Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2172 / 2007    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Υπεξαίρεση.




Περίληψη:
Υπεξαίρεση από κοινού εις βάρος του Δημοσίου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας. Για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός του τρόπου με τον οποίο έγινε ο αναιρεσείων κάτοχος των αρχαίων αντικειμένων, τα οποία στη συνέχεια υπεξαίρεσε. Ο δράστης μπορεί να γίνει κάτοχος με οποιο-δήποτε τρόπο. Ο αυτοτελής ισχυρισμός για χορήγηση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. 8 ΠΚ δεν έχρηζε αιτιολογίας αφού ήταν αόριστος





ΑΡΙΘΜΟΣ 2172/2007


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Z΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Μητρόπουλο, περί αναιρέσεως της 8001/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 212/2007.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο τον αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 1 εδ. α΄ Ν. 5351/1932,στην ιδιοκτησία του Ελληνικού Κράτους ανήκουν όλα τα αρχαία, που βρίσκονται στην Ελλάδα από τους αρχαιότατους χρόνους και εφεξής, ενώ κατά το άρθρο 2 του ίδιου νόμου, ως αρχαία λογίζονται όλα ανεξαιρέτως τα έργα τέχνης, όπως εξειδικεύονται σ' αυτό. Εξάλλου, κατά τα άρθρα 5 και 6 του ίδιου νόμου, όποιος με οποιοδήποτε τρόπο γίνεται κάτοχος των κατά την έννοια των άρθρων 1και 2 του ίδιου νόμου αρχαίων αντικειμένων, οφείλει να δηλώσει αυτά στην πλησιέστερη αστυνομική ή αρχαιολογική αρχή εντός 15 ημερών αφότου περιήλθε το αρχαίο στην κατοχή του, αυτός δε που παραλείπει πέρα από το δίμηνο να δηλώσει την κατοχή του αρχαίου προς το σκοπό παράνομης διάθεσης αυτού τιμωρείται με φυλάκιση ενός μέχρι έξι μηνών και χρηματική ποινή 1.000 έως 4.000 δραχμών. Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 375 παρ.1εδ. α΄ ΠΚ, κατά την οποία όποιος ιδιοποιείται παράνομα ξένο κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του, με οποιοδήποτε τρόπο, τιμωρείται...προκύπτει ότι εκείνος, ο οποίος γίνεται με οποιοδήποτε τρόπο κάτοχος αρχαίου αντικειμένου, το οποίο, κατά τα άρθρα 1 και 2 του ως άνω νόμου, ανήκει στην κυριότητα του Δημοσίου, εκτός των αδικημάτων που διαπράττει από τη μη δήλωση τούτου μέσα στις ως άνω προθεσμίες, τελεί και το έγκλημα της υπεξαιρέσεως από τη στιγμή που εκδηλώνει πρόθεση παράνομης ιδιοποίησης. Ως χρόνος τέλεσης της υπεξαιρέσεως αυτής, η οποία είναι έγκλημα στιγμιαίο, θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο πραγματώνεται η παράνομη αυτή ιδιοποίηση του αρχαίου αντικειμένου, δηλαδή που πραγματώνεται η εξωτερική πράξη, με την οποία αναιρείται οριστικά η εξουσία του ιδιοκτήτη στο πράγμα. Εξάλλου η απόφαση έχει την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προαναφερόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών όρων του συγκεκριμένου εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις του δικαστηρίου με τις οποίες κρίθηκε ένοχος για την πράξη για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως σε συνδυασμό με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που την εξέδωσε, δέχτηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του, ότι, από τα αποδεικτικά στοιχεία που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχτηκαν τα ακόλουθα περιστατικά: Ύστερα από πληροφορίες των Αστυνομικών του Τμήματος Αρχαιοκαπηλίας της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής, ότι κάποια άτομα διακινούν και εμπορεύονται αρχαία, στις 8-12-1998, απογευματινές ώρες, κατόπιν προσυνεννοημένου ραντεβού, ο κατηγορούμενος μετέβη με το Γ1 στο πολυκατάστημα ....... που βρίσκεται στο 43,5 χιλιόμετρο της Εθνικής ....... (όπου είχε κλεισθεί το ραντεβού), προκειμένου να συναντηθεί με εμπόρους αρχαιοτήτων και ειδικότερα με Αστυνομικό της ως άνω Υπηρεσίας, που είχε εμφανισθεί ως αγοραστής, προκειμένου να πωλήσει σε αυτόν αρχαία αντικείμενα. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος, μετά από ολιγόωρη απουσία του, επέστρεψε και πάλι στο ως άνω κατάστημα μεταφέροντας δύο (2) νάϋλον σακούλες, στις οποίες, μετά από γενόμενη έρευνα, βρέθηκαν τα εξής αρχαιολογικά αντικείμενα, μεγάλης αξίας, που ανήκαν στο Δημόσιο: 1)ένα(1)χάλκινο άωτο αγγείο, με ψηλό πόδι, ύψους 0,04 cm, 2)δύο (2) χάλκινα ειδώλια Πάρητος, ύψους 0,055 cm, 3) ένα (1) χάλκινο ανδρικό ειδώλιο, ύψους 0,075 cm, 4)ένα (1) χάλκινο ειδώλιο ταύρου, 5) ένα (1) μολύβδινο ειδώλιο ταύρου, 6) ένα (1) χάλκινο τρίμορφο ανδρικό ειδώλιο, ύψους 0,065 cm, 7) ένα (1)χάλκινο βραχιόλι, 8) τμήμα χάλκινης πτηνόμορφης λαβής, μήκους 0,052 cm, 9)τμήμα χάλκινης λαβής, με απόληξη πάπιας, μήκους 0,04 cm, 10) ένα (1) χάλκινο περίαπτο, με ανδρική μορφή, ύψους 0,045 cm, 11) τμήμα σιδερένιας λαβής, με μορφή ζώου, μήκους 0,04 cm, 12)μία χάλκινη βάση, με δύο απολήξεις, 13) οκτώ (8) χάλκινα δακτυλίδια, 14) ένα (1) χάλκινο περίαπτο, που απολήγει σε τρία άγκιστρα, 15) ένα (1) πτηνόμορφο ειδώλιο προϊστορικό, ύψους 11 cm, 16) ένα αλάβαστρο προϊστορικό, 17) τριακόσια σαράντα (340) χάλκινα νομίσματα, Ελληνιστικά, Ελληνορωμαϊκά και Βυζαντινά, και 18) 34 ασημένια νομίσματα, συνολικής αξίας 7.345.000 δρχ. ή 21.555 ευρώ, όπως προκύπτει από το από ........ πρακτικό της αρμόδιας εκτίμησης κατασχεθέντων αρχαίων της αρμόδιας επιτροπής του Υπουργείου Πολιτισμού και το υπ' αρίθμ. ......... έγγραφο του Νομισματικού Μουσείου, που είναι (αξία των παραπάνω αντικειμένων) ιδιαιτέρως μεγάλη. Τα ως άνω κατασχεθέντα αντικείμενα είναι αρχαία (έργα τέχνης και νομίσματα) κατά του νόμου 5351/1932 και χρονικώς προγενέστερα του έτους 1453 μ.Χ. ανήκοντα στο Ελληνικό Δημόσιο. Και ναι μεν δεν προέκυψε επακριβώς για πόσο χρόνο πριν από την παραπάνω σύλληψή του (8-12-1998) ο κατηγορούμενος είχε στην κατοχή του τα περιγραφόμενα ως άνω αρχαία αντικείμενα. Σκοπό όμως ιδιοποιήσεως αυτών εξεδήλωσε ο κατηγορούμενος στις 8-12-1998, που μετέφερε αυτά στον φερόμενο ως υποψήφιο αγοραστή, ο οποίος (χρόνος αυτός) θεωρείται και ως χρόνος της αξιόποινης πράξης της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας. Με βάση τα περιστατικά αυτά η προσβαλλόμενη απόφαση έκρινε ότι στοιχειοθετείται αντικειμενικά και υποκειμενικά η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο παραπάνω πράξη και τον κήρυξε ένοχο, του επέβαλε δε ποινή φυλακίσεως δύο ετών, την οποία μετέτρεψε προς 4,40 ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης. Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια , πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων. Ειδικότερα ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία γιατί δεν αναφέρει εάν η κατοχή των επιδίκων αρχαίων παραδόθηκε σ' αυτόν από τον ιδιοκτήτη τους Ελληνικό Δημόσιο ή βρέθηκαν από τρίτο και του παραδόθηκαν προς φύλαξη, για να τα παραδώσει στις αρχές. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος γιατί δεν είναι απαραίτητος για την πληρότητα της αιτιολογίας ο προσδιορισμός του τρόπου με τον οποίο έγινε ο αναιρεσείων κάτοχος των αρχαίων αντικειμένων, τα οποία στη συνέχεια υπεξαίρεσε, καθόσον για τη θεμελίωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως, αρκεί ο δράστης αυτός να γίνει κάτοχος αυτών με οποιοδήποτε τρόπο. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. α του ΚΠΔ λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλονται τα αντίθετα είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
Η επιβαλλόμενη κατά το άρθρο 93 του Συντάγματος ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρ.510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους οποίους προτείνει ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του στο δικαστήριο της ουσίας, δηλαδή εκείνους που τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιόποινου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή τους και δεν είναι αρκετή μόνη η επίκληση της νομικής διατάξεως που τους προβλέπει ή ο χαρακτηρισμός με τον οποίο είναι γνωστοί στη νομική ορολογία. Η κατά τρόπο αόριστο προβολή των ισχυρισμών αυτών δεν δημιουργεί υποχρέωση του δικαστηρίου να τους απαντήσει και συνεπώς, ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την τυχόν απόρριψή τους. Περαιτέρω, για να συντρέξει η από το άρθρ.84 παρ. 2 εδ. δ του ΠΚ προβλεπόμενη ελαφρυντική περίσταση ,η οποία επιφέρει μείωση της ποινής κατά το μέτρο του άρθρ. 83 του ίδιου Κώδικα, πρέπει η μετάνοια του κατηγορουμένου να είναι ειλικρινής, αλλά και να εκδηλώνεται εμπράκτως, δηλαδή να συνδυάζεται με περιστατικά τα οποία πρέπει να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και να μαρτυρούν ότι ο τελευταίος επιζήτησε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες των πράξεων του , χωρίς να αρκεί η έκφραση συγνώμης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, ο κατηγορούμενος ζήτησε δια του συνηγόρου του να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του άρθρ. 84 παρ. 2 εδ. δ του ΠΚ. Το Εφετείο απέρριψε τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου ως αόριστο. Και πράγματι ο ισχυρισμος αυτός είχε προταθεί αορίστως, εφόσον ο κατηγορούμενος δεν επικαλέστηκε περιστατικά από τα οποία να προκύπτει, κατά τα προεκτεθέντα, ότι επιζήτησε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες των πράξεών του και επομένως το δικαστήριο της ουσίας δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει την απόρριψή του ειδικά και εμπεριστατωμένα, είναι δε αβάσιμος και απορριπτέος ο σχετικός λόγος αναιρέσεως που υποστηρίζει τα αντίθετα.
Ακολούθως, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει αυτή να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ.1 ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 11-12-2006 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 κατά της 8001/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Νοεμβρίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 6 Δεκεμβρίου 2007.




Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή