Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1 / 2002    (ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Τιμολόγια εικονικά, Λαθρεμπορία, Ευρωπαϊκή Ένωση.




Περίληψη:
Λαθρεμπορία και απλή τελωνειακή παράβαση. Η διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής των οφειλομένων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, στις οποίες υπόκειται η εισαγωγή αυτοκινήτων και μοτοσικλετών από άλλα κράτη μέλη της ΕΟΚ, τιμωρείται ως απλή τελωνειακή παράβαση και όχι ως λαθρεμπορία. Ειδικότερα, όπως συνάγεται από το κείμενο της διάταξης του άρθρου 88 Ν 2127/1993(ισχύει από 1-1-1993), πριν από την αντικατάσταση της από το άρθρο 2 παρ. 13 Ν 2443/1996, ο νομοθέτης δεν ήθελε να αναγάγει σε λαθρεμπορία τη διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής του προσωρινώς διατηρουμένου και για τα εισαγόμενα κοινοτικά αυτοκίνητα ειδικού φόρου κατανάλωσης, αλλά ήθελε η συμπεριφορά αυτή να χαρακτηρίζεται και να τιμωρείται ως απλή τελωνειακή παράβαση του ΙΒ' Κεφαλαίου τον Τελωνειακού Κώδικα. Επομένως, αναιρείται για τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία ο αναιρεσείων, που το 1994 εισήγαγε από την Ιταλία δύο αυτοκίνητα χωρίς άδεια της τελωνειακής αρχής και χωρίς να καταβάλει τους αναλογούντες σε αυτά φόρους, κηρύχθηκε ένοχος για λαθρεμπορία». (Ολομ. ΑΠ 1/2002, Ποιν.Χρον.ΝΒ.689, ΝοΒ.50.1008, Ποιν. Δικαιοσύνη. 5.126, σχετ. ΑΠ 1324/2001 Ποιν.Χρον.ΝΒ.534 και 910/2003,Ποιν.Λογος Γ.999). Ήδη υπό την ισχύ του άρθρου 2 πάρ. 13 του ν. 2443/2-12-1996 η ως άνω πράξη θεμελιώνει και ποινικό αδίκημα των υπαιτίων για λαθρεμπορία. (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)




Αριθμός 1/2002

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ - Α' ΣΥΝΘΕΣΗ(ΠΟΙΝΙΚΗ)
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Θεόδωρο Τόλια, Ευάγγελο Περλίγκα και Αντώνιο Παπαθεοδώρου, Αντιπροέδρους, Θεόδωρο Πρασουλίδη, Αριστείδη Κρομμύδα, Αρχοντή Ντόβα, Δημήτριο Σουλτανιά, Δημήτριο Λινό, Λέανδρο Ρακιντζή, Γεράσιμο Φρούντζο, Στυλιανό Πατεράκη, Αχιλλέα Ζήση, Ιωάννη Βερέτσο, Σπυρίδωνα Μπαρμπαστάθη, Νικόλαο Κασσαβέτη, Θεόδωρο Τζέμο, Χρήστο Μαυρογέννη, Αναστάσιο Πράσσο και Δημήτριο Γυφτάκη-εισηγητή, Αρεοπαγίτες, κωλυομένων των λοιπών Αρεοπαγιτών.
Με την παρουσία και του Εισαγγελέως Διονυσίου Κατσιρέα και της Γραμματέως Μηλιάς Αθανασοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Καταστήματός του, την 20 Δεκεμβρίου 2001, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ...., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Μπαγιώργα, για αναίρεση της υπ' αριθμόν 1352-1353/2000 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, νομίμως εκπροσωπούμενο, που εκπροσωπήθηκε από τους : Παναγιώτη Κιούση, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους και Παναγιώτη Παναγιωτουνάκο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Το Τριμελές Εφετείο Πατρών με την υπ' αριθμ. 1352-1353/2000 απόφασή του, διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτή.
Και ο αναιρεσείων ζητάει τώρα την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Οκτωβρίου 2000 αίτησή του αναιρέσεως, που καταχωρήθηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1527/2000.
Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 1798/2001 απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού.

Αφού άκουσε τους πληρεξουσίους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα που πρότεινε να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να κηρυχθεί αθώος ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.Με την υπ' αριθμ. 1798/2001 απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια, σύμφωνα με τα άρθρα 23 παρ. 2 του ν. 1756/1988 (όπως τούτο ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 16 του ν. 2331/1995) και 3 παρ. 2 του ν. 3810/1957, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως του από 10.8.2001 δικογράφου των προσθέτων του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ...., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1353/2000 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Η παραπομπή στην Ολομέλεια έγινε γιατί η απόφαση του πιο πάνω Τμήματος σχετικά με το βάσιμο του λόγου αυτού, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 100 και 102 του ν. 1165/1918 «Περί Τελωνειακού Κώδικος» λήφθηκε με πλειοψηφία μιας ψήφου.

ΙΙ.Κατά το άρθρο 100 παρ. 1 του ν. 1165/1918, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του α.ν. 2681/1939 «λαθρεμπορία είναι : α) η εντός των συνόρων του Κράτους εισαγωγή ή εξ αυτών εξαγωγή εμπορευμάτων υποκειμένων είτε εις εισαγωγικόν δασμόν , είτε εις εισπραττόμενον εν τοις Τελωνείοις, τέλος, φόρον ή δικαίωμα άνευ γραπτής άδειας της αρμοδίας τελωνειακής αρχής ή εν άλλω παρά τον ορισμένον παρ' αυτής τόπω ή χρόνω και β) πάσα οιαδήποτε ενέργεια σκοπούσα να στερήση το Δημόσιον των υπ' αυτού εισπρακτέων δασμών, τελών, φόρων και δικαιωμάτων επί των εισαγομένων εκ της αλλοδαπής ή εξαγομένων εμπορευμάτων, και εάν έτι ταύτα εισήχθησαν κατά χρόνον και τρόπον έτερον ή τον υπό του νόμου οριζόμενον». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι στην «πάσα οιαδήποτε ενέργεια» του δράστη, περιλαμβάνονται και τα τεχνάσματα τα οποία επινοεί με σκοπό να στερηθεί το Δημόσιο της δυνατότητας να εισπράξει τον ανάλογο κατά το νόμο εισαγωγικό δασμό, φόρο ή άλλο δικαίωμα για οποιοδήποτε εισαγόμενο από την αλλοδαπή ή εξαγόμενο εμπόρευμα. Τελειούται δε το έγκλημα στη μεν περίπτωση α' με την εντός των συνόρων του κράτους εισαγωγή ή εκτός τούτων εξαγωγή εμπορεύματος που υπόκειται σε τέλος, εισαγωγικό δασμό, φόρο ή άλλα δικαιώματα, χωρίς να δηλωθεί, κατά την εισαγωγή ή εξαγωγή στην αρμόδια Τελωνειακή αρχή για να εκδώσει την άδεια εισαγωγής ή εξαγωγής του ή με τη χρησιμοποίηση σημείου και χρόνου εισόδου από τα σύνορα του Κράτους ή εξόδου του από αυτά άλλου από εκείνο που για το σκοπό αυτό έχει καθορισθεί από την Τελωνειακή αρχή, στη δε περίπτωση β' με τη χρησιμοποίηση τεχνασμάτων που αποβλέπουν στο να στερηθεί το Ελληνικό Δημόσιο από τα τέλη, τους δασμούς, τους φόρους και τα λοιπά δικαιώματά του στα οποία υπόκεινται τα εμπορεύματα που εισήχθησαν μέσα στα σύνορα του Κράτους ή εξήχθησαν από αυτά. Εξ άλλου κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 89 του Τελωνειακού Κώδικα «η μη τήρηση των σχετικών με τις τελωνειακές εργασίες και την τελωνειακή νομοθεσία διατυπώσεων χαρακτηρίζεται και τιμωρείται ως τελωνειακή παράβαση. Κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου «ως τελωνειακές παραβάσεις χαρακτηρίζονται επίσης η καθ' οιονδήποτε των εν άρθρω 100 του παρόντος μνημονευομένων τρόπων διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της πληρωμής των ανηκόντων εις το Δημόσιον τελών και δικαιωμάτων ως και η μη τήρηση των εις το αυτό άρθρο 100 καθοριζομένων λοιπών διατυπώσεων. Οι τελωνειακές αυτές παραβάσεις επισύρουν κατά των υπευθύνων πολλαπλό τέλος σύμφωνα προς τις διατάξεις του ίδιου νόμου και εάν έτι ήθελε κριθεί αρμοδίως ότι δεν συντρέχουν τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας. Περαιτέρω με βάση την ευχέρεια που παρείχε το άρθρο 3 παρ. 3 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ της 25 Φεβρουαρίου 1992 στα Κράτη-μέλη, να διατηρήσουν τον ειδικό φόρο κατανάλωσης και σε άλλα προϊόντα, πλην των ρητώς στο άρθρο αυτό αναφερομένων (πετρελαιοειδών, αλκοόλης κ.λπ) υπό τον όρο ότι οι επιβαρύνσεις αυτές δεν συνεπάγονται κατά τις συναλλαγές μεταξύ Κρατών-μελών διατυπώσεις, που σχετίζονται με τη διάβαση συνόρου, εκδόθηκε ο νόμος 2127/1993 «Εναρμόνιση προς το Κοινοτικό Δίκαιο του φορολογικού καθεστώτος των πετρελαιοειδών προϊόντων, αλκοόλης και αλκοολούχων ποτών και βιομηχανοποιημένων καπνών και άλλες διατάξεις», με τα άρθρα 75 και επ. του οποίου έγινε η απαιτούμενη νομοθετική ρύθμιση και για τα αποστελλόμενα-μεταφερόμενα στην Ελλάδα από άλλα Κράτη-μέλη-μεταφορικά μέσα. Ετσι, εκτός των άλλων, με τα ανωτέρω άρθρα ορίσθηκαν τα ακόλουθα: Aυτοκίνητα οχήματα και μοτοσυκλέττες που πληρούν τις προϋποθέσεις των άρθρων 9 και 10 της Συνθήκης της ΕΟΚ και αποστέλλονται ή μεταφέρονται στο εσωτερικό της χώρας από άλλα Κράτη-μέλη της Κοινότητας, υπόκεινται στον ειδικό φόρο κατανάλωσης που προβλέπεται για τα εισαγόμενα ή εγχωρίως παραγόμενα αντίστοιχα οχήματα (άρθρο 75). Η φορολογική υποχρέωση γεννάται κατά το χρόνο, που πραγματοποιείται η είσοδος του οχήματος στο εσωτερικό της χώρας και ο φόρος καθίσταται απαιτητός την 15η ημέρα του επομένου μήνα από αυτόν κατά τον οποίο γεννήθηκε η φορολογική υποχρέωση (άρθρ. 77 παρ.1 και 2). Τα οχήματα του άρθρου 75,, κατά την άφιξη τους στον πρώτο τόπο προορισμού δηλώνονται στην πλησιέστερη τελωνειακή αρχή. Υπόχρεος στη δήλωση αυτήν είναι ο ιδιοκτήτης ή ο παραλήπτης των οχημάτων ή ο νόμιμος αντιπρόσωπός τους ή το πρόσωπο στην κατοχή του οποίου τίθενται τα οχήματα (άρθρ. 79 παρ.ι). Τα οχήματα τα οποία πριν από την προθεσμία της παραγράφου 2 του άρθρου 77 τίθενται με έγκριση της τελωνειακής αρχής σε καθεστώς φορολογικής αποθήκης τελούν υπό αναστολήν επιβολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης και του ΦΠΑ για το χρονικό διάστημα που βρίσκονται στο καθεστώς αυτό (άρθρ. 84 παρ.1). Εξάλλου με το άρθρο 88 παρ.1 και 2 του ίδιου νόμου καθορίσθηκαν οι παραβάσεις-κυρώσεις ως εξής: παρ.1: Η με οποιονδήποτε τρόπο διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής των οφειλομένων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων χαρακτηρίζονται και τιμωρούνται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 89 και επ του Ν.1165/1918 Περί Τελωνειακού Κώδικα. Παρ.2. Ανεξάρτητα από την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου επιβάλλονται και τα παρακάτω, κατά περίπτωση, πρόστιμα…». Τέλος οι ανωτέρω παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 88 αντικαταστάθηκαν μεταγενέστερα με το άρθρο 2 παρ.13 του ν.2443/1996 ως εξής: «παρ.1. Η με οποιονδήποτε τρόπο διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής των οφειλομένων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων των αναφερομένων στο άρθρο 75 οχημάτων καθώς και η μη τήρηση των προβλεπομένων από τα άρθρα 75 και επόμενα διατυπώσεων, με σκοπό τη μη καταβολή των οφειλομένων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, χαρακτηρίζονται και τιμωρούνται με τις περί λαθρεμπορίας διατάξεις του ν.1165/1918 παρ.2 Με την επιφύλαξη των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου, η μή τήρηση των προβλεπομένων από τα άρθρα 75 και επόμενα διατυπώσεων χαρακτηρίζεται ως Τελωνειακή παράβαση του άρθρου 89 παρ.1 του ν.1165/1918 και επισύρει κατά των παραβατών τα κατωτέρω κατά περίπτωση πρόστιμα…». Από την αντιπαραβολή των πιο πάνω διατάξεων (παλιάς και νέας) του άρθρου 88 προκύπτει ότι, μέχρι την αντικατάσταση του με το νόμο 2443/1996, η με οποιονδήποτε τρόπο διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής των οφειλομένων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων των αναφερομένων στο άρθρο 75 οχημάτων, κατά νομοθετική επιταγή, χαρακτηρίζεται και τιμωρείται ως απλή τελωνειακή παράβαση του ΙΒ' Κεφαλαίου του Τελωνειακού Κώδικα και όχι ως λαθρεμπορία, που προβλέπεται και τιμωρείται από τα άρθρα 100 και 102 του Τελωνειακού Κώδικα, τα οποία βρίσκονται αντίστοιχα στο ΙΓ' και ΙΔ' κεφάλαιο αυτού. Παρέπεται επομένως ότι ο νομοθέτης του άρθρου 88 του ν.2127/1993, όπως αυτό είχε κατά την αρχική του διατύπωση, δεν ήθελε να αναγάγει σε ποινικό αδίκημα λαθρεμπορίας τη διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής του προσωρινώς διατηρουμένου και για τα εισαγόμενα κοινοτικά αυτοκίνητα ειδικού φόρου καταναλώσεως, αλλά ήθελε η συμπεριφορά αυτή να επισύρει μόνο την επιβολή των κατά το άρθρο 89 παρ.2 του Τελωνειακού Κώδικα πολλαπλών τελών, σε περίπτωση δε συνδρομής και των όρων των, κατά το άρθρο 88 παρ.2 του ίδιου ν.2127/1993, παραβάσεων, και με τα προβλεπόμενα στο ίδιο άρθρο πρόστιμα. Προκύπτει δε αυτό α) από το ότι στο νόμο (άρθρο 88 παρ.1) χρησιμοποιείται η διατύπωση όχι του άρθρου 100 αλλά του άρθρου 89 παρ.2 του Τελωνειακού Κώδικα και γίνεται παραπομπή όχι στο άρθρο 100 αλλά στα άρθρα 89 επ. του ίδιου Κώδικα. Η θέση της διατάξεως αυτής οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η παραπομπή γίνεται στα άρθρα 89 έως 99 του περί Τελωνειακών παραβάσεων ΙΒ' κεφαλαίου του Τελωνειακού Κώδικα που ανήκουν στην ίδια συστηματική ενότητα και οι διατάξεις τους είναι, κατά το περιεχόμενο τους, συγγενικές προς αυτήν και δεν επεκτείνεται και στις περί λαθρεμπορίας διατάξεις των άρθρων 100 και επ. του Τελωνειακού Κώδικα, που βρίσκονται στο ΙΓ' κεφάλαιο το οποίο ανήκει σε άλλη συστηματική ενότητα, β) από το ότι δεν υφίστατο λόγος αντικαταστάσεως του άρθρου 88 παρ. 1 του ν. 2127/1993 με το άρθρο 2 παρ.13 του ν.2443/1996, αν κατά την αντίληψη του νομοθέτη του τελευταίου τούτου νόμου οι περιγραφόμενες στο άρθρο 88 παρ. 1 του ν. 2127/1993 συμπεριφορές συνιστούσαν ήδη, ήτοι προ της ως άνω αντικαταστάσεως, πράξη λαθρεμπορίας και γ) από το ότι εάν ο νομοθέτης του ν.2127/1993 (όπως είχε στην αρχική διατύπωση του) ήθελε να πλήξει τις εν λόγω συμπεριφορές τόσον ως τελωνειακή παράβαση όσον και ως λαθρεμπορία, θα αρκούσε να τις αναγάγει ευθέως σε λαθρεμπορία, ορίζοντας ότι χαρακτηρίζονται και τιμωρούνται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 100 και επόμενα, οπότε αυτομάτως θα ετιμωρούντο και ως τελωνειακές παραβάσεις σύμφωνα με τα άρθρα 89 επ. Ούτε εξάλλου από τη χρήση του όρου «τιμωρούνται» στην αρχική διατύπωση του άρθρου 88 παρ. 1 του ν. 2127/1993 συνάγεται το αντίθετο, ότι δηλαδή οι προβλεπόμενες παραβάσεις αποτελούν εγκλήματα λαθρεμπορίας, καθόσον η ίδια λέξη χρησιμοποιείται επίσης και στο άρθρο 89 παρ. 1 του Τελωνειακού Κώδικα για την κύρωση των απλών τελωνειακών παραβάσεων. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ως λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε.


ΙΙΙ.Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, που επιτρεπτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Πατρών δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, την οποία στήριξε στα ειδικώς αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Στην Πάτρα, στις 18.1.1994 ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων εισήγαγε εντός των συνόρων του Κράτους εμπορεύματα υποκείμενα σε εισαγωγικούς δασμούς και φόρους εισπραττομένους από τα Τελωνεία, χωρίς γραπτή άδεια της αρμόδιας Τελωνειακής αρχής, και συγκεκριμένα, με σκοπό να στερήσει το Δημόσιο από τους εισπρακτέους φόρους, εισήγαγε από την Ιταλία, κατόπιν προσυνεννοήσεως με Ιταλούς δράστες , δύο πολυτελή επιβατηγά αυτοκίνητα τύπου Mercedes, τα οποία είχαν κλαπεί στο εξωτερικό και τα οποία οι εν λόγω Ιταλοί φόρτωσαν σε επικαθημένο όχημα, πίσω από φορτίο επίπλων, προέβη δε στην πράξη αυτή χωρίς άδεια της τελωνειακής αρχής και χωρίς να καταβάλει στο Δημόσιο φόρους και δικαιώματα που ανήρχοντο στο ποσό των 94148570 δραχμών για το πρώτο αυτοκίνητο τύπου Mercedes 500 CE και στο ποσό των 74684345 δραχμών για το δεύτερο αυτοκίνητο τύπου επίσης Mercedes 300-LS-24. Δέχθηκε επίσης η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως αυτό σαφώς προκύπτει από το όλο περιεχόμενο του αιτιολογικού της, ότι τα πιο πάνω αυτοκίνητα προήρχοντο από την Ιταλία, που είναι μέλος της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης και ότι οι ιδιοκτήτες τους, από τους οποίους είχαν κλαπεί, ήταν Ιταλοί. Ακολούθως, με βάση τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο της ουσίας έκρινε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη της λαθρεμπορίας που προβλέπεται και τιμωρείται από το άρθρο 100 παρ. 1 περ.α' του ν. 1165/1918, γι' αυτό και τον κήρυξε ένοχο της πράξεως αυτής με το ελαφρυντικό του προτέρου έντιμου βίου και επέβαλε σ' αυτόν ποινή φυλακίσεως 18 μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία καθώς και χρηματική ποινή 202.892.792 δραχμών. Με αυτά όμως που δέχθηκε το Εφετείο Πατρών, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις καθώς και τις διατάξεις των άρθρων 100 και 102 Τελωνειακού Κώδικα.
Συνεπώς ο λόγος που παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ είναι βάσιμος. Πρέπει άρα να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την καταδικαστική διάταξή της και, να κηρυχθεί ο αναιρεσείων αθώος, σύμφωνα με το άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠΔ. Επίσης η απόφαση πρέπει να αναιρεθεί ως προς τη διάταξή της με την οποία επέβαλε, κατ' άρθρο 107 παρ. 2 και 4 του Τελωνειακού Κώδικα, αντί της δεσμεύσεως των άνω αυτοκινήτων, χρηματική ποινή , αφού αύτη επιβάλλεται μόνο σε περίπτωση λαθρεμπορίας.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εξ ολοκλήρου την υπ' αριθμ. 1353/2000 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών.

Κηρύσσει αθώο τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο ..... της αξιόποινης πράξεως της λαθρεμπορίας αυτοκινήτων, όπως αυτή περιγράφεται στην αναιρούμενη απόφαση.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 10 Ιανουαρίου 2002 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Ιανουαρίου 2002.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή