Θέμα
Ποινή, Αναίρεση μερική, Κλητήριο θέσπισμα, Ακυρότητα σχετική, Τραπεζική επιταγή, Έγκληση.
Περίληψη:
Αναιρεί εν μέρει, κατά τη διάταξη επιβολής χρηματικής ποινής 10.000 €, ενώ με την αναιρεθείσα είχε επιβληθεί προηγουμένως ποσό 5.000 €. Υπέρβαση εξουσίας. Έκδοση ακάλυπτης επιταγής (Ν. 5960/33). 1. Απορριπτέος είναι ο από το 510 παρ. 1 Β΄ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως για ακυρότητα της διαδικασίας και για έλλειψη ακροάσεως σε υποβληθέντα ισχυρισμό ακυρότητας του επιδοθέντος κλητηρίου θεσπίσματος, που προβλήθηκε το πρώτον, με λόγο εφέσεως, διότι στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο που παρέστη ο κατηγορούμενος, δεν προβλήθηκε ο ισχυρισμός αυτός και έτσι οποιαδήποτε τυχόν ακυρότητα καλύφθηκε και το Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει σε απαράδεκτο ισχυρισμό (ΑΠ 1513/2003). 2. Απορριπτέος είναι ως αβάσιμος ο συναφής τρίτος λόγος αναιρέσεως, διότι η κύρια διαδικασία της κρινόμενης υποθέσεως άρχισε στις 14-2-2001 με την επίδοση του πρώτου κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο, πριν συμπληρωθεί πενταετία, η δε προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε στις 31-7-2007, προ της συμπληρώσεως οκταετίας από του χρόνου τελέσεως (22-9-1999), αδιαφόρου όντος του ότι, μετ' αναίρεση, επιδόθηκε στον κατηγορούμενο εκ νέου στις 13-12-2004 το με αριθμό 3176/2004 δεύτερο κλητήριο θέσπισμα, αφού αυτό δεν είναι νέο, διαφορετικό από το πρώτο, το οποίο και δεν ακυρώθηκε ούτε κατέστη ανενεργό, αλλά αποτελεί επανάληψη του πρώτου και επέχει απλώς θέση κλήσεως του κατηγορουμένου για τη νέα δικάσιμο της ιδίας κατηγορίας (ΑΠ 1696/ 2002). Για τους παραπάνω λόγους είναι απορριπτέα και η συναφής αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι με την επίδοση σε αυτόν του δεύτερου ως άνω κλητηρίου θεσπίσματος ασκήθηκε εναντίον του δεύτερη ποινική δίωξη για την ίδια πράξη, που είναι απαράδεκτη λόγω εκκρεμοδικίας, αφού δεν πρόκειται για δεύτερη ποινική δίωξη. 3. Ο με λόγος εφέσεως προβληθείς αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι η εγκαλούσα ανώνυμη εταιρία δεν είχε δικαίωμα εγκλήσεως, γιατί δεν ήταν τελευταία εξ αναγωγής κομίστρια της ακάλυπτης επιταγής, ήταν απορριπτέος ως απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, καθόσον ο κατηγορούμενος δεν πρόβαλε ταυτόχρονα, ούτε διευκρίνιζε, ότι η εγκαλούσα εταιρεία δεν ήταν η εξ αναγωγής υπόχρεη, η οποία και είχε εξοφλήσει την ένδικη τραπεζική επιταγή, διότι, κατά τα προεκτεθέντα, αν μετά την εξόφληση έγινε αυτή κομίστρια εξ αναγωγής, έστω και αν δεν είναι η τελευταία κομίστρια, δικαιούται κατά το νόμο, σε υποβολή εγκλήσεως. Επομένως, το Δικαστήριο, δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει στον υποβληθέντα ως άνω απαράδεκτο, λόγω αοριστίας αυτοτελή ισχυρισμό και ο συναφής λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ακροάσεως, είναι απορριπτέος (Ολ.ΑΠ 23, 24, 27/2007). 4. Είναι βάσιμος ο πρώτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως και πρέπει η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί εν μέρει, μόνο ως προς την επιβάλλουσα χρηματική ποινή διάταξή του και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα κρίση ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, διότι επέβαλε χρηματική ποινή 10.000 €, μεγαλύτερη από εκείνη των 5.000 €, που είχε επιβάλει η αναιρεθείσα προηγούμενη απόφαση και έτσι κατέστησε χείρονα τη θέση του αναιρεσείοντος, τούτο δεν συνιστά υπέρβαση εξουσίας, κατά το 510 παρ. 1 Η΄ ΚΠΔ καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, αν η νέα συζήτηση διατάχθηκε ύστερα από αναίρεση που ασκήθηκε μόνον από εκείνον που καταδικάσθηκε ή σε όφελός του, το Δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται από την απαγόρευσή του άρθρου 470. Αναιρεί εν μέρει και παραπέμπει.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1229/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Ιανουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παύλο Βλάχο, περί αναιρέσεως της 1431/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ιωαννίνων. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Τεχνική Εταιρεία με την επωνυμία ''Σ. Χ. ΣΟΥΡΤΖΗΣ ΑΤΕΕ'' που εδρεύει στην .... και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο δεν παραστάθηκε.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ιωαννίνων, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1431/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ, ως λόγος αναιρέσεως αποφάσεως μπορεί να προταθεί η σχετική ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 170 παρ.1) και δεν καλύφθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 174. Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 174 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, η ακυρότητα της κλήσεως στο ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσματος του κατηγορουμένου, η ακυρότητα της επιδόσεως ή της κοινοποιήσεώς τους, καθώς και η ακυρότητα που αναφέρεται στο άρθρο 166 παρ.3 καλύπτονται, αν εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της. Από την τελευταία διάταξη προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος μπορεί να αντιλέξει στην πρόοδο της δίκης και να επικαλεσθεί τυχόν ακυρότητα της κλητεύσεώς του ή του εισαγωγικού δικογράφου ή της κλήσεως μόλις εμφανισθεί και μέχρι την έναρξη της συζητήσεως (εκδικάσεως) της υποθέσεώς του, διαφορετικά καλύπτεται η ακυρότητα και δεν μπορεί να προταθεί σε μεταγενέστερο στάδιο. Μετά την έναρξη εκδικάσεως της υποθέσεως που συντελείται με την απαγγελία της κατηγορίας ή την ανάπτυξη της εφέσεως από τον Εισαγγελέα, δεν μπορεί να προταθεί παραδεκτά από τον κατηγορούμενο τέτοια ακυρότητα.
Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτά επισκοπούνται από τον 'Αρειο Πάγο για την έρευνα της βασιμότητας του λόγου αναιρέσεως, προκύπτουν τα εξής: Σε βάρος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, ασκήθηκε ποινική δίωξη για το αδίκημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής στις 22-9-1999, από κοινού τελεσθέν με τα δύο αδέλφια του. Στις 14-2-2001 επιδόθηκε στον κατηγορούμενο το με αριθ. 576/2000 κλητήριο θέσπισμα. Με τη με αριθ. 742/2003 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ιωαννίνων, παρόντος του άνω κατηγορουμένου, χωρίς να προβληθεί καμία αντίρρηση στην πρόοδο της δίκης ή ένσταση ακυρότητας του επιδοθέντος σε αυτόν κλητηρίου θεσπίσματος, κατά παραδοχή αυτοτελούς ισχυρισμού του, κηρύχθηκε απαράδεκτη η ασκηθείσα ποινική δίωξη, για μη νομότυπη άσκηση της εγκλήσεως από την εγκαλούσα ανώνυμη εταιρεία. Κατόπιν αναιρέσεως του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ιωαννίνων, εκδόθηκε η με αριθ. 1949/2004 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η παραπάνω πρωτοβάθμια απόφαση για υπέρβαση εξουσίας, γενομένου δεκτού ότι είχε υποβληθεί νομότυπα η έγκληση της παθούσας κομίστριας της επιταγής ανώνυμης εταιρείας, δια ορισθέντος υποκατάστατου του ΔΣ αυτής οργάνου εκπροσωπήσεως. Στις 13-12-2004 επιδόθηκε στον κατηγορούμενο εκ νέου ταυτόσημο το με αριθ. 3176/2004 κλητήριο θέσπισμα, καλούμενο για να δικασθεί για την αυτή πράξη. Στη μετά παραπομπή δεύτερη δίκη ενώπιον του παραπάνω πρωτοβαθμίου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ιωαννίνων, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, ήταν απών και δεν εκπροσωπήθηκε ενώπιον αυτού, από πληρεξούσιο δικηγόρο και καταδικάστηκε με τη με αριθ. 2572/2005 απόφαση (του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ιωαννίνων), ωσάν να ήταν παρών, για έκδοση από κοινού με άλλους δύο συγκατηγορούμενούς του, ακάλυπτης επιταγής. Με τη με αριθ. εκθ. 645/5-10-2005 τυπικά παραδεκτή έφεσή του ζήτησε την εξαφάνιση της πρωτόδικης αυτής αποφάσεως για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και με ειδικό λόγο εφέσεως το πρώτον προέβαλε ακυρότητα του επιδοθέντος σε αυτόν κλητηρίου θεσπίσματος, αναφέροντας κατά λέξη τα εξής: "Το υπό κρίση κατηγορητήριο είναι αόριστο, καθώς δεν αναφέρεται ποιος εξέδωσε την επιταγή, ο συναυτουργικός δόλος στην έκδοσή της, ούτε εξειδικεύεται ο τρόπος συμμετοχής του καθενός από τους κατηγορουμένους". Την ένσταση αυτή ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, για μη ακριβή καθορισμό της πράξεως που κατηγορείται και για μη εξειδίκευση του συναυτουργικού δόλου εκτενώς επανέλαβε και ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, δια του εκπροσωπήσαντος αυτόν νόμιμα του συνηγόρου του Παύλου Βλάχου. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με τη με αριθ. 733/2006 απόφασή του, απέρριψε ως αβάσιμη την εν λόγω ένσταση και καταδίκασε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο σε ποινή φυλακίσεως 10 μηνών και σε χρηματική ποινή 5.000 ευρώ. Η ως άνω απόφαση, με τη με αριθ. 1472/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου, κατόπιν αναιρέσεως του και νυν αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, αναιρέθηκε για έλλειψη ακροάσεως, για το λόγο ότι το Δικαστήριο δεν απάντησε στον με λόγο εφέσεως υποβληθέντα ισχυρισμό του κατηγορουμένου, ότι η εγκαλούσα εταιρεία δεν ήταν τελευταία νόμιμη κομίστρια της ακάλυπτης επιταγής και ως μη νομιμοποιούμενη σε έγκληση, θάπρεπε να παύσει η ποινική δίωξη, ελλείψει εγκλήσεως. Μετά την ως άνω αναίρεση και την παραπομπή της υποθέσεως για εκ νέου εκδίκαση, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη, δεύτερη, με αριθ. 1431/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ιωαννίνων, δυνάμει της οποίας, απορρίφθηκε υποβληθείσα ένσταση εξαλείψεως του αξιοποίνου λόγω παραγραφής και καταδικάστηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος για το αδίκημα αυτό σε ποινή φυλακίσεως 10 μηνών και σε χρηματική ποινή 10.000 ευρώ, ενώ με την προηγούμενη ως άνω αναιρεθείσα του είχεν επιβληθεί φυλάκιση 10 μηνών και χρηματική ποινή μικρότερη και δη 5.000 ευρώ. Σύμφωνα με τα παραπάνω, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ακροάσεως, (α σκέλος), από τη μη απάντηση του Δικαστηρίου στον ως άνω προβληθέντα με λόγο εφέσεως ισχυρισμό, αοριστίας του κλητηρίου θεσπίσματος, λόγω μη προσδιορισμού της ειδικότερης συμμετοχικής πράξεως καθενός από τους τρεις κατηγορουμένους διότι προκύπτει κατά τα παραπάνω από την επισκοπούμενη με αριθμό 742/7-2-2003 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος ήταν παρών και μάλιστα μετά συνηγόρου κατά την εκδίκαση της κατηγορίας για πρώτη φορά ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ιωαννίνων στις 7-2-2003 και δεν πρόβαλε την ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, αλλά πρόβαλε αυτήν, το πρώτον, με λόγο εφέσεως, ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου και συνεπώς οιαδήποτε τυχόν ακυρότητα καλύφθηκε και το μετά παραπομπή δικάζον Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει σε απαράδεκτο ισχυρισμό και λόγο εφέσεως.
Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του ΠΚ, όπως το τελευταίο ισχύει ήδη, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου περί πλημμελημάτων, είναι πέντε έτη, αρχομένη από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, η προθεσμία δε αυτής αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέρα από τα τρία έτη. Εάν, όμως, δεν έχει αρχίσει ακόμη η κύρια διαδικασία με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος για το ακροατήριο του Δικαστηρίου, η παραγραφή είναι πενταετής. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ.1β', 511 και 514 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημοσίας τάξεως, όχι μόνο μπορεί να προταθεί από τον κατηγορούμενο με νομότυπη και εμπρόθεσμη (παραδεκτή) αίτηση αναιρέσεως, αλλά εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας. Ο δε Άρειος Πάγος, διαπιστώνοντας την συμπλήρωση της παραγραφής, οφείλει να αναιρέσει την απόφαση και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 370 εδ.β' ΚΠοινΔ, αρκεί η αίτηση αναιρέσεως να έχει ασκηθεί παραδεκτά και να περιέχεται σε αυτήν ένας τουλάχιστον σαφής και ορισμένος λόγος από τους αναφερομένους στο άρθρο 510 του ΚΠοινΔ, χωρίς συγχρόνως να απαιτείται αυτός να είναι και βάσιμος. Περαιτέρω, το έγκλημα της παραβάσεως του άρθρου 79 παρ.1 του ν. 5960/1933, όπως ισχύει, τιμωρούμενο με ποινή φυλακίσεως, είναι πλημμέλημα. (άρθρο 18 εδ.β' ΠΚ). Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 1431/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων, που δίκασε κατ' έφεση, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος (ο οποίος εκπροσωπήθηκε δια συνηγόρου) καταδικάστηκε για έκδοση ακάλυπτης επιταγής, πράξη που φέρεται ότι τελέστηκε από αυτόν στις 22-9- 1999. Όπως προκύπτει από το επισκοπούμενο από 14-2-2001 αποδεικτικό επιδόσεως του Αστυφύλακα ..., επιδόθηκε στον κατηγορούμενο το με αριθμό 576/2000 κλητήριο θέσπισμα και βάσει αυτού εκδικάστηκε η κατηγορία και εκδόθηκε η με αριθμό 742/7-2-2003 αθωωτική απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ιωαννίνων, η οποία αναιρέθηκε ως άνω. Ακολούθως, στις 13-12-2004 επιδόθηκε στον κατηγορούμενο το με αριθ. 3176/2004 κλητήριο θέσπισμα για την ιδία πράξη. Η υπόθεση εκδικάστηκε στις 9-5-2005 και εκδόθηκε η με αριθ. 2675/2005 καταδικαστική απόφαση και κατόπιν εφέσεως του κατηγορουμένου η με αριθ. 733/2006 καταδικαστική απόφαση του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, η οποία επίσης και αναιρέθηκε ως παραπάνω. Όμως, η κύρια διαδικασία της κρινόμενης υποθέσεως άρχισε στις 14-2-2001 με την επίδοση του πρώτου κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο, πριν συμπληρωθεί πενταετία, η δε προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε στις 31-7-2007, προ της συμπληρώσεως οκταετίας από του χρόνου τελέσεως (22-9-1999), αδιαφόρου όντος του ότι, μετ'αναίρεση, επιδόθηκε στον κατηγορούμενο εκ νέου στις 13-12-2004 το με αριθ. 3176/2004 δεύτερο κλητήριο θέσπισμα, αφού αυτό δεν είναι νέο, διαφορετικό από το πρώτο, το οποίο και δεν ακυρώθηκε ούτε κατέστη ανενεργό, αλλά αποτελεί επανάληψη του πρώτου και επέχει απλώς θέση κλήσεως του κατηγορουμένου για τη νέα δικάσιμο της ιδίας κατηγορίας.(ΑΠ 1696/2002). Για τους παραπάνω λόγους είναι απορριπτέα και η συναφής αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι με την επίδοση σε αυτόν του δεύτερου ως άνω κλητηρίου θεσπίσματος ασκήθηκε εναντίον του δεύτερη ποινική δίωξη για την ίδια πράξη, που είναι απαράδεκτη λόγω εκκρεμοδικίας, αφού δεν πρόκειται για δεύτερη ποινική δίωξη.
Επομένως πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος ο συναφής τρίτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως.
Επίσης, το άρθρο 79 του ν. 5960/1933, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 1325/1972, μετά και την προσθήκη σε αυτό, με το άρθρο 4 παρ. 1 περ. Α' του ν. 2408/1996, παραγράφου 5, που άρχισε να ισχύει από 4-6-1996, (άρθρο 7 του ως άνω νόμου), ορίζει ότι εκείνος ο οποίος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών... Η ποινική δίωξη ασκείται κατόπιν εγκλήσεως του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε.
Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι δικαίωμα εγκλήσεως, για έκδοση ακάλυπτης επιταγής έχει ο αμέσως από την αξιόποινη πράξη παθών. Τέτοιος δε κατά τα άρθρα 19, 20, 40, 42, 44 και 46 του Ν.5960/1933 είναι οποιοσδήποτε κομιστής της επιταγής, δηλαδή όχι μόνον ο τελευταίος κομιστής, ο οποίος εμφάνισε στην πληρώτρια τράπεζα τη μη πληρωθείσα επιταγή, αλλά και ο οπισθογράφος ο οποίος κατέστη κομιστής, πληρώνων αναγωγικώς την ακάλυπτη επιταγή μετά την εμφάνισή της (Ολ.ΑΠ 23,24,29/2007).
Η επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως, εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά και στην κρίση για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών, η οποία επίσης πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση στον ισχυρισμό αυτό, συνιστά έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, εκ της οποίας ιδρύεται ιδιαίτερος λόγο αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Β' του ΚΠοινΔ. Όταν όμως ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός, δεν είναι νόμιμος, ή δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που αναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε να διαλάβει στην απόφασή του ιδιαίτερη αιτιολόγηση, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση απαντήσεως σε απαράδεκτο μη νόμιμο ή αόριστο ισχυρισμό, ενώ αιτιολογία για τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς, εμπεριέχεται από τα πράγματα, στην κύρια αιτιολογία της απόφασης για την ενοχή.
Στην προκείμενη περίπτωση, ο κατηγορούμενος με τη με αριθ. 654/2005 έκθεση εφέσεώς του κατά της με αριθ. 2575/2005 καταδικαστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ιωαννίνων, είχε προβάλει ειδικό λόγο εφέσεως "ότι η εγκαλούσα ανώνυμη εταιρεία δεν ήταν τελευταία νόμιμη κομίστρια της επίδικης επιταγής και άρα δε νομιμοποιείτο σε άσκηση εγκλήσεως και η ποινική δίωξη θάπρεπε να πάψει ελλείψει εγκλήσεως". Ο λόγος αυτός εφέσεως, δεν ερευνήθηκε και η εκδοθείσα απόφαση αναιρέθηκε για έλλειψη ακροάσεως, δυνάμει της με αριθμό 1472/2007 αποφάσεως του Αρείου Πάγου και μετά παραπομπή, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αριθ. 1431/2007 απόφαση του δευτεροβαθμίου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ιωαννίνων, χωρίς και πάλι να απαντήσει στον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό, που είχε προβληθεί με ειδικό λόγο εφέσεως, πλην δεν επαναλήφθηκε και στο ακροατήριο, μη προβληθείσας ούτε αντιρρήσεως κατά της παραστάσεως της πολιτικής αγωγής της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρείας. Όμως, ο ανωτέρω με λόγο εφέσεως προβληθείς αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ήταν απορριπτέος ως απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, καθόσον ο κατηγορούμενος δεν πρόβαλε ταυτόχρονα, ούτε διευκρίνιζε, ότι η εγκαλούσα εταιρεία που ήταν και κομίστρια της επιταγής, δεν ήταν η εξ αναγωγής υπόχρεη, η οποία και είχε εξοφλήσει την ένδικη τραπεζική επιταγή στον τελευταίο κομιστή, διότι, κατά τα προεκτεθέντα, αν μετά την εξόφληση έγινε αυτή κομίστρια εξ αναγωγής, έστω και αν δεν είναι η τελευταία κομίστρια, δικαιούται κατά το νόμο, σε υποβολή εγκλήσεως. Επομένως, το Δικαστήριο, δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει στον υποβληθέντα ως άνω απαράδεκτο, λόγω αοριστίας, αυτοτελή ισχυρισμό και λόγο εφέσεως περί μη νομιμοποιήσεως της εγκαλούσας εταιρείας σε έγκληση, ως μη τελευταίας κομίστριας, αλλά και σε μη νόμιμο ισχυρισμό, αφού κατά τα προεκτεθέντα σε υποβολή εγκλήσεως, δικαιούται εκτός από τον τελευταίο κομιστή και κάθε εξ αναγωγής πληρώσας που γίνεται κομιστής της επιταγής αυτής. Από δε την επισκοπούμενη, από 23-12-1999 έγκληση της εν λόγω ανώνυμης εταιρείας και το σώμα της επιταγής, η ένδικη αυτή επιταγή εκδόθηκε σε διαταγή της εγκαλούσας και εξ αναγωγής κομίστριας της εν λόγω ακάλυπτης επιταγής ανώνυμης εταιρείας, η οποία και εδικαιούτο, σε κάθε περίπτωση σε υποβολή εγκλήσεως και επομένως ο συναφής δεύτερος λόγος αναιρέσεως(β σκέλος), για έλλειψη ακροάσεως, είναι απορριπτέος. Τέλος, κατά το άρθρο 470 παρ. 1 του ΚΠΔ, στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνου που καταδικάστηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται. Η χειροτέρευση της θέσης του εκκαλούντος από το Δικαστήριο που δίκασε την έφεσή του συνιστά υπέρβαση εξουσίας. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, αν η νέα συζήτηση διατάχθηκε ύστερα από αναίρεση που ασκήθηκε μόνον από εκείνον που καταδικάσθηκε ή σε όφελός του, το Δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται από την απαγόρευση του άρθρου 470. Στην προκείμενη περίπτωση με την προσβαλλόμενη απόφαση ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 10 μηνών και χρηματική ποινή 10.000 ευρώ, ενώ με τη με αριθ. 1472/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου, κατόπιν ασκήσεως από αυτόν αιτήσεως αναιρέσεως, αναιρεθείσα, απόφαση 733/2006 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ιωαννίνων, είχε καταδικασθεί σε ποινή φυλακίσεως 10 μηνών και χρηματική ποινή 5.000 ευρώ. Ήτοι η προσβαλλόμενη απόφαση επέβαλε στον αναιρεσείοντα μεγαλύτερη χρηματική ποινή (η οποία είναι κύρια ποινή και όχι παρεπόμενη), και έτσι το δικάσαν, μετ' αναίρεση, Δικαστήριο, κατέστησε χείρονα τη θέση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, υπερβαίνοντας την εξουσία του και υπέπεσε σε πλημμέλεια που ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ. Επομένως ο πρώτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως είναι βάσιμος και πρέπει η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί εν μέρει, μόνο ως προς την επιβάλλουσα χρηματική ποινή διάταξή της, και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα κρίση ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές (άρθρο 519 του ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί, εν μέρει, τη με αριθ. 1431/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ιωαννίνων, μόνον ως προς την επιβάλλουσα χρηματική ποινή διάταξή της. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση, κατά το αναιρούμενο ως παραπάνω μέρος της, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν την παρούσα υπόθεση.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Μαΐου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ