Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2260 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Κλητήριο θέσπισμα.




Περίληψη:
Άκυρο κλητήριο θέσπισμα διότι δεν περιέχεται ο ακριβής καθορισμός της πράξης. Αναιρεί και παραπέμπει.





ΑΡΙΘΜΟΣ 2260/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Βασίλειο Λυκούδη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Σεπτεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Πανταζή, περί αναιρέσεως της 863/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κορίνθου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κορίνθου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 128/2008.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1.Κατά το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Β' του ΚΠΔ, ως λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως μπορεί να προταθεί και η σχετική ακυρότητα που επήλθε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 170 § 1), εφόσον δεν καλύφθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 174 του ίδιου Κώδικα. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 321 § 1 στοιχ. δ του ΚΠΔ, το κλητήριο θέσπισμα πρέπει, εκτός άλλων, να περιέχει ακριβή καθορισμό της πράξης, για την οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος, και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου, που προβλέπει την απειλούμενη ποινή. Περαιτέρω με το άρθρο 25 παρ.1 του Ν. 1882/1990, θεσπίζεται η ποινική ευθύνη από τη μη καταβολή προς το Δημόσιο χρεών για δάνεια με εγγύηση του Δημοσίου, για παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και για χρέη γενικά προς το Δημόσιο και ειδικότερα από την παραβίαση της προθεσμίας καταβολής τους κατά τις ισχύουσες εκάστοτε διατάξεις, αναλόγως του αν αυτά είναι καταβλητέα εφάπαξ ή με δόσεις, έτσι ώστε η ποινική μεταχείριση του δράστη να διαφοροποιείται ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της ποινικής ευθύνης του υποχρέου, αλλά και ως προς το ύψος του μεγέθους του χρέους. Ειδικότερα η διάταξη αυτή προβλέπει δύο περιπτώσεις αξιοποίνων πράξεων, ήτοι τη μη καταβολή χρέους σε δόσεις, όταν έχει γίνει σχετική ρύθμιση και τη μη καταβολή εφάπαξ καταβλητέου χρέους. Η κάθε μία από αυτές απαιτεί διαφορετικά στοιχεία για τη συγκρότηση του αδικήματος. Στην πρώτη περίπτωση για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως και τη δημιουργία ποινικής ευθύνης του οφειλέτη του Δημοσίου απαιτείται να παρέλθει η προθεσμία και της τρίτης δόσεως του χρέους χωρίς πληρωμή. Στη δεύτερη συντελείται το έγκλημα κα ο υπόχρεος υπέχει ποινική ευθύνη μετά την πάροδο δύο μηνών από το τέλος της προθεσμίας κατά την οποία έπρεπε να καταβληθεί το χρέος. Κρίσιμο επομένως και ουσιώδες στοιχείο για τη θεμελίωση του εγκλήματος του άρ. 25 του Ν. 1882/1990 είναι το ληξιπρόθεσμο και απαιτητό του χρέους και η μη καταβολή αυτού εντός ορισμένης προθεσμίας μετά τη λήξη του χρόνου καταβολής. Με την αντικατάσταση του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 με το άρθρο 23 του Ν. 2523/1997, αφενός μεν ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία και αφετέρου αυξήθηκε το ύψος του οφειλόμενου ποσού που καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση της καταβολής και έτσι πράξεις που ήταν προηγουμένως αξιόποινες είναι πλέον ανέγκλητες. Επομένως στην περίπτωση αυτή, για την εγκυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, με το οποίο αποδίδεται στον κατηγορούμενο το έγκλημα του άρθρου 25 του Ν.1882/1990, εκτός των προβλεπόμενων στο άρθρ. 321 § 1 του ΚΠΔ άλλων στοιχείων, πρέπει επί πλέον προκειμένου περί χρεών καταβλητέων εφάπαξ ή με δόσεις να προσδιορίζεται ο χρόνος καταβολής των χρεών ή της κάθε δόσης ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί αν και πότε συμπληρώθηκε η καθυστέρηση των δύο μηνών στην πρώτη περίπτωση ή της τρίτης δόσης στην δεύτερη περίπτωση ,μετά την πάροδο των οποίων χωρίς την εξόφληση του χρέους ή της τρίτης δόσης τελείται η αξιόποινη πράξη του ως άνω άρθρου. Τα ίδια, σε σχέση με το κλητήριο θέσπισμα, προβλέπονται και από το άρθρο 6 § 3 εδαφ. α και β της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και αποτελεί εγχώριο δίκαιο, το οποίο ορίζει ότι κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα α) να πληροφορείται στη βραχύτερη προθεσμία, στη γλώσσα την οποία εννοεί και με κάθε λεπτομέρεια, τη φύση και το λόγο της εναντίον του κατηγορίας, και β) να διαθέτει το χρόνο και τις αναγκαίες ευκολίες για την προετοιμασία της υπεράσπισής του. Αν δεν περιέχονται στο κλητήριο θέσπισμα και τα στοιχεία αυτά, που απαιτούνται για τη θεμελίωση του εγκλήματος του άρθρου 25 του Ν.1882/1990, τότε αυτό και μαζί του η κλήτευση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, είναι άκυρα, σύμφωνα με το άρθρο 321 § 4 του ΚΠΔ. Την ακυρότητα αυτή του κλητηρίου θεσπίσματος, που είναι σχετική και αφορά σε πράξη προπαρασκευαστική της διαδικασίας στο ακροατήριο, αν δεν καλυφθεί, δηλαδή αν ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στη δίκη και προβάλλει εγκαίρως αντίρρηση για την πρόοδό της, μπορεί, εφόσον η σχετική ένστασή του απορρίφθηκε, να την προτείνει, επαναφέροντάς την με λόγο εφέσεως και στη δευτεροβάθμια δίκη (173 § 1 ΚΠΔ). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπεί ο Άρειος Πάγος για την έρευνα της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με το από 9.2.2004 κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Κορίνθου ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Χ1 παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Κορίνθου που συνεδρίαζε στο Κιάτο κατά τη δικάσιμο τούτου στις 5.12.2005, προκειμένου να δικαστεί για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, πράξη η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ.1 Π.Κ. και άρθρ. 25 παρ. 1, 2 και 3 ν.1882/1990, όπως αντικ. με αρθρ.23 παρ.1,2 ν.2523/1997. Κατά την ανωτέρω δικάσιμο, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο του πιο πάνω Δικαστηρίου από το συνήγορό του πρόβαλε ένσταση ακυρότητας του επιδοθέντος σ' αυτόν από 9.2.2004 κλητηρίου θεσπίσματος σύμφωνα με το άρθρο 321 §§ 1 και 4 του ΚΠΔ, για τον λόγο ότι δεν προσδιοριζόταν ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής του οφειλομένου από αυτόν προς το Δημόσιο ποσού. Η ένσταση αυτή απορρίφθηκε με την παρεμπίπτουσα υπ' αριθ. 1717/2005 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο ακολούθως δίκασε την υπόθεση κατ'ουσίαν και με την ταυτάριθμη οριστική απόφασή του κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ένοχο της αποδοθείσας σε αυτόν αξιόποινης πράξης της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο (άρθρα 26 παρ.1α, 27 παρ.1 Π.Κ. και 25 παρ.1, 2 και 3 ν.1882/1990,όπως αντικ. με αρθρ.23 παρ.1,2 ν.2523/1997). Κατά της απόφασης αυτής ο αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε έφεση, με λόγο της οποίας παραπονέθηκε, εκτός άλλων, και για την απόρριψη της νομοτύπως προβληθείσας στο πρωτόδικο Δικαστήριο ενστάσεώς του για ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος κατά το άρθρ. 321 §§ 1 και 4 του ΚΠΔ. Από την επισκόπηση του αντιτύπου του κλητηρίου θεσπίσματος που υπάρχει στη δικογραφία, στην οποία παραδεκτώς προβαίνει ο Άρειος Πάγος, κατά το άρθρο 321 § 5 του ΚΠΔ, για την έρευνα του προβαλλόμενου λόγου ακυρότητάς του, προκύπτει, ότι τούτο, σε σχέση με τον χρόνο και τον τρόπο καταβολής του οφειλομένου από τον αναιρεσείοντα προς το Δημόσιο ποσού, διέλαβε στο περιεχόμενό του ότι, ".... ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος του στη ΔΟΥ Κιάτου διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου προερχόμενα από βεβαιωμένα ληξιπρόθεσμα χρέη εναντίον του από φορολογικές υποχρεώσεις του ηθελημένα δεν κατέβαλε α) ποσό 1.040.567,23 ευρώ που αφορά δάνεια ή επιρριπτομένους φόρους, β) ποσό 2.812.797,48 ευρώ που αφορά λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, δηλαδή δεν κατέβαλε 3 συνεχείς δόσεις για τα παραπάνω χρέη που καταβάλλονται σε δόσεις ή καθυστέρησε την καταβολή πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής για τα παραπάνω χρέη του που καταβάλλονται εφάπαξ". Ενόψει τούτων είναι προφανές, ότι στο κλητήριο θέσπισμα δεν αναφερόταν, όπως έπρεπε, α) ποίο από τα ανωτέρω ποσά ήταν καταβλητέο εφάπαξ και ποίο σε δόσεις και β)ποίος ο χρόνος καταβολής του εφάπαξ ποσού και ποίος της τρίτης δόσεως στοιχεία τα οποία είναι ουσιώδη για τη θεμελίωση της αντικειμενικής υποστάσεως του ως άνω εγκλήματος. Άρα, το επιδοθέν στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο από 9.2.2004 κλητήριο θέσπισμα ήταν άκυρο και έπρεπε να κηρυχθεί τέτοιο, κατά το βάσιμο σχετικό ισχυρισμό τούτου. Όμως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κορίνθου, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 863/2007 παρεμπίπτουσα απόφασή του όπως τα πρακτικά αυτής συμπληρώθηκαν με την 3662/2007 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου , απέρριψε ως αβάσιμη την εν λόγω ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, την οποία ο αναιρεσείων εγκαίρως είχε προβάλει στον πρώτο βαθμό και μετά την απόρριψή της κατ' ουσίαν, την επανέφερε στο Δικαστήριο αυτό με την έφεση. Ακολούθως, το Δικαστήριο τούτο προχώρησε, με βάση το ανωτέρω άκυρο κλητήριο θέσπισμα, στη συζήτηση της υποθέσεως και με την ταυτάριθμη οριστική απόφασή του κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για το πλημμέλημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων ετών. Έτσι, όμως, που αποφάνθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, έσφαλε, δεδομένου ότι εμφιλοχώρησε σχετική ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, η οποία δεν καλύφθηκε και συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ως κατ 'ουσίαν βάσιμη και να αναιρεθούν οι ταυτάριθμες, παρεμπίπτουσα και οριστική, αποφάσεις του, κατά το βάσιμο περί τούτου από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Β' του ΚΠΔ λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν (άρθρο 519 ΚΠΔ), το οποίο αφού διακριβώσει προηγουμένως την ακριβή ημερομηνία τελέσεως του εγκλήματος ενόψει του ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση δέχεται ότι τελέστηκε το έτος 2003 και αφού λάβει υπόψη του τις διατάξεις των άρθρων 86 παρ. 1 και 2 του ν. 2362/1995 "περί δημοσίου λογιστικού, ελέγχου δαπανών του κράτους και άλλες διατάξεις" και 23 παρ. 7 του ν. 2523/1997 (Α.Π.1848/2008) αποφανθεί περί της παραγραφής ή μη του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων και σε περίπτωση μη παραγραφής να διατάξει την διαβίβαση της υπόθεσης στον αρμόδιο Εισαγγελέα προς σύνταξη και επίδοση νέου κλητηρίου θεσπίσματος.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθ. 863/2007 οριστική και την ταυτάριθμη παρεμπίπτουσα αποφάσεις του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κορίνθου.
Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Οκτωβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 24 Οκτωβρίου 2008.


Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΚΑΙ ΗΔΗ ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

<< Επιστροφή