Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 500 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Δωρεά.




Περίληψη:
Δωρεά από λόγους ευπρέπειας ή ιδιαίτερο καθήκον. Πότε η παροχή περιουσίας του άρθρου 1509 εδ.α ΑΚ αποτελεί δωρεά.




Αριθμός 500/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ι. Κ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρίστο Αλεξανδράκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσίβλητης: Μ. θυγ. Α. Χ., το γένος Γ. Κ., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Στρατάκου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23/10/2000 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4317/2001 μη οριστική, 5870/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2654/2011 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 30/7/2012 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 22/1/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ένδικης αίτησης αναίρεσης.
Η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1831 παρ.2 ΑΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 26 του ν.1329/1983, στην κληρονομία προσθέτονται, με την αξία που είχαν κατά το χρόνο της παροχής, οτιδήποτε ο κληρονομούμενος παραχώρησε, όσο ζούσε, χωρίς αντάλλαγμα σε μεριδούχο είτε με δωρεά είτε με άλλο τρόπο και επίσης οποιαδήποτε δωρεά που ο κληρονομούμενος έκανε στα τελευταία δέκα χρόνια πριν από το θάνατό του, εκτός αν την επέβαλλαν λόγοι ευπρέπειας ή ιδιαίτερο ηθικό καθήκον. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1835 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, κάθε δωρεά εν ζωή του κληρονομουμένου, η οποία κατά το άρθρο 1831 υπολογίζεται στην κληρονομία, μπορεί να ανατραπεί εφόσον η κληρονομία που υπάρχει κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου δεν επαρκεί για να καλύψει τη νόμιμη μοίρα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 1825 και 1836 ΑΚ, προκύπτει ότι, σε μέμψη υπόκεινται οι δωρεές, οι οποίες, σύμφωνα με το άνω άρθρο 1831 παρ.2 ΑΚ, προσθέτονται στην κληρονομιά για τον προσδιορισμό αυτής και τον υπολογισμό βάσει αυτής της νόμιμης μοίρας, δηλαδή κάθε δωρεά που έκανε ο κληρονομούμενος προς μεριδούχο οποτεδήποτε και αν έγινε ή προς τρίτους τα τελευταία δέκα χρόνια πριν από το θάνατό του, εκτός εάν η δωρεά έγινε από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας, οπότε δεν προσβάλλεται ως άστοργη, έστω και αν θίγει τη νόμιμη μοίρα μεριδούχου. Δωρεά από ιδιαίτερο καθήκον - κατά την έννοια της ανωτεώ διάταξης του άρθρου 1831 παρ.2 ΑΚ- θεωρείται εκείνη η οποία γίνεται από υποχρέωση του δωρητή προς το δωρεοδόχο, η οποία ανακύπτει από ιδιαίτερες συνθήκες και περιστάσεις και στηρίζεται στις επιταγές της ηθικής και της αλληλεγγύης και επομένως δεν υπάρχει στη δωρεά που γίνεται από πατέρα στο παιδί του για να το ανταμείψει για τις περιποιήσεις του, αφού μεταξύ πατέρα και παιδιού υπάρχει νομική υποχρέωση από το συγγενικό τους δεσμό. Από λόγους δε ευπρέπειας είναι - η δωρεά - εκείνη που ανταποκρίνεται στις κοινωνικές συνήθειες ή τις απαιτήσεις της κοινής γνώμης ή γίνεται από κοινωνική υποχρέωση. Κατά τη διάταξη δε της παρ.2 του άρθρου 1831 ΑΚ, αν έγιναν διαδοχική δωρεές, η προηγούμενη είναι δυνατόν να προσβληθεί εφόσον δεν επαρκεί η ανατροπή της μεταγενέστερης. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 1509 εδ.α' ΑΚ ορίζεται, ότι η παροχή περιουσίας στο τέκνο από οποιονδήποτε γονέα του, είτε για τη δημιουργία ή τη διατήρηση οικονομικής ή οικογενειακής αυτοτέλειας, είτε για την έναρξη ή την εξακολούθηση επαγγέλματος, αποτελεί δωρεά - και επομένως μπορεί να ανατραπεί κατά τη διάταξη του άρθρου 1835 παρ.1- μόνο ως προς το ποσόν που υπερβαίνει το μέτρο, το οποίο επιβάλλουν οι περιστάσεις, το οποίο κρίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση με βάση την περιουσιακή κατάσταση των γονέων, τον αριθμό των τέκνων, τις ανάγκες των τέκνων, την οικονομική κατάσταση των άλλων τέκνων κλπ (ΑΠ 491) 2009 ΕλλΔνη 50,1403). Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται, αν για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ'ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Τέλος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής : "Η μητέρα των διαδίκων Σ. χα Γ. Κ. απεβίωσε στις 5-7-1998. Μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους της άφησε τα τέκνα της- τους διαδίκους. Κατά το χρόνο του θανάτου της δεν κατέλιπε κανένα περιουσιακό στοιχείο. Κατά τα έτη 1990 και 1994 ήτοι εντός της τελευταίας δεκαετίας πριν από το θάνατο της μεταβίβασε στον εναγόμενο με συμβόλαια γονικών παροχών περιουσιακά της στοιχεία. Συγκεκριμένα 1) με το υπ' αριθ. .../15-6-1990 συμβόλαιο γονικής παροχής ψιλής κυριότητας και παρακράτησης της επικαρπίας της συμβολαιογράφου Καλλιθέας Αττικής Αικατερίνης Δαμιανάκη- Λαζαρίδη που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε στον εναγόμενο κατά ψιλή κυριότητα το διαμέρισμα του ισογείου ορόφου εμβαδού 85,45 τμ της διώροφης οικοδομής, που ευρίσκεται στην … επί της οδού … αριθ. … 2) με το υπ' αριθ. .../9-2-1994 συμβόλαιο γονικής παροχής και παρακράτησης της επικαρπίας της συμβολαιογράφου Αθηνών Σωτηρίας Δούβρη που μεταγράφηκε νόμιμα μεταβίβασε στον εναγόμενο κατά ψιλή κυριότητα το διαμέρισμα του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου, εμβαδού 70,15 τμ της ανωτέρω οικοδομής. Η αξία της ψιλής κυριότητας του ισογείου διαμερίσματος, όπως συνομολογείται, ανερχόταν κατά το χρόνο του θανάτου της μητέρας των διαδίκων σε 24.844.834 δραχμές και η αξία της ψιλής κυριότητας τού διαμερίσματος του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου σε 15.260.067 δραχμές. Συνολική αξία αυτών (24.844.834+ 15.260.067)= 40.104.901 δραχμές. Η ενάγουσα διέμενε με τη μητέρα της και τον εναγόμενο αδελφό της στο προαναφερόμενο ισόγειο διαμέρισμα μέχρι το έτος 1975 που παντρεύθηκε. Έκτοτε η μητέρα των διαδίκων έμενε με τον εναγόμενο και κατόπιν από το έτος 1986 και με την οικογένεια αυτού. Η ενάγουσα έχει αποκτήσει από το γάμο της δύο τέκνα και η οικονομική της κατάσταση είναι μέτρια. Κατά το γάμο της δεν πήρε από τη μητέρα της κάποιο περιουσιακό στοιχείο κινητό ή ακίνητο. Συγκεκριμένα δεν αποδείχθηκε ότι η μητέρα της τής κατέβαλε το έτος 1977 800.000 δραχμές για την αγορά από τη θεία της Ε. Ζ.-αδερφή της μητέρας της μίας πεπαλαιωμένης και κατεδαφιστέας μονοκατοικίας ευρισκομένης στην …, ούτε ότι της δώρησε κινητά πράγματα αξίας 450.000 δραχμών και με τη συμφωνία οι ανωτέρω δωρεές να καταλογισθούν στη νόμιμη μοίρα της ενάγουσας. Η κατάθεση της μάρτυρος-συζύγου του εναγομένου η οποία αναφέρει για τις ως άνω δωρεές δεν κρίνεται πειστική καθόσον δεν έχει ιδίαν αντίληψη των όσων καταθέτει αλλά τα γνωρίζει εξ ακοής από τον εναγόμενο- σύζυγο της. Αντιθέτως ο μάρτυρας- σύζυγος της ενάγουσας, καθώς και η μάρτυρας Α. Μ. εξαδέλφη των διαδίκων κατέθεσαν ότι η ενάγουσα δεν πήρε τίποτα από τη μητέρα της ενόψει του γάμου της. Μάλιστα η θεία της της δώρησε την ανωτέρω μονοκατοικία, διότι δεν είχε παιδιά και ήθελε να βοηθήσει την ανηψιά της, ασχέτως εάν στο συμβόλαιο αναγράφηκε για λόγους φορολογικούς ότι της πώλησε το ως άνω ακίνητο. Η μητέρα των διαδίκων είχε κάποια προβλήματα υγείας έπασχε από οστεοαρθρίτιδα και είχε υποστεί δύο χειρουργικές επεμβάσεις για την τοποθέτηση τεχνητής άρθρωσης στα δύο πόδια της. Είχε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη του δημοσίου η οποία κάλυπτε τα έξοδα των επεμβάσεων της και των άλλων προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε και δεν χρειαζόταν οικονομική βοήθεια από τον εναγόμενο. Επίσης διέθετε ιδιόκτητη ισόγεια οικία στην … όπως προαναφέρθηκε/και από το έτος 1992 απέκτησε από κληρονομιά της αδερφής της Ε. Μ. το προαναφερθέν διαμέρισμα του πρώτου ορόφου στην … και ελάμβανε από το σύζυγο της σύνταξη Δημοσίου και, έτσι, μπορούσε να καλύψει όλα τα έξοδα της. Οι σχέσεις της με την ενάγουσα ήταν πολύ καλές και όταν της το επέτρεπε η υγεία της φιλοξενείτο για κάποιες μέρες στην οικία της κόρης της, η οποία την επισκεπτόταν τακτικά στην οικία της αλλά κατόπιν οι επισκέψεις της ενάγουσας αραίωσαν λόγω των προστριβών που είχε με τον εναγόμενο εξαιτίας των περιουσιακών διαφορών. Εάν θα συμφωνούσε ο εναγόμενος, η ενάγουσα θα την έπαιρνε τη μητέρα της στο σπίτι της για να τη φροντίζει, βέβαια αυτή δεν ήθελε να αλλάξει περιβάλλον, διότι την ευχαριστούσε να μένει στην οικία της, στην οποίαν κατοικούσε επί πολλά έτη. Οι προαναφερόμενες γονικές παροχές της μητέρας των διαδίκων προς τον εναγόμενο αποτελούν δωρεές, διότι υπερέβαιναν το μέτρο που επέβαλλαν οι περιστάσεις, ειδικότερα τα μόνα περιουσιακά στοιχεία ήταν τα δύο διαμερίσματα των γονικών παροχών, ο εναγόμενος είχε δύο τέκνα και εργαζόταν ως υπάλληλος σε ναυτιλιακή εταιρεία και αργότερα στην Τράπεζα citi bank και η οικονομική του κατάσταση ήταν καλή, ενώ της ενάγουσας η οικονομική κατάσταση ήταν κατώτερη και είχε και αυτή, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, δύο παιδιά. Οι δωρεές αυτές δεν επεβάλλοντο από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον της μητέρας προς τον εναγόμενο για τις φροντίδες του, καθόσον τα τέκνα έχουν νομική και ηθική υποχρέωση να φροντίζουν τους γονείς τους ως ένα ελάχιστο δείγμα της αγάπης και της ευγνωμοσύνης τους προς αυτούς και δεν πρέπει να αξιώνουν παροχές οποιουδήποτε είδους από τους γονείς για την επιβεβλημένη αγάπη και φροντίδα προς αυτούς. Επίσης οι ως άνω δωρεές δεν επεβάλλοντο για λόγους ευπρέπειας καθόσον τα περιουσιακά στοιχεία της μητέρας έπρεπε να διαμοιρασθούν στα δύο τέκνα της και να μην ευνοηθεί μονομερώς ο εναγόμενος, ο οποίος άλλωστε δεν αντιμετώπιζε έκτακτα και δύσκολα οικονομικά προβλήματα και δυσχερείς οικογενειακές καταστάσεις, ώστε να χρειάζεται τοιαύτη οικονομική ενίσχυση από τη μητέρα του. Στις γονικές αυτές παροχές προέβη η μητέρα των διαδίκων λόγω της συνεχούς πίεσης που εξασκούσε ο εναγόμενος σε αυτή, η θέση της οποίας ήταν ευαίσθητη και δύσκολη λόγω της γεροντικής της ηλικίας και των σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε, εξαιτίας των οποίων είχε ανάγκη της συμπαραστάσεώς του, ενόψει και του ότι της είχε αποκλείσει την επικοινωνία με την ενάγουσα- κόρη της για να μην έχει την εναλλακτική λύση της φροντίδας και περιποίησης και από αυτή, γεγονός που θα την έκανε να αισθάνεται άνετα και ασφαλής, αλλά να στηρίζεται αποκλειστικά και να εξαρτάται από αυτόν χωρίς άλλη εναλλακτική λύση, με αποτέλεσμα να είναι ευάλωτη ψυχολογικά στις πιέσεις του για την σε αυτόν κατάληψη των περιουσιακών της στοιχείων. Η μάρτυρας της ενάγουσας εξαδέλφη των διαδίκων με πειστικότητα και σαφήνεια κατέθεσε για τα προαναφερθέντα περιστατικά καθώς και για το ότι ο εναγόμενος μιλούσε άσχημα και δεν συμπεριφερόταν καλά στη μητέρα του, η οποία εξέφραζε τα παράπονά της στην αδελφή της- μητέρα της μάρτυρος "ότι δεν περνάει καλά και θέλει να πεθάνει", η δε κατάθεσή της αυτή δεν αντικρούεται πειστικά από τις καταθέσεις των μαρτύρων του εναγομένου. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι με τις ως άνω γονικές παροχές προσβάλλεται το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας της ενάγουσας και πρέπει να ανατραπεί η υπ' αριθμ. .../ 9-2-1994 πράξη γονικής παροχής κατά το ποσοστό που προσβάλει τη νόμιμη μοίρα της. Προκειμένου δε να εξευρεθεί το ποσοστό κατά το οποίο ανατρέπεται η δωρεά, τίθεται ως αριθμητής του κλάσματος το ποσόν που δικαιούται ο μεριδούχος και ως παρανομαστής το ποσό της δωρεάς που ανατρέπεται. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, η αξία των γονικών παροχών της μητέρας των διαδίκων, οι οποίες κατ' άρθρο 1831 παρ.2 ΑΚ προστίθενται στην κληρονομία, ανέρχεται στο ποσό των 40.104.901 δραχμών και η νόμιμη μοίρα της ενάγουσας ανέρχεται στο ποσό των (40.104.901 x 1/4 )= 10.026.255 δραχμών. Το ποσοστό δε της ανατροπής της ανωτέρω γονικής παροχής, η αξία της οποίας ανήρχετο κατά το χρόνο του θανάτου της παρέχουσας-μητέρας των διαδίκων σε 15.260.067 δραχμές ισούται με το 10.026.255/ 15.260.067= 0677234744, πλην όμως ζητείται 65,7% και δεν μπορεί να επιδικασθεί πλέον του αιτηθέντος". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ότι πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο ισχυρισμός-ένσταση από την ΑΚ 1831 παρ.2 - του ήδη αναιρεσείοντος εναγομένου, ότι οι ανωτέρω παροχές προς αυτόν από τη μητέρα του έγιναν από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον και από λόγους ευπρέπειας και να γίνει δεκτή η ένδικη- από 23.10.2000-αγωγή μέμψης άστοργης δωρεάς της αναιρεσιβλήτου. Ακολούθως δέχτηκε ως βάσιμη και κατ'ουσίαν την έφεση της αναιρεσιβλήτου κατά της εκκαλούμενης απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει αντίθετη κρίση και αφού εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και κράτησε την υπόθεση και τη δίκασε κατ'ουσίαν δέχτηκε ως βάσιμη και κατ'ουσίαν την ανωτέρω αγωγή της αναιρεσιβλήτου. 'Ετσι που έκρινε το Εφετείο σωστά τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις- ειδικότερα δε των άρθρων 1509εδ.α'και 1831 παρ.2 ΑΚ που επικαλείται η αναιρεσείουσα-ερμήνευσε και εφάρμοσε, περιέλαβε δε στην απόφασή του πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία τόσο όσον αφορά την παραδοχή της αγωγής όσο και όσον αφορά την απόρριψη της άνω ένστασης και συνεπώς οι λόγοι αναίρεσης δεύτερος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και τέταρτος από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου του ΚΠολΔ, με τους οποίους υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.
ΙΙ. Ως πράγματα, υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ.8 ΚΠολΔ, η λήψη ή μη υπόψη των οποίων από το δικαστήριο της ουσίας ιδρύει τον οικείο αναιρετικό λόγο, θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, καθώς και τα προς θεμελίωση αυτών επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά. Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων του προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης προσάπτεται από τον αναιρεσείοντα στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 8 περ.β' του άρθρου πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο απέρριψε την ένστασή του από την ΑΚ 1831 παρ.2, ότι οι ανωτέρω παροχές από τη μητέρα του προς αυτόν έγιναν από λόγους ευπρέπειας και ιδιαίτερο καθήκον, χωρίς να λάβει υπόψη και θεμελιωτικά της ένστασης αυτής περιστατικά, τα οποία επικαλέστηκε νόμιμα με τις προτάσεις του τόσο στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσο και στο Εφετείο και συγκεκριμένα α) ότι η αναιρεσίβλητη αδελφή του από το έτος 1975 έφυγε από την οικογενειακή τους στέγη και αυτός ανέλαβε, πλέον μόνος του να φροντίζει τη μητέρα του, η οποία ήταν φιλάσθενη και έπασχε από βαριάς μορφής οστεοαρθρίτιδα. Έτσι, από το έτος 1975 μέχρι και το θάνατο της μητέρας τους (1998) την φρόντιζε αποκλειστικά βοηθούμενος από τη σύζυγο του, ώστε να τύχει της αναγκαίας περίθαλψης και θεραπείας τόσο στα νοσηλευτικά κέντρα ως και στην οικία του, όπου τα τελευταία έτη ήταν κατάκοιτη παρέχοντας της τις αναγκαίες δαπάνες για τη διατροφή και τη νοσηλεία της.β) ότι συγκεκριμένα κατέβαλε το ποσό των 4.000.000 δρχ. περίπου για δύο χειρουργικές επεμβάσεις, ήτοι τοποθέτηση τεχνικής άρθρωσης και στα δύο πόδια που υποβλήθηκε η μητέρα Του κατά το χρονικό διάστημα 1-1-1987 έως 31-12-1990. γ) ότι περαιτέρω η μητέρα του είχε ανάγκη οικιακής βοηθού και κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-1987 μέχρι την 31-12-1990 δαπανούσε συνολικά για τη νοσηλεία της, τη διατροφή της και για την οικιακή βοηθό το συνολικό ποσό των 150.000 Ευρώ μηνιαίως. Από 1-1-1991 έως 31-12-1994 το ποσό των 200.000 δρχ. μηνιαίως και από 1-1-1995 μέχρι 5-7-1998 το ποσό των 240.000 δρχ. μηνιαίως.δ) ότι η αναιρεσίβλητη δυνάμει του υπ'αριθμ. .../1977 συμβολαίου του συμβ/φου Κων/νου Ροκανά απέκτησε το ακίνητο επί της οδού …αρ. …στην … και η μητέρα τους για τη συμπλήρωση του τιμήματος της αγοράς του ακινήτου αυτού κατέβαλε το ποσό των 800.000 δρχ. με την προφορική συμφωνία μεταξύ τους το ποσό αυτό να καταλογιστεί στη νόμιμη μοίρα της. ε) ότι το επίδικο ακίνητο είναι ένα διώροφο κτίσμα πολύ παλιάς κατασκευής με ημιτελή τον πρώτο όροφο, δεν διαθέτει θέρμανση, δεν έχει λουτρό και δεν υπάρχει δυνατότητα μίσθωσης αυτού. Ο ερευνώμενος αναιρετικός λόγος είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι το Εφετείο δέχτηκε ως αποδειχθέντα περιστατικά αντίθετα προς τα προεκτεθέντα και συγκεκριμένα ότι η μητέρα των διαδίκων έμενε από τα έτος 1986 με τον αναιρεσείοντα, ο οποίος και τη φρόντιζε, αλλά και ότι η αναιρεσίβλητη τη φιλοξενούσε στο σπίτι της και την επισκεπτόταν τακτικά στην οικία της εωσότου άρχισαν οι διενέξεις της με τον αναιρεσείοντα λόγω των περιουσιακών τους διαφορών, με βάση δε τα αποδειχθέντα αυτά περιστατικά δέχτηκε ότι οι παραπάνω δωρεές δεν επεβάλλοντο από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον και από λόγους ευπρέπειας και απέρριψε την άνω ένσταση.
ΙΙΙ. Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 περ.γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολόγησης εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Εξάλλου, αποδεικτικά μέσα κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.11 ΚΠολΔ δεν αποτελούν τα διαδικαστικά έγγραφα και επομένως η μη λήψη αυτών υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, δεν ιδρύει τον οικείο λόγο αναίρεσης. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 11 περίπτ. γ' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα περί της ουσιαστικής βασιμότητας της ένδικης αγωγής μέμψης άστοργης δωρεάς της αναιρεσιβλήτου, δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις και τα, ειδικότερα, μνημονευόμενα σ'αυτή αποδεικτικά μέσα, που ο αναιρεσείων επικαλέστηκε με τις προτάσεις του της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προς απόδειξη του ουσιώδους ισχυρισμού του, ότι οι ανωτέρω παροχές-δωρεές προς αυτόν από τη μητέρα του έγιναν από ιδιαίτερο καθήκον και από λόγους ευπρέπειας και συγκεκριμένα: 1) τις μαρτυρικές καταθέσεις των α) Π. Κ. και ) Δ. Π., που περιέχονται στη 1040/2001 Εισηγητική 'Εκθεση, 2) τις από 20.3.2006 προτάσεις του στον πρώτο βαθμό ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτική διαδικασία) 3)
Την υπ'αριθμ. 5870/2006 - πρωτόδικη - απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. 4)Το υπ'αρ. .../1977 συμβόλαιο πώλησης ψιλής κυριότητας ακινήτου του συμβ/φου Καλλιθέας Ροκανά Κων/νου. 5)Το υπ'αρ. .../1994 συμβόλαιο γονικής παροχής ψιλής κυριότητας της συμβ/φου Αθηνών Σωτηρίας Δούβρη. 6)Την υπ'αρ. …1994 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της συμβ/φου Αθηνών Σωτηρίας Δούβρη. 7)Το υπ'αριθμ. .../1990 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβ/φου Καλλιθέας Αικατερίνης Λαζαρίδη-Δαμιανάκη. 8)Την υπ'αριθμ. 75/1999 άδεια οικοδομής του Πολεοδομικού Γραφείου Δήμου Καλλιθέας. 9)
Την υπ'αριθμ. 6440/2000 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων). 10) Την υπ'αριθμ. 8095/2000 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική διαδικασία). 11)Την υπ'αριθμ. 4317/2001 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική διαδικασία). 12)
Την από 16-2-1987 ιατρική γνωμάτευση του Νοσηλευτικού Ιδρύματος Μ.Τ.Σ. 13)Την από 25-8-1993 βεβαίωση της Υπηρεσίας Εντελλομ. Εξόδων Νοσηλειών Πειραιά. 14)
Την από 25-9-1996 βεβαίωση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. 15)
Αντίγραφα εκκαθαριστικών σημειωμάτων συντάξεων. 16) Την υπ'αριθμ. 1257/1994 ατομική ειδοποίηση χρεών της ΔΟΥ Α' Καλλιθέας. 17)
Το υπ'αριθμ. 7824398/1993 διπλότυπο είσπραξης ποσού δρχ. 15.742 της ΔΟΥ Α' Καλλιθέας. 18)Το υπ'αριθμ. 7824399/1993 διπλότυπο είσπραξης ποσού δρχ. 24.391 της ΔΟΥ Α' Καλλιθέας. 19) Το υπ'αριθμ.7825213/1994 διπλότυπο είσπραξης ποσού δρχ. 563.430 της ΔΟΥ Α' Καλλιθέας. 20) Αποδείξεις ιατρικές για νοσηλείες Σ…Κ…. 21) Αντίγραφα καταστάσεων Συνεταιρισμού Στέγασης Υπαλλήλων Εθνικής Τραπέζης Ελλάδος Σ...Κ… 22) Αντίγραφα βιβλιαρίου υγείας No 4-Νο 80 23)
Αντίγραφα βιβλιαρίου υγείας No 51-No 59 24)Ιστορικό Νοσηλείας, και 25)
Εντολή εξετάσεων Νοσηλευτικού Ιδρύματος Μ.Τ.Σ. Ο ερευνώμενος αυτός αναιρετικός λόγος, ως προς τα με αριθμούς 2 και 3 ανωτέρω στοιχεία-ήτοι, τις από 20.3.2006 προτάσεις ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της 5870/2002 απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου- πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, ως απαράδεκτος, διότι η μη λήψη αυτών από το πιο πάνω Δικαστήριο δεν ιδρύει τον αναιρετικό αυτό λόγο, αφού δεν πρόκειται για αποδεικτικά μέσα κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.11 ΚΠολΔ, αλλά για διαδικαστικά έγγραφα. Σε κάθε πάντως περίπτωση ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι στο σύνολό του αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, αφού, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το πιο πάνω Δικαστήριο ως αποδεικνυόμενα αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων αποδείχθηκαν, μεταξύ άλλων και "από την επανεκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων που περιέχονται στην υπ'αριθμ. 1040/2001 εισηγητική έκθεση, καθώς και από όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα" σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι στο αιτιολογικό της απόφασης δεν υπάρχει κανένα απολύτως στοιχείο από το οποίο να μπορεί να δημιουργηθεί αμφιβολία για το αν το Εφετείο έλαβε υπόψη του και τα παραπάνω έγγραφα, δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία, ότι το εν λόγω Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα αποδεικτικά αυτά μέσα, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να κάνει ειδική μνεία ή χωριστή αξιολόγηση του καθενός.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 30.7.2012 αίτηση του Ι. Κ. του Γ. για αναίρεση της 2654/2011 απόφασής του Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Φεβρουαρίου 2014.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Μαρτίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή