Θέμα
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Ποινής αναστολή, Πραγματογνωμοσύνη, Υπεξαίρεση, Καταχραστές Δημοσίου.
Περίληψη:
Πραγματογνωμοσύνη. Αν υποβληθεί αίτημα διενέργειάς της, το δικαστήριο οφείλει να απαντήσει σ’ αυτό, εφόσον είναι σαφές και ορισμένο και να αιτιολογήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα την τυχόν απόρριψή του. Η αιτιολογία αυτή δεν είναι ανάγκη να είναι αυτοτελής, αλλά μπορεί να διατυπώνεται σε συνδυασμό με το σύνολο των παραδοχών της αποφάσεως. Ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 375, 216 ΠΚ, 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950 και 263α ΠΚ, διότι η ζημιωθείσα ALPHA Τράπεζα περιλαμβάνεται στις Τράπεζες που αναφέρονται στο άρθρο 263α ΠΚ και επομένως προστατεύεται από το Ν. 1608/1950. Απαιτείται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απόρριψη του αιτήματος αναστολής εκτελέσεως της ποινής κατά το άρθρο 100Α ΠΚ, εφόσον όμως το αίτημα αυτό υποβλήθηκε με επίκληση των λόγων και περιστάσεων, με τη συνδρομή των οποίων δικαιολογείται η ζητούμενη αναστολή.
Αριθμός 294/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Αλέξανδρο Νικάκη (που ορίσθηκε με τη με αριθμό 30/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Θεοδώρα Γκοϊνη - Εισηγήτρια, Αναστάσιο Λιανό και Ανδρέα Τσόλια (που ορίσθηκε με τη με αριθμό 44/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Μπόκοτα, για αναίρεση της με αριθμό 1.085/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρία με την επωνυμία "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.", η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευάγγελο Κωφό.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 25/2008.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 183 ΚΠοινΔ, αν απαιτούνται ειδικές γνώσεις ορισμένης επιστήμης ή τέχνης για να γίνει ακριβής διάγνωση και κρίση κάποιου γεγονότος, οι ανακριτικοί υπάλληλοι ή το δικαστήριο μπορούν αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση κάποιου διαδίκου ή του Εισαγγελέα να διατάξουν πραγματογνωμοσύνη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης απόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Όταν, όμως, υποβληθεί από τον κατηγορούμενο τέτοιο αίτημα και υπό την προϋπόθεση ότι αυτό είναι σαφές και ορισμένο, το δικαστήριο οφείλει όχι μόνον να απαντήσει σ' αυτό, αλλά, σύμφωνα με τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, όπως ήδη ισχύει μετά το άρθρο 2 παρ.5 του Ν.2408/1996, να διαλάβει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία στη σχετική απόφαση του. Διαφορετικά, αν δηλαδή παραλείψει να απαντήσει στο ανωτέρω αίτημα ή δεν αιτιολογήσει, όταν το κρίνει απορριπτέο, ειδικά και εμπεριστατωμένα την απορριπτική του απόφαση, δημιουργείται, αντιστοίχως, λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως για έλλειψη ακροάσεως η έλλειψη αιτιολογίας, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ή Δ' ΚΠοινΔ. Η αιτιολογία αυτή δεν είναι απαραίτητο να είναι αυτοτελής, αλλά μπορεί να διατυπώνεται σε συνδυασμό προς τις παραδοχές του σκεπτικού της αποφάσεως για την ενοχή, ως αποτελούσα ενιαίο σύνολο μ' εκείνες. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη από τα ανωτέρω άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περαιτέρω από τις διατάξεις του άρθρου 216 παρ. 1 και 3 ΠΚ, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται αντικειμενικώς μεν η κατάρτιση εγγράφου από το δράστη, που να το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της εννοίας του με μεταβολή του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση των περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη και τη θέληση ή αποδοχή πραγματώσεως των περιστατικών αυτών και, επιπλέον, το σκοπό του δράστη να παραπλανήσει άλλον, με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, για γεγονός δυνάμενο να έχει έννομες συνέπειες, με την πρόσθετη επιδίωξη του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον, εφόσον το όφελος ή η ζημία υπερβαίνουν τα 25.000.000 δρχ.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 1.085/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και τα πρακτικά της, οι συνήγοροι του ήδη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, ανέπτυξαν προφορικώς και κατέθεσαν γραπτώς αίτημα για διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να διακριβωθεί ότι η χάραξη της υπογραφής στο όνομα Α και στο όνομα Χ2, επί των εγγράφων που αναφέρει η εναντίον του κατηγορία για πλαστογραφία, δεν έχει γίνει από αυτόν, αίτημα που επανέλαβαν οι αυτοί συνήγοροι κατά την ανάπτυξη της υπερασπίσεως του αναιρεσείοντος, συνοδευόμενο με περαιτέρω αίτημα "να ελεγχθούν τα δακτυλικά αποτυπώματα που υπάρχουν επάνω στα έντοκα γραμμάτια", των οποίων, κατά την κατηγορία, επέτυχε ο αναιρεσείων την προεξόφληση δια των πλαστών ως άνω εγγράφων, ιδιοποιηθείς το αντίστοιχο προς την αξία τους προϊόν. Το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε να αποφανθεί επί του αιτήματος, μετά δε το πέρας της συζητήσεως εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφασή του, με την οποία το απέρριψε, δεχθέν ανελέγκτως ότι για τις πράξεις που κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, ήτοι της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση μετά χρήσεως από την οποία ωφελήθηκε 93.000.000 δρχ. με αντίστοιχη ζημία της ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑΣ και της υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση ποσού 157.200.000 δρχ. σε βάρος της αυτής Τράπεζας, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος Χ1 ήταν υπάλληλος της εγκαλούσας ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΠΙΣΤΕΩΣ η οποία εδρεύει στην ημεδαπή κατά το νόμο και το καταστατικό της και υπηρετούσε ως διευθυντής στο κατάστημά της, που βρίσκεται στην ..... . Εκμεταλλευόμενος τη θέση αυτή και το γεγονός ότι τα έντοκα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου, που αγόραζαν πελάτες της Τράπεζας, φυλάσσονταν κατά κανόνα στο θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας και ήταν ανώνυμα, κράτησε ο ίδιος την αποκλειστική διαχείριση τους, παρά τον κανονισμό και τις εγκύκλιες οδηγίες της Τράπεζας, κατά τις οποίες τη διαχείριση τους έπρεπε να έχει ο προϊστάμενος των καταθέσεων. Έτσι ο εν λόγω κατηγορούμενος, στα πλαίσια της παραπάνω διαχειριστικής εξουσίας του, φύλασσε ο ίδιος στο θησαυροφυλάκιο του καταστήματος και σε ειδικές θυρίδες του τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου που αγόραζαν πελάτες της Τράπεζας, οι οποίοι, σύμφωνα με την τηρούμενη τραπεζική πρακτική, πλήρωναν την αξία των αγοραζόμενων από αυτούς γραμματίων καιόταν αυτά, μετά την έκδοσή τους, έφθαναν στο κατάστημα της ....., μετά βέβαια από παραγγελία της Τράπεζας, τα άφηναν εκεί προς φύλαξη, είτε για να εισπράξουν την αξία τους κατά τη λήξη τους, είτε, όταν ήθελαν, για να τα παραλάβουν και να τα προεξοφλήσουν. Πιο συγκεκριμένα, εκείνος που επιθυμούσε να αγοράσει τέτοια γραμμάτια, πλήρωνε στο Κατάστημα της Τράπεζας το αντίστοιχο ποσό και η τελευταία, ενεργώντας ως εντολοδόχος, αγόραζε από το Ελληνικό Δημόσιο, μετά την έκδοση τους, τα έντοκα γραμμάτια των πελατών της (εντολέων) με τα χρήματα που στο μεταξύ από αυτούς είχε εισπράξει. Πολλοί όμως από τους πελάτες της δεν προσέρχονταν να παραλάβουν τα γραμμάτια, αλλά τα άφηναν στην Τράπεζα προς φύλαξη, ητελευταία δε τα φύλασσε σε ειδικές θυρίδες του παραπάνω Καταστήματός της, τα κλειδιά των οποίων κρατούσε ο ίδιος ο ... κατηγορούμενος ... . Όμως ο ... κατηγορούμενος, θέλοντας να ενσωματώσει στη δική του περιουσία ξένα ολικά προς αυτόν περιουσιακά αντικείμενα, άρχισε να αφαιρεί από τις θυρίδες, στις οποίες τα φύλασσε ο ίδιος, έχοντας έτσι την κατοχή τους, έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου, τα οποία ανήκαν σε πελάτες της Τράπεζας, οι οποίοι έχοντάς τα αγοράσει, δεν τα είχαν παραλάβει, αλλά τα είχαν αφήσει εκεί προς φύλαξη. Στη συνέχεια ο ... κατηγορούμενος, είτε ο ίδιος, είτε δια μέσου άλλων προσώπων, τα προεξοφλούσε και εισέπραττε την αξία τους, οι τρίτοι δε, προς τους οποίους τα μεταβίβαζε για προεξόφληση, τα εμφάνιζαν κατά τη λήξη τους για εξόφληση στην Τράπεζα. Αυτός δε, γνωρίζοντας πότε έληγαν τα γραμμάτια που είχε αφαιρέσει, όταν έφθανε η χρονολογία της λήξεώς τους, φρόντιζε να καλύπτει, όσο μπορούσε τις απαιτήσεις των πελατών που ζητούσαν την αξία τους, είτε με γραμμάτια άλλων πελατών, είτε με μετρητά τα οποία εξεύρισκε με προεξοφλήσεις γραμματίων νέων σειρών, είτε πλαστογραφώντας παραστατικά με τις υπογραφές πελατών και εξαπατώντας με αυτά τους υπαλλήλους της Τράπεζας. Συγκεκριμένα, στα πλαίσια της εν λόγω εγκληματικής του δραστηριότητας, η οποία άρχισε μετά την παραλαβή των εντόκων γραμματίων που είχαν εκδοθεί στις 31-1-1996, ο ... κατηγορούμενος ιδιοποιήθηκε παράνομα τα ευρισκόμενα στην κατοχή του, λόγω της παραπάνω ιδιότητας του και της φύλαξης τους από τον ίδιο, και παρακάτω κατά χρονολογία, αριθμό και ποσά αναφερόμενα έντοκα γραμμάτια: 1) Από 1-10-1996 έως 7-5-1997 τα υπό αριθμούς ....., ..... και ....., αξίας, αντίστοιχα, 5.000.000, 1.000.000 και 10.000.000 δρχ και συνολικά 16.000.000 δρχ., που ανήκαν στους πελάτες της Τράπεζας Β και Γ, 2) από 2-10-1996 έως 2-9-1997 τα υπό αριθμούς ....., ....., ....., ....., ....., ....., ..... και ..... του πελάτη της Τράπεζας Γ, αξίας το καθένα 1.000.000 δρχ. και συνολικά 8.000.000 δρχ., 3) από 2-7-1996 έως 20-9-1997 το υπό αριθμό ..... του ίδιου πελάτη, αξίας 10.000.000 δρχ., 4) από 30-6-1996 έως 28-11-1996 τα υπό αριθμούς ..... και ....., του πελάτη της Τράπεζας Δ, αξίας το καθένα 10.000.000 δρχ. και συνολικά 20.000.000 δρχ. και 5) από 30-6-1996 έως 20-9-1997 24 έντοκα γραμμάτια, όπως αυτά, αλλά και τα προαναφερόμενα, περιγράφονται στο διστακτικό της παρούσας απόφασης, συνολικής αξίας 103.200.000 δρχ. Έτσι, σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα, ο κατηγορούμενος, ως εκπρόσωπος της Τράπεζας και διαχειριστής των εντόκων γραμματίων, δηλαδή ξένης περιουσίας, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ιδιοποιήθηκε παράνομα όλα τα ξένα ολικώς προς αυτόν πιο πάνω γραμμάτια, η συνολική αξία των οποίων ανέρχεται στο ποσό των 157.200.000 δρχ., το οποίο υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ. και βέβαια το ποσό των 25.000.000 δρχ. Δηλαδή, το όφελος που επιδίωξε ο κατηγορούμενος από την πιο πάνω πράξη του της κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεσης εις βάρος της εγκαλούσας Τράπεζας και η ζημία που οπωσδήποτε προξενήθηκε σ' αυτήν, αφού η ίδια ήταν υποχρεωμένη να αποζημιώσει τους πελάτες της, υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ., ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 157.000.000 δρχ. Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος, ενεργώντας πάντοτε ως διευθυντής του Καταστήματος της ..... της εγκαλούσας Τράπεζας και έχοντας την αποκλειστική διαχείριση του χαρτοφυλακίου των εντόκων γραμματίων, προκειμένου να επιτύχει την εξόφληση των πιο πάνω εντόκων γραμματίων του Δημοσίου και να εισπράξει την αξία τους, με το σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας αντίστοιχα την Τράπεζα και με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, προέβη και στις εξής ενέργειες. Στην ....., στις 30-5-1997, αφού έπεισε τον υφιστάμενο του, υπάλληλο της Τράπεζας Ε, ότι τα υπό αριθμούς ....., ....., ....., ....., ..... και ..... έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου, εκδόσεως 31-8-1996 και λήξεως 31-8-1997, αξίας 1.000.000 δρχ. το καθένα από τα τρία πρώτα και 10.000.000 δρχ. το καθένα από τα τρία υπόλοιπα, καθώς και τα υπό αριθμούς ..... και ..... έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου, εκδόσεως 31-1-1997 και λήξεως 31-1-1998, αξίας 10.000.000 δρχ. το καθένα, ανήκαν στον πελάτη της Τράπεζας Α και ότι αυτός τον είχε εξουσιοδοτήσει για να του τα προεξοφλήσει, ζήτησε από τον εν λόγω υπάλληλο (Ε) να εκδώσει και να του παραδώσει τα υπό αριθμούς ....., ..... και ..... σχετικά παραστατικά για την είσπραξη των πιο πάνω εντόκων γραμματίων, προκειμένου να τα δώσει στον Α για να τα υπογράψει. Ο κατηγορούμενος, αφού παρέλαβε τα πιο πάνω παραστατικά, την επομένη τα επέστρεψε στον υπάλληλο Ε, δήθεν υπογεγραμμένα από τον Α. 'Ομως ο κατηγορούμενος είχε θέσει ο ίδιος στα πιο πάνω παραστατικά κατ' απομίμηση την υπογραφή του Α, με σκοπό να παραπλανήσει, με τη χρήση των πλαστών αυτών εγγράφων, τον προαναφερόμενο υπάλληλο της Τράπεζας, ότι ο Α είχε δήθεν υπογράψει τα πιο πάνω παραστατικά, των οποίων βέβαια ο ίδιος στη συνέχεια έκανε χρήση, αφού εισέπραξε την αξία των πιο πάνω εντόκων γραμματίων, ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 53.000.000 δρχ., με αντίστοιχη ζημία της Τράπεζας, δοθέντος ότι ο πελάτης της Α δεν είχε παραγγείλει ποτέ έντοκα γραμμάτια και δεν ήταν έτσι δυνατό να προβεί σε προεξόφληση τέτοιων γραμματίων, ούτε βέβαια να εισπράξει το προαναφερόμενο ποσό των 53.000.000 δρχ. Επίσης ο κατηγορούμενος στην ..... στις 16-5-1997, αφού έπεισε τον προαναφερόμενο υπάλληλο της Τράπεζας Ε ότι τα υπό αριθμούς ....., ....., ..... και ..... έντοκα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου, εκδόσεως 31-10-1996, και λήξεως 31-10-1997, αξίας 5.000.000 δρχ. το καθένα, ανήκαν στον πελάτη της Τράπεζας, ... Χ2 και ότι αυτός τον είχε εξουσιοδοτήσει για να του τα προεξοφλήσει, ζήτησε από τον εν λόγω υπάλληλο να εκδώσει και να του παραδώσει τα υπό αριθμούς ..... και ..... σχετικά παραστατικά για την είσπραξη των πιο πάνω γραμματίων, προκειμένου να τα δώσει στον Χ2 για να τα υπογράψει. Ο κατηγορούμενος, αφού παρέλαβε τα πιο πάνω παραστατικά, την επομένη τα επέστρεψε στον υπάλληλο Ε, δήθεν υπογεγραμμένα από τον Χ2. Όμως ο κατηγορούμενος είχε θέσει ο ίδιος στα πιο πάνω παραστατικά, κατ' απομίμηση, την υπογραφή του Χ2, με σκοπό να παραπλανήσει, με τη χρήση των πλαστών αυτών εγγράφων, τον προαναφερόμενο υπάλληλο της Τράπεζας, ότι ο Χ2 είχε δήθεν υπογράψει τα πιο πάνω παραστατικά, των οποίων βέβαια στη συνέχεια ο ίδιος έκανε χρήση, αφού, κατόπιν εντολής του προς τον υφιστάμενο του Ε, πιστώθηκε η αξία των πιο πάνω έντοκων γραμματίων, συνολικού ποσού 40.000.000 δρχ., στον υπό αριθμό ..... λογαριασμό ALPHA του Χ2, χωρίς ο τελευταίος να είναι δικαιούχος των εν λόγω γραμματίων, αφού ουδέποτε είχε παραγγείλει στην Τράπεζα τέτοια γραμμάτια. Έτσι ο κατηγορούμενος, κατάρτισε τα πιο πάνω πλαστά έγγραφα, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους τον υπάλληλο της Τράπεζας Ε, σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες και στη συνέχεια έκανε χρήση των πλαστών εγγράφων που κατάρτισε. Από την πιο πάνω πράξη της κατ' εξακολούθηση πλαστογραφίας ο κατηγορούμενος αποκόμισε, όπως ήταν ο σκοπός του, περιουσιακό όφελος που ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 93.000.000 δρχ. (53.000.000 + 40.000.000), κατά το οποίο βέβαια ζημιώθηκε η εγκαλούσα Τράπεζα ... . Επομένως πρέπει ... Ενόψει αυτών τα αιτήματα για διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης και για αναβολή εκδίκασης της υπόθεσης πρέπει να απορριφθούν ...".
Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, για την κρίση του ότι ο αναιρεσείων τέλεσε τις πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε και ειδικότερα εκείνη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, αφού εκθέτει σ'αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ανωτέρω εγκλημάτων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τις σκέψεις για την υπαγωγή τους στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Πλέον συγκεκριμένα και σε σχέση με το απορριφθέν αίτημα του αναιρεσείοντος για τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, με το να δεχθεί το δικαστήριο της ουσίας ότι δεν χρειάζεται η διενέργειά της, εκ του πράγματος δέχθηκε ότι ήταν σε θέση να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση περί του υπαιτίου της εν λόγω πλαστογραφίας από τα υπάρχοντα λοιπά αποδεικτικά μέσα, η αιτιολογία δε αυτή, που συμπληρώνεται από το σύνολο των παραδοχών της αποφάσεως ως προς την πράξη της πλαστογραφίας, είναι η επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη και δεν ήταν αναγκαίο να διαλάβει το δικαστήριο, για την πληρότητά της, άλλα επί πλέον στοιχεία. Κατ' ακολουθίαν, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, αντίθετος προς τ' ανωτέρω, δεύτερος λόγος της αιτήσεως είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.1608/1950, περί αυξήσεως των προβλεπομένων για τους καταχραστές του Δημοσίου ποινών, όπως ισχύει μετά το Ν.1738/1987, στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα αναγραφόμενα εκεί άρθρα του Ποινικού Κώδικα, μεταξύ των οποίων και τα 216 και 375 για την πλαστογραφία και την υπεξαίρεση, εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου, ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263α Π.Κ. και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης, ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των πέντε εκατομμυρίων δραχμών (που μετά το άρθρο 4 παρ. 3 του Ν.2408/1996 αυξήθηκε σε 50.000.000 δραχμές), επιβάλλεται η προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή ποινή. Νομικά πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 263α Π.Κ. και συνεπώς προστατεύονται από την ανωτέρω διάταξη του Ν.1608/1950, υπό την έννοια ότι τα κατ' αυτών διαπραττόμενα εγκλήματα τιμωρούνται, συντρεχόντων και των λοιπών όρων του Ν.1608/1950, κατά τις διατάξεις του τελευταίου αυτού νόμου, είναι και "οι Τράπεζες που εδρεύουν στην ημεδαπή, κατά το νόμο ή το καταστατικό τους", χωρίς άλλη διάκριση. Έτσι με το άρθρο 263α Π.Κ. οριοθετείται ένα είδος "δημόσιου τομέα" για τις περιπτώσεις των αδικημάτων που προβλέπει ο Ν.1608/1950. Η επαναοριοθέτηση και περιστολή που ακολούθησε, με το άρθρο 51 παρ. 1 του Ν.1892/1990, στον προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 6 του Ν.1256/1982 "δημόσιο τομέα" και συγκεκριμένα ότι αυτός περιλαμβάνει πλέον μόνο τις τράπεζες που ανήκουν στο νομικό πρόσωπο του Δημοσίου (είτε στο σύνολό τους, είτε κατά πλειοψηφία), δεν επέφερε και αντίστοιχη περιστολή του "δημόσιου τομέα" που ορίσθηκε με το άρθρο 263α Π.Κ., το οποίο απέφυγε να θίξει ο νομοθέτης του Ν.1892/1990 και επομένως οι ένοχοι των αδικημάτων που προβλέπονται στο Ν.1608/1950, τα οποία τελούνται σε βάρος τραπεζών που εδρεύουν στην ημεδαπή, τιμωρούνται κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού. Επομένως, ο τρίτος λόγος της ένδικης αιτήσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 1 παρ. 1 του Ν.1608/1950 και 263Α Π.Κ., διότι η ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ δεν περιλαμβάνεται, μετά το άρθρο 51 του Ν.1892/1990, ως ιδιωτική, στις Τράπεζες οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 263α Π.Κ. και άρα δεν προστατεύεται από τον ως άνω ειδικό νόμο 1608/1950, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, που επιβάλλεται από τις διατάξεις 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. Είναι δε αυτοτελείς εκείνοι οι ισχυρισμοί, οι οποίοι κατατείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή αποκλείουν ή μειώνουν την ικανότητα προς καταλογισμό ή οδηγούν στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή σε μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού πρέπει, εφόσον έχει προβληθεί κατά τρόπο ορισμένο, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠοινΔ. Όταν, όμως, ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός, δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε πολύ περισσότερο να διαλάβει ειδική αιτιολογία στην απόφαση του, της οποίας η κύρια αιτιολογία για την ενοχή εμπεριέχει από τα πράγματα αιτιολογία για τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς. Τα αυτά ισχύουν και για κάθε αυτοτελή αίτηση του κατηγορουμένου, υπό την προϋπόθεση ότι είναι σαφής και ορισμένη. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο ήδη αναιρεσείων - κατηγορούμενος δεν προέβαλε αυτοτελή ισχυρισμό, με την εκτεθείσα έννοια. Εκείνο που ανέπτυξαν προφορικώς και κατέθεσαν εγγράφως οι συνήγοροί του, το οποίο φέρεται απ' αυτόν ως αυτοτελής ισχυρισμός, ότι δηλαδή δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωσή του ο Ν.1608/1950, δεν αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό και επομένως το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να διαλάβει στην απόφασή του ειδική σχετικώς αιτιολογία, η διαληφθείσα δε αιτιολογία, για την ενοχή του αναιρεσείοντος με εφαρμογή του Ν.1608/1950, εμπεριέχει από τα πράγματα αιτιολογία για τον εν λόγω ισχυρισμό. Επομένως, ο πρώτος λόγος της ένδικης αιτήσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, με τον οποίο ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ανωτέρω ισχυρισμού του, τον οποίον αυτός χαρακτηρίζει αυτοτελή, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Ο ίδιος λόγος, εξάλλου, κατά το μέρος που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του αιτήματος του αναιρεσείοντος "να ελεγχθούν τα δακτυλικά αποτυπώματα που υπάρχουν επάνω στα έντοκα γραμμάτια", είναι αβάσιμος και απορριπτέος, προεχόντως λόγω της αοριστίας του εν λόγω αιτήματος, ως εκ της οποίας δεν ήταν υποχρεωμένο το δικαστήριο να απαντήσει σ' αυτό, πολύ δε περισσότερο να διαλάβει ειδική αιτιολογία σχετικώς, την οποία, πάντως διέλαβε εκ περισσού, δια του συνόλου των παραδοχών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όπως ανωτέρω εκτέθηκε επί του αιτήματος για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Κατά το άρθρο 100Α παρ. 1 του ΠΚ, αν κάποιος καταδικασθεί σε ποινή φυλακίσεως μεγαλύτερη των τριών μέχρι πέντε ετών και συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 99 και 100 του Ποινικού Κώδικα, το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως της ποινής υπό όρους και υπό την επιμέλεια και επιτήρηση επιμελητή κοινωνικής αρωγής, για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη. Η αναστολή αυτή εκτελέσεως της ποινής μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 1 και 2 του ΠΚ, να χορηγηθεί αν το Δικαστήριο από την έρευνα των περιστάσεων κάτω από τις οποίες τελέσθηκε η πράξη και ιδίως των αιτιών της, της προηγούμενης ζωής και του χαρακτήρα του καταδικασμένου κρίνει ότι η εκτέλεση της ποινής δεν είναι αναγκαία για να τον αποτρέψει από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. Στην κρίση του αυτή το Δικαστήριο πρέπει ακόμη να λαμβάνει υπόψη και τη διαγωγή του υπαιτίου μετά την πράξη και ιδίως τη μετάνοια που έδειξε και την προθυμία του να επανορθώσει τις συνέπειες της πράξεως του. Οι λόγοι δε που δικαιολογούν την αναστολή της εκτελέσεως πρέπει να περιέχονται συγκεκριμένα στην απόφαση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι επί επιβολής ποινής φυλακίσεως μεγαλύτερης των τριών και μέχρι πέντε ετών, αν υποβληθεί από τον καταδικασθέντα αίτημα αναστολής εκτελέσεως της ποινής αυτής, πρέπει να αναφέρονται στο εν λόγω αίτημα οι περιστάσεις και η συνδρομή των λόγων που δικαιολογούν, κατά τα ανωτέρω, τη ζητούμενη αναστολή. Διαφορετικά, το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να αιτιολογήσει την απόρριψή του ειδικά και εμπεριστατωμένα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ και δεν ιδρύεται, από την έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας, ο κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, οι συνήγοροι του αναιρεσείοντος, μετά τον καθορισμό της συνολικής ποινής των πέντε ετών φυλακίσεως που επέβαλε σ' εκείνον το Δικαστήριο κατά συγχώνευση, ζήτησαν "την εφαρμογή του άρθρου 100Α ΠΚ,, λόγω του προβλήματος που έχει ο πελάτης τους με την καρδιά του". Δεν επικαλέσθηκαν, όμως, περιστατικά και λόγους από τους αναφερόμενους ανωτέρω, που να δικαιολογούν την αιτηθείσα αναστολή και συγκεκριμένα δεν επικαλέσθηκαν περιστατικά για τις συνθήκες υπό τις οποίες τελέσθηκαν οι πράξεις από τον αναιρεσείοντα, για τα αίτια που τον οδήγησαν στην τέλεσή τους, για την προηγούμενη ζωή και το χαρακτήρα του, για τη διαγωγή που αυτός επέδειξε μετά τις πράξεις του και ιδίως τη μετάνοια και την προθυμία επανορθώσεως των συνεπειών των πράξεών του, ενώ, εξάλλου, αόριστη ήταν επίσης και η επίκληση προβλημάτων υγείας του αναιρεσείοντος.
Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει και μάλιστα με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία στο εν λόγω αίτημα, ο δε περί του αντιθέτου τέταρτος (τελευταίος) λόγος της ένδικης αιτήσεως, που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για αναιτιολόγητη απόρριψη του αιτήματος αυτού, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσίαν η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσης πολιτικώς ενάγουσας Τράπεζας (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 26 Νοεμβρίου 2007 αίτηση του Χ1 περί αναιρέσεως της 1.085/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσης πολιτικώς ενάγουσας εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 30 Ιανουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ