλα είδη της επιχείρησης, στα ράφια του καταστήματος. Η εγκαλούσα, σε εκτέλεση της εντολής του εργοδότη της, πράγματι μετέβη την ανωτέρω ημέρα στο κατάστημα ΠΡΑΚΤΙΚΕΡ, στο οποίο υποδιευθυντής ήταν ο κατηγορούμενος Χ1 και άρχισε να τοποθετεί προϊόντα της εταιρείας στα ράφια του καταστήματος. Πλησίον της εγκαλούσας εργαζόταν ο υπάλληλος του καταστήματος ΠΡΑΚΤΙΚΕΡ Ζ1 , ο οποίος τοποθετούσε προϊόντα στα ράφια του καταστήματος. Περί ώρα 11.00 της 16-2-2000 ο τελευταίος, προκειμένου να τοποθετήσει προϊόντα στα ψηλότερα ράφια, χρησιμοποίησε μεταλλική αρθρωτή κλίμακα (σκάλα) τύπου λάμδα, που ανήκει στο κατάστημα ΠΡΑΚΤΙΚΕΡ. Κάποια στιγμή, καθώς ο Ζ1 ανέβηκε στην σκάλα, κόπηκε ο ένας από τους δυο ιμάντες που συγκρατούν τα σκέλη της σκάλας (κλίμακας), αυτή κατέρρευσε και επέπεσε επί της εγκαλούσας που εργαζόταν ως ελέχθη, παραπλεύρως, με αποτέλεσμα να τραυματισθεί, υποστάσα κακώσεις ωμοπλάτης, ρήξη έσω πλαγίου συνδέσμου πρώτης μετακαρποφαλαγγικής αριστερού αντίχειρος και επώδυνο νευρίνωμα δακτυλικού νεύρου. Ο παραπάνω τραυματισμός της εγκαλούσας οφείλεται σε αμέλεια του κατηγορουμένου, συνιστάμενη στο γεγονός ότι αυτός, από έλλειψη της προσοχής που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, προξένησε τη σωματική βλάβη της εγκαλούσας, χωρίς να προβλέψει το εκ της αμελούς συμπεριφοράς του επελθόν αποτέλεσμα και συγκεκριμένα, ενώ ήταν αρμόδιος να λαμβάνει, υπό την ιδιότητά του ως υποδιευθυντού του καταστήματος ΠΡΑΚΤΙΚΕΡ ....., τα αναγκαία μέτρα ώστε ο εξοπλισμός εργασίας στο εν λόγω κατάστημα, με την κατάλληλη συντήρηση να διατηρείται σε επίπεδο που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες ασφάλειας των εργαζομένων στο άνω κατάστημα, δεν μερίμνησε για τον περιοδικό έλεγχο και την εξασφάλιση εφαρμογής των οδηγιών ασφαλείας των εργαζομένων στο κατάστημα και ιδιαίτερα τον έλεγχο της κατάστασης των ιμάντων ασφαλείας στις φορητές κλίμακες, ώστε οι φθαρμένες κλίμακες να αντικαθίστανται, αλλά επέτρεψε στους υπαλλήλους να κάνουν χρήση των φορητών κλιμάκων, άνευ προηγουμένου ελέγχου αυτών, με αποτέλεσμα, όταν ο υπάλληλος του καταστήματος Ζ1 , χρησιμοποίησε για την εκτέλεση της εργασίας του φορητή κλίμακα με δυο σκέλη, τα οποία συνδέονταν με φθαρμένο ιμάντα ασφαλείας, ο ιμάντας ασφαλείας κατά τη χρήση της έσπασε, η κλίμακα κατέρρευσε και επέπεσε επί της εγκαλούσας, η οποία και τραυματίστηκε. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι δεν έσπασαν οι ιμάντες ασφαλείας, οι οποίοι δεν ήσαν φθαρμένοι διότι είχαν ελεγχθεί και δεν είχε γίνει αναφορά από τους αρμόδιους συντηρητές για φθορά αυτών, αλλά η πτώση της κλίμακας οφείλεται σε αμέλεια του εργαζομένου Ζ1 , ο οποίος δεν την είχε τοποθετήσει καλώς, με αποτέλεσμα αυτή, να πέσει και να χτυπήσει την εγκαλούσα, δεν αποδείχθηκε. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι ο τραυματισμός της Ψ1 οφείλεται στην έλλειψη των μέτρων ασφαλείας που προαναφέρθηκαν.
Συνεπώς, ο κατηγορούμενος, κατά τη γνώμη των δύο μελών του Δικαστηρίου Ιωάννας Μίχα και Παναγιώτας Ευαγγελάτου, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος". Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο της πράξεως της σωματικής βλάβης από αμέλεια παρ’ υποχρέου, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης τριών (3) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία χρόνια. Με τις παραδοχές όμως αυτές, το Δικαστήριο, που την εξέδωσε, δεν διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του, την απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και τον Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Αυτό δε γιατί, ενώ δέχεται ότι πρόκειται για έγκλημα που τελέστηκε δια παραλείψεως και ότι η αμέλεια του αναιρεσείοντος, δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, δεν αναφέρεται καθόλου στη συνδρομή ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης του αναιρεσείοντος, ούτε προσδιορίζει την προέλευση της υποχρέωσης αυτής, αν δηλαδή πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση ή από σύμβαση ή από ορισμένη προηγούμενη συμπεριφορά του, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 15, 28 και 314 παρ. 1, 315 παρ.1 του ΠΚ, τις οποίες εκ πλαγίου παραβίασε με ελλιπείς και αντιφατικές παραδοχές. Συγκεκριμένα, δεν αναφέρει τον επιτακτικό κανόνα δικαίου που υποχρέωνε τον αναιρεσείοντα, ενόψει και της ιδιότητάς του, ως διευθυντή του υποκαταστήματος, να λάβει τα αναγκαία προστατευτικά μέτρα, για την ασφαλή εργασία των εργαζομένων σ’ αυτό υπαλλήλων, ενόψει της παραδοχής της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι στα καθήκοντά του περιλαμβανόταν και η μέριμνα του, ώστε να διατηρείται η φορητή κλίμακα σε καλή κατάσταση. Επίσης, δεν προσδιορίζονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ενόψει της παραδοχής της ότι ο τραυματισμός της παθούσας ήταν απότοκος της συνδρομής αμέλειας του αναιρεσείοντος, τα περιστατικά εκείνα στα οποία επιστηρίζει την ύπαρξη της αιτιώδους συνάφειας, μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς αυτού και του επελθόντος αποτελέσματος, ακόμη δε εκείνα τα περιστατικά από τα οποία να προκύπτει, ότι αυτός είχε τη δυνατότητα, λόγω των προσωπικών του ιδιοτήτων, γνώσεων και ικανοτήτων του, να προβλέψει το αποτέλεσμα που επήλθε. Επομένως ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 εδ. Δ’ του Κ.Π.Δ., λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η αναφερόμενη πλημμέλεια του Εφετείου, η ελλιπής δηλαδή αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, εν αναφορά με τη συνδρομή ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης και της προελεύσεώς της, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Μετά από αυτά, και ενώ παρέλκει η έρευνα του ετέρου λόγου αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 519 του Κ.Π.Δ, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η σύνθεση είναι δυνατή από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμό 8559/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Ιανουαρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ