Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ηθική αυτουργία, Προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα, Δόλος.
Περίληψη:
Ηθική αυτουργία κατ' εξακολούθηση σε παράβαση του άρθρου 22 § 4 του Ν. 2472/1997 (δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα). Στοιχεία ηθικής αυτουργίας. Για το δόλο του ηθικού αυτουργού δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία γιατί αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, στο οποίο παρακινεί ο ηθικός αυτουργός το φυσικό αυτουργό και εξυπακούεται ότι υπάρχει στην πραγμάτωση των περιστατικών αυτών. Το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας ούτε και στην υπόδειξη του κατηγορουμένου ότι έχει τελεστεί αυτεπαγγέλτως διωκόμενο έγκλημα και πρέπει να συνταχθεί σχετική έκθεση και να διαβιβαστεί στον αρμόδιο Εισαγγελέα. Αιτιολογημένη καταδίκη του κατηγορουμένου, ο οποίος προκάλεσε την απόφαση σε άγνωστο δράστη να επέμβει χωρίς δικαίωμα στο αρχείο του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Αθηνών και να λάβει αρχικώς γνώση της υπάρξεως δύο καταδικαστικών αποφάσεων σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος και στη συνέχεια να λάβει γνώση και του κειμένου αυτών, να λάβει αντίγραφα και να τα παραδώσει στον κατηγορούμενο. Απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης.
Αριθμός 1744/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ανδρέα Δουλγεράκη και Ιωάννη Παπαδόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Μαΐου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Χατζή, για αναίρεση της 921/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παρέστη στο ακροατήριο.
Το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Ιανουαρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, ως και στο από 29 Απριλίου 2009 δικόγραφο των προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 213/2009.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης ως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997, όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις, κατά δε το άρθρο 2 περίπτ. Β' του ίδιου νόμου, ως ευαίσθητα δεδομένα νοούνται μεταξύ άλλων και τα δεδομένα που αφορούν στα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. Α' του ΠΚ, κατά την οποία "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α)όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε", προκύπτει ότι για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχήν εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως, με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια ή με τη διέγερση μίσους κατά του θύματος, με πειθώ ή φορτικότητα ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του με το φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του αυτουργού, ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινεί το φυσικό αυτουργό, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικώς στην περίπτωση της ηθικής αυτουργίας, για να έχει η καταδικαστική απόφαση την απαιτούμενη από τα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να αναφέρονται σ' αυτήν ο τρόπος και τα μέσα, με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός παρήγαγε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά στο φυσικό αυτουργό την απόφαση, να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Ειδικώς, για το δόλο που απαιτείται για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως της ηθικής αυτουργίας δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία, γιατί αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος τετελεσμένου ή σε απόπειρα, στο οποίο παρακινεί ο ηθικός αυτουργός το φυσικό αυτουργό και εξυπακούεται ότι υπάρχει στην πραγμάτωση των περιστατικών αυτών. Η προαναφερθείσα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στην άρση ή μείωση της ικανότητας για καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν υποβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Αν δεν αιτιολογείται η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση σ' αυτόν συνιστά έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 570 παρ. 2 του ΚΠΔ και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ 1 στοιχ. Β' του ίδιου Κώδικα. Αν όμως ο ισχυρισμός όπως διατυπώνεται, δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει επ' αυτού και δεν ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναιρέσεως. Τέλος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ συνιστά η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά που δέχτηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί στο πόρισμα που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και αναφέρεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 921/2008 απόφασή του, δέχτηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: " Ο κατηγορούμενος κατά τις αναφερόμενες στη συνέχεια ημεροχρονολογίες, με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να επέμβει χωρίς δικαίωμα στο αρχείο του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Αθηνών και να λάβει γνώση της υπάρξεως δύο καταδικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε βάρος του εγκαλούντος δικηγόρου Ψ1, χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου και την άδεια της Αρχής Προστασίας Προσωπικού Χαρακτήρα. Ειδικότερα, ενώ ο κατηγορούμενος ήταν Κρατούμενος στη Δικαστική Φυλακή ... 1)την 9-8-2001 με προτροπή, φορτικότητα και πειθώ προκάλεσε σε άγνωστο πρόσωπο την απόφαση να επέμβη παράνομα στο αρχείο του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Αθηνών και να λάβει γνώση της υπ' αριθμ. 58997/91 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών καθώς και της υπ' αριθ. 6103/92 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που έχουν εκδοθεί σε βάρος του ανωτέρω δικηγόρου και οι οποίες αφορούσαν παράβαση του νόμου περί επιταγών και 2)Στις 24-8-2001 με τον ίδιο ως άνω τρόπο προκάλεσε σε άγνωστο πρόσωπο την απόφαση να επέμβη παρανόμως στα ανωτέρω αρχεία και να λάβει γνώση και του κειμένου των ανωτέρω αποφάσεων, ενώ εγνώριζε ότι δεν είχε έννομο συμφέρον προς τούτο. Ο άγνωστος δράστης προέβη πράγματι στις ανωτέρω πράξεις εφοδιασμένος αφενός μεν με την από 9-8-2001 εξουσιοδότηση, του κατηγορουμένου προς τους δικηγόρους Ελένη Φρουδάκη και Δημ. Κόντο και προς τη Σταυρούλα-Μαρία Λιακοπούλου και αφετέρου με την υπό την ίδια ημερομηνία αίτησή του (κατηγορουμένου) προς τη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία, εκτός των ως άνω αποφάσεων, αφορούσε και στην χορήγηση και άλλων αποφάσεων που είχαν εκδοθεί σε βάρος του Κ1 με τον οποίο ο κατηγορούμενος βρίσκεται σε σφοδρή αντιδικία και η οποία (αίτηση) βρέθηκε στο αρχείο των ανωτέρω υπηρεσιών χωρίς να έχει γίνει δεκτή από τους Προϊσταμένους των υπηρεσιών αυτών. Τα πιο πάνω ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του Ψ1-μηνυτή, δηλαδή τόσον οι αριθμοί των σε βάρος του καταδικαστικών αποφάσεων όσον και στα κείμενά τους έγιναν γνωστά στον μη δικαιούμενο προς τούτο κατηγορούμενο, αφού πέραν του ότι οι αριθμοί των αποφάσεων αυτών μνημονεύονται στην από 9-8-2001 εξουσιοδότηση και αίτηση μεταξύ εκείνων που αφορούσαν τον Κ1 και αναγράφονταν στην ίδια αίτηση, στη συνέχεια αφού περιήλθαν στη κατοχή του κατηγορουμένου επιδόθηκαν με την επιμέλειά του όχι μόνον στον Κ1 αλλά και στο Α.Τ .... Έτσι ο κατηγορούμενος, ενώ ήδη ήταν προφυλακισμένος και δεν μπορούσε ο ίδιος να επέμβη στο Αρχείο των ανωτέρω υπηρεσιών, προκάλεσε σε άλλο άγνωστο πρόσωπο την απόφαση, όπως εφοδιασμένο με τα ως άνω έγγραφα από 9-8-2001 εξουσιοδότηση προς τους ανωτέρω δικηγόρους και από 9-8-2001 αίτησή του προς την Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών που φέρουν την αμφισβήτηση υπογραφής του, την απόφαση να εκτελέσει την παράβαση του Ν. 2472/97, όπως και πράγματι συνέβη, με αποτέλεσμα να περιέλθουν στη γνώση και κατοχή του κατηγορουμένου αντίγραφα αποφάσεων που αφορούσαν τον μηνυτή και στη συνέχεια ο κατηγορούμενος να τα κοινοποιήσει σε τρίτους (Α.Τ Αίγινας), γνωστοποιώντας έτσι σε τρίτους ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του μηνυτή, των οποίων η κτήση έγινε χωρίς τη συναίνεση του μηνυτή. Επομένως πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως που του αποδίδεται κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό, απορριπτομένου του ισχυρισμού του περί εκκρεμοδικίας καθόσον οι επικαλούμενες από τον κατηγορούμενο αποφάσεις αφορούν διάφορο του μηνυτή πρόσωπο και δι' αυτών κρίνονται διαφορετικά αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία αδίκων πράξεων". Μετά από αυτά το Δικαστήριο καταδίκασε τον κατηγορούμενο σε ποινή φυλακίσεως δεκατεσσάρων (14) μηνών και σε χρηματική ποινή τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ, ανέστειλε δε την εκτέλεση της ποινής φυλακίσεως για τρία χρόνια. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, γιατί αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στήριξε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος της ηθικής αυτουργίας σε παράβαση του άρθρου 22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997 περί προστασίας ευαίσθητων δεδομένων, για το οποίο καταδίκασε τον κατηγορούμενο, τις αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους έκανε την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 2 περ. β' και 22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997 και 46 παρ. 1α' του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα αναφέρει τα περιστατικά και τα μέσα προκλήσεως στον φυσικό αυτουργό της απόφασης να τελέσει την άδικη ως άνω πράξη που διέπραξε, την ανακοίνωση στη συνέχεια στον κατηγορούμενο των ευαίσθητων δεδομένων που αφορούσαν δύο ποινικές καταδίκες του εγκαλούντος, την περιέλευση των σχετικών καταδικαστικών αποφάσεων στα χέρια του κατηγορουμένου και την περαιτέρω από μέρους του τελευταίου ανακοίνωση των δεδομένων αυτών σε τρίτους. Επίσης αναφέρει την ανυπαρξία δικαιώματος για επέμβαση στα αρχεία των δικαστικών και για γνώση, λήψη, παράδοση και ανακοίνωση των εν λόγω δεδομένων, ενώ δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολόγηση του δόλου του κατηγορουμένου, αφού αυτός (δόλος) ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος στο οποίο παρακίνησε ο κατηγορούμενος τον φυσικό αυτουργό και εξυπακούεται ότι υπάρχει στην πραγμάτωση των περιστατικών αυτών. Επομένως ο πρώτος λόγος αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των πρόσθετων λόγων από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, καθώς και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως του κύριου δικογράφου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ίδιου Κώδικα, είναι αβάσιμος. Επίσης είναι αβάσιμος και ο πρώτος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των πρόσθετων λόγων από το άρθρο 5109 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, αφού όπως προαναφέρθηκε, ευαίσθητα δεδομένα αποτελούν και τα σχετικά με ποινικές διώξεις και καταδίκες και όχι μόνο τα μη δημοσιοποιημένα (κρυφά) δεδομένα της ιδιωτικής ζωής, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων. Τέλος, με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως του δικογράφου των πρόσθετων λόγων αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προβάλλει έλλειψη ακροάσεως, συνιστάμενη στο ότι: α)δεν απάντησε το Δικαστήριο στον προβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό του περί άρσεως του άδικου χαρακτήρα της πράξεώς του επειδή είχε δικαίωμα να λάβει γνώση των σε βάρος του εγκαλούντος καταδικαστικών αποφάσεων προκειμένου να υποστηρίξει τον εαυτό του επειδή ήταν και προσωρινά κρατούμενος και έτσι δεν τέλεσε την πράξη για την οποία κατηγορείται και β)δεν απάντησε το Δικαστήριο στην καταχωρισθείσα στα πρακτικά δήλωσή του ότι προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του πολιτικώς ενάγοντος για το αυτεπαγγέλτως διωκόμενο έγκλημα της απάτης επί δικαστηρίου και ότι πρέπει να συνταχθεί σχετική έκθεση και να διαβιβαστεί στον αρμόδιο Εισαγγελέα. Ο πρώτος από τους ανωτέρω ισχυρισμούς όπως διατυπώθηκε, δεν συνιστά στην πραγματικότητα αυτοτελή ισχυρισμό, αλλά άρνηση της κατηγορίας, πέρα από το ότι ήταν και αόριστος, αφενός γιατί δεν αναφέρεται ότι υπήρχε άδεια της Αρχής που είναι απαραίτητη για τη συλλογή και επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων κατά το άρθρο 7 παρ. 2 του Ν. 2472/1997 και αφετέρου γιατί δεν αναφέρονται περιστατικά για τη σχέση των ανωτέρω δεδομένων με την κατηγορία για την οποία ήταν προσωρινά κρατούμενος ώστε να κριθεί η αναγκαιότητα της συλλογής και επεξεργασίας των εν λόγω δεδομένων. Ο δεύτερος από τους ανωτέρω ισχυρισμούς, δεν συνιστά ισχυρισμό, αλλά απλή υπόδειξη προς το Δικαστήριο για ενέργειες που θα έπρεπε κατά τη γνώμη του κατηγορουμένου να γίνουν. Επομένως το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει επί του ανωτέρω ισχυρισμού και της υποδείξεις του ήδη αναιρεσείοντος και έτσι ο ανωτέρω σχετικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠΔ, είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της (αναίρεση και πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως) και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθ. 583 παρ. 1 του ΚΠΔ).
Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την από 16-1-2009 αίτηση και τους από 29-4-2009 πρόσθετους λόγους του ...., για αναίρεση της υπ' αριθ. 921/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς. Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιουνίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Ιουλίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ