Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1911 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Τουριστικής νομοθεσίας παραβάσεις.




Περίληψη:
Παράβαση άρθρου 4 παρ. 3α Ν. 2160/1993. Απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. 2. Αιτιολογημένα απορρίπτεται ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος. Το πρώτο στο Α/θμιο Δικαστήριο προτάθηκε ακυρότητα για μη παράθεση της τροποποίησης με άρθρο 53 Ν. 3498/2006 (πλημ) του 4 § 3 Ν. 2160/1993.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1911/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Οκτωβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση - δήλωση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Ζαχαριάδη, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 906/ 2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βέροιας. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βέροιας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Οκτωβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1725/2009.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 εδ. α του ν. 2160/1993 περί ΕΟΤ κλπ. όπως ίσχυε, πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 53 του ν. 3498/2006,ορίζετο, "Όποιος παροτρύνει και παρενοχλεί πρόσωπο ή ομάδα προσώπων να δεχτεί ή να αποκρούσει ταξιδιωτική ή μεταφορική υπηρεσία, υπηρεσίες εστίασης ή ψυχαγωγίας ή τουριστικού καταλύματος ή προϊόντα εμπορικού καταστήματος, τιμωρείται με τη διάταξη του άρθρου 458 του Ποινικού Κώδικα". Η παραπάνω διάταξη αντικαταστάθηκε, με το άρθρο 53 του ν. 3498/2006, ως εξής: "όποιος παροτρύνει και παρενοχλεί με οποιονδήποτε τρόπο πρόσωπο ή ομάδα προσώπων να δεχθεί ή να αποκρούσει ταξιδιωτική ή μεταφορική υπηρεσία, υπηρεσίες εστίασης ή ψυχαγωγίας ή τουριστικού καταλύματος ή προϊόντα εμπορικού καταστήματος τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι (6) μηνών ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον χιλίων (1.000) ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές". Από τα παραπάνω συνάγεται ότι και μετά την προαναφερθείσα αντικατάσταση του άρθρου 4 ή 3 εδ. α του ν. 2160/1993 δε διαφοροποιήθηκε η περιγραφή και τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως της προβλε-πόμενης από αυτήν αξιόποινης πράξεως, παρά μόνον, ενώ πρώτα τιμωρείτο σε βαθμό πταίσματος, μετά την τροποποίηση του 2006, τιμωρείται πλέον σε βαθμό πλημμελήματος.
Από τις διατάξεις των άρθρων 173 παρ.1, 174 παρ.2, και 321 παρ.1 στοιχ. δ' και 4 ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι το κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο κλητεύεται ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο, πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων στοιχείων, τον ακριβή καθορισμό της πράξεως για την οποία κατηγορείται και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει. Ως άρθρο του ποινικού νόμου νοείται κάθε διάταξη που τυποποιεί το έγκλημα και καθορίζει την απειλούμενη ποινή. Διαφορετικά υπάρχει σχετική ακυρότητα, η οποία καλύπτεται, αν, εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη, εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί τότε η ακυρότητα αυτή δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο με ειδικό λόγο εφέσεως κατά της εκκλητής αποφάσεως. Εφόσον η εν λόγω ακυρότητα δεν προταθεί ως λόγος εφέσεως καλύπτεται. Αν δεν καλυφθεί η ακυρότητα αυτή, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β ΚΠοινΔ. Στην προκειμένη περίπτωση από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης 906/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμε-λειοδικείου Βέροιας και από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας 2610/2008 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Βέροιας, σε συνδυασμό με την με αρ. εκθ. 216/11- 12-2008 έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και το με αριθ. ... κλητήριο θέσπισμα της Αντεισαγ-γελέως Πρωτοδικών Βέροιας, που επιτρεπτώς επισκοπούνται, προκειμένου να ερευνηθεί το παραδεκτό σχετικού λόγου αναιρέσεως, προκύπτουν τα παρακάτω: Με το ανωτέρω κλητήριο θέσπισμα ο κατηγορούμενος εισήχθη στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βέροιας για να δικασθεί σε βαθμό πλημμελήματος, ως υπαίτιος του ότι "στον προαύλιο χώρο της ..., την 2-11-2007, υπεύθυνος ών καταστήματος ειδών λαϊκής τέχνης, παρότρυνε και παρε-νοχλούσε πρόσωπα να δεχθούν τα προϊόντα του εμπορικού του καταστήματος και συγκεκριμένα με φωνασκίες και τη χρήση αντικειμένων που παράγουν ήχους, παρότρυνε και παρε-νοχλούσε τους διερχομένους έξωθεν του καταστήματός του, προκειμένου αυτοί να αγοράσουν τα είδη του. Ήτοι για παράβαση των άρθρων 26 παρ. 1 α, 27 παρ.1, 232 Α παρ.1 και 4 παρ. 3 α του ν. 2160/93". Ο κατηγορούμενος εμφανίστηκε στο άνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και χωρίς να έχει αντίρρηση για την καθύλην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, προέβαλε μόνον ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, συνιστάμενη στο μη ακριβή καθορισμό της πράξεως, όχι δε και στην μη αναγραφή του άρθρου 53 του ν. 3498/2006, που τροποποίησε το αναγραφόμενο άρθρο 4 παρ.3 του ν. 2160/ 1993 και προβλέπει, όπως προεκτέθηκε, απλώς τιμωρία του ιδίου εγκλήματος σε βαθμό πλημμελήματος αντί πταίσματος. Η αντίρρησή του αυτή απορρίφθηκε από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Βέροιας ως αβάσιμη και με την ανωτέρω έφεσή του ο κατηγορούμενος παραπονέθηκε με ειδικό λόγο εφέσεως για την απόρριψη της ενστάσεώς του αυτής. Στη συνέχεια ο εκκαλών κατηγορούμενος, στο ακροατήριο του Εφετείου κατά την συζήτηση της εφέσεώς του, πρότεινε και πάλιν ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, για μη ακριβή περιγραφή της αξιοποίνου πράξεως και προσέθεσε το πρώτον, ως δεύτερο λόγο ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, τη μη αναγραφή σε αυτό της προβλέπουσας την πράξη ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και δη της διατάξεως του άρθρου 53 του ν. 3498/2006, που αντικατέστησε την αναγραφόμενη στο κλητήριο θέσπισμα διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 εδ. α του ν. 2160/1993. Ο αυτοτελής αυτός ισχυρισμός του κατηγορουμένου απορ-ρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση με την αιτιολογία ότι το προσβαλλόμενο κλητήριο θέσπισμα περιλαμβάνει όλα τα κατά νόμο αναγκαία στοιχεία και ιδιαίτερα ακριβή χαρακτηρισμό της πράξεως.
Με το να απορρίψει το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βέροιας τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, δεν παραβίασε τις προαναφερόμενες διατάξεις και δεν κατέστησε αναιρετέα την απόφασή του, εφόσον η ως άνω ακυρότητα για μη ακριβή περιγραφή της πράξεως επαρκώς αιτιολογημένα απορρίφθηκε κατ'ουσίαν και ήσαν επαρκή τα ανωτέρω εκτεθέντα στοιχεία του κατηγορη-τηρίου. Όσον αφορά δε το νέο προβληθέντα λόγο ακυρότητας για μη αναγραφή της διατάξεως του άρθρου 53 του ν. 3498/2006, που αντικατέστησε την αναγραφόμενη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 εδ. α του ν. 2160/1993, ανεξάρτητα του ότι η νέα διάταξη αυτή είναι ταυτόσημη ως προς όλα τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της αξιόποινης πράξεως και με την αντικατάσταση η πράξη αυτή απλώς από το 2006 τιμωρείται πλέον σε βαθμό πλημμελήματος, αντί σε βαθμό πταίσματος, γι' αυτό και εισήχθη στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Βέροιας, ενόψει του ότι δεν προβλήθηκε καμία αντίρρηση για την εισαγωγή αυτή στο Πλημμελειοδικείο και δεν προτάθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ούτε και με την ανωτέρω έφεση, τέτοιος λόγος ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, οιαδήποτε τυχόν ακυρότητα, ως προταθείσα το πρώτον στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο καλύφθηκε κατά τα άρθρα 173 και 174 του ΚΠοινΔ. Κατά συνέπεια ο συναφής πρώτος λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 170 παρ.1 και 510 παρ.1 στοιχ. Β ΚΠοινΔ, που υποστηρίζει τα αντίθετα είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση στερείται της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν δεν εκτίθεται σε αυτή, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη και τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο την ουσιαστική κρίση του περί της ενοχής του κατηγορουμένου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία. (Ολ.ΑΠ 1/2005).Ειδικότερα, δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρό-τητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυ-πώσεως του σκεπτικού της.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βέροιας, που δίκασε κατ' έφεση, με την προσβαλ-λόμενη 906/2009 απόφασή του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι από τα μνημονευόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα περιστατικά: "Επειδή από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, τα έγγραφα που διαβάστηκαν στο ακροατήριο, τις μάρτυρες του κατηγορητηρίου και υπεράσπισης, που εξετάσθηκαν ένορκα στο ακροατήριο, σε συνδυασμό και με την απολογία του κατηγορουμένου και από την υπόλοιπη συζήτηση της υποθέσεως, αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την αξιόποινη πράξη που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι στην ..., στον προαύλιο χώρο της ...., την 2-11-2007, ως υπεύθυνος καταστήματος ειδών Λαϊκής Τέχνης το οποίο διατηρεί δίπλα στο ομοειδές κατάστημα της εγκαλούσας, ... Τύπου, παρότρυνε και παρενοχλούσε πρόσωπα να δεχθούν τα προϊόντα του εμπορικού καταστήματός του και συγκεκριμένα με φωνασκίες και με χρήση αντικειμένων που παράγουν ήχους, επιδίδονταν σε άγρα πελατών παροτρύνοντας και παρενοχλώντας τους διερχόμενους έξωθεν του καταστήματός του, προκειμένου να αγοράσουν τα είδη του. Πρέπει επομένως να κηρυχθεί ένοχος της αποδιδομένης σ' αυτόν πράξεως".
Με τις σκέψεις αυτές, στη συνέχεια στο διατακτικό κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο του ότι: "στην ..., στον προαύλιο χώρο της ..., την 2-11-2007, ως υπεύθυνος καταστήματος ειδών Λαϊκής Τέχνης, παρότρυνε και παρενοχλούσε πρόσωπα να δεχθούν τα προϊόντα εμπορικού καταστήματος και συγκεκριμένα με φωνασκίες και με χρήση αντικειμένων που παράγουν ήχους, παρότρυνε και παρενο-χλούσε τους διερχόμενους έξωθεν του καταστήματός του, προκειμένου να αγοράσουν τα είδη του".
Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως, όπως γι' αυτήν τελικώς καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1του ΠΚ και 4 παρ.3 α του ν. 2160/1993, όπως αντικ. με το άρθρο 53 του ν. 3498/2006, τις οποίες εφάρμοσε ορθά, χωρίς να τις παραβιάσει εκ πλαγίου και να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Αναφέρεται δε συγκεκριμένα ότι ο κατηγορούμενος "ως υπεύθυνος καταστήματος ειδών λαϊκής τέχνης, που διατηρούσε δίπλα στο ομοειδές κατάστημα της εγκαλούσας στον προαύλιο χώρο της ... παρότρυνε και παρενοχλούσε πρόσωπα να δεχθούν τα προϊόντα του εμπορικού του καταστήματος, συγκεκριμένα με φωνασκίες και με χρήση αντικειμένων που παράγουν ήχους επιδιδόταν σε άγρα πελατών, παροτρύνοντας και παρενοχλώντας τους διερχομένους έξωθεν του καταστή-ματός του, προκειμένου αυτοί να αγοράσουν τα είδη του". Η παραπάνω αιτιολογία, καίτοι είναι σχεδόν ταυτόσημη με το διατακτικό, περιέχει εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και όλα τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, αναφέροντας ότι παρότρυνε και ταυτόχρονα παρενοχλούσε ως παραπάνω τους διερχόμενους έξω από το κατάστημά του προσκυνητές πελάτες προκειμένου να αγοράσουν τα πωλού-μενα είδη του, ώστε καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού, ενώ δεν ήταν αναγκαίο να εξειδικεύεται σε ποίες φράσεις ή κραυγές συνίσταντο ακριβώς οι φωνασκίες που χρησιμοποιούσε ο κατηγορούμενος, ούτε ποία ακριβώς αντικείμενα κτυπούσε και παρήγαγε ήχους και είναι αδιάφορο ποινικά για την εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως της παρ.3 α του άρθρου 4 του ν. 2160/1993, όπως αντικαταστάθηκε, αν το κατάστημα του κατηγορουμένου ήταν ξύλινο παράπηγμα, αν δεν υπάγεται στον ΕΟΤ και αν δε διέθετε το ειδικό σήμα του ΕΟΤ, όπως αβάσιμα αιτιάται ειδικότερα ο αναιρεσείων.
Με τα δεδομένα αυτά, πρέπει οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ, προβαλλόμενοι δεύτερος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστα-τωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Όλες οι λοιπές, σε σχέση με τους παραπάνω λόγους, διαλαμβανόμενες στην κρινόμενη αίτηση αιτιάσεις, πλήττουν την αναιρετικώς ανέ-λεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και είναι γι' αυτό απαράδεκτες.
Μετά από αυτά πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρε-σείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 30 Οκτωβρίου 2009 αίτηση - δήλωση του Χ περί αναιρέσεως της 906/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βέ-ροιας. Και.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Νοεμβρίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Δεκεμβρίου 2010.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή