Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Έλλειψη αιτιολογίας, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Καταπίστευση, Κληρονομία , Ερμηνεία βούλησης διαθέτη.
Περίληψη:
Κληρονομικό καταπίστευμα. Η σύσταση ή μη κληρονομικού καταπιστεύματος διαπιστώνεται με ερμηνεία της διαθήκης. Κρίσιμη είναι η αληθής βούληση του διαθέτη, η οποία αναζητείται χωρίς προσήλωση στις λέξεις. Η αντικειμενική έννοια της δηλώσεως τελευταίας βουλήσεως δεν λαμβάνεται υπόψη. Σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς την έννοια διατάξεως διαθήκης προτιμάται εκείνη η ερμηνευτική διαδοχή που διασώζει το κύρος της. Η αναζήτηση της αληθούς βουλήσεως του διαθέτη η οποία πρέπει, έστω και ατελώς, να έχει εξωτερικευθεί στο κείμενο της διαθήκης, γίνεται και με στοιχεία εκτός του κειμένου αυτής, όπως είναι οι δηλώσεις του διαθέτη προς τρίτους (άρθρα 173, 1923 παρ 1 ΑΚ). Ρήματα που δηλώνουν εγκατάσταση κληρονόμου κατά το ΑΚ και την καθομιλουμένη.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1202/ 2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Φ. Σ. του Γ., κατοίκου ... και 2) Φ. Σ. του Κ., κατοίκου .... Ο 1ος παραστάθηκε αυτοπροσώπως με την ιδιότητα του ως δικηγόρου και μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Εμμανουήλ Γιαννακάκι και ο 2ος εκπροσωπήθηκε από τους ως άνω πληρεξούσιους δικηγόρους του.
Της αναιρεσίβλητης: Ν. Σ. του Γ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ασημάκη Κουρσόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3/12/2007 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4292/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 4485/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 27/5/2013 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 19/12/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση.
Ο 1ος αναιρεσείων και ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 1923 παρ. 1 ΑΚ ο διαθέτης μπορεί να υποχρεώσει τον κληρονόμο να παραδώσει έπειτα από ορισμένο γεγονός ή χρονικό σημείο την κληρονομιά που απέκτησε ή ποσοστό της σε άλλον (καταπιστευματοδόχο). Για τη σύσταση του καταπιστεύματος, όπως προκύπτει από την παραπάνω διάταξη, δεν είναι ανάγκη να γίνει χρήση πανηγυρικών φράσεων, ούτε καν της λέξης "καταπίστευμα". Αυτό μπορεί να γίνει και με έμμεση δήλωση του διαθέτη, αρκεί πάντως να προκύπτει από τη διαθήκη η θέληση του διαθέτη, να γίνει κάποιος κληρονόμος μόνο για ορισμένο διάστημα (TRACTUS TEMPORIS) και μετέπειτα κληρονόμος αυτού να γίνει άλλος. Ο καταπιστευματοδόχος είναι, κληρονόμος υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία, που πληρώνεται με το θάνατο του διαθέτη και στην οποία αντιστοιχεί διαλυτική αίρεση ή προθεσμία της εγκατάστασης του αρχικού άμεσου κληρονόμου. Είναι ζήτημα ερμηνείας της διαθήκης κάθε φορά πότε, από τον τρόπο διατύπωσης της τελευταίας βούλησης, ενυπάρχει σε αυτή σύσταση καθολικού καταπιστεύματος και ποιο είναι το πρόσωπο του καταπιστευματοδόχου. Περαιτέρω από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 173 και 1781 επ. ΑΚ, προκύπτει ότι κατά την ερμηνεία των διαθηκών αναζητείται μόνο η αληθινή βούληση του διαθέτη, σκοπούμενη από άποψη υποκειμενική και όχι αντικειμενική, υπό την οποία θα την αντιλαμβάνονται οι τρίτοι, κατά τη συναλλακτική καλή πίστη, χωρίς προσήλωση στις λέξεις, ενώ δεν έχουν εφαρμογή τα κριτήρια του άρθρου 200 ΑΚ, αφού αυτά αναφέρονται όχι σε μονομερείς δικαιοπραξίες, αλλά σε συμβάσεις. Εξάλλου έδαφος για τέτοια ερμηνεία, που θα αποβλέπει στην αναζήτηση βούλησης διαφορετικής από εκείνη, η οποία εκφράστηκε με τις λέξεις που χρησιμοποίησε ο διαθέτης, δεν παρέχεται όταν κατά την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η διατύπωση που έγινε με τις παραπάνω λέξεις είναι απόλυτα σαφής και αποδίδει με πληρότητα αυτό που και ο διαθέτης θέλησε. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί της ύπαρξης ή όχι ανάγκης προσφυγής στις αμέσως πιο πάνω ερμηνευτικές διατάξεις, ως αναγομένης την εκτίμηση πραγμάτων δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Παραβίαση του ερμηνευτικού κανόνα του άρθρου 173 ΑΚ υφίσταται όταν το δικαστήριο μολονότι ανελέκτως διαπιστώνει, έστω και εμμέσως την ύπαρξη κενού και αμφιβολίας στη δήλωση βουλήσεως του διαθέτη και εντεύθεν την ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας της, παραλείπει να προσφύγει στη διάταξη του πιο πάνω άρθρου ή προσφεύγει στην εφαρμογή της διατάξεως αυτής και τη συμπλήρωση ή ερμηνεία της διαθήκης, μολονότι δέχεται, επίσης ανελέγκτως ότι η διαθήκη είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπληρώσεως ή ερμηνείας, ακόμη δε και όταν προβαίνει σε κακή εφαρμογή της, οπότε ο αναιρετικός έλεγχος καταλαμβάνει και την ορθότητα της κρίσεως του δικαστηρίου, αναφορικά με την ερμηνεία της βούλησης του διαθέτη, αφού πρόκειται για εφαρμογή διατάξεως ουσιαστικού δικαίου. Η ερμηνεία της διαθήκης εξάλλου, κατά την αναγόμενη στο ρωμαϊκό δίκαιο αρχή FAVOR TESTAMENTI, πρέπει να κατατείνει στη διάσωση του κύρους της επίμαχης διατάξεως, προκειμένου επί δύο δυνατών νοημάτων και οδηγούντος τη διατήρηση της ισχύος της αμφίβολης διατάξεως, αφού εν πάσει περιπτώσει ο διαθέτης απέβλεψε σε κάποιο αποτέλεσμα εξ αυτής. Για την άρση δε των γενομένων αμφιβολιών επιτρεπτώς λαμβάνονται υπόψη από τον ερμηνευτή και στοιχεία εκτός του κειμένου της διαθήκης, όπως άτυπες δηλώσεις του διαθέτη προς τρίτους, το κοινωνικό του περιβάλλον, οι τυχόν προσωπικές (γλωσσικές ή επαγγελματικές συνήθειες αυτού: επιστολές του, προηγούμενα σχέδια διαθηκών και γενικά, δικαστικά τεκμήρια προκύπτοντα από οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο. Περαιτέρω εκτός από τα ρήματα που χρησιμοποιεί ο ΑΚ για την υποδήλωση των "παροχικών διατάξεων" του διαθέτη, ήτοι των διατάξεων με τις οποίες αυτός (διαθέτης) επιδίδει αιτία θανάτου σε ορισμένα πρόσωπα - τιμώμενους - διάφορα περιουσιακά στοιχεία, μπορούν να χρησιμοποιηθούν και άλλα ρήματα, με τα οποία ο διαθέτης υποδηλώνει τον επιτακτικό και δεσμευτικό χαρακτήρα των διατάξεων της διαθήκης. Ο ΑΚ για την υποδήλωση των "παροχικών" αυτών διατάξεων του διαθέτη χρησιμοποιεί διάφορα ρήματα, όπως πχ "μνημονεύω" (άρθρ. 1790,1791 ΑΚ), τιμώ (αρθρ. 1790, 1793 ΑΚ) "γράφω" (αρθρ. 1802, 1803, 1806, 1807 παρ. 2 ΑΚ), "αφήνω" (αρθρ 1800 ΑΚ), "καταλείπω" (αρθρ. 1792 ΑΚ) ή "εγκαθιστώ" (άρθρο 1800 επ. ΑΚ), ενώ ακόμη από το διαθέτη μπορεί να χρησιμοποιηθούν τα ρήματα "ορίζω", "αφήνω", "να πωληθεί", "να διατεθεί" , "έχει την εντολή", "να κτισθεί", "επιθυμία μου". Εξ ετέρου από τη διάταξη του εδαφίου 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο λόγος αναιρέσεως για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 20/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ), το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως, σ' αυτό, προσκομισθέντων και επικληθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, αναφορικά με την ένδικη περί ακυρώσεώς της μεταβιβάσεως, βεβαρημένης με καταπίστευμα υπέρ των εναγόντων οικίας, αγωγή, την αναγνώριση της επί της οικίας αυτής συγκυριότητάς τους και την απόδοσή της σ' αυτούς από την εναγομένη αγοράστρια. Στις 29.12.1989 πέθανε στην Αθήνα ο Φ. Σ. του Κ., παππούς των εναγόντων. Αυτός με την από 22.06.1982 ιδιόγραφη διαθήκη του, η οποία δημοσιεύτηκε με τα 1064/22Δ/1/10.05.1990 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, εγκατέστησε κληρονόμους του σε δήλα πράγματα, που αποτελούσαν το σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας του, τους τρεις γιους του από τον πρώτο γάμο του Κ., Ι. και Γ., του δύο εγγονούς του Φ. Κ. Σ. και Φ. Γ. Σ. και τη σύζυγο του από δεύτερο γάμο Ζ. Σ.. Στην τελευταία κατέλειπε το σπίτι του στην οδό ... αριθ .5 στην περιοχή ... της Αθήνας με όλα τα έπιπλα και σκεύη, εμβαδού 145 τετ. μέτρων περίπου, αποτελούμενο από τρία δωμάτια κ.λ.π, και ένα ελαιοπερίβολο δύο περίπου στρεμμάτων στη Θέση ... της κοινότητας ... Μεσσήνης. Επίσης περιέλαβε ως τελευταία διάταξη στην ως άνω διαθήκη τη φράση μετά το θάνατον της γυναίκας μου η επιθυμία μου είναι να δοθή ολόκληρος η περιουσία της κινητή και ακίνητη εις τους δύο εγγονούς μου Φ. Γ. και Φ. Κ. Σ. (ήτοι τους ενάγοντες). Στη συνέχεια η Ζ. Σ. το έτος 1996, δυνάμει του .../ 16-05-1996 συμβολαίου του συμβ/φου Τρίπολης Σπυρίδωνα Βοττέα, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών στον τόμο ... με αριθ. 256, πούλησε και μεταβίβασε κατά κυριότητα στην εναγομένη την οικία της οδού ... 5 της Αθήνας. Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι με την τελευταία διάταξη της προαναφερόμενης διαθήκης ο διαθέτης παππούς τους βάρυνε την κληρονόμο του και μετέπειτα θανούσα σύζυγό του με καταπίστευμα υπέρ των ιδίων. Από την ερμηνεία όμως της διάταξης αυτής κατ' αρθρ. 173 ΑΚ, δηλ. την αναζήτηση της αληθινής βούλησης του διαθέτη χωρίς προσήλωση στις λέξεις, δεν προκύπτει βούληση του διαθέτη να συστήσει καταπίστευμα, με βεβαρημένη τη σύζυγό του Ζ. Σ. και υπέρ των εναγόντων, για τους εξής λόγους: α) γιατί στην ανωτέρω διάταξη ο διαθέτης δεν κάνει λόγο για την κληρονομιαία περιουσία του, αλλά για ολόκληρη την κινητή και ακίνητη περιουσία της συζύγου του, για την οποία δεν έχει εξουσία διαθέσεως, και β) γιατί με τη φράση "... η επιθυμία μου είναι ..." απλά εκφράζει παραίνεση προς τη σύζυγό του να εγκαταστήσει τους εγγονούς του κληρονόμους της, ενώ σε περίπτωση που ήθελε να συστήσει καταπίστευμα υπέρ αυτών, Θα χρησιμοποιούσε διαφορετική έκφραση, όπως "... ορίζω η κληρονομιά μου προς τη σύζυγό μου να περιέλθει μετά το θάνατό της στους εγγονούς μου ...", η κάποια ανάλογη φράση, με την οποία Θα δήλωνε καθαρά την βούλησή του, τα ανωτέρω περιουσιακά στοιχεία που άφησε με τη διαθήκη στην κληρονόμο σύζυγό του να περιέλθουν μετά το θάνατό της στους ενάγοντες ως καταπιστευματοδόχους του. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται και από στοιχεία ευρισκόμενα εκτός διαθήκης και ειδικότερα από το γεγονός ότι η Ζ. Σ. δυνάμει του .../12.06.1997 συμβολαίου του συμβ/φου Τρίπολης Σπ, Βοττέα που μεταγράφηκε νόμιμα, δώρησε εν ζωή και μεταβίβασε κατά κυριότητα το καταλειφθέν σ' αυτή με την ως άνω διαθήκη ελαιοπερίβολο στην Ε. σύζ. Β. Λ. και δεν προκύπτει δικαστική προσβολή αυτής της διάθεσης από τους ενάγοντες κατά της δωρεοδόχου, γεγονός από το οποίο συνάγεται ότι αυτοί δεν θεωρούν τούτο ως καταπίστευμα.
Συνεπώς, εφόσον η επίμαχη διάταξη της διαθήκης του παππού των εναγόντων δεν συνιστά καταπίστευμα υπέρ αυτών και κατά της Ζ. Σ., αυτή είπε εξουσία διαθέσεως του προαναφερόμενου ακινήτου (οικίας) και εγκύρως μεταβίβασε την οικία στην οδό ... 5 της Αθήνας στην εναγομένη, η οποία από της μεταγραφής του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου κατά τα προαναφερθέντα κατέστη κυρία αυτής". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή των αναιρεσειόντων και στη συνέχεια αφού δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την έφεση της εναγομένης - αναιρεσίβλητης, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, το οποίο είχε κρίνει αντιθέτως και αφού δίκασε εκ νέου την αγωγή, την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, έμμεσα δέχθηκε την ύπαρξη ασάφειας στη διατύπωση της βούλησης του διαθέτη, καθόσον προσέφυγε για την άρση της ασάφειας αυτής στον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 173 ΑΚ, τον οποίο και παραβίασε προβαίνοντας σε κακή εφαρμογή του, καθόσον αναζητώντας την αληθινή βούληση του διαθέτη κατά την υποκειμενική του άποψη και χωρίς προσήλωση στις λέξεις προέβη σε μη ορθή ερμηνεία του όρου "επιθυμώ", ο οποίος αποτελεί έκφραση εγκαταστάσεως καταπιστευματοδόχου και όχι παραίνεση, δεχθέν ότι δεν προκύπτει βούληση για την σύσταση καταπιστεύματος, ενώ για την αποσαφήνιση των σημείων της διαθήκης προσέφυγε και σε στοιχεία εκτός του κειμένου της που όμως δεν προσδιορίζουν την βούληση του διαθέτη ή τις συνθήκες υπό τις οποίες συνετάγη η διαθήκη, αλλά αντίθετα προσδιορίζουν και ερμηνεύουν τη συμπεριφορά των εναγόντων αναιρεσειόντων. Περαιτέρω το Εφετείο, εκτός από την προαναφερθείσα διάταξη την οποία κακώς εφάρμοσε αναφορικά με την ερμηνεία της βούλησης του διαθέτη, παραβίασε και τη διάταξη του 1923 ΑΚ, το οποίο δεν εφάρμοσε, ενώ από τα προκύψαντα και γενόμενα δεκτά ως αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις συστάσεως καταπιστεύματος. Ενόψει τούτων οι δεύτερος (κατά το 2ο μέρος) του και τρίτος από τους λόγους της αναιρέσεως πρέπει να γίνουν δεκτοί ως ουσιαστικά βάσιμοι. Κατ' ακολουθία τούτων πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, πλην των πρότερον δικασάντων (άρθρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ), ενώ πρέπει, κατά το άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔικ, να διαταχθεί η απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου, στους καταθέσαντες αναιρεσείοντες. Η αναιρεσίβλητη, ως ηττώμενη διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων (άρθρ 176 και 183 ΚΠολΔικ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμ. 4485/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Αθηνών, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, πλην αυτών που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.
Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στους καταθέσαντες-αναιρεσείοντες.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη, στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων, την οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000 ευρώ).
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 10η Απριλίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 3η Ιουνίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ