Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1767 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Υπέρβαση εξουσίας, Ε.Σ.Δ.Α., Ηθική αυτουργία, Παράβαση καθήκοντος, Εφέσεως απαράδεκτο.




Περίληψη:
Δύο αιτήσεις αναιρέσεως και πρόσθετοι λόγοι. Παράβαση καθήκοντος και ηθική αυτουργία. Ορθά απορρίφθηκαν οι εφέσεις των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων, ως απαράδεκτες, λόγω μη αναγραφής στην έκθεση εφέσεως ουδενός λόγου εφέσεως και είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι για υπέρβαση εξουσίας και παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ λόγοι αναιρέσεως. Ορθά εφαρμόσθηκε το άρθρο 502 παρ. 1, 6 ΚΠΔ. αφού με τις προηγούμενες τέσσερις αναβολές της δίκης, κατ' άρθρον 349 ΚΠΔ και όχι για κρείσσονες αποδείξεις ή κατ' άρθρο 59 ή 61 του ΚΠΔ, δεν είχαν γίνει τυπικά δεκτές οι εφέσεις και σύννομα το δικαστήριο αποφάνθηκε το πρώτον, για το τυπικά μη παραδεκτό των εφέσεων των κατηγορουμένων. Απορρίπτει.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1767/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμό 42/2009 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γρηγορίου Μάμαλη), Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Μαλεβίτη και 2. Χ2, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σταύρο Πέτρου, περί αναιρέσεως της 168/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου.

Το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 6 Φεβρουαρίου 2009 και 9 Φεβρουαρίου 2009 αιτήσεις τους αναιρέσεως, μετά των από 6 Απριλίου και 9 Απριλίου 2009 προσθέτων λόγων, αντίστοιχα, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 239/2009.

Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης και οι επ' αυτών πρόσθετοι λόγοι.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 474 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, με την επιφύλαξη της διατάξεως της παρ. 2 του άρθρου 473, το ένδικο μέσο ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση. Για τη δήλωση αυτή συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπό του (άρθρ. 465 παρ. 1) και από εκείνον που τη δέχεται. Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, στην έκθεση πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο. Επίσης, κατά το άρθρο 153 του ίδιου Κώδικα, η έκθεση του άρθρου 148, όπως είναι και η παραπάνω έκθεση, είναι άκυρη αν δεν έχει την υπογραφή του υπαλλήλου που την έχει συντάξει. Εξάλλου, κατά το άρθρο 6 παρ. 1 εδ. α' της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, υπερνομοθετική ισχύ, "παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθεί δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει, είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας". Η διάταξη αυτή εγγυάται "το δικαίωμα στο δικαστήριο", έκφανση του οποίου αποτελεί το δικαίωμα προσβάσεως στο δικαστήριο. Το δικαίωμα τούτο δεν είναι απόλυτο, αλλά μπορεί να υπόκειται σε νομοθετικούς περιορισμούς, ιδίως όσον αφορά τις προϋποθέσεις του παραδεκτού ενός ενδίκου μέσου, αρκεί οι περιορισμοί αυτοί να μην περιορίζουν ουσιωδώς το δικαίωμα προσφυγής στο δικαστήριο, ώστε να προσβάλλεται η ίδια η ουσία του δικαιώματος αυτού. Αντιθέτως, οι περιορισμοί αυτοί είναι σύμφωνοι προς την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, εφόσον δικαιολογούνται από την εύλογη σχέση αναλογικότητας, που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των χρησιμοποιουμένων μέσων και των επιδιωκομένων σκοπών. Εντεύθεν παρέπεται ότι το Κράτος, όταν θεσπίζει το ένδικο μέσο της εφέσεως, έχει την υποχρέωση να διαμορφώνει τις σχετικές διαδικασίες, που αφορούν τους τύπους και τις προθεσμίες του ενδίκου τούτου μέσου, κατά τρόπο σύμφωνο προς τις απορρέουσες από το εν λόγω άρθρο 6 εγγυήσεις. Έτσι, το εθνικό δίκαιο προβλέπει, κατά τα άρθρα 148 επόμ. και 151 ΚΠοινΔ, ότι ο υπάλληλος ενώπιον του οποίου ασκείται η αίτηση εφέσεως πρέπει να σημειώνει τον τόπο και το χρόνο της συντάξεως, τα στοιχεία και την κατοικία των προσώπων που παραβρέθηκαν, να περιγράφει τις δηλώσεις των τρίτων που έγιναν σε αυτόν, να διαβάζει μπροστά σε όλους και να υπογράφει τη συντασσόμενη έκθεση, που περιλαμβάνει τους λόγους αυτής. Ήτοι η ευθύνη και οι κυρώσεις για τη μη τήρηση του τύπου τούτου, αφορούν μόνον τον υπάλληλο και όχι τον εκκαλούντα, ο οποίος, άλλως, υφίσταται δυσανάλογο περιορισμό του δικαιώματός του να προσφύγει στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Κατ' ακολουθίαν, εφόσον η ΕΣΔΑ κατισχύει των εθνικών διατάξεων, βάσει της συνταγματικής επιταγής του άρθρου 28 παρ.1, πρέπει οι προαναφερθείσες διατάξεις του ΚΠοινΔ να ερμηνευθούν σύμφωνα με τη Σύμβαση αυτή και έτσι να γίνει δεκτό ότι, εάν η έκθεση του ενδίκου μέσου, μεταξύ των οποίων και της εφέσεως, ή το επισυναπτόμενο σε αυτήν έγγραφο του εκκαλούντος, που περιέχει τους λόγους αυτής, φέρει μεν την υπογραφή αυτού ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, αλλά από παραδρομή δεν υπογράφηκε και από τον οικείο γραμματέα, ο εκκαλών δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί υπεύθυνος για την παράλειψη του τελευταίου. Διαφορετικά, υποβάλλεται σε ένα δυσανάλογο εμπόδιο στο δικαίωμα της προσβάσεως στον εφετείο και υπάρχει παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Αντίθετα, από τα παραπάνω συνάγεται, ότι την ευθύνη του περιεχομένου της συντασσομένης εκθέσεως εφέσεως και δη της δηλώσεως του κατηγορουμένου ότι ασκεί έφεση και για ποίο λόγο ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, δε φέρει ο δικαστικός γραμματέας, αλλά αυτή βαρύνει αποκλειστικά τον εκκαλούντα, ο οποίος προβαίνει στη δήλωση στον αρμόδιο γραμματέα και υπογράφει την έκθεση στο τέλος, όπου και σημειώνεται, κατά το άνω άρθρο 151 ΚΠοινΔ, ότι " η έκθεση διαβάστηκε και μετά υπογράφηκε", ενώ από καμία διάταξη δε συνάγεται, ότι ο δεχόμενος τη δήλωση ασκήσεως εφέσεως γραμματέας έχει υποχρέωση, καταγράφοντας τη δήλωση, να προβεί σε κάποια υπόδειξη, διόρθωση ή συμπλήρωση της δηλώσεως που θα κάνει ο εμφανιζόμενος ενώπιόν του για άσκηση εφέσεως καταδικασθείς κατηγορούμενος. Τέλος, υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο, ασκεί δικαιοδοσία την οποία από το νόμο δεν έχει ή χωρίς να συντρέχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος για την άσκησή της είτε αρνείται να ασκήσει τη δικαιοδοσία την οποία έχει από το νόμο, παρ' όλον ότι συντρέχουν οι όροι ασκήσεώς της. Διότι και στην τελευταία περίπτωση, παρά την υποχρέωση την οποία έχει να δικάσει και την έλλειψη διακριτικής ευχέρειας, κάνει κάτι που ο νόμος δεν του το επιτρέπει. Τέτοια περίπτωση αρνητικής υπέρβασης εξουσίας υπάρχει και όταν το δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί ενδίκου μέσου, αλλά απορρίπτει αυτό, ως απαράδεκτο, χωρίς να συντρέχει τέτοια περίπτωση. Στην προκείμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προς έρευνα της βασιμότητας των προβαλλομένων λόγων αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες καταδικάσθηκαν, στις 24-4-2007, παρόντες μετά συνηγόρων, με τη με αριθ. 365/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου, σε ποινή φυλακίσεως πέντε μηνών ο καθένας, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία, για παράβαση καθήκοντος ο Χ2 και για ηθική αυτουργία στην άνω παράβαση καθήκοντος ο έτερος Χ1. Κατά της αποφάσεως αυτής οι καταδικασθέντες αναιρεσείοντες άσκησαν αυθημερόν αμέσως μετά την καταδίκη τους, αυτοπροσώπως, τις με αριθ. εκθέσεως 53/24-4-2007 και 54/24-4-2007 εφέσεις τους ενώπιον του αρμόδιου Γραμματέα του Εφετείου Ναυπλίου Βασιλείου Γιολάρη, ο οποίος συνέταξε και τις σχετικές εκθέσεις εφέσεως. Στις πανομοιότυπες εκθέσεις αυτές, που περιέχουν όλα τα αναγκαία τυπικά στοιχεία, αναφέρεται ότι οι άνω καταδικασθέντες κατηγορούμενοι εμφανίσθηκαν και δήλωσαν στον γραμματέα, ότι " εκκαλούν ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου τη με αριθ. 365/24-4-2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου, με την οποία καταδικάσθηκαν για ...., ζητώντας να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και να απαλλαγούν από την κατηγορία για τους λόγους που θα εκθέσουν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Η έκθεση αυτή αφού διαβάστηκε και επιβεβαιώθηκε υπογράφηκε από το γραμματέα και τους εκκαλούντες". Επομένως, στις άνω εκθέσεις δεν δηλώθηκε από τους καταδικασθέντας εκκαλούντες κανένας λόγος εφέσεως, όπως θάπρεπε κατά το άρθρο 474 παρ.2 και 476 παρ.1 του ΚΠοινΔ, με ευθύνη των εκκαλούντων κατηγορουμένων, ανεξάρτητα του ότι δεν είχε καθαρογραφεί ακόμα η δημοσευθείσα καταδικαστική απόφαση και επομένως, σύμφωνα με αυτά που προεκτέθηκαν, το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου, που επιλήφθηκε αυτών και με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έκρινε και απέρριψε τις δύο αυτές εφέσεις, κατά πλειοψηφία, ως απαράδεκτες, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, δεν παραβίασε το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, την αρχή της αναλογικότητας και το δικαίωμα ακροάσεως και υπερασπίσεως των κατηγορουμένων και δεν υπερέβη αρνητικά την εξουσία του, αφού οι προεκτεθέντες όροι παραδεκτού του ενδίκου μέσου της εφέσεως για αναφορά στην έκθεση εφέσεως ενός τουλάχιστον λόγου εφέσεως, δικαιολούνται από την εύλογη σχέση αναλογικότητας και δεν περιορίζουν ουσιωδώς το δικαίωμα προσφυγής στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, τη δε ευθύνη για το περιεχόμενο των δηλώσεων των εκκαλούντων που καταχωρήθηκαν από τον αρμόδιο δικαστικό γραμματέα στις συνταχθείσες ως άνω εκθέσεις εφέσεως, οι οποίες στο τέλος πριν υπογραφούν διαβάστηκαν στους εκκαλούντες, φέρουν αποκλειστικά οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι.
Συνεπώς οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α, Ε και Η του ΚΠοινΔ και για παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και των άρθρων 6 της ΕΣΔΑ και 20 παρ.1, 25 παρ.1 β,δ του Συντάγματος, λόγοι αναιρέσεως των δύο αναιρεσειόντων και ο συναφής πρόσθετος λόγος αυτών, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 502 παρ. 6 ΚΠοινΔ, η οποία έχει προστεθεί με το άρθρο 18 παρ. 5 του Ν. 2721/1999 και ίσχυσε από 3-6-1999 "αν το δικαστήριο κρίνει ότι η έφεση είναι τυπικώς δεκτή και αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης για κρείσσονες αποδείξεις ή κατ' εφαρμογή των άρθρων 59 και 61, δεσμεύεται από την απόφασή του για το τύποις παραδεκτό της εφέσεως, στη μετ' αναβολή συζήτηση αυτής". Από την παραπάνω διάταξη συνάγεται ότι η πιο πάνω δέσμευση του δικαστηρίου, υφίσταται μόνο στις περιπτώσεις που ρητά προβλέπονται, και συγκεκριμένα, όταν το Εφετείο στο οποίο έχει εισαχθεί για συζήτηση έφεση του κατηγορουμένου, έχει κρίνει ότι η έφεση είναι τυπικώς δεκτή και αναβάλει την έκδοση της οριστικής του αποφάσεως, για κρείσσονες αποδείξεις ή κατ'εφαρμογή των άρθρων 59 και 61 του ΚΠοινΔ. Αν το δικαστήριο, στη μετ' αναβολή συζήτηση, ερευνήσει εκ νέου το παραδεκτό της εφέσεως και την απορρίψει, ως απαράδεκτη, ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ, με τη μορφή της υπέρβασης εξουσίας.
Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, για την έρευνα της βασιμότητας σχετικού λόγου αναιρέσεως, προκύπτουν τα ακόλουθα. Δυνάμει της με αριθ. 241/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου, στο οποίο εισήχθησαν οι με αριθ. εκθ. 53/2007 και 54/2007 εφέσεις των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων, αναβλήθηκε η συζήτηση των εφέσεων αυτών, κατ'άρθρον 349 του ΚΠοινΔ, για σημαντικά αίτια στο πρόσωπο του αιτήσαντος την αναβολή δευτέρου κατηγορουμένου και για το ενιαίο της κρίσεως και για τον πρώτο κατηγορούμενο, σε ρητή δικάσιμο της 3-4-2008. Δυνάμει της με αριθ. 93/2008 αποφάσεως του ιδίου δικαστηρίου αναβλήθηκε η υπόθεση, κατ'άρθρον 349 ΚΠοινΔ, λόγω παρελεύσεως του νομίμου ωραρίου και κωλύματος της γραμματέας της έδρας, σε ρητή δικάσιμο της 15-5-2008. Δυνάμει της με αριθ. 113/2008 αποφάσεως, αναβλήθηκε η συζήτηση των άνω εφέσεων, κατ'άρθρον 349 ΚΠοινΔ, λόγω σημαντικών αιτίων στο πρόσωπο του δευτέρου κατηγορουμένου και για το ενιαίο της κρίσεως και για τον πρώτο κατηγορούμενο, σε νέα ρητή δικάσιμο της 5-6-2008, ότε και πάλιν με τη με αριθ. 138/6-6-2008 απόφαση αναβλήθηκε η υπόθεση, κατ'άρθρον 349 ΚΠοινΔ, λόγω παρελεύσεως του νομίμου ωραρίου, για νέα ρητή δικάσιμο της 18-9-2008, ότε, λόγω σειράς εκθέματος, την επομένη της συνεδριάσεως εκδικάσθηκε τελικά η υπόθεση και εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, οι αναβολές δόθηκαν πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας και πριν το δικαστήριο αποφανθεί για το τυπικά παραδεκτό των δύο εφέσεων των κατηγορουμένων, γιαυτό και δεν περιέχεται καμία σχετική διάταξη περί τούτου σε καμία από τις άνω αναβλητικές αποφάσεις, ενώ σε ουδεμία περίπτωση η δίκη αναβλήθηκε για κρείσσονες αποδείξεις ή για λόγους του άρθρου 59 ή 61 του ΚΠοινΔ. Επομένως, το τυπικά παραδεκτό των δύο εφέσεων των κατηγορουμένων, δεν είχε κριθεί προηγουμένως, δεν συνέτρεχει περίπτωση του άρθρου 502 παρ.6 του ΚΠοινΔ και κρίθηκε για πρώτη φορά, το παραδεκτό, με την προσβαλλόμενη απόφαση, που απέρριψε τις δύο εφέσεις ως απαράδεκτες, κατά τα παραπάνω. Έτσι, με αυτή την ειδική αιτιολογία, κρίνοντας το Πενταμελές Εφετείο, κατά πλειοψηφία, επί προβληθέντος σχετικού ισχυρισμού των εκκαλούντων κατηγορουμένων, τον οποίο και απέρριψεν, ότι δηλαδή με τις ως άνω γενόμενες επανειλημμένες αναβολές, κατ'άρθρον 349 ΚΠοινΔ, και όχι για κρείσσονες αποδείξεις ή κατ'άρθρο 59 ή 61 του ΚΠοινΔ, δεν είχαν γίνει τυπικά δεκτές οι άνω εφέσεις και κρίνοντας αυτές τυπικά το πρώτον κατά την τελευταία δικάσιμο της 19-9-2008, που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, τις απέρριψεν ως απαράδεκτες, ελλείψει λόγου εφέσεως, ορθά ερμήνευσε και δεν παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 502 παρ. 1, 6 του ΚΠοινΔ ούτε υπερέβη την εξουσία του.
Συνεπώς, ο συναφής από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η του ΚΠοινΔ έτερος λόγος αναιρέσεως των κρινομένων αιτήσεων, κύριος και πρόσθετος, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Μετά από αυτά, ελλείψει ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτών, πρέπει να απορριφθούν, και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στους αναιρεσείοντες (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις με αριθ. εκθ. 4/6-2-2009 και 6/9-2-2009 αιτήσεις αναιρέσεως μετά των από 6-4-2009 και από 9-4-2009 προσθέτων λόγων αυτών, των Χ1 και Χ2, αντίστοιχα, για αναίρεση της με αριθ. 168/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Και.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, για καθένα από αυτούς.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στην 1η Ιουνίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Αυγούστου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή