Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Απόπειρα, Εκβίαση.
Περίληψη:
Παραπεμπτικό βούλευμα για απάτη κατ' εξακολούθηση ενώπιον δικαστηρίου, τετελεσμένη και σε απόπειρα, από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 €, και απόπειρα εκβιάσεως κατ' εξακολούθηση από υπαίτιο που μεταχειρίσθηκε απειλή βλάβης του επαγγέλματος που ασκεί ο εξαναγκαζόμενος και διαπράττει τέτοιες πράξεις κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Στοιχεία εγκλημάτων. Αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας και παραπομπή.
Αριθμός 2051/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος στη σύνθεση και σύμφωνα με την 101/21-7-2010 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια και Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, σύμφωνα με την 104/21-7-2010 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 7 Δεκεμβρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Ι. Μ. του Θ., κατοίκου …, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ.583/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Γ. Α. του Σ. και 2)Σ. Α. του Γ.. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Απριλίου 2010 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 639/2010. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή, με αριθμό 325/5-10-2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω στο Συμβούλιό Σας, σύμφωνα με το άρθρο 485§1 ΚΠΔ, την με αριθμό 53/27-4-2010 αίτηση αναίρεσης του Ι. Μ. του Θ., κατοίκου … (ασκηθείσα δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Πέτρου Πανταζή δυνάμει της από 18/3/2010 σχετικής εξουσιοδότησης) που στρέφεται κατά του με αριθμό 583/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών εκθέτω τα ακόλουθα: Ι. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το με αριθμό 2523/2009 βούλευμά του αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά του αναιρεσείοντα κατηγορούμενου α) για απάτη ενώπιον του δικαστηρίου, τετελεσμένη και σε απόπειρα, από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 € κατ' εξακολούθηση και β) απόπειρα εκβίασης κατ' εξακολούθηση από υπαίτιο που μεταχειρίσθηκε απειλή βλάβης του επαγγέλματος που ασκεί ο εξαναγκαζόμενος και ενεργεί τέτοιες πράξεις κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Κατά του βουλεύματος αυτού άσκησαν εφέσεις οι πολιτικώς ενάγοντες Γ. και Σ. Α.. Επί των εφέσεων αυτών εκδόθηκε το με αριθμό 583/2010 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών το οποίο έκανε τυπικά και εν μέρει κατ' ουσίαν δεκτές τις εφέσεις αυτές και παρέπεμψε τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών προκειμένου αυτός να δικασθεί ως υπαίτιος των προαναφερθεισών αξιοποίνων πράξεων. Κατά του βουλεύματος αυτού στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, η οποία ασκήθηκε εμπρόθεσμα, νομότυπα και παραδεκτά: Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα και τον αντίκλητο δικηγόρο του στις 7-4-2010 και στις 19-4-2010 αντίστοιχα και αυτός άσκησε την αίτηση αναίρεσης στις 27/4/2010 (εντός της 10ήμερης προθεσμίας), ενώπιον του Γραμματέα του τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών, συνετάγη δε από εκείνο η με αριθμό 53/2010 έκθεση στην οποία διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε το ένδικο αυτό μέσο και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η υπέρβαση εξουσίας και η απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. Κατά συνέπεια η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προσβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης.
ΙΙ-Α) Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93§3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 §1 δ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες κρίθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορούμενου στο ακροατήριο. Δεν απαιτείται για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος η χωριστή αναφορά καθενός εκ των αποδεικτικών στοιχείων σε συνδυασμό με το τι αποδείχθηκε από το καθένα, αλλά αρκεί αναφορά στο σύνολο του είδους τους - με μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη της μεταξύ των αποδεικτικών μέσων αξιολογικής συσχέτισης δεν συνιστούν λόγο αναίρεσης, δεδομένου ότι στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου. Η επιβαλλομένη αιτιολογία γίνεται δεκτό ότι υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, όταν αυτή αποτελεί τμήμα του το δε Συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ αυτή, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την κύρια ανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία ανάγονται αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί οι οποίοι στηρίζουν την παραπεμπτική κρίση με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου (ΑΠ 2479/08, ΑΠ 2481/08, ΑΠ 1596/07). Β) Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 171§1 δ' ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας που λαμβάνεται υπόψη από το Συμβούλιο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο προκαλείται, αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορούμενου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος (ΑΠ 1528/08, ΑΠ 1876/08. Γ) Τέλος, υπέρβαση εξουσίας υπάρχει όταν το συμβούλιο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και ειδικότερα όταν αποφάνθηκε για υπόθεση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του, ή έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που με ρητή διάταξη του νόμου υπάγεται στα πολιτικά δικαστήρια, ή αποφάνθηκε πέρα από την εξουσία του κατά τα άρθρα 307, 309 - 318 ΚΠΔ (ΑΠ 249/08).
ΙΙΙ) Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που το εξέδωσε, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στην προκειμένη περίπτωση από την αξιολόγηση, αξιολογική συσχέτιση και συγκριτική στάθμιση όλου ανεξαιρέτως του αποδεικτικού υλικού της δικογραφίας και δη την κρινομένη έγκληση και τα μεταγενέστερα υπομνήματα και αιτήσεις, τις καταθέσεις των μαρτύρων, τις απολογίες των κατηγορουμένων, όλα τα έγγραφα, υπομνήματα, αιτήσεις όλων των διαδίκων, σε συνδυασμό και με τις υπό κρίση εφέσεις των πολιτικώς εναγόντων προέκυψαν τα ακόλουθα. Τον Νοέμβριο του 2000, και εξ αφορμής της από 23-11-2000 αναφοράς της Επιτροπής του άρθρου 7 Ν. 2331/1995 προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του πρώτου κατηγορουμένου Ι. Μ. για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, απαγορεύθηκε η κίνηση των λογαριασμών που τηρούσε στην Τράπεζα Πίστεως καθώς και η εκποίηση των μετοχών τις οποίες είχε αγοράσει δια της χρηματιστηριακής εταιρείας "CAPITAL A.X.E." και επιβλήθηκαν εις βάρος του οι περιοριστικοί όροι της εγγυοδοσίας, της περιοδικής εμφανίσεώς του στο Α.Τ. του τόπου κατοικίας του και της απαγόρευσης εξόδου από τη Χώρα. Επίσης εις βάρος του εκκρεμούσε και ετέρα ποινική δικογραφία στην οποία ήταν κατηγορούμενος για ηθική αυτουργία σε εκρήξεις, από τις οποίες μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για πράγματα και ανθρώπους κατά συρροή, παραβάσεις σχετικές με τις εκρηκτικές ύλες σε βαθμό κακουργήματος, παράνομη κατοχή όπλων κατ' εξακολούθηση, παράνομη κατοχή πυρομαχικών κατ' εξακολούθηση και παραβίαση του απορρήτου τηλεφωνικών συνδιαλέξεων. Για τον χειρισμό των υποθέσεών του αυτών απευθύνθηκε στους εκκαλούντες - η γνωριμία του με τον πρώτο τούτων χρονολογείται από το έτος 1983 ότε του είχε εμπιστευθεί και πάλι υπόθεσή του - και καταρτίσθηκαν μεταξύ τους οι από 25-6-2001 και 14-9-2001 συμβάσεις εργολαβίας δίκης με τις οποίες συμφωνήθηκε την υπόθεση σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα να αναλάβει ο πρώτος εκκαλών και να αμειφθεί από την επιτυχή έκβασή της, ήτοι με την έκδοση απαλλακτικού βουλεύματος και την αποδέσμευση των περιουσιακών του στοιχείων να λάβει το 15% από το συνολικό ποσό των αποδεσμευθησομένων χρημάτων και της συνολικής τρεχούσης αξίας των δεσμευθεισών μετοχών, την δε υπόθεση σχετικά με τις εκρήξεις να αναλάβει ο δεύτερος εκκαλών και να αμειφθεί επίσης με την έκδοση απαλλακτικού βουλεύματος με το ποσό των 50.000.000 δραχμών. Και στις δύο περιπτώσεις ο κατηγορούμενος εξεχώρησε στους εκκαλούντες, για τις συμφωνηθείσες αμοιβές τους, ισόποσα ποσά από τις εκ καταθέσεων απαιτήσεις του κατά της ALPHA BANK, ήτοι του υπ' αριθμ. …λογαριασμού επ' ονόματί του, του υπ' αριθμ. 1.. λογαριασμού επ' ονόματι της εταιρείας SECRET S.A. και του υπ' αριθμ. … λογαριασμού επ' ονόματι της εταιρείας HAPPYLAND S.A., αμφοτέρων ανηκόντων εις τον ίδιο, ενώ συμφωνήθηκε περαιτέρω ότι ουδεμία αμοιβή θα αξιώσουν οι εκκαλούντες σε περίπτωση αμετάκλητης παραπομπής του. Στα πλαίσια της κατά τα άνω ανατεθείσης σε αυτούς εντολής οι εκκαλούντες με αλλεπάλληλες ενέργειες (υπομνήματα - αιτήσεις) ενίσχυσαν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και αποδυνάμωσαν τις εναντίον του κατηγορίες με αποτέλεσμα να εκδοθούν απαλλακτικά βουλεύματα και για τις δύο υποθέσεις. Περαιώνοντας έτσι επιτυχώς τις ανατεθείσες εις αυτούς εντολές αποτάθηκαν στην προαναφερθείσα Τράπεζα προκειμένου να εισπράξουν τα εις αυτούς εκχωρηθέντα ποσά. Αυτή αρνήθηκε και εξεδόθη η υπ' αριθμ. 189/2002 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία επιτάσσοντο ο Ι. Μ., οι εταιρείες SECRET S.A., HAPPYLAND S.A. και CAPITAL A.X.E και η ALPHA να καταβάλουν, έκαστος εις ολόκληρον, στον πρώτο εκκαλούντα το ποσό των 341.522,3 ευρώ και στον δεύτερο το ποσό των 146.735,14 ευρώ. Όμως μετά την αναγγελία στην ALPHA BANK εκ μέρους των εγκαλούντων των προς αυτούς γενομένων εκχωρήσεων, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "KINGSTON INVESTEMENTS S.A." κοινοποίησε στην Τράπεζα κατασχετήριο με το οποίο επέβαλε εις χείρας της αναγκαστική κατάσχεση ποσού 370.636,28 ευρώ κατά της εταιρείας SECRET S.A., λόγω απαιτήσεώς της κατ' αυτής, αναγνωρισμένης με την υπ' αριθμ. 71/2000 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επί της κατασχέσεως αυτής η Τράπεζα προέβη στην υπ' αριθμ. 31/2002 Δήλωση Τρίτου ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, με την οποία εδήλωσε ότι η κατασχεθείσα απαίτηση έχει εκχωρηθεί στους εκκαλούντες. Η έκδοση αυτής ακριβώς της διαταγής πληρωμής υπήρξε η αιτία της διαρρήξεως των σχέσεων του πρώτου κατηγορουμένου με τους εκκαλούντες. Οι μεν εκκαλούντες διατείνονται ότι ο κατηγορούμενος είναι κύριος και μοναδικός μέτοχος τόσο της εταιρείας SECRET S.A. όσο και της εταιρείας KINGSTON INVESTEMENTS S.A. Με στόχο να μην καταβάλλει την συμφωνηθείσα αμοιβή τους επιχείρησε να δεσμεύσει στα χέρια της ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε. τα διαθέσιμα στον τραπεζικό λογαριασμό της SECRET S.A. κεφάλαια με το τέχνασμα ότι η εταιρεία με την επωνυμία KINGSTON INVESTEMENTS S.A είχε δήθεν νόμιμη απαίτηση κατά της εταιρείας με την επωνυμία SECRET S.A. ύψους 352.164,30 ευρώ. Προς τούτο επικαλέσθηκε και προσκόμισε εν γνώσει ψευδές κατά το περιεχόμενο αποδεικτικό μέσο και συγκεκριμένα την υπ' αριθμ. 1020790-0 γνησία μεν, αλλά εικονικώς και για ανύπαρκτη αιτία εκδοθείσα επιταγή, με εκδότρια την SECRET S.A., αλλά στην πραγματικότητα τον ίδιο, εις διαταγήν της KINGSTON INVESTEMENTS S.A., αλλά στην ουσία του ιδίου του εαυτού του και, παραπλανώντας τον Δικαστή με τους ψευδείς ισχυρισμούς ότι δήθεν η αιτούσα και η καθ' ης εταιρείες ήταν αντίδικες, είχαν συναλλαγές μεταξύ τους και η μια χρωστούσε στην άλλη το ποσόν της επιταγής, η οποία και απεδείκνυε δήθεν το χρέος, ενώ συγχρόνως απέκρυψε το γεγονός ότι και οι δυο ανήκαν στον ίδιο, επέτυχε την έκδοση της προαναφερθείσης 71/2000 διαταγής πληρωμής. Κατά την εκδίκαση δε της ανακοπής κατά της δηλώσεως της τραπέζης, για την υποστήριξη των προβαλλομένων με αυτή ψευδών ισχυρισμών επικαλέσθηκε και προσκόμισε ψευδή κατά το περιεχόμενο επιταγή προς πληρωμή ποσού 370.636,28 ευρώ ισχυριζόμενος ότι είναι έγκυρη εκφράζουσα πραγματική δήθεν οφειλή μεταξύ των προαναφερθεισών εταιρειών ως και το από 4-2-2002 ψευδές κατά περιεχόμενο κατασχετήριο έγγραφο με το οποίο κατέσχεσε αναγκαστικώς στα χέρια της τράπεζας ως τρίτης τα διαθέσιμα στον εικονικώς τηρούμενο στο όνομα της SECRET S.A. και πράγματι δικό του τραπεζικό λογαριασμό, μέχρι του ως άνω χρηματικού ποσού κεφάλαια. Το τέχνασμα δε αυτό με τις εικονικές επιταγές ο κατηγορούμενος το είχε χρησιμοποιήσει και άλλη φορά με σκοπό τότε να εξαπατήσει τις Ανακριτικές Αρχές στην υπόθεση της νομιμοποίησης εσόδων όταν ανέθεσε σε άλλον Δικηγόρο να εκδόσει διαταγή πληρωμής σε βάρος της SECRET S.A.με εικονική επιταγή της KINGSTON INVESTEMENTS S.A., για να πετύχει αποδέσμευση του ποσού της διαταγής πληρωμής από τα δεσμευθέντα χρήματα του. Το γεγονός αυτό καταθέτει ρητά, κατηγορηματικά και μετά λόγου γνώσεως ο Γ. Α., καθόσον ο ίδιος ο κατηγορούμενος του αποκάλυψε εκ των υστέρων την ενέργειά του αυτήν, δικαιολογούμενος και αξιολογούμενος στον ενοχλημένο προσωπικό Δικηγόρο του για την εμπλοκή άλλου Δικηγόρου με τον ισχυρισμό ότι εάν ο Ανακριτής έβλεπε το δικό του γραφείο (Α.) να εκπροσωπεί τη μια από τις δυο εταιρείες θα αντιλαμβανόταν τη συμπαιγνία. Στον αντίποδα ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι ουδεμία σχέση έχει με την εταιρεία KINGSTON INVESTEMENTS S.A., ότι μοναδικός μέτοχος, ιδιοκτήτης και εκπρόσωπος της εταιρείας αυτής από την ίδρυση της έως και σήμερα είναι ο Ν. Ι., ότι το έτος 1999 ο ίδιος συμφώνησε με τον Π. Ι. να του εκχωρήσει το 37% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας "ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ Α.Ε." αντί του ποσού των 185.000.000 δραχμών, από το οποίο, κατεβλήθησαν τα 120.000.000 δραχμές. Ο Π. Ι. όμως υπαναχώρησε από τη συμφωνία και για την επιστροφή του εισπραχθέντος ποσού εξεδόθη από την εταιρεία SECRET S.A. η υπ' αριθμ. … επιταγή ποσού 100.000.000 δραχμών σε διαταγή Π. Ι., η οποία στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με την υπ' αριθμ. … επιταγή της ίδιας εταιρείας ποσού 352.164,30 ευρώ, στο οποίο ενσωματώθηκαν και οι τόκοι υπερημερίας, και ακολούθως εξεδόθη από τη νόμιμη κομίστρια του τίτλου η επίδικη διαταγή πληρωμής. Και τέλος ότι ουδεμία βλάβη υπέστησαν οι εγκαλούντες καθόσον προέβη και σε διαδοχικές καταβολές προς αυτούς συνολικού ποσού 11.044.500 δραχμών αλλά και στις 7-3-2002 κατέβαλε εις αυτούς το ποσό των 100.000.000 δραχμών ως τούτο βεβαιώνεται στο σχετικό πρακτικό συμβιβασμού, αλλά και σε αυτοτελή δήλωση που υπέγραψαν οι εκκαλούντες με την οποία παραιτούνται από οποιαδήποτε απαίτησή τους από τα ως άνω εργολαβικά δίκης και αποδεσμεύουν οποιοδήποτε ποσό ή άλλη απαίτηση που είχε δεσμευθεί βάσει της παραπάνω αναγγελίας και των εργολαβικών δίκης. Οι εκ διαμέτρου αντίθετοι αυτοί ισχυρισμοί θα πρέπει να ερευνηθούν με τις αρχές της αμεσότητας και της προφορικότητας ώστε στο πλαίσιο της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας να διασφαλισθεί πλήρης δικανική πεποίθηση για την υπό κρίση υπόθεση. Και τούτο, εκτός των άλλων, διότι ο κρίσιμος ισχυρισμός της εικονικότητας της απαιτήσεως και της ενσωματούσης αυτήν επιταγής, τον οποίον οι εκκαλούντες εισέφεραν εν προκειμένω κατόπιν αδείας του Δ.Σ.Α. περί απαλλαγής τους από την υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου και του καθήκοντος εχεμυθείας, υπήρξε το αντικείμενο της κατηγορίας της οποίας επελήφθη το 5396/2001 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο απήλλαξε τον κατηγορούμενο για την πράξη της κατ' εξακολούθηση νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Με τις ίδιες αρχές θα πρέπει να ερευνηθεί και το έτερο αδίκημα της απόπειρας εκβίασης καθόσον ο εκ των εκκαλούντων Γ. Α. ανεγνώρισε ανεπιφύλακτα τη φωνή του κατηγορουμένου σε μερικές από τις σχετικές τηλεφωνικές συνδιαλέξεις- κάποιες έγιναν από άγνωστο στην ανάκριση άτομο- ενώ ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι για την επίλυση των διαφορών του δεν μετέρχεται μέσων αυτής της μορφής. Επειδή το Δικαστικό Συμβούλιο αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία και όταν δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ή αυτές που υπάρχουν δεν είναι σοβαρές για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Οι ενδείξεις θεωρούνται σοβαρές, όταν πιθανολογούν την ενοχή ή όταν από το αποδεικτικό υλικό προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο θα πρέπει να υποβάλει στη δοκιμασία της διαδικασίας στο ακροατήριο τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίζονται οι ενδείξεις (Α.Π. 465/2008 Α'ΔΗΜ. ΝΟΜΟΣ). Κατ' ακολουθία των ανωτέρω συνεκτιμώντας το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων και αξιολογώντας και σταθμίζοντας τόσο τα στοιχεία που ενισχύουν τις ενδείξεις, όσο και τα στοιχεία που τις αποδυναμώνουν (ΟΛ.ΑΠ 9/2001), φρονούμε ότι προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής σε βάρος του κατηγορουμένου Ι. Μ. για απάτη ενώπιον Δικαστηρίου, τετελεσμένη και σε απόπειρα, από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, κατ' εξακολούθηση και απόπειρα εκβίασης κατ' εξακολούθηση από υπαίτιο που μεταχειρίσθηκε απειλή βλάβης του επαγγέλματος που ασκεί ο εξαναγκαζόμενος και διαπράττει τέτοιες πράξεις κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, πράξεις που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 1,13στ', 14,16,17,18,26§1α, 27§1, 42§1, 51,52,53,94§1,98, 385παρ.1β, 386§1,3α Π.Κ. και θα πρέπει σύμφωνα με τα άρθρα 111,119,122§1,309§1ε και 313 Κ.Π.Δ. να παραπεμφθεί στο ακροατήριο του αρμοδίου καθ' ύλη και κατά τόπο Τριμελές Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Αντίθετα από το αυτό αποδεικτικό υλικό δεν προέκυψαν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής σε βάρος των συγκατηγορουμένων του για τις εις αυτούς αποδοθείσες κακουργηματικές πράξεις, παρά τις αιτιάσεις και τους ισχυρισμούς των εκκαλούντων, αφού από κανένα εκ των συλλεγέντων και υπαρχόντων στη δικογραφία στοιχείων δεν προκύπτει με σαφή και κατηγορηματικό τρόπο η συνδρομή τους προς τον ανωτέρω συγκατηγορούμενό τους. Ειδικώτερα ως προς τον τρίτο κατηγορούμενο, και ανεξαρτήτως του ότι ο Δικηγόρος λειτουργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πελάτη του και δεν ταυτίζεται με τον τελευταίο και τις πράξεις του, οι ίδιοι οι εκκαλούντες παραδέχονται ότι από τα νομιμοποιητικά έγγραφα της εταιρείας που είχε στη διάθεσή του κατά την ανάθεση της οικείας εντολής, ήταν πιθανό να μη συνάγεται σχέση του Ι. Μ. με αυτήν, καθόσον επί υπερακτίων εταιρειών συνήθως δεν συνάγεται, ούτε είναι δυνατό να συναχθεί από τα εταιρικά βιβλία και έγγραφα η ταυτότητα του ιδιοκτήτου ή μετόχου. Επειδή οι ενδείξεις δεν θεωρούνται σοβαρές όταν, αν κριθούν αυτές καθεαυτές, δεν πιθανολογούν σοβαρά την ενοχή και κλονίζονται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία που είναι επαρκή για να οδηγήσουν το δικαστήριο στην απαλλαγή του κατηγορουμένου. Για να κρίνει το Συμβούλιο το αν υπάρχουν ή όχι επαρκείς ενδείξεις για την ενοχή και η απόφανση του για την ενοχή ή την απαλλαγή να είναι αιτιολογημένη πρέπει να συνεκτιμά το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων και να αξιολογεί και να σταθμίζει τόσο τα στοιχεία που ενισχύουν τις ενδείξεις, όσο και τα στοιχεία που τις αποδυναμώνουν (ΟΛ.ΑΠ 9/2001, Α.Π.465/08 Α' ΔΗΜ. ΝΟΜΟΣ). Κατόπιν τούτων το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών που με το προσβαλλόμενο (εκκαλούμενο) βούλευμα του αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά του πρώτου κατηγορουμένου για τις προαναφερθείσες πράξεις της απάτης ενώπιον Δικαστηρίου, τετελεσμένης και σε απόπειρα, από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, κατ' εξακολούθηση και απόπειρα εκβίασης κατ' εξακολούθηση από υπαίτιο που μεταχειρίσθηκε απειλή βλάβης του επαγγέλματος που ασκεί ο εξαναγκαζόμενος και διαπράττει τέτοιες πράξεις κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και την εφαρμογή του νόμου δεδομένου ότι υφίστανται επαρκείς ενδείξεις σε βάρος του κατηγορουμένου για την παραπομπή του στο ακροατήριο, ενώ αντίθετα το ίδιο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών που με το ίδιο εκκαλούμενο βούλευμά του αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά των δεύτερης και τρίτου των κατηγορουμένων, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις, δεδομένου ότι δεν υφίστανται επαρκείς ενδείξεις σε βάρος των κατηγορουμένων αυτών για την παραπομπή τους στο ακροατήριο.
Συνεπώς η κρινομένη έφεση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσία βάσιμη και να εξαφανισθεί εν μέρει το εκκαλούμενο βούλευμα ως προς τις αποδιδόμενες στον πρώτο κατηγορούμενο πράξεις, και να απορριφθεί εν μέρει ως ουσία αβάσιμη και να επικυρωθεί εν μέρει το εκκαλούμενο βούλευμα ως προς τις αποδιδόμενες στους δεύτερη και τρίτο κατηγορουμένους πράξεις. Τέλος και όσον αφορά στο αίτημα των εκκαλούντων για τη διενέργεια συμπληρωματικής κυρίας ανακρίσεως, φρονούμε ότι δεν προκύπτει τέτοια αναγκαιότητα, καθόσον υπάρχουν ικανά αποδεικτικά στοιχεία (μάρτυρες και έγγραφα), από τα οποία δύναται να σχηματισθεί πλήρης και ασφαλής δικανική πεποίθηση (Α.Π. 164/02 Ποιν.Δνη 2002/686, Α.Π.194/92 Υπέρ. Τευχ.97/120, Α.Π.1327/87 Ελλ.Δνη29/1006, Α.Π. 238/85 Π.Χ. ΛΕ'/698). Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει, ότι με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο και έκανε κατ' ουσίαν δεκτές τις Εφέσεις των πολιτικώς εναγόντων και ακολούθως αποφάνθηκε την παραπομπή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου στο ακροατήριο προκειμένου αυτός να δικασθεί για τις προαναφερθείσες αξιόποινες πράξεις, δεν διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Και τούτο διότι: α) θεωρεί ότι είναι βάσιμοι ισχυρισμοί των εγκαλούντων, ενώ δεν λαμβάνει καμμία θέση επί των αντιτιθεμένων ισχυρισμών του κατηγορούμενου, τους οποίους παραπέμπει στο ακροατήριο προκειμένου να εξετασθούν β) δεν λαμβάνει υπόψη και δεν αιτιολογεί τον ισχυρισμό του κατηγορούμενου ότι δεν είχε σχέση με την εταιρία "KINGSTON INVESTMENTS", καίτοι αυτό επιβεβαιώνεται από την μαρτυρική κατάθεση του Α. Ι., την οποία δεν προκύπτει ότι αξιολόγησε και εξετίμησε (ΑΠ 601/08, ΑΠ 1348/08) γ) δεν διαλαμβάνει κανένα αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την τέλεση από τον αναιρεσείοντα του εγκλήματος της απόπειρας εκβίασης, αρκούμενο στην επανάληψη κατά γράμμα της κατηγορίας και δ) δεν αιτιολογεί τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων στο πρόσωπο του κατηγορούμενου, αφού παραθέτει μόνο την ορολογία του νόμου, δηλαδή ότι αυτός ενήργησε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, χωρίς να γίνεται μνεία πραγματικών περιστατικών τα οποία προέκυψαν και τις αιτιολογούν (βλ. ΑΠ 100/09, ΑΠ 13/08). Οι πιο πάνω πλημμέλειες ιδρύουν τον από το άρθρο 484§1δ προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης, της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, όπως βασίμως υποστηρίζει ο αναιρεσείων. Αβάσιμος όμως και απορριπτέος είναι ο ισχυρισμός του για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, υπέρβαση εξουσίας και έλλειψη αιτιολογίας σε σχέση με την απόρριψη του αιτήματός του για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του συμβουλίου, δεδομένου ότι για την απόρριψη του αιτήματος αυτής, το προσβαλλόμενο βούλευμα (με επιτρεπτή αναφορά στην εισαγγελική πρόταση) διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (βλ. ΑΠ 1772/08, ΑΠ 1667/08, ΑΠ 1571/08, ΑΠ 1105/08). V. Κατ' ακολουθίαν των προεκτεθέντων, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και να παραπεμφθεί για νέα κρίση, στο ίδιο συμβούλιο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: 1) Να γίνει κατ' ουσίαν δεκτή η με αριθμό 53/2010 αίτηση αναίρεσης του Ι. Μ. του Θ., κατά του με αριθμό 583/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετείου Αθηνών. Και 2) Να αναιρεθεί το βούλευμα αυτό και να παραπεμφθεί για νέα κρίση στο ίδιο συμβούλιο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Αθήνα 18/9/2010
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Π. Παντελής"
Αφού άκουσε Τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίηση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και τις παραλείψεις του δράστη. Εκείνος που εξαπατήθηκε δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται με αυτόν που ζημιώθηκε. Αποτέλεσμα του τελευταίου είναι ότι απάτη μπορεί να τελεσθεί και με την παραπλάνηση του δικαστηρίου σε πολιτική δίκη, όταν υποβάλλεται σ' αυτό ψευδής ισχυρισμός, υποστηριζόμενος με προσαγωγή εν γνώσει αναληθών αποδεικτικών μέσων, από τα οποία παραπλανάται το δικαστήριο και εκδίδει απόφαση, που συνεπάγεται βλάβη στην περιουσία του αντιδίκου του δράστη. Η απάτη επί δικαστηρίου είναι τετελεσμένη όταν, με τους ψευδείς ισχυρισμούς και με την προσαγωγή αναληθών αποδεικτικών μέσων, εκδίδεται απόφαση υπέρ των απόψεων του δράστη της απάτης και σε βάρος του αντιδίκου του, ενώ είναι σε απόπειρα, όταν, παρά την προσκόμιση των απατηλών στοιχείων, το δικαστήριο δεν εκδίδει τέτοια απόφαση. Η απάτη επί δικαστηρίου τελείται κατ1 εξακολούθηση, αν παραπλανηθούν περισσότερα του ενός δικαστήρια με την προσαγωγή ενώπιον τους αναληθών αποδεικτικών μέσων, ακόμη και αν προσβάλλεται η ίδια περιουσία. Ως περιουσιακή βλάβη νοείται κάθε μείωση της συνολικής αξίας της περιουσίας, αλλά και η απειλή μειώσεως της, όταν δημιουργείται χειροτέρευση της ενεστώσας περιουσιακής καταστάσεως. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ, 4 του Ν.2721/1999, η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ, σύμφωνα με την καθορισθείσα από τη διάταξη του άρθρου 5 του Ν.2943/2001 επίσημη αντιστοιχία και β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι για να είναι η απάτη κακούργημα πρέπει α) ο υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα η κατά συνήθεια και συγχρόνως το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία του παθόντος να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ ή β) το όφελος που επεδίωκε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε να υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, όπως το εδάφιο στ' προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικώς μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικώς δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του. Επίσης, κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη μεν φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητα του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης αυτής, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Για τη συνδρομή, όμως, της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του εγκλήματος κατά συνήθεια, απαιτείται οπωσδήποτε επανειλημμένη τέλεση αυτού, από την οποία να προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του. Δεν συντρέχει, λοιπόν, κατά συνήθεια τέλεση όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 385 παρ. 1 ΠΚ, "όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 380, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με βία ή με απειλή σε πράξη παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζομένου ή άλλου, τιμωρείται: α)...β) αν ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε βία ή απειλή βλάβης της επιχείρησης, του επαγγέλματος, του λειτουργήματος του, ή άλλης δραστηριότητος που ασκεί ο εξαναγκαζόμενος ή άλλος ή προσφέρθηκε να παρέχει ή παρέχει προστασία για την αποτροπή πρόκλησης τέτοιας βλάβης από τρίτον, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Αν τις παραπάνω πράξεις τέλεσε πρόσωπο που διαπράττει τέτοιες πράξεις, κατά συνήθεια ή κατ' επάγγελμα, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, γ) ...". Από την διάταξη αυτή συνάγεται ότι για την συγκρότηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της εκβιάσεως, το οποίο τιμωρείται, όταν εμπίπτει στη δεύτερη περίπτωση του εδαφίου β' ως κακούργημα, απαιτούνται α) εξαναγκασμός κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία αυτού που εξαναγκάζεται, β) ο εξαναγκασμός να γίνεται με βία ή απειλή που είναι ικανή να αποκλείσει το αυτοπροαίρετο της αποφάσεως του εξαναγκαζομένου, ήτοι ο εξαναγκασμός έγκειται στην άσκηση βίας ή απειλής δια της οποίας περιάγεται ο άλλος σε τρόμο ή ανησυχία, στρέφεται δε η βία ή απειλή κατά της ελευθερίας της περιουσιακής διαθέσεως, με σκοπό να καμφθεί η θέληση του εξαναγκαζομένου καινά οδηγηθεί αυτός σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή μετ' επηρεασμόν και εξουδετερουμένης της ελευθέρας βουλήσεως του, ουσιαστικώς πειθαναγκαζόμενος να υποκύψει και να αποδεχθεί ακουσίως τις προτάσεις, ενώ η επαπειλούμενη εις βάρος του ενέργεια δεν απαιτείται να είναι παράνομη. Και τούτο διότι εκβίαση συνιστά όχι αυτή καθ' εαυτή η άσκηση εξουσίας ή δικαιώματος, αλλά η απειλή ασκήσεως τους προς επίτευξη του σκοπού που αναφέρεται στο άρθρο 385 ΠΚ. Η απειλή μπορεί να είναι ρητή και άμεση, να έχει διατυπωθεί προφορικώς ή εγγράφως, ή και εμμέσως, να έχει μεταβιβαστεί και με άλλον, μπορεί δε να συνίσταται και στην παράλειψη εκπλήρωσης συμβατικής υποχρέωσης, αρκεί να είναι ικανή να αποκλείσει το αυτοπροαίρετο της απόφασης του εξαναγκαζομένου. Είναι αδιάφορο αν αυτός που διατύπωσε την απειλή ήταν αποφασισμένος να την πραγματοποιήσει ή αν ήταν πραγματοποιήσιμη ή όχι, αρκεί ότι δια της απειλής εξαναγκάστηκε σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή εκείνος κατά του οποίου στράφηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση η απειλή. Η απειλή μπορεί να στρέφεται κατά οποιουδήποτε εννόμου αγαθού του παθόντος, όπως της προσωπικής ελευθερίας, της περιουσίας, της τιμής και υπολήψεως, της πίστεως και φήμης της επιχειρήσεως, για την εφαρμογή δε της περ. β' ή απειλή πρέπει να στρέφεται ειδικώς σε βλάβη της επιχειρήσεως, του επαγγέλματος κ.λπ. Για τη συγκρότηση δε της υποκειμενικής υποστάσεως, απαιτείται σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος. Τέτοιος σκοπός υπάρχει όταν ο υπαίτιος γνωρίζει ότι το περιουσιακό όφελος που επιδιώκει δεν αποτελεί αντικείμενο νομίμου απαιτήσεως, δηλαδή ότι δεν στηρίζεται σε κάποια νόμιμη αξίωση αυτού κατά του παθόντος ή όταν η πράξη ή παράλειψη αυτού που εξαναγκάζεται δεν αποτελεί έκφραση του παρεχομένου από τα άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος και 361 του ΑΚ στο πρόσο3πο δικαιώματος της βουλήσεως του και της ελευθερίας στις συναλλαγές. Το έγκλημα είναι τετελεσμένο με την επέλευση της περιουσιακής ζημίας στον παθόντα, ο οποίος μπορεί να είναι πρόσωπο διαφορετικό από εκείνο που εξαναγκάσθηκε να προβεί στην επιζήμια διαγωγή, αλλιώς, αν δηλαδή δεν επέλθει η ζημία και εφόσον συντρέχουν και λοιποί όροι, το έγκλημα είναι σε απόπειρα.
Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα, στερείται την από τις διατάξεις των άρθρων 93 §3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ιδρύεται εκ τούτου λόγος αναιρέσεως του από το άρθρο 484§1 στοιχ. δ του ΚΠοινΔ, όταν δεν αναφέρονται σ' αυτό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικές σκέψεις, με βάση τις οποίες το συμβούλιο έκρινε ότι τα εν λόγω περιστατικά, αναγόμενα στις εφαρμοστέες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, συνιστούν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο αναφέρεται μερικώς ή εξολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αρκεί να εκτίθενται στην τελευταία με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμα του, δέχθηκε, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα ειδικώς μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα προέκυψαν τα περιστατικά που αναφέρονται στην πρόταση αυτή, στην οποία εκτίθενται, επί λέξει, τα εξής: "...προέκυψαν τα ακόλουθα: Τον Νοέμβριο του 2000, και εξ αφορμής της από 23-11-2000 αναφοράς της Επιτροπής του άρθρου 7 Ν. 2331/1995 προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του πρώτου κατηγορουμένου Ι. Μ. για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, απαγορεύθηκε η κίνηση των λογαριασμών που τηρούσε στην Τράπεζα Πίστεως καθώς και η εκποίηση των μετοχών τις οποίες είχε αγοράσει δια της χρηματιστηριακής εταιρείας "CAPITAL Α.Χ.Ε." και επιβλήθηκαν εις βάρος του οι περιοριστικοί όροι... Επίσης εις βάρος του εκκρεμούσε και ετέρα ποινική δικογραφία στην οποία ήταν κατηγορούμενος για ηθική αυτουργία σε εκρήξεις, από τις οποίες μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για πράγματα και ανθρώπους κατά συρροή, παραβάσεις σχετικές με τις εκρηκτικές ύλες σε βαθμό κακουργήματος, παράνομη κατοχή όπλων κατ1 εξακολούθηση, παράνομη κατοχή πυρομαχικών κατ' εξακολούθηση και παραβίαση του απορρήτου τηλεφωνικών συνδιαλέξεων. Για τον χειρισμό των υποθέσεων του αυτών απευθύνθηκε στους εκκαλούντες - η γνωριμία του με τον πρώτο τούτων χρονολογείται από το έτος 1983 ότε του είχε εμπιστευθεί και πάλι υπόθεση του - και καταρτίσθηκαν μεταξύ τους οι από 25-6-2001 και 14-9-2001 συμβάσεις εργολαβίας δίκης με τις οποίες συμφωνήθηκε την υπόθεση σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα να αναλάβει ο πρώτος εκκαλών και να αμειφθεί από την επιτυχή έκβαση της, ήτοι με την έκδοση απαλλακτικού βουλεύματος και την αποδέσμευση των περιουσιακών του στοιχείων να λάβει το 15% από το συνολικό ποσό των αποδεσμευθησομένων χρημάτων και της συνολικής τρεχούσης αξίας των δεσμευθεισών μετοχών, την δε υπόθεση σχετικά με τις εκρήξεις να αναλάβει ο δεύτερος εκκαλών και να αμειφθεί επίσης με την έκδοση απαλλακτικού βουλεύματος με το ποσό των 50.000.000 δραχμών. Και στις δυο περιπτώσεις ο κατηγορούμενος εξεχώρησε στους εκκαλούντες, για τις συμφωνηθείσες αμοιβές τους, ισόποσα ποσά από τις εκ καταθέσεων απαιτήσεις του κατά της ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ, ήτοι του υπ' αριθμ. … λογαριασμού επ' ονόματι του, του υπ' αριθμ. … λογαριασμού επ' ονόματι της εταιρείας SΕCRΕΤ S.Α. και του υπ' αριθμ. … λογαριασμού επ' ονόματι της εταιρείας ΗΑΡΡΥLΑΝD S.Α., αμφοτέρων ανηκόντων εις τον ίδιο, ενώ συμφωνήθηκε περαιτέρω ότι ουδεμία αμοιβή θα αξιώσουν οι εκκαλούντες σε περίπτωση αμετάκλητης παραπομπής του. Στα πλαίσια της κατά τα άνω ανατεθείσης σε αυτούς εντολής οι εκκαλούντες με αλλεπάλληλες ενέργειες (υπομνήματα -αιτήσεις) ενίσχυσαν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και αποδυνάμωσαν τις εναντίον του κατηγορίες με αποτέλεσμα να εκδοθούν απαλλακτικά βουλεύματα και για τις δύο υποθέσεις. Περαιώνοντας έτσι επιτυχώς τις ανατεθείσες εις αυτούς εντολές αποτάθηκαν στην προαναφερθείσα Τράπεζα προκειμένου να εισπράξουν τα εις αυτούς εκχωρηθέντα ποσά. Αυτή αρνήθηκε και εξεδόθη η υπ' αριθμ. ϊ89/2002 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία επιτάσσοντο ο Ι. Μ., οι εταιρείες SΕCRΕΤ S.Α., ΗΑΡΡΥLAND S.Α.. και CΑΡΙΤΑL Α.Χ.Ε. και η ΑLΡHΑ να καταβάλουν, έκαστος εις ολόκληρον, στον πρώτο εκκαλούντα το ποσό των 341.522,3 ευρώ και στον δεύτερο το ποσό των 146.735,14 ευρώ. Όμως μετά την αναγγελία στην ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ εκ μέρους των εγκαλούντων των προς αυτούς γενομένων εκχωρήσεων, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΚΙΝGSΤΟΝ ΙΝVΕSΤΕΜΕΝΤS S.Α." κοινοποίησε στην Τράπεζα κατασχετήριο με το οποίο επέβαλε εις χείρας της αναγκαστική κατάσχεση ποσού 370.636,28 ευρώ κατά της εταιρείας SΕCRΕΤ S.Α., λόγω απαιτήσεως της κατ1 αυτής, αναγνωρισμένης με την υπ' αριθμ. 71/2000 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επί της κατασχέσεως αυτής η Τράπεζα προέβη στην υπ' αριθμ. 31/2002 Δήλωση Τρίτου ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, με την οποία εδήλωσε ότι η κατασχεθείσα απαίτηση έχει εκχωρηθεί στους εκκαλούντες. Η έκδοση αυτής ακριβώς της διαταγής πληρωμής υπήρξε η αιτία της διαρρήξεως των σχέσεων του πρώτου κατηγορουμένου με τους εκκαλούντες. Οι μεν εκκαλούντες διατείνονται ότι ο κατηγορούμενος είναι κύριος και μοναδικός μέτοχος τόσο της εταιρείας SΕCRΕΤ S.Α. όσο και της εταιρείας ΚIΝGSΤΟΝ ΙΝVΕSΤΕΜΕΝΤS S.Α. Με στόχο να μην καταβάλλει την συμφωνηθείσα αμοιβή τους επιχείρησε να δεσμεύσει στα χέρια της ΑLHΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε. τα διαθέσιμα στον τραπεζικό λογαριασμό της SΕCRΕΤ S.Α. κεφάλαια με το τέχνασμα ότι η εταιρεία με την επωνυμία ΚΙΝGSΤΟΝ ΙΝVΕSΤΕΜΕΝΤS S.Α. είχε δήθεν νόμιμη απαίτηση κατά της εταιρείας με την επωνυμία SECRET S.Α. ύψους 352.164,30 ευρώ. Προς τούτο επικαλέστηκε και προσκόμισε εν γνώσει ψευδές κατά το περιεχόμενο αποδεικτικό μέσο και συγκεκριμένα την υπ' αριθμ. 1020790-0 γνησία μεν, αλλά εικονικώς και για ανύπαρκτη αιτία εκδοθείσα επιταγή, με εκδότρια την SΕCRΕΤ S.Α., αλλά στην πραγματικότητα τον ίδιο, εις διαταγήν της ΚΙΝGSΤΟΝ ΙΝVΕSΤΕΜΕΝΤS S.Α., αλλά στην ουσία του ιδίου του εαυτού του και, παραπλανώντας τον Δικαστή με τους ψευδείς ισχυρισμούς ότι δήθεν η αιτούσα και η καθ' ης εταιρείες ήταν αντίδικες, είχαν συναλλαγές μεταξύ τους και η μια χρωστούσε στην άλλη το ποσόν της επιταγής, η οποία και απεδείκνυε δήθεν το χρέος, ενώ συγχρόνως απέκρυψε το γεγονός ότι και οι δυο ανήκαν στον ίδιο, επέτυχε την έκδοση της προαναφερθείσης 71/2000 διαταγής πληρωμής. Κατά την εκδίκαση δε της ανακοπής κατά της δηλώσεως της τραπέζης, για την υποστήριξη των προβαλλομένων με αυτή ψευδών ισχυρισμών επικαλέστηκε και προσκόμισε ψευδή κατά το περιεχόμενο επιταγή προς πληρωμή ποσού 370.636,28 ευρώ ισχυριζόμενος ότι είναι έγκυρη εκφράζουσα πραγματική δήθεν οφειλή μεταξύ των προαναφερθεισών εταιρειών ως και το από 4-2-2002 ψευδές κατά περιεχόμενο κατασχετήριο έγγραφο με το οποίο κατέσχεσε αναγκαστικώς στα χέρια της τράπεζας ως τρίτης τα διαθέσιμα στον εικονικώς τηρούμενο στο όνομα της SΕCRΕΤ S.Α. και πράγματι δικό του τραπεζικό λογαριασμό, μέχρι του ως άνω χρηματικού ποσού κεφάλαια. Το τέχνασμα δε αυτό με τις εικονικές επιταγές ο κατηγορούμενος το είχε χρησιμοποιήσει και άλλη φορά με σκοπό τότε να εξαπατήσει τις Ανακριτικές Αρχές στην υπόθεση της νομιμοποίησης εσόδων όταν ανέθεσε σε άλλον Δικηγόρο να εκδώσει διαταγή πληρωμής σε βάρος της SΕCRΕΤ S.Α. με εικονική επιταγή της ΚΙΝGSΤΟΝ ΙΝVΕSΤΕΜΕΝΤS S.Α., για να πετύχει αποδέσμευση του ποσού της διαταγής πληρωμής από τα δεσμευθέντα χρήματα του. Το γεγονός αυτό καταθέτει ρητά, κατηγορηματικά και μετά λόγου γνώσεως ο Γ. Α., καθόσον ο ίδιος ο κατηγορούμενος του αποκάλυψε εκ των υστέρων την ενέργεια του αυτήν, δικαιολογούμενος και απολογούμενος στον ενοχλημένο προσωπικό Δικηγόρο του για την εμπλοκή άλλου Δικηγόρου με τον ισχυρισμό ότι εάν ο Ανακριτής έβλεπε το δικό του γραφείο (Α.) να εκπροσωπεί τη μια από τις δυο εταιρείες θα αντιλαμβανόταν τη συμπαιγνία. Στον αντίποδα ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι ουδεμία σχέση έχει με την εταιρεία ΚΙΝGSΤΟΝ ΙΝVΕSΤΕΜΕΝΤS S.Α., ότι μοναδικός μέτοχος, ιδιοκτήτης και εκπρόσωπος της εταιρείας αυτής από την ίδρυση της έως και σήμερα είναι ο Ν. Ι., ότι το έτος 1999 ο ίδιος συμφώνησε με τον Π. Ι. να του εκχωρήσει το 37% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας " ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ Α.Ε." αντί του ποσού των 185.000.000 δραχμών, από το οποίο κατεβλήθησαν τα 120.000.000 δραχμές. Ο Π. Ι. όμως υπαναχώρησε από τη συμφωνία και για την επιστροφή του εισπραχθέντος ποσού εξεδόθη από την εταιρεία SΕCREΤ S.Α. η υπ' αριθμ. … επιταγή ποσού 1ΟΟ.ΟΟΟ.ΟΟΟ, δραχμών σε διαταγή Π. Ι., η οποία στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με την υπ' αριθμ. … επιταγή της ίδιας εταιρείας ποσού 352.164,30 ευρώ, στο οποίο ενσωματώθηκαν και οι τόκοι υπερημερίας, και ακολούθως εξεδόθη από τη νόμιμη κομίστρια του τίτλου η επίδικη διαταγή πληρωμής. Και τέλος ότι ουδεμία βλάβη υπέστησαν οι εγκαλούντες καθόσον προέβη και σε διαδοχικές καταβολές προς αυτούς συνολικού ποσού 11.044.500 δραχμών αλλά και στις 7-3-2002 κατέβαλε εις αυτούς το ποσό των 100.000.000 δραχμών ως τούτο βεβαιώνεται στο σχετικό πρακτικό συμβιβασμού, αλλά και σε αυτοτελή δήλωση που υπέγραψαν οι εκκαλούντες με την οποία παραιτούνται από οποιαδήποτε απαίτηση τους από τα ως άνω εργολαβικά δίκης και αποδεσμεύουν οποιοδήποτε ποσό ή άλλη απαίτηση που είχε δεσμευθεί βάσει της παραπάνω αναγγελίας και των εργολαβικών δίκης. Οι εκ διαμέτρου αντίθετοι αυτοί ισχυρισμοί θα πρέπει να ερευνηθούν με τις αρχές της αμεσότητας και της προφορικοτητας ώστε στο πλαίσιο της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας να διασφαλισθεί πλήρης δικανική πεποίθηση για την υπό κρίση υπόθεση. Και τούτο, εκτός των άλλων, διότι ο κρίσιμος ισχυρισμός της εικονικότητας της απαιτήσεως και της ενσωματούσης αυτήν επιταγής, τον οποίον οι εκκαλούντες εισέφεραν εν προκειμένω κατόπιν αδείας του Δ.Σ.Α. περί απαλλαγής τους από την υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου και του καθήκοντος εχεμύθειας, υπήρξε το αντικείμενο της κατηγορίας της οποίας επελήφθη το 5396/2001 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο απήλλαξε τον κατηγορούμενο για την πράξη της κατ' εξακολούθηση νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Με τις ίδιες αρχές θα πρέπει να ερευνηθεί και το έτερο αδίκημα της απόπειρας εκβίασης καθόσον ο εκ των εκκαλούντων Γ. Α. αναγνώρισε ανεπιφύλακτα τη φωνή του κατηγορουμένου σε μερικές από τις σχετικές τηλεφωνικές συνδιαλέξεις - κάποιες έγιναν από άγνωστο στην ανάκριση άτομο - ενώ ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι για την επίλυση των διαφορών του δεν μετέρχεται μέσων αυτής της μορφής...". Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου για τις αξιόποινες πράξεις της απάτης κατ' εξακολούθηση ενώπιον δικαστηρίου, τετελεσμένης και σε απόπειρα, από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, και της απόπειρας εκβιάσεως κατ' εξακολούθηση από υπαίτιο που. μεταχειρίσθηκε απειλή βλάβης του επαγγέλματος που ασκεί ο εξαναγκαζόμένος και διαπράττει τέτοιες πράξεις κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και, για το λόγο αυτό, δέχθηκε τις εφέσεις, που άσκησαν κατά του υπ αριθμ. 2523/2009 απαλλακτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών οι φερόμενοι ως παθόντες πολιτικώς ενάγοντες και εξαφάνισε, όσον αφορά τον αναιρεσείοντα, το εκκαλούμενο βούλευμα.
Με αυτά που δέχθηκε, το Συμβούλιο Εφετών στέρησε το προσβαλλόμενο βούλευμα του από την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού α) θεωρεί ότι είναι βάσιμοι ισχυρισμοί των πολιτικώς εναγόντων, ενώ δεν λαμβάνει καμιά θέση επί των αντιθέτων ισχυρισμών του κατηγορούμενου, τους οποίους παραπέμπει στο ακροατήριο προκειμένου να εξετασθούν, και δεν αιτιολογεί τον ισχυρισμό του τελευταίου ότι δεν είχε σχέση με την εταιρία "ΚΙΝGSΤΟΝ ΙΝVESΤΕΜΕΝΤS", β) δεν αναφέρει από πού προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την τέλεση από τον αναιρεσείοντα του εγκλήματος της απόπειρας εκβιάσεως, αρκούμενο στην επανάληψη κατά γράμμα του κατηγορητηρίου και γ) δεν αιτιολογεί, ούτε στο σκεπτικό ούτε στο διατακτικό, τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων, παραθέτοντας μόνο την ορολογία του νόμου, χωρίς να αναφέρει από πού προκύπτει η τέλεση των πράξεων που αποδίδονται στον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και μάλιστα σε τι συνίσταται η υποδομή που έχει διαμορφώσει αυτός με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως των πράξεων. Επομένως, ο, από το άρθρο 484§1 στοιχ. δ ΚΠοινΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχήν του, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο, του οποίου η συγκρότηση από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (άρθρο 519 ΚΠοινΔ), παρέλκει δε η έρευνα του πρώτου λόγου αναιρέσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ το υπ' αριθ. 583/2010 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Δεκεμβρίου 2010. Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 24 Δεκεμβρίου 2010.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ