Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1537 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Υπεξαίρεση στην υπηρεσία, Πολιτική αγωγή, Εξακολουθούν έγκλημα, Καταχραστές Δημοσίου.




Περίληψη:
Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη αναιρεσείοντος για α) υπεξαίρεση στην υπηρεσία με ιδιαίτερα τεχνάσματα κατ’ εξακολούθηση από κοινού σε βάρος του ΙΚΑ, με τη συνδρομή του Ν. 1608/1950 και β) πλαστογραφία κατ’ εξακολούθηση σε βάρος του ΙΚΑ με τη συνδρομή επίσης του Ν. 1608/1950. Ποιος νομιμοποιείται ενεργητικώς σε παράσταση πολιτικής αγωγής. Δικαιούχοι σε παράσταση πολιτικής αγωγής δύναται να είναι και νομικά πρόσωπα, καθώς και το Δημόσιο κατά υπαλλήλου του για κάθε θετική ζημία η οποία προξενήθηκε σε αυτό από δόλο ή βαρειά αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ως υπαλλήλου. Νομιμοποιείται ενεργητικώς σε παράσταση πολιτικής αγωγής το ΙΚΑ κατά του αναιρεσείοντος - υπαλλήλου του. Ισχυρισμός του κατηγορουμένου που δεν είναι αυτοτελής, αλλά αρνητικώς της κατηγορίας δεν χρήζει ιδιαίτερης απαντήσεως και αιτιολογίας. Στην προσβαλλομένη προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητα των αναγνωσθέντων εγγράφων, αφού παρά την ελλιπή αναφορά του τίτλου του καθένα από αυτά, δεν καταλείπεται ουδεμία αμφιβολία για την ταυτότητά τους. Άλλωστε όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη τα εν λόγω έγγραφα, προσκομίσθηκαν από τον κατηγορούμενο, ο οποίος, γνωρίζοντας το περιεχόμενό τους είχε τη δυνατότητα να προβαίνει κατά το άρθρο 358 ΚΠοινΔ σε δηλώσεις και εξηγήσεις, αναφορικά με το περιεχόμενό τους και συνεπώς δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Απορρίπτει.





Αριθμός 1537/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ζ' Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευστάθιο Παναγιωτόπουλο, περί αναιρέσεως της 249-250/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκη. Με συγκατηγορούμενο τον χ2 και με πολιτικώς ενάγον το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ - ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ (ΙΚΑ-ΤΕΑΜ)", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Σπύρο Μαυρογιάννη.
Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Μαΐου 2007 αίτησή του αναιρέσεως καθώς και στο από 22 Οκτωβρίου 2007 δικόγραφο των προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1211/2007.

Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους του αναιρεσείοντος και του πολιτικώς ενάγοντος, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Με την κρινόμενη από 30 Μαΐου 2007 αίτηση του χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 249-250/2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, πρέπει να συνεκδικαστούν και οι από 22-10-2007 πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως.

ΙΙ. Κατά το άρθρο 171 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, απόλυτη ακυρότητα, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα, επιφέρει η παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, η οποία υφίσταται όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του οι όροι της ενεργητικής νομιμοποίησης, ή όταν παραβιάστηκε η διαδικασία η οποία έπρεπε να τηρηθεί, αναφορικά με τον τρόπο και τον χρόνο ασκήσεώς της. Περαιτέρω, από τα άρθρα 63, 82-84 και 87 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι νομιμοποιείται ενεργητικά να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγων κατά την ποινική διαδικασία εκείνος που δικαιούται να απαιτήσει αποζημίωση ως παθών από το έγκλημα, ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, τέτοιος δε είναι όπως συνάγεται από τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ, εκείνος που άμεσα ζημιώθηκε ή υπέστη ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη από την αξιόποινη πράξη του δράστη, καθώς και το ΝΠΔΔ που ζημιώνεται από τις πράξεις των υπαλλήλων του, αφού σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 38 παρ. 1 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠΔΔ (ν. 2683/1999) που εφαρμόζεται και στο προσωπικό που υπηρετεί στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ο υπάλληλος ευθύνεται έναντι του Δημοσίου για κάθε θετική ζημία την οποία προξένησε σε αυτό από δόλο ή βαρειά αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Στην έννοια της ζημίας περιλαμβάνεται, κατά τα άρθρα 299, 914, 928 και 932 ΑΚ, τόσο η περιουσιακή ζημία, όσο και η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Ηθική βλάβη μπορούν να υποστούν και τα νομικά πρόσωπα από τον αντίκτυπο, που έχει στην πίστη, το κύρος και τη φήμη τους, η αξιόποινη πράξη που τελέστηκε σε βάρος τους. Ειδικότερα, από το έγκλημα της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 258 ΠΚ, άμεσα ζημιούμενος από την παραπάνω πράξη και δικαιούμενος να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στην ποινική διαδικασία για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, είναι ο κύριος του υπεξαιρεθέντος πράγματος. Περαιτέρω από το έγκλημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 216 ΠΚ, άμεσα ζημιούμενος από την πράξη αυτή είναι εκείνος που μπορεί να υποστεί ή υπέστη τις παραγόμενες από το πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο έννομες συνέπειες και τέτοιος είναι πρωτίστως αυτός του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή ή αλλοιώθηκε το γραπτό κείμενο, αλλά και κάθε άλλος που ζημιώνεται από τη χρήση τούτου. Εξάλλου, η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής, πρέπει, κατά το άρθρο 84 ΚΠοινΔ, να περιλαμβάνει, εκτός των άλλων και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται το δικαίωμα παραστάσεως, άρα και τα περιστατικά που συγκροτούν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της αξιόποινης πράξεως και της ηθικής βλάβης την οποία επικαλείται ο αδικηθείς, εκτός αν η βλάβη είναι το αυτονόητο αποτέλεσμα των περιγραφομένων γεγονότων. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, πριν από την έναρξη της ποινικής διαδικασίας εμφανίσθηκαν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης οι ......, Δικαστικός Αντιπρόσωπος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και πληρεξούσιος του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και ......., δικηγόρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσ/νίκης και δήλωσαν ότι δυνάμει των ...... και ...... εξουσιοδοτήσεων του Διοικητή του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ παρίστανται ως πολιτικώς ενάγοντες για λογαριασμό του ΙΚΑ ζητώντας να επιδικαστεί στο ΙΚΑ το ποσό των 29.340 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης την οποία υπέστη το ΙΚΑ από τις παράνομες πράξεις των κατηγορουμένων. Ύστερα από αντιρρήσεις που προβλήθηκαν από τους κατηγορουμένους το Δικαστήριο απέβαλε την πολιτική αγωγή με την αιτιολογία ότι το ΙΚΑ δεν δικαιούται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγον για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Μετά από έφεση που άσκησε νομοτύπως και παραδεκτώς το ΙΚΑ κατά του σκέλους αυτού της πρωτοβάθμιας απόφασης, επαναλήφθηκε η κατά τα ανωτέρω δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής από το ΙΚΑ στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την προσβαλλόμενη 249-250/2007 απόφασή του μετά την καταδίκη του αναιρεσείοντος έκανε δεκτή την παράσταση της πολιτικής αγωγής και υποχρέωσε τον αναιρεσείοντα και τον συγκατηγορούμενό του χ2 να καταβάλουν στο ΙΚΑ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των 8.000 ευρώ. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το ΙΚΑ ενομιμοποιείτο ενεργητικά να παραστεί ως πολιτικώς ενάγον στην δευτεροβάθμια δίκη και ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της ένδικης αίτησης για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ), πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.


ΙΙΙ. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Στην προκείμενη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό αυτής σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, την οποία στήριξε στα επιτρεπτώς κατά το είδος τους αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Ο πρώτος των κατηγορουμένων χ1, που είχε την ιδιότητα του υπαλλήλου κατά την έννοια του άρθρου 13α του ΠΚ, υπηρετούσε πριν το έτος 1998 με την ιδιότητά του αυτή, στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ) και ειδικότερα, ως διευθυντής του Υποκαταστήματος Ευόσμου Θεσσαλονίκης, ασκώντας παράλληλα καθήκοντα προϊσταμένου του οικονομικού του τμήματος. Μέχρι την 30-5-1997, το Υποκατάστημα αυτό διατηρούσε για τις συναλλακτικές του ανάγκες, τραπεζικό λογαριασμό σε Υποκατάστημα της τότε υπάρχουσας Τράπεζας Μακεδονίας Θράκης. Μετά την ημερομηνία αυτή, ο πρώτος κατηγορούμενος αποφάσισε, χωρίς αποχρώντα λόγο, την διακοπή της συνεργασίας του Υποκαταστήματός του, με τη συγκεκριμένη Τράπεζα, και επέβαλε τη συνεργασία με την Ιονική Τράπεζα και συγκεκριμένα με το Υποκατάστημα που διατηρούσε η τελευταία στην οδό Λαγκαδά της Θεσσαλονίκης, στο οποίο ήταν υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 263 Α περ. β ΠΚ και υποδιευθυντής ο δεύτερος των κατηγορουμένων χ2, που παρείχε εκεί τις υπηρεσίες του, με την ιδιότητα του Τομεάρχη καταθέσεων. Στα πλαίσια αυτής της συνεργασίας τους, συγκεντρώνονταν κατά τις εργάσιμες ημέρες και σε καθημερινή βάση από τον υπάλληλο του Υπ/τος και μάρτυρα Γ1, στον οποίο είχαν ανατεθεί από τον πρώτο κατηγορούμενο καθήκοντα Ταμία, το σύνολο των εισπράξεων από εργοδοτικές κλπ εισφορές και παραδιδόταν σε υπαλλήλους της ιδιωτικής εταιρείας μεταφοράς GROUP 4, με την οποία υπήρχε σχετική σύμβαση. Οι αρμόδιοι υπάλληλοι της εταιρείας αυτής, ελάμβαναν το σχετικό χρηματικό ποσό, για το οποίο εξέδιδαν σχετική απόδειξη παραλαβής "εις τριπλούν", έτσι ώστε, ένα αντίγραφό της να παραμένει στο Υποκ/μα του ΙΚΑ, το άλλο στους ίδιους και το τρίτο, στο Υποκ/μα της Τράπεζας και η σχετική απόδειξη καταθέσεώς του, επιστρεφόταν την επομένη ημέρα, στο Υπ/μα του ΙΚΑ. Η ίδια εταιρεία μεταφοράς χρημάτων (GROUP 4), σε καθημερινή και πάλι βάση, τις πρωϊνές ώρες, των εργασίμων ημερών, μετέφερε στο Υποκ/μα του ΙΚΑ διάφορα χρηματικά ποσά, όσα της παρέδιδε το ίδιο Υπ/μα της Τράπεζας. Το ύψος των ποσών αυτών, καθοριζόταν κάθε φορά ανάλογα με τις τρέχουσες ανάγκες του ΙΚΑ, στα πλαίσια τηλεφωνικής επικοινωνίας του πρώτου συνήθως των κατηγορουμένων, με τον δεύτερο εξ αυτών. Έτσι, η συναλλαγή μεταξύ των δύο υποκαταστημάτων (ΙΚΑ - Τράπεζας), μέχρι τον μήνα Οκτώβριο 1997 εξελισσόταν κατ' αυτόν τον τρόπο ομαλά. Και η κατάθεση των διαφόρων χρηματικών ποσών προέκυπτε από τα καταθετήρια που εκδίδονταν από την Τράπεζα και παραδίδονταν την επομένη ημέρα από την εταιρεία (GROUP 4, στο ΙΚΑ και ακόμη, η μεταξύ τους ομαλή λειτουργία της συνεργασίας τους, επιβεβαιωνόταν και από τα EXRAIT, τα έγγραφα δηλαδή εκείνα, τα οποία απεικόνιζαν το σύνολο των μεταξύ τους μηνιαίων συναλλαγών, εκδίδονταν κάθε μήνα από το κεντρικό κατάστημα της συγκεκριμένης Τράπεζας και αποστέλλονταν στο Υπ/μα του ΙΚΑ Ευόσμου, όπου, όπως ήταν φυσικό τα παραλάμβανε ο πρώτος κατηγορούμενος, στον οποίο παραδιδόταν τελικά η αλληλογραφία του Υπ/τος. Έκτοτε όμως και με προσωπική ευθύνη του πρώτου κατηγορουμένου, καταργήθηκε η συνεργασία με την εταιρεία μεταφοράς GROUP 4 και ανέλαβε την μεταφορά των χρημάτων, ο δεύτερος των κατηγορουμένων χ2, με τη δικαιολογία ότι η πιο πάνω εταιρεία καθυστερούσε τις πρωινές μεταφορές των χρηματικών ποσών που ήταν αναγκαία για τις πληρωμές που πραγματοποιούσε το Υπ/μα του ΙΚΑ. Και εκτελούσε ο δεύτερος των κατηγορουμένων τις μεταφορές σημαντικών χρηματικών ποσών, αν και δεν είχε τέτοια αρμοδιότητα, με τη συγκατάθεση του πρώτου κατηγορουμένου, με το ιδιωτικής χρήσεως αυτοκίνητό του, το οποίο δεν πληρούσε καμία προϋπόθεση ασφαλούς μεταφοράς. Ο τρόπος αυτός της συναλλαγής, συνεχίσθηκε μέχρι 23.2.2000, που ανέλαβε Δ/ντής του πιο πάνω Υποκαταστήματος του ΙΚΑ ο υπάλληλός του και μάρτυρας κατηγορίας επιμελής διευθυντής, έλεγχο της οικονομικής καταστάσεως που παραλάμβανε. Και κατόρθωσε, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, να διαπιστώσει από την αντιπαραβολή των στοιχείων που τηρούνταν στο Υπ/μα του ΙΚΑ, ότι υπήρχε συνολικό έλλειμμα ύψους 252.310.248 δραχμών, που θα έπρεπε να υπάρχει στο σχετικό τραπεζικό λογαριασμό του Υπ/τός του. Το χρηματικό αυτό ποσό, όπως προκύπτει από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία, το υπεξαίρεσαν, κατά το από 1.1.1998 έως 23.2.2000 χρονικό διάστημα και οι δύο κατηγορούμενοι ενεργώντας από κοινού. Πιο συγκεκριμένα, οι κατηγορούμενοι εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός ότι σε καθημερινή βάση τις εργάσιμες ημέρες, περιερχόταν στα χέρια τους, το χρηματικό ποσό των εισπράξεων που ο Ταμίας Γ1, παρέδιδε στο δεύτερο κατηγορούμενο που είτε βρισκόταν στο γραφείο του πρώτου κατηγορουμένου, είτε, πριν εγκαταλείψει το Υπ/μα του ΙΚΑ περνούσε από εκεί. Και στη συνέχεια, ύστερα από κοινή απόφαση, υπεξαιρούσαν τα χρηματικά ποσά που εξειδικεύονται στο διατακτικό της παρούσας, ώστε τελικά να μεταφέρεται από τον δεύτερο κατηγορούμενο με το ιδιωτικής χρήσεως αυτοκίνητό του και να κατατίθεται στο σχετικό λογαριασμό της Τράπεζας που υπηρετούσε, το υπόλοιπο των χρημάτων, όσα δηλαδή απέμεναν μετά την αφαίρεση των υπεξαιρεθέντων. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι πράξεις υπεξαιρέσεως που τέλεσαν οι κατηγορούμενοι, μετερχόμενοι τα ιδιαίτερα τεχνάσματα που αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας, συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, διότι οι επί μέρους πράξεις τους, συνδέονται μεταξύ τους, με την ταυτότητα της προς εκτέλεση αποφάσεώς τους. Το αντικείμενο δε της πράξεώς τους, έχει αξία μεγαλύτερη των 50.000.000 δραχμών, (252.310.248), κατά το οποίο ζημίωσαν αντιστοίχως το ΙΚΑ. Η κρίση του Δικαστηρίου για τη συναπόφαση και τη συνεκτέλεση της πράξεως της υπεξαιρέσεως των επί μέρους χρηματικών ποσών που αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας, στηρίζεται στις σαφείς, και κατηγορηματικές καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας ........, που με την ιδιότητα της επιθεωρητού διενήργησε τον σχετικό έλεγχο στο συγκεκριμένο Υποκατάστημα του ΙΚΑ, ......., Δ1, που αντικατέστησε στη θέση του Διευθυντή τον πρώτο κατηγορούμενο, ......., τραπεζικού υπαλλήλου και Γ1, Ταμία του σχετικού Υποκ/τος του ΙΚΑ. Από τις καταθέσεις των μαρτύρων αυτών, σε συνδυασμό με εκείνες των άλλων μαρτύρων και το περιεχόμενο των εγγράφων που αναγνώσθηκαν, αλλά και τις απολογίες των κατηγορουμένων, το Δικαστήριο πείσθηκε ότι το αδίκημα της εξακολουθητικής υπεξαιρέσεως, τελέσθηκε από κοινού και από τους δύο κατηγορουμένους. Η κρίση του δε αυτή, ενισχύεται πλην άλλων και από τα εξής σοβαρά και αναμφισβήτητα γεγονότα. α) Ότι ο πρώτος κατηγορούμενος, προέβη στην επιλογή του πιο πάνω Υποκαταστήματος της συγκεκριμένης Τράπεζας, παρά τις αντίθετες διαταγές της υπηρεσίας του, λόγω της ιδιαίτερης φιλίας του με το δεύτερο των κατηγορουμένων, με τον οποίο θα μπορούσε να "συνεργασθεί" απόλυτα, παραβλέποντας μάλιστα το γεγονός ότι πολύ πλησιέστερα, υπήρχε το Υποκατάστημα της περιοχής Επταλόφου Θεσσαλονίκης, β) Ότι από του μηνός Οκτωβρίου 1997 και μετά, κατάργησε στη διαδικασία μεταφοράς, τη συνεργασία του με την εταιρεία μεταφοράς χρημάτων (GROUP 4), που παρείχε όλες τις εγγυήσεις ασφαλούς μεταφοράς σοβαρών χρηματικών ποσών και αρκέσθηκε στις υπηρεσίες του δευτέρου κατηγορουμένου, που ενεργούσε την μεταφορά των χρηματικών αυτών ποσών, αναρμοδίως, και ανασφαλώς. Αν ήταν βάσιμη η δικαιολογία του πρώτου κατηγορουμένου ότι προχώρησε στην κατάργηση της συνεργασίας του με την εταιρεία μεταφοράς χρημάτων (GROUP 4), μόνο λόγω της καθυστερήσεως που παρατηρούνταν κατά τις πρωινές μεταφορές χρημάτων, θα διατηρούσε αυτήν (συνεργασία) τουλάχιστο για τις μεσημβρινές μεταφορές που δεν συνέτρεχε κανένας χρονικός περιορισμός, και θα αποτρεπόταν έτσι, οιοσδήποτε κίνδυνος κατά τη διαδικασία μεταφοράς των χρημάτων από το ΙΚΑ προς την Τράπεζα κατά την οποία όπως αποδείχθηκε, ήταν ευκολότερη και η τέλεση της υπεξαιρέσεως. γ) Ότι ο πρώτος κατηγορούμενος, με δική του πρωτοβουλία, προέβαινε στη μείωση των χρηματικών εκείνων ποσών που περιέχονταν σε τραπεζικές επιταγές της Ιονικής Τράπεζας, που εκδίδονταν για λογαριασμό του Υπ/τός του και αναφέρονταν στα πλεονάζοντα κατά μήνα χρηματικά ποσά που έπρεπε, να μεταφέρονται στην Εθνική Τράπεζα Ελλάδος, στο λογαριασμό που τηρούσε το Περιφερειακό Υπ/μα Θεσσαλονίκης, προφανώς για να αποφύγει το ενδεχόμενο να αποκαλυφθεί η έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων στο σχετικό λογαριασμό του πιο πάνω Υπ/τος της Ιονικής Τράπεζας και συνακολούθως η πράξη της υπεξαιρέσεως που προηγήθηκε και θα αποκάλυπτε την εγκληματική δραστηριότητα των κατηγορουμένων και δ) Ότι αν και μέχρι του μηνός Οκτωβρίου 1998, εμφανίσθηκε ανωμαλία ως προς την προσκομιδή των αποδείξεων καταθέσεως των διαφόρων χρηματικών ποσών και ακόμη και ως προς την παραλαβή των μηνιαίων αναλυτικών λογαριασμών (EXRAIT), ο ευφυής, δυναμικός και με σοβαρή συνδικαλιστική δραστηριότητα πρώτος κατηγορούμενος, δεν ανησύχησε για το λόγο που δημιουργήθηκε αυτή η ανωμαλία, ώστε να πράξει ό,τι έπραξε αργότερα και ο νέος Δ/ντής Δ1, ο οποίος και ανακάλυψε το σοβαρό αυτό έλλειμμα, και δεν αντιλήφθηκε ούτε στο ελάχιστο την υπεξαίρεση τόσων σοβαρών χρηματικών ποσών, που αποδίδει στο δεύτερο κατηγορούμενο αποκλειστικά. Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος κατά το από Νοεμβρίου 1998 έως Ιανουαρίου 2000 χρονικό διάστημα, προκείμενου να παρακάμψει τον κίνδυνο που δημιουργούνταν για την αποκάλυψη των υπεξαιρέσεων, από τις διαμαρτυρίες ορισμένων υπαλλήλων του ΙΚΑ, στους οποίους περιλαμβανόταν και ο ταμίας Γ1, ότι δεν παραδίδονταν τα εκδιδόμενα κατά μήνα EXTRAIT, από τα οποία θα προέκυπτε η αναγκαία συμφωνία των εγγραφών του ταμίου -λογιστηρίου του ΙΚΑ, προς την αντίστοιχη κίνηση του τραπεζικού λογαριασμού, προέβη, με σκοπό να παραπλανήσει τους αρμοδίους υπαλλήλους του ΙΚΑ και να προσπορίσει στον εαυτό του και το δεύτερο των κατηγορουμένων το πιο πάνω παράνομο περιουσιακό όφελος, στη νόθευση των αναφερομένων στο διατακτικό εγγράφων. Πιο συγκεκριμένα κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, απέκρυπτε τα γνήσια EXTRAIT, τα οποία έφθαναν κάθε μήνα σ' αυτόν, με πρωτοβουλία της Τράπεζας και στη συνέχεια, με τη βοήθεια μηχανήματος (ηλ. υπολογιστή), προέβαινε στην εκτύπωση πλαστών EXTRAIT, στα οποία πρόσθετε, ώστε να εμφανίζεται ως περιεχόμενο της κινήσεως του τραπεζικού λογαριασμού και το ποσό των υπεξαιρεθέντων χρημάτων, ώστε να υπάρχει συμφωνία των βιβλίων του ταμίου - λογιστηρίου του Υπ/τος του ΙΚΑ με τον διακινούμενο τραπεζικό λογαριασμό και να συγκαλύπτεται έτσι, η εξακολουθητικά τελούμενη πράξη της υπεξαιρέσεως, το αντικείμενο της οποίας υπερέβαινε το ποσό των 50.000.000 δραχμών". Με βάση τις πιο πάνω παραδοχές το Δικαστήριο κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ένοχο α) υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία με ιδιαίτερα τεχνάσματα κατ' εξακολούθηση από κοινού σε βάρος του ΙΚΑ, με τη συνδρομή του Ν. 1608/1950 και β) πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση σε βάρος του ΙΚΑ με τη συνδρομή επίσης του ν. 1608/1950 και αφού αναγνώρισε ότι συντρέχει στο πρόσωπό του η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α' του ΠΚ, επέβαλε σ'αυτόν ποινή καθείρξεως επτά (7) ετών για κάθε πράξη και συνολικά ποινή καθείρξεως οκτώ (8) ετών. Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αναφορικά με τον ανωτέρω αναιρεσείοντα, αφού εκθέτει σ'αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1, 98, 258 στοιχ. γ' και 216 παρ. 1-3 του Π.Κ. σε συνδ. με άρθρ. 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950, όπως ισχύει, που εφάρμοσε, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ελλιπείς ή ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο παραβίασε. Ειδικότερα, σε σχέση με τις προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα αιτιάσεις: α) από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι αυτή εκδόθηκε με ομόφωνη γνώμη όλων των μελών του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, δεν μπορεί δε να εξαχθεί διαφορετικό συμπέρασμα από το γεγονός ότι μετά την περί ενοχής και ποινής κρίση, δύο μέλη του δικαστηρίου μειοψήφισαν κατά τη λήψη της παρεμπίπτουσας απόφασης, σύμφωνα με την οποία δεν συντρέχει λόγος διαβιβάσεως αντιγράφου της αποφάσεως κατ' εφαρμογή του άρθρου 38 ΚΠοινΔ, στον αρμόδιο εισαγγελέα, προκειμένου να διωχθούν για άμεση συνέργεια σε υπεξαίρεση καθώς και για πλαστογραφία οι Γ1 και χ2. Άλλωστε, η γνώμη των κατά τα ανωτέρω δύο μειοψηφούντων μελών ότι συντρέχει λόγος να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά των ανωτέρω προσώπων δεν υποδηλώνει ότι ο αναιρεσείων είναι αμέτοχος των πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε. β) στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης το οποίο παραδεκτώς, όπως προαναφέρθηκε, συμπληρώνει το αιτιολογικό, εκτίθενται με λεπτομέρεια τα ιδιαίτερα τεχνάσματα του αναιρεσείοντος, τα οποία συνίστανται στο ότι "αυτός ανέγραφε στα EXTRAITS που έστελνε η τράπεζα κάθε μήνα τις αναλήψεις και τις καταθέσεις κάθε μήνα και επί πλέον τα ποσά που είχε υπεξαιρέσει από κοινού με τον συγκατηγορούμενό του. Έτσι τα ποσά αυτά συμφωνούσαν με το υπόλοιπο που αναγραφόταν στο ημερήσιο δελτίο συμφωνίας Ταμείου - Λογιστηρίου του Υποκ/τος, το οποίο εκτός των υπαλλήλων του Οικονομικού Τμήματος μόνον αυτός γνώριζε. Στη συνέχεια ανέγραφε στην οπίσθια σελίδα του δελτίου (αντιγράφου της μηνιαίας κίνησης του λογαριασμού) "έλαβε γνώση ο Διευθυντής" και το υπέγραφε. Με αυτόν τον τρόπο το υπόλοιπο του λογαριασμού της Τράπεζας φαινόταν να συμφωνεί με τα στοιχεία του ΙΚΑ". Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, ως προς το πρώτο σκέλος του, προβαλλόμενος δεύτερος λόγος αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Η από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους οποίους προτείνει ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του στο δικαστήριο της ουσίας, δηλαδή εκείνους που τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως, στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό, στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι είναι σαφείς και ορισμένοι, δηλαδή αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωσή τους, αλλιώς είναι απαράδεκτοι, οπότε δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή του. Τέτοιους όμως ισχυρισμούς δεν αποτελούν ισχυρισμοί που συνιστούν άρνηση των στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική ή υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εντεύθεν της κατηγορίας, καθώς και τα υπερασπιστικά του κατηγορουμένου επιχειρήματα. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων προέβαλε τον ισχυρισμό ότι σε ορισμένες ημέρες κατά τις οποίες, φέρεται ότι έλαβαν χώρα οι αντίστοιχες υπεξαιρέσεις χρημάτων κατά τη διακίνησή τους από το υποκατάστημα του ΙΚΑ προς την τράπεζα, βρισκόταν με δικαιολογημένη απουσία εκτός υπηρεσία και συνεπώς, τα χρηματικά ποσά διακινούνται, χωρίς δική του παρέμβαση ή συμμετοχή από το λογιστήριο του ΙΚΑ προς την τράπεζα. Ο ισχυρισμός όμως αυτός, έτσι όπως προτάθηκε, δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό κατά την ανωτέρω έννοια, αλλά αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό, αφού ενεργεί ως στοιχείο αναιρετικό της τελέσεως από αυτόν της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία. Επομένως, το δικαστήριο της ουσίας, δεν όφειλε να απαντήσει επ'αυτού με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η δε αιτιολογία της απορρίψεως του εν λόγω ισχυρισμού ενυπάρχει στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ αντίθετοι προς τ'ανωτέρω λόγοι αναιρέσεως, δεύτερος κατά το δεύτερο σκέλος του της αιτήσεως και πρώτος πρόσθετος λόγος, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.
Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 364 παρ. 1 και 369 ΚΠοινΔ, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για τον σχηματισμό της κρίσεώς του, σχετικά με την ενοχή ή αθωώτητα του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, η οποία θεμελιώνει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, γιατί έτσι παραβιάζεται η άσκηση του από το άρθρο 358 ΚΠοινΔ απορρέοντος δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις, σχετικά με το αποδεικτικό μέσο. Το περιεχόμενο κάθε εγγράφου δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, είναι όμως απαραίτητο να αναφέρονται τα στοιχεία εκείνα, με τα οποία προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώσθηκε κάθε φορά. Τα στοιχεία δε αυτά δεν συμπίπτουν πάντοτε με τα στοιχεία του πλήρους τίτλου του εγγράφου. Ο προσδιορισμός δηλαδή της ταυτότητας του τελευταίου είναι αναγκαίος μόνο για δημιουργία βεβαιότητας, ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώστηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο, να εκθέσει, σύμφωνα με το άρθρο 358 ΚΠοινΔ, τις απόψεις του και να προβεί στις παρατηρήσεις του, ως προς το περιεχόμενό του, γιατί διαφορετικά, στην περίπτωση δηλαδή κατά την οποία δεν προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητα του εγγράφου, δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Δεν επέρχεται, τέλος, απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο όταν το δικαστήριο της ουσίας για τον σχηματισμό της περί ενοχής ή αθωώτητας του κατηγορουμένου κρίσεώς του έλαβε υπόψη του μη αναγνωσθέντα δημοσίως έγγραφα, εφόσον αυτά προσκομίστηκαν από τον κατηγορούμενο, δεδομένου ότι αυτός, ως επικαλούμενος και προσάγων αυτά, γνωρίζει το περιεχόμενο τους και μπορεί έτσι να προβαίνει, κατά το άρθρο 358 ΚΠοινΔ, σε δηλώσεις και εξηγήσεις, αναφορικά με τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων, ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση ότι το κατ' έφεση δικάσαν Πενταμελές Εφετείο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για την ενοχή του έγγραφα, τα οποία φέρονται μεν ως αναγνωσθέντα στη σελίδα 29 της προσβαλλόμενης απόφασης και είναι "... φάκελλος (Ντοσιέ) του χ1, που περιέχει διάφορα έγγραφα, όπως 26 σελίδες - καταστάσεις που εμφανίζουν απουσίες το σε χρόνους που κατά το κατηγορητήριο υπεξαιρούνται ποσά από τον ίδιο, επίσης 42 σχετικοί υποφάκελλοι με συνοδευτικά έγγραφα έκαστος", των οποίων όμως εγγράφων δεν προσδιορίζεται με επάρκεια στην απόφαση η ταυτότητα και επήλθε έτσι απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Ενόψει όμως του ότι ο προσδιορισμός της ταυτότητας του κάθε αναγνωστέου εγγράφου είναι, όπως προαναφέρθηκε, αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας περί του ότι το έγγραφο αυτό (και όχι κάποιο άλλο) αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη, ο προαναφερόμενος προσδιορισμός της ταυτότητας των παραπάνω εγγράφων, παρά την ελλιπή αναφορά του τίτλου του καθένα από αυτά, είναι επαρκής, ώστε να μην καταλείπεται καμία αμφιβολία για την ταυτότητά τους. Άλλωστε, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, τα ανωτέρω έγγραφα προσκομίστηκαν από τους συνηγόρους του αναιρεσείοντος, ο οποίος, επομένως, ως γνωρίζων το περιεχόμενό τους, είχε τη δυνατότητα να προβαίνει, κατά το άρθρο 358 ΚΠοινΔ, σε δηλώσεις και εξηγήσεις, αναφορικά με τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία, ενώ περαιτέρω δεν δημιουργήθηκε αμφιβολία ως προς την ταυτότητα των συγκεκριμένων εγγράφων, αφού δεν αναγνώσθηκαν άλλα έγγραφα με τους ίδιους ως άνω προσδιορισμούς. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο προαναφερόμενος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως. Μετά από αυτά και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου και των πρόσθετων λόγων προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως μαζί με τους πρόσθετους λόγους και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων" (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), περιοριζομένη, όπως στο διατακτικό, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3697/1957 όπως ισχύει.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 30 Μαΐου 2007 αίτηση και τους από 22 Οκτωβρίου 2007 πρόσθετους επ' αυτής λόγους αναιρέσεως του χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 249-250/2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, με την επωνυμία "Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων", την οποία προσδιορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Μαΐου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Ιουνίου 2008.


Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή