Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης, Ηθική αυτουργία, Πολιτική αγωγή.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για χρήση υφαρπαγείσας ψευδούς βεβαιώσεως και ηθική αυτουργία σε υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως. Στοιχεία εγκλημάτων. Απόρριψη λόγων για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Απόρριψη λόγου για απόλυτη ακυρότητα από τη λήψη υπόψη καταθέσεως της συγκατηγορουμένης του αναιρεσείοντος (211Α ΚΠΔ), γιατί το δικαστήριο στήριξε την καταδικαστική του κρίση όχι μόνο στην κατάθεση αυτής, αλλά και στα λοιπά αποδεικτικά μέσα (μάρτυρες, έγγραφα). Με τη διάταξη του άρθρου 220 ΠΚ προστατεύονται, εκτός από το γενικό συμφέρον της πίστεως προς τα δημόσια έγγραφα, και τα ιδιωτικά συμφέροντα εκείνων που υφίστανται τις έννομες συνέπειες των ψευδώς βεβαιωθέντων περιστατικών, οι οποίοι, ως αμέσως ζημιούμενοι, δικαιούνται να παρασταθούν ως πολιτικώς ενάγοντες ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου. Απόρριψη λόγου για απόλυτη ακυρότητα για κακή παράσταση ως πολιτικώς ενάγοντος του εγκαλούντος και για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του σχετικού ισχυρισμού. Απόρριψη αιτήσεως.
Αριθμός 1446/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α' Ποινικό Τμήμα Διακοπών
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Τίγγα, Προεδρεύων Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Κωνσταντίνο Τσόλα και Χριστόφορο Κοσμίδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Ιουλίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαο Παντελή και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σωτήριο Νίκα, περί αναιρέσεως της 1928/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 31 Μαρτίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 5 Ιουλίου 2010 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 518/2010.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 220 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος επιτυγχάνει με εξαπάτηση να βεβαιωθεί σε δημόσιο έγγραφο αναληθώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, καθώς και όποιος χρησιμοποιεί τέτοια ψευδή βεβαίωση για να εξαπατήσει άλλον σχετικά με το περιστατικό αυτό, τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών μέχρι δύο ετών, αν δεν τιμωρείται βαρύτερα από τις διατάξεις για την ηθική αυτουργία". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως και της χρήσεως υφαρπαγείσης ψευδούς βεβαιώσεως απαιτείται α) αναληθής βεβαίωση σε δημόσιο κατά την έννοια των άρθρων 438 και 439 Κ.Πολ,Δ., έγγραφο, για περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή μπορεί να επιφέρει γένεση, αλλοίωση ή απώλεια δικαιώματος ή έννομης σχέσης, β) η αναληθής βεβαίωση να προκλήθηκε με οποιοδήποτε απατηλό μέσο δια του οποίου παρασύρθηκε ο υπάλληλος, έστω και από αμέλεια, ή ευπιστία, στην παροχή της βεβαιώσεως και γ) δόλος που εμπεριέχει τη γνώση, ότι το βεβαιούμενο στη δημόσιο έγγραφο γεγονός είναι αναληθές και μπορεί να έχει τις συνέπειες αυτές, είτε για τον εαυτό του είτε για άλλον τρίτο αλλά και τη θέληση ή αποδοχή του δράστη να προβεί στην παραπλάνηση του δημοσίου υπαλλήλου με οποιονδήποτε τρόπο ή για να χρησιμοποιήσει την ψευδή βεβαίωση με σκοπό να εξαπατήσει άλλον σχετικά με το αναληθώς βεβαιούμενο περιστατικό. Δημόσιο έγγραφο κατά το άρθρο 438 Κ,Πολ,Δ, που έχει εφαρμογή και στο ποινικό δίκαιο, γιατί το άρθρο 13 περ. γ' του ΠΚ δεν προσδιορίζει την έννοια του, είναι εκείνο που έχει συνταχθεί από καθ' ύλη και κατά τόπο αρμόδιο δημόσιο υπάλληλο και είναι προορισμένο για εξωτερική κυκλοφορία προς πλήρη απόδειξη, έναντι πάντων κάθε γεγονότος που βεβαιώνεται με αυτό. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδαφ. α' ΠΚ, "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται να συντρέχουν, αντικειμενικώς, α) πρόκληση στον αυτουργό της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η οποία μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως με προτροπές (παρακίνηση, παρόρμηση, ενθάρρυνση) με παραινέσεις (συμβουλές κλπ.), με πειθώ ή φορτικότητα ή με εκμετάλλευση της επιβολής στον φυσικό αυτουργό, λόγω υπηρεσιακής εξαρτήσεως, υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος του ηθικού αυτουργού, που περιλαμβάνει α) συνείδηση του ηθικού αυτουργού, ότι παρήγαγε στον φυσικό αυτουργό την απόφαση για την διάπραξη από αυτόν της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος β) συνείδηση της συγκεκριμένης πράξεως στην οποία παρακινεί ο ηθικός αυτουργός.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ1 είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 1928/2010 απόφαση του, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα χρήσης υφαρπαγείσας ψευδούς βεβαιώσεως και ηθικής αυτουργίας σε υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως, πράξεις που τέλεσε με την ελαφρυντική περίσταση του ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά τις πράξεις του, και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλακίσεως 6 μηνών, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δίκασαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "...αποδείχθηκε ότι: Στις 30-9-2002 η αρχικά κατηγορούμενη Φ, που διατηρούσε γραφείο εξυπηρετήσεως πελατών για ανεύρεση νερού με γεωτρήσεις, τις οποίες πραγματοποιούσε ο σύζυγος της με το γεωτρύπανό του, προσήλθε στη Δ/νση Ανατολικής Αττικής τμήμα ΤΥΔΚ και χωρίς να έχει ειδικό πληρεξούσιο αλλά φερόμενη ως νόμιμη εκπρόσωπος, υπέβαλε αίτηση με τα απαραίτητα δικαιολογητικά, για τη χορήγηση αδείας γεωτρήσεως προς αντικατάσταση παλαιάς με καινούργια. Η αίτηση περιείχε και τα τρία ονόματα, ήτοι του Ψ, Ξ. και Χ, στα ονόματα των οποίων είχε χορηγηθεί αρχικά η ...άδεια ανορύξεως υδρογεωτρήσεως στη θέση...Η αίτηση για τη χορήγηση νέας αδείας υποβλήθηκε χωρίς να έχει καμία γνώση ο εγκαλών Ψ, ούτε να έχει ρωτηθεί και εγκρίνει την κατάθεση αυτής, μάλιστα δε η αντίθεση του ήτο γνωστή στους Ξ και Χ, γιατί δεν του είχαν δώσει νερό από την πρώτη άδεια και ευρίσκοντο σε δικαστικούς αγώνες από μία άλλη δραστηριότητα των. Η ως άνω Φ. υπέβαλε την αίτηση κατόπιν εντολής που της έδωσε ο κατηγορούμενος Χ., ο οποίος της παρέδωσε τα σχετικά έγγραφα καθώς και την υδρογεωτρητική μελέτη του ... όπως σαφώς αναφέρει ο εγκαλών, αλλά παραδέχεται και η ίδια η οποία αναφέρει στην κατάθεση της ότι ανέφερε σ'αυτόν και στο Ξ ότι θα πρέπει να κάνουν αντικατάσταση της άδειας της παλαιάς με νέα και ότι οι δύο μόνοι τους δεν μπορούσαν να βγάλουν άδεια και τούτο διότι δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις όχι λόγω εκτάσεως των ακινήτων τους (2000 + 3000 τ. μ.) αλλά λόγω αποστάσεων. Και τούτο διότι με το πρακτικό 20/84/2001 της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αττικής επιτρέπεται η άδεια γεωτρήσεως εφόσον η ελάχιστη αρδευόμενη έκταση των χώρων πρασίνου είναι 1500 τ. μ. και η ελάχιστη απόσταση από υφιστάμενες εν λειτουργία νόμιμες ιδιωτικές υδροληψίες είναι 250 μέτρα με απόκλιση 5%, πράγμα που δεν υφίστατο στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τις πλευρικές διαστάσεις των ακινήτων όπως αναφέρονται στα συμβόλαια κτήσεως εκάστου των τριών εμπλεκομένων ιδιοκτητών σε συνδυασμό με τη θέση της αρχικής γεωτρήσεως, που είχε θέση εντός της ιδιοκτησίας Ξ 10 μέτρα από τα πλάγια όρια της ιδιοκτησίας του. Η ως άνω Φ. υπέβαλε την αίτηση με το όνομα και του εγκαλούντος επισυνάπτοντας και υπεύθυνη δήλωση του, χωρίς όμως αυτός να έχει υπογράψει τέτοια δήλωση και χωρίς να έχει χορηγήσει τέτοια εντολή. Με το να υποβάλει όλα τα παραπάνω έγγραφα συντεταγμένα επέτυχε αυτή με εξαπάτηση των αρμοδίων υπαλλήλων να βεβαιωθεί σε δημόσιο έγγραφο περιστατικό που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες και δη επέτυχε την έκδοση της νέας άδειας εκτελέσεως έργου και χρήσεως νερού, σε αντικατάσταση της παλαιάς, που η τελευταία είχε εκδοθεί στο όνομα και των τριών. Ο ήδη κατηγορούμενος με πρόθεση προκάλεσε στις 24-4-2002 και στις 30-9-2002 στην .. στην ως άνω συγκατηγορουμένη του Φ. την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως κατόπιν ασκήσεως πειθούς και φορτικότητας σ" αυτήν, ώστε να παρακάμψει τις αντιρρήσεις της, αφού αυτή αρχικά του γνωστοποίησε ότι δεν μπορούσε να εκδοθεί νέα άδεια στο όνομα των δύο μόνο (Χ και Ξ) και έπρεπε να τεθεί και το όνομα του Ψ, ο οποίος όμως δεν είχε καμία γνώση και μάλιστα δεν είχε υπογράψει καμία αίτηση. Ούτε βεβαίως δύναται να υποστηριχθεί σοβαρά ότι (πράγμα που άλλωστε και η ίδια η Φ αρνείται) ότι μόνη της και εξ ιδίας πρωτοβουλίας ανέλαβε να θέσει και το όνομα του τρίτου (Ψ) αφού αυτή γνώριζε ότι δεν μπορούν να εκδώσουν νέα άδεια μόνο οι δύο και ο κατηγορούμενος της υπέδειξε να θέσει και το όνομα του τρίτου, αφού αυτός ενδιαφερόταν κυρίως για την απόκτηση νερού. Άλλωστε αυτός κατέβαλε και την αμοιβή της, στοιχείο που επιβεβαιώνει ότι αυτός προκάλεσε την απόφαση σ' αυτήν να τελέσει την άδικη πράξη της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως. Ο κατηγορούμενος τελών εν γνώσει ότι η άδεια περιέχει ψευδές περιστατικό, έκανε χρήση του εγγράφου αυτού στις 12-11-2002 ενώπιον του Α.Τ ... και ειδικότερα επέδειξε την ως άνω νέα άδεια την 30-9-2002, εμφανίζοντας αυτήν ως νομίμως εκδοθείσα, όταν κλήθηκε στο ΑΤ, ενώ αυτή είχε εκδοθεί κατά τον ως άνω μη νόμιμο τρόπο. Μάλιστα δε επεδίωξε την έναρξη εργασιών της γεωτρήσεως στις 12-11-2002, γνωρίζοντας ότι την επομένη (13-11-2002) ο μηνυτής είχε κληθεί ως μάρτυρας στο Α' Μονομελές Πλημ/κείο Αθηνών και ως εκ τούτου δεν θα ευρίσκετο στην περιοχή, αφού δεν διαμένει μονίμως εκεί αλλά στη ..., ώστε να βρεθεί προ τετελεσμένης καταστάσεως, αφού η όλη εργασία με περιστροφικό γεωτρύπανο και για βάθος έως 130 μέτρα αρκούσαν το πολύ δύο μέρες. Επίσης από τον τρόπο που επέδειξε την άδεια στους αστυνομικούς, προσπαθώντας να αποκρύψει το όνομα του Ψ., δείχνει ότι αυτός γνώριζε ότι δεν έπρεπε να είναι το όνομα αυτού στη νέα άδεια, αφού είχε κατά τ ανωτέρω εκδοθεί χωρίς τη γνώση και συγκατάθεση του. Με τη νέα γεώτρηση, που πράγματι έγινε και βρέθηκε αρκετή ποσότητα νερού, χωρίς να καταργηθεί η παλαιά, επήρχετο βλάβη στα συμφέροντα του μηνυτή, αφού πλέον αυτός στερείτο της δυνατότητας να προβεί σε ανόρυξη γεωτρήσεως στο ακίνητο του αυτοτελώς, διότι καίτοι είχε εμβαδόν 1500 τ.μ. δεν μπορούσε να του δοθεί άδεια λόγω πλευρικών αποστάσεων, εκτός του ότι από το φάκελο της Γενικής Δ/νσης υδάτων εφέρετο ότι έχει άδεια, η ισχύς της οποίας ισχύει έως το Σεπτέμβριο του 2012 (...) και έτσι μειώνετο η αξία του ακινήτου αυτού σε περίπτωση μεταβιβάσεως του, υφισταμένης αμέσου πλέον ζημίας εις αυτόν. Πρέπει επομένως να κηρυχθεί ένοχος και των δύο πράξεων...".
Με αυτά που δέχθηκε, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απαιτούμενη, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την κρίση του ότι ο αναιρεσείων τέλεσε τις πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε. Συγκεκριμένα, εκτίθενται στην απόφαση, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της χρήσης υφαρπαγείσας ψευδούς βεβαιώσεως και της ηθικής αυτουργίας σε υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως, για τα οποία πρόκειται, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις υπαγωγής τους στις ανωτέρω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν, οι οποίες δεν παραβιάσθηκαν ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος έκανε χρήση στο ΑΤ ... εγγράφου (της ειρημένης αδείας γεωτρήσεως), στο οποίο είχε αναληθώς βεβαιωθεί περιστατικό (ότι αυτή είχε εκδοθεί κατόπιν αιτήσεως - δηλώσεως, στην οποία είχε συμπεριληφθεί ο εγκαλών, εν αγνοία του) που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες. Διαλαμβάνεται, ακόμη, αιτιολογία και για το δόλο του κατηγορουμένου. Επίσης, αιτιολογείται η ύπαρξη της ηθικής αυτουργίας και συγκεκριμένα ότι ο κατηγορούμενος με πρόθεση προκάλεσε στην αρχική συγκατηγορουμένη του Φ. την απόφαση να εκτελέσει την πράξη της υφαρπαγής της ως άνω ψευδούς βεβαιώσεως, κάμπτοντας, με πειθώ και φορτικότητα, τις αντιρρήσεις που αυτή είχε στην αρχή, αφού η ίδια του είχε γνωστοποιήσει ότι νέα άδεια δεν μπορούσε να εκδοθεί στο όνομα μόνο του ιδίου και του Ξ, αλλά έπρεπε να τεθεί και το όνομα του εγκαλούντος. Επομένως, οι, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ, πρώτος λόγος της αιτήσεως και οι πρόσθετοι λόγοι που κατατέθηκαν εμπρόθεσμα (την 5.7.2010) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρο 509§2 του ΚΠΔ), είναι δε παραδεκτοί ενόψει του ότι το κυρίως δικόγραφο της ένδικης αιτήσεως περιέχει ορισμένους λόγους αναιρέσεως (της ελλείψεως αιτιολογίας και της απόλυτης ακυρότητας), με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 21 ΙΑ του ΚΠοινΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 2§8 του ν. 2408/1996, "μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου". Από τη διάταξη αυτή, η παραβίαση της οποίας επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, κατά το άρθρο 171 §1 εδάφ. δ του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι εισάγεται απαγόρευση της αποδεικτικής αξιοποιήσεως για την καταδίκη του κατηγορουμένου της μαρτυρικής καταθέσεως ή της απολογίας συγκατηγορουμένου, καθώς και των μαρτυρικών καταθέσεων άλλων προσώπων, τα οποία ως μοναδική πηγή της πληροφόρησης τους έχουν τον συγκατηγορούμενο. Δεν παραβιάζεται, όμως, η ανωτέρω διάταξη, όταν το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσεως του για την ενοχή του κατηγορουμένου δεν στηρίζεται αποκλειστικώς στη μαρτυρική κατάθεση ή στην ομολογία του συγκατηγορουμένου, αλλά, συνδυαστικά, τόσο στη μαρτυρική κατάθεση ή στην απολογία του συγκατηγορουμένου, όσο και σε καταθέσεις των μαρτύρων και τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον τρίτο, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Α ΚΠοινΔ, λόγο της αιτήσεως, πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, συνισταμένη στο ότι το Τριμελές Εφετείο στήριξε την καταδικαστική του κρίση στην από 6.1.2003 ένορκη κατάθεση της (αρχικής) συγκατηγορουμένης του Φ, η οποία έχει καταδικασθεί αμετακλήτως για την πράξη της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως, την οποία (κατάθεση) ανέγνωσε στο ακροατήριο. Όμως, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το Δικαστήριο της ουσίας στήριξε την καταδικαστική του κρίση όχι μόνο στην ως άνω κατάθεση της Φ, αλλά και στα λοιπά αποδεικτικά μέσα (μάρτυρες, έγγραφα) και, επομένως, από τη λήψη υπόψη της καταθέσεως της τελευταίας, για την ανάγνωση της οποίας, σημειωτέον, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση των πρακτικών, δεν προέβαλε αντίρρηση, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν παραβιάσθηκε η διάταξη του άρθρου 211 Α ΚΠοινΔ. Κατά συνέπειαν, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 171 του ΚΠοινΔ, όπως ισχύει, αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα στη διαδικασία του ακροατηρίου επέρχεται απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη. Η ακυρότητα όμως αυτή, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ, επέρχεται μόνον όταν υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως του πολιτικώς ενάγοντος ή όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία που επιβάλλεται από το άρθρο 68 του ιδίου Κώδικα ως προς τον τρόπο και χρόνο ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής και όχι άλλες πλημμέλειες. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 63, 82 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 68 παρ. 1 και 2, 83, 84, 87 του ιδίου Κώδικα, και 914, 932 του ΑΚ προκύπτει ότι για να είναι νόμιμη η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής, που γίνεται είτε στην προδικασία, είτε ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, πρέπει εκείνος που προβαίνει σ' αυτή, να έχει υποστεί από την τέλεση της εγκληματικής πράξεως ζημία, από την οποία διατηρεί αξίωση αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Τέτοια αξίωση υφίσταται σε εκείνον που ζημιώθηκε άμεσα από την άδικη πράξη με την οποία προσβλήθηκαν έννομα αγαθά αυτού, ο οποίος, ως μόνος ενεργητικά νομιμοποιούμενος, μπορεί να προβεί σε δήλωση παραστάσεως ως πολιτικώς ενάγων. Δηλαδή, απαιτείται να αντλεί το δικαίωμα αποζημιώσεως ευθέως και αμέσως από "προσωπικό βίωμα" της εγκληματικής προσβολής και όχι από κάποια ενδιάμεση σχέση ή αντανακλαστικά και έμμεσα. Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 220 ΠΚ προστατεύονται, εκτός από το γενικό συμφέρον της πίστεως προς τα δημόσια έγγραφα, και τα ιδιωτικά συμφέροντα εκείνων που υφίστανται τις έννομες συνέπειες των ψευδώς βεβαιωθέντων περιστατικών, οι οποίοι, ως αμέσως ζημιούμενοι, δικαιούνται να παρασταθούν ως πολιτικώς ενάγοντες ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων προέβαλε, ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, τον ισχυρισμό ότι έπρεπε να αποβληθεί η πολιτική αγωγή, γιατί προστατευόμενο, με το άρθρο 220 ΠΚ, έννομο αγαθό είναι μόνο η ασφάλεια των συναλλαγών και όχι τα ιδιωτικά συμφέροντα μεμονωμένων ατόμων, ο δε εγκαλών δεν έχει υποστεί άμεση ζημία από τις ένδικες πράξεις. Το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό με την αιτιολογία ότι: "...από τη δήλωση του πολιτικώς ενάγοντος σε συνδυασμό προς την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, προκύπτει ότι αυτός νομιμοποιείται ενεργητικά να ασκήσει στο Δικαστήριο τούτο την πολιτική αγωγή κατά του κατηγορουμένου, καθόσον είναι αυτός που έχει υποστεί, κατά τα αναφερόμενα στη δήλωση, άμεση βλάβη υλική και ηθική από το έγκλημα, καθώς είναι και ο παθών εκ του εγκλήματος. Άλλωστε κατά το άρθρο 220 ΠΚ προστατεύονται εκτός από το γενικό συμφέρον της πίστης προς τα δημόσια έγγραφα και τα ιδιωτικά συμφέροντα εκείνων που υφίστανται τις έννομες συνέπειες των βεβαιωθέντων περιστατικών, όπως συμβαίνει και στην προκείμενη περίπτωση". Η αιτιολογία αυτή συμπληρώνεται και με το βασικό σκεπτικό, όπου, κατά τα προεκτεθέντα, αναφέρεται και σε τι συνίστατο η άμεση ζημία του εγκαλούντος από τις αξιόποινες πράξεις που τέλεσε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος. Η αιτιολογία αυτή είναι ειδική και εμπεριστατωμένη και ορθά, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, το Δικαστήριο της ουσίας αποφάνθηκε ότι με το άρθρο 220 ΠΚ προστατεύονται και τα ιδιωτικά συμφέροντα των ατόμων που υφίστανται τις έννομες συνέπειες από τις ψευδείς βεβαιώσεις, όπως είναι ο εγκαλών, και ο δεύτερος, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Α και Δ ΚΠοινΔ, λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η κρινόμενη αίτηση μετά του προσθέτου αυτής λόγου και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 31 Μαρτίου 2010 (υπ' αριθ. πρωτ.2586/2010) αίτηση του Χ μετά των από 5.7.2010 προσθέτων λόγων αυτής, για αναίρεση της υπ' αριθ. 1928/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιουλίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Ιουλίου 2010.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ