Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Τραπεζική επιταγή.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Αιτιολογία καταδικαστικής απόφασης. Προ-βολή ισχυρισμών περί συνδρομής των ελαφρυντικών περιστάσεων στο πρόσωπο του κατηγορουμένου του άρθρου 84 §§ 2α και 2δ ΠΚ. Ορισμένο των ισχυρισμών αυτών. Πότε υποχρεούται να απαντήσει το Δικαστήριο επί των ισχυρισμών αυτών.
Αριθμός 1452/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 28 Ιανουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φώτιο Σαμαρά, για αναίρεση της 964/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αλεξανδρούπολης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1963/2007.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933 "περί επιταγής" όπως ισχύει, εκείνος, που εκδίδει επιταγή, η οποία δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων από τον εκδότη κατά τον χρόνο της έκδοσής της ή από τον χρόνο της πληρωμής αυτής, τιμωρείται με τις στη διάταξη αυτή προβλεπόμενες αθροιστικώς ποινές. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για την πραγμάτωση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, απαιτείται: α) έκδοση ακάλυπτης επιταγής η οποία δεν πληρώθηκε από την πληρώτρια Τράπεζα κατά την εμπρόθεσμη, ήτοι κατ' άρθρο 29 παρ. 1 και 4 του ν. 5960/1933, εντός οκτώ (8) ημερών από την ημερομηνία έκδοσής της εμφάνιση αυτής προς πληρωμή, β) έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής της επιταγής και γ) δόλος, για την ύπαρξη του οποίου αρκεί η γνώση του εκδότη για την έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων του. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ιδιαίτερη όμως αιτιολόγηση απαιτείται για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση στον ισχυρισμό αυτό, συνιστά έλλειψη ακρόασης κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, εκ της οποίας ιδρύεται ιδιαίτερος λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Β' του ΚΠΔ. Όταν όμως ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός, δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που αναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και μάλιστα αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό, συνδυαζόμενο με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 964/2007 αποφάσεώς του το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αλεξανδρούπολης δέχθηκε, μετ' εκτίμηση και αξιολόγηση των στην απόφαση αυτή αναφερομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα εξής: " Ο κατηγορούμενος στην ... στις 30-8-2003 και 30-10-2003 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου αδικήματος, από πρόθεση εξέδωσε επιταγές που δεν πληρώθηκαν κατά τη νομότυπη εμφάνισή τους για πληρωμή, χωρίς να έχει τα διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα κατά τους χρόνους έκδοσης και πληρωμής αυτών. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος στον πιο πάνω τόπο 1. στις 30-8-2003, αν και γνώριζε ότι δεν έχει διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα εξέδωσε τη με αριθμό ... επιταγή ποσού 50.000 ευρώ, πληρωτέα στην ALPHA Τράπεζα ΑΕ, σε διαταγή των ... και ..., η οποία εμφανίστηκε προς πληρωμή στην πιο πάνω τράπεζα στις 2-9-2003 από τους κομιστές αυτής-εγκαλούντες και δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης διαθεσίμων του εκδότη της και 2. στις 30-10-2003, αν και γνώριζε ότι δεν είχε διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα, εξέδωσε τη με αριθμ. ... επιταγή ποσού 20.000 ευρώ, πληρωτέα στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ, σε διαταγή ... και ..., η οποία εμφανίστηκε προς πληρωμή στην πιο πάνω τράπεζα αυθημερόν από τους κομιστές αυτούς - εγκαλούντες και δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης διαθεσίμων του εκδότη της. Περαιτέρω προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος αν και αναγνώρισε την οφειλή του προς τους εγκαλούντες, δεν κατέβαλε σ' αυτούς κανένα ποσό, αλλά ενόψει της προκείμενης δίκης προσφέρθηκε να τους καταβάλει ποσό 10.000 ευρώ προκειμένου να διακανονιστεί το χρέος του και οι τελευταίοι να προβούν στην ανάκληση της έγκλησης. Περαιτέρω, ως προς το αίτημα του κατηγορουμένου να του αναγνωριστεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ, σημειώνεται κατ' αρχήν ότι αυτός δεν έχει λευκό ποινικό μητρώο, κυρίως όμως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα στοιχεία, που αναλύονται στο έγγραφο των αυτοτελών ισχυρισμών του, ότι αυτός προέβη στην έκδοση μεγάλου αριθμού ακάλυπτων επιταγών, που ενσωμάτωναν πολύ μεγάλες χρηματικές αξιώσεις τρίτων σε βάρος του, οι οποίες δημιουργήθηκαν κατά την επαγγελματική του δραστηριοποίηση, μέρος των οποίων έχει εξοφλήσει ή έχει καλύψει εν μέρει, προκειμένου να ανακληθούν οι σχετικές εγκλήσεις των παθόντων, ωστόσο η συμπεριφορά του αυτή δεν στοιχειοθετεί την έντιμη επαγγελματική ζωή αυτού μέχρι την τέλεση των πράξεων που του αποδίδονται με το κατηγορητήριο. Ακολούθως, ως προς την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 δ ΠΚ προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος, αν και έχει καταβάλει ποσό προς άλλους παθόντες, δεν έκανε καμιά προσπάθεια να μειώσει τις συνέπειες των πράξεών του ως προς τους εγκαλούντες, καθόσον από το χρόνο της έκδοσης των ακάλυπτων επιταγών μέχρι την εκδίκαση της προκειμένης υπόθεσης στο δεύτερο βαθμό παρήλθε διάστημα τεσσάρων ετών χωρίς να έχει καταβάλει μέρος της οφειλής του προς αυτούς και η προσφορά του για την καταβολή ποσού 10.000 ευρώ έγινε ενόψει της σημερινής δίκης και προκειμένου οι τελευταίοι να ανακαλέσουν την έγκλησή τους. Σύμφωνα με τα παραπάνω, αφού απορριφθούν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου για την αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 α και δ ΠΚ, αυτός πρέπει να κηρυχθεί ένοχος κατά το κατηγορητήριο".
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 και 98 του ΠΚ, 79 παρ. 1 και 5 του ν.5960/1933, όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972 και η παρ. 5 προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 2408/1996, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες και έγγραφα), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο και συνεκτίμησε μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα και τις καταθέσεις των δύο εγκαλούντων. Επίσης το δικαστήριο της ουσίας με πλήρη αιτιολογία απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμο τον αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί συνδρομής στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 α και δ του ΠΚ, εκθέτοντας τα περιστατικά από τα οποία αποδείχθηκε το μη έντιμο του ατομικού και επαγγελματικού του βίου ως και η μη επίδειξη ειλικρινούς μετάνοιας και η μη επιδίωξη έστω της μείωσης των συνεπειών που είχε η εγκληματική πράξη την οποία τέλεσε σε βάρος των εγκαλούντων με την καταβολή σ' αυτούς κάποιου χρηματικού ποσού έναντι εκείνου των δύο ως άνω ακάλυπτων επιταγών. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ μοναδικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά τα λοιπά, με τον πιο πάνω λόγο αναιρέσεως πλήττεται απαραδέκτως η ως άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών,
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 15 Νοεμβρίου 2007 (υπ'αριθμ. Πρωτ. 5/2007) αίτηση του ... για αναίρεση της με αριθμό 964/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 12 Ιουνίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ