Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 294 / 2015    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ηθική αυτουργία, Ψευδορκία μάρτυρα.




Περίληψη:
Ψευδορκία μάρτυρα- Ηθική Αυτουργία σε Ψ.Μ.
Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου.
Βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1. στοιχ. Η' του ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης, ως προς αναστολή και μετατροπή αντίστοιχα της επιβληθείσας ποινής, που παρέλειψε να κάνει το δευτεροβάθμιο δικαστήριο.




ΑΡΙΘΜΟΣ 294/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Χρυσούλα Παρασκευά (σύμφωνα με την υπ' αριθμό 48/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) ’. Τ. του Π. και 2) Τ. (Ι.) Κ. Κ. του Γ., ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Μαρκουλάκο, περί αναιρέσεως της 1763/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και με πολιτικώς ενάγοντα τον Β. Γ. του Γ. ως δικαστικό συμπαραστάτη του Ι. Γ. του Ε., κάτοικος ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Κολιούση.

Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 15 Σεπτεμβρίου 2014 και 12 Σεπτεμβρίου 2014 δύο χωριστές αιτήσεις τους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 949/2014.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, να ανασταλεί η ποινή φυλάκισης των δύο ετών ως προς την πρώτη αναιρεσείουσα για τρία έτη και να μετατραπεί η ποινή φυλάκισης των δύο ετών ως προς τον δεύτερο αναιρεσείοντα προς δέκα ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης, να απορριφθούν κατά τα λοιπά οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ.1, 2 του ΠΚ, που ορίζει ότι "όποιος ως διάδικος σε πολιτική δίκη δίνει εν γνώση του ψευδή όρκο, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέμματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια", προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρος, το οποίο είναι διαζευκτικώς (ή υπαλλακτικώς) μικτό πραγματώνεται με πλείονες τρόπους στην ίδια κατάθεση (θετική ψευδής κατάθεση, απόκρυψη, άρνηση), μπορεί δηλαδή να συντελεσθεί είτε με καθένα ξεχωριστά από τους στην άνω διάταξη οριζόμενους τρόπους, είτε και με όλους μαζί οι οποίοι μπορεί να συντρέχουν, γιατί αποτελούν εκφάνσεις της ίδιας εγκληματικής δράσεως, απαιτείται αφενός ο μάρτυρας να καταθέσει ενόρκως ενώπιον αρμοδίας αρχής ή δικαστηρίου ψευδή γεγονότα και όχι κρίσεις και αφετέρου ο μάρτυρας να γνωρίζει την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, είναι δε αδιάφορος ο σκοπός που επεδίωκε ή αν θα μπορούσε να επέλθει βλάβη ή όφελος από την ψευδορκία αυτή. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ.1 περ. α του ΠΚ, " με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται και όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας, απαιτείται αντικειμενικώς μεν πρόκληση και παραγωγή στον άλλον της αποφάσεως για τη διάπραξη ορισμένου εγκλήματος που μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο, όπως με προτροπές και παρακλήσεις, που έγιναν με πίεση, πειθώ ή φορτικότητα, υποκειμενικά δε δόλος που συνίσταται στη γνώση και τη θέληση των στοιχείων της πράξεως. Για τη θεμελίωση των εγκλημάτων της ψευδορκίας μάρτυρα και της κατ' άρθρο 46 ΠΚ ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία, απαιτείται και άμεσος δόλος. Ειδικά, όταν για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος ο νόμος απαιτεί να έχει τελεστεί η πράξη εν γνώσει ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή με σκοπό επελεύσεως ορισμένου εγκληματικού αποτελέσματος (υπερχειλής δόλος), η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς με παράθεση περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή ή το σκοπό επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος, αλλιώς υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, ως προς την ύπαρξη του στοιχείου αυτού και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Έτσι, για το αξιόποινο των πράξεων της ψευδορκίας μάρτυρος και της ηθικής αυτουργίας σε αυτή, απαιτούνται και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού, ή ο σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή και στον πρόσθετο σκοπό, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τόσο την γνώση, όσο και το σκοπό, διαφορετικά η απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με την γνώση, περιστατικών.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η αιτιολογία τέλος της καταδικαστικής απόφασης, παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη με αριθμό με αριθμό 1763/2014 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, καταδικάσθηκαν σε δεύτερο βαθμό, η πρώτη αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, για τη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα σε πολιτικό δικαστήριο και ο δεύτερος κατηγορούμενος σύζυγος της πρώτης, για ηθική αυτουργία στην άνω ψευδορκία της πρώτης, σε ποινή φυλακίσεως δύο ετών ο καθένας, μη μετατραπείσα σε χρηματική, ούτε ανασταλείσα επί τριετία. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής δέχθηκε το άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ότι από τα μνημονευόμενα κατ' είδος, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή αντιγραφή: Από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του δικαστηρίου, τα έγγραφα που αναγνώστηκαν καθώς και από την όλη αποδεικτική διαδικασία και την εν γένει συζήτηση της υπόθεσης αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο Ι. Γ. του Ε. πάσχει από σχιζοφρενική ψύχωση και το έτος 1979 σκότωσε τη μητέρα του στην οικία τους επί της οδού ... στη ... . Δυνάμει της υπ' αριθμό 3523/1979 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο ανωτέρω Ι. Γ. τέθηκε σε δικαστική απαγόρευση και ορίστηκε επίτροπος αυτού ο πατέρας του Ε. Γ.. Για την προαναφερόμενη ανθρωποκτονία, με το υπ' αριθμό 2057/1979 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, επειδή κρίθηκε ότι δεν είχε ικανότητα προς καταλογισμό, απαλλάχθηκε κάθε κατηγορίας και διατάχθηκε ο εγκλεισμός του στο Δημόσιο Ψυχιατρείο Αθηνών, διότι κρίθηκε ιδιαίτερα επικίνδυνος. Έκτοτε νοσηλευόταν σε διάφορα ψυχιατρικά καταστήματα. Στις 11-5-1989 στην ανωτέρω οικία σκότωσε τον πατέρα του και τη μητριά του. Με το υπ' αριθμό 927/1990 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας κατά συρροή και της οπλοχρησίας και διατάχθηκε ο εγκλεισμός του στο Δημόσιο Ψυχιατρείο Αθηνών και η φύλαξή του σ' αυτό ως επικίνδυνου για τη δημόσια ασφάλεια. Μετά το έγκλημα η ως άνω οικία σφραγίστηκε από την αρμόδια αστυνομική αρχή και διατάχθηκε η αποσφράγισή της με την υπ' αριθμό 443/5-12-1989 απόφαση του Ειρηνοδικείου Κρωπίας, η οποία εκδόθηκε μετά από σχετική αίτηση του Ν. Γ. του Ρ., ο οποίος ορίσθηκε ως προσωρινός επίτροπος του δικαστικά απαγορευμένου δυνάμει της υπ' αριθμό 592/3-7-1989 διάταξης του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και ως οριστικός επίτροπος με την υπ' αριθμό 2805/1990 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σε αντικατάσταση δε αυτού ορίσθηκε επίτροπος του δικαστικά απαγορευμένου η θεία του Ε. Μ.. Η τελευταία αντικαταστάθηκε με την υπ' αριθμό 6217/2001 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ορίσθηκε επίτροπος του δικαστικά απαγορευμένου και ήδη συμπαραστατούμενου Ι. Γ. ο εξάδελφος αυτού Β. Γ. του Γ.. Μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων που περιήλθαν στον Ι. Γ. λόγω κληρονομίας είναι και η ανωτέρω οικία μαζί με το οικόπεδό της έκτασης 901,68 τετραγωνικών μέτρων. Το μήνα Μάιο του έτους 2007 ο δεύτερος κατηγορούμενος, που είναι δικηγόρος, άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 27-5-2007 και υπ' αύξ. αριθμ. κατάθ. 5407/29-5-2007 αγωγή του κατά του Ι. Γ. του Ε., με την οποία, αφού επικαλέστηκε ότι ο πατέρας του Γ. Κ. αγόρασε για λογαριασμό του, βάσει γενικού πληρεξούσιου εγγράφου, από τον Ε. Γ. την ως άνω οικία με το οικόπεδό της δυνάμει του από 2-2-1987 ιδιωτικού συμφωνητικού, καθώς και ότι έκτοτε και μέχρι την άσκηση της αγωγής ασκούσε στο εν λόγω ακίνητο πράξεις νομής με διάνοια κυρίου, ζήτησε να αναγνωρισθεί κύριος του επίδικου ακινήτου, να καταδικασθεί ο εναγόμενος σε δήλωση βούλησης προς μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου σ' αυτόν και να διαταχθεί η μεταγραφή της δήλωσης αυτής και της εκδοθησόμενης απόφασης στη μερίδα του στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου - Κτηματολογικού Γραφείου Κορωπίου. Επί της αγωγής αυτής, κατά τη συζήτηση της οποίας δεν παρέστη ο εναγόμενος, ο οποίος είχε κληθεί ως άγνωστης διαμονής, εκδόθηκε η υπ' αριθμό 2651/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ο ενάγων και τώρα δεύτερος κατηγορούμενος αναγνωρίσθηκε κύριος του προαναφερόμενου ακινήτου. Κατά τη συζήτηση της αγωγής, που έγινε στις 4-12-2007, εξετάσθηκε ενόρκως ως μάρτυρας απόδειξης η πρώτη κατηγορούμενη ’. Τ., σύζυγος του δεύτερου κατηγορούμενου, η οποία κατέθεσε σε ερώτηση μελών του Δικαστηρίου, πώς απέκτησε ο σύζυγός της το ακίνητο και πώς το εκμεταλλεύθηκε από το 1987 και μετά ότι "... Αυτό είχε γίνει μία αγοραπωλησία προφορική με τον πεθερό μου ... Γύρω στο 85, κάπου εκεί ... Ως αποθήκες ... και οι δύο το νεμότανε, αυτό το ξέρω ... έχουν πράγματά τους μέσα, έμεναν τα καλοκαίρια, αυτό ... τον γνώρισα γιατί πήγαινε σε αυτό το οικόπεδο και εγώ μένω παραπέρα ... εγώ σαν γειτόνισσα ήξερα ότι είναι ιδιοκτήτες ...". Δηλαδή η δεύτερη εναγομένη κατέθεσε επιβεβαιώνοντας την ιστορική βάση της αγωγής του δεύτερου κατηγορούμενου συζύγου της ότι με προφορική συμφωνία αγόρασε το επίδικο ακίνητο ο πεθερός της Γ. Κ. το έτος 1985 και ότι έκτοτε νέμονταν αυτό και οι δύο, ο σύζυγος και ο πεθερός της, ότι είχαν πράγματα μέσα σ' αυτό, ότι πήγαιναν τα καλοκαίρια, ότι σαν γειτόνισσα ήξερε ότι είναι ιδιοκτήτες και ότι γνώρισε το σύζυγό της γιατί πήγαινε σε αυτό το οικόπεδο και ότι η ίδια μένει παραπέρα. Όμως τα όλα τα ανωτέρω κατατεθέντα από την πρώτη κατηγορούμενη ως μάρτυρα στην πολιτική δίκη είναι ψευδή και τα κατέθεσε με δόλο και εν γνώσει της αναληθείας τους, η δε γνώση της προκύπτει από τα εξής γεγονότα : 1) η ίδια αγόρασε οικόπεδο στην άνω περιοχή, γειτονικό με το επίμαχο, στις 5-4-2000, ενώ πριν την αγορά αυτού δεν είχε καμία σχέση με τη συγκεκριμένη περιοχή, 2) παντρεύτηκε με το δεύτερο κατηγορούμενο το έτος 2007, τον οποίο κατά τους ισχυρισμούς της είδε για πρώτη φορά, όταν έκτιζε στο οικόπεδό της και μετά τον ξαναείδε το έτος 2005, 3) ο πατέρας του δεύτερου κατηγορούμενου (πεθερός της) αποβίωσε στις 19-12-1997 και ως εκ τούτου δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ότι νέμονταν το επίμαχο ακίνητο και οι δύο και ότι πήγαιναν τα καλοκαίρια μετά την 19-12-1997 και 4) μέχρι την 11-5-1989, που έλαβε χώρα η προαναφερόμενη διπλή δολοφονία, διέμεναν στην ανωτέρω οικία ο πατέρας και η μητριά του Ι. Γ. αλλά και ο τελευταίος κατά τα διαστήματα που δεν νοσηλευόταν, μετά δε το έγκλημα η οικία σφραγίσθηκε από την αστυνομική αρχή και αποσφραγίστηκε το μήνα Δεκέμβριο του 1989. Από αυτά αποδεικνύεται με σαφήνεια ότι καταθέτοντας η πρώτη κατηγορούμενη ότι, ως γειτόνισσα, ήξερε ότι είναι ιδιοκτήτες του επίμαχου ακινήτου ο σύζυγός της και ο πατέρας αυτού, ο οποίος το αγόρασε με προφορική συμφωνία το έτος 1985 και ότι έκτοτε και μέχρι την άσκηση της ως άνω αγωγής (δηλαδή το έτος 2007) αυτοί ασκούσαν πράξεις νομής στο εν λόγω ακίνητο, γνώριζε ότι όλα αυτά είναι ψευδή και τα κατέθεσε με δόλο και εν γνώσει της αναληθείας τους, προκειμένου η πολιτική δίκη να αποβεί υπέρ του ενάγοντος συζύγου της. Περαιτέρω ο δεύτερος κατηγορούμενος, προκειμένου να αποδείξει ότι απέκτησε κυριότητα επί του ως άνω ακινήτου, από δόλο προκάλεσε την απόφαση στην πρώτη κατηγορούμενη σύζυγό του να καταθέσει τα προαναφερόμενα ψευδή γεγονότα, όπως και έγινε, ασκώντας την επιρροή που είχε πάνω σ' αυτήν ως σύζυγός της και ενεργώντας με φορτικότητα, πειθώ, προτροπές και παραινέσεις, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή του, πράγμα που πέτυχε, για να καρπωθούν στη συνέχεια μαζί το συγκεκριμένο οικόπεδο. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι η πρώτη κατηγορούμενη κατά την απολογία της στο πρωτόδικο ποινικό δικαστήριο παραδέχθηκε ότι της είπε ο σύζυγός της να πει όσα κατέθεσε στο πολιτικό δικαστήριο, ο δε ισχυρισμός της στην ίδια απολογία, ότι πίστευε ότι αυτά είναι αληθινά, δεν κρίνεται πειστικός, γιατί αναιρείται από τα προαναφερόμενα στοιχεία. Κατόπιν όσων προαναφέρθηκαν πληρούται κατά την κρίση του δικαστηρίου η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της ψευδορκίας μάρτυρα και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα και πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι η πρώτη κατηγορούμενη ’. Τ. του Π. του πρώτου εγκλήματος και ο δεύτερος κατηγορούμενος Τ. Κ. Κ., του δευτέρου εγκλήματος, όπως ειδικότερα στο διατακτικό".
Με αυτά που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη με αρ. 1763/2014 απόφασή του, την κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως, για την οποία καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 46 παρ. 1 α' και 224 παρ.2, 227 παρ.1 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, επιλεκτική ή αντιφατική αιτιολογία και δε στερείται η απόφαση νόμιμης βάσης.
Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων: α) αιτιολογείται επαρκώς ο άμεσος δόλος των κατηγορουμένων και δη αναφέρονται τα ψευδή γεγονότα που κατατέθηκαν στο πολιτικό δικαστήριο και αναφέρεται η γνώση των κατηγορουμένων για τα ψευδή γεγονότα που η από αυτούς φυσική αυτουργός ως μάρτυρας κατέθεσαν ενόρκως ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όπου εκδικαζόταν αγωγή αναγνωρίσεως κυριότητας ακινήτου του δευτέρου τούτων ηθικού αυτουργού και συζύγου αυτής, δικηγόρου, κατά του πολιτικώς ενάγοντος Ι. Γ., αναφέρονται εκτενώς ποία ήσαν τα αληθή, αιτιολογείται ειδικά και ο δόλος αυτών με την αναφορά ότι πρόθεσή τους ήταν με αυτά που κατατέθηκαν να παραπλανήσουν το άνω αστικό δικαστήριο, το οποίο και εξέδωσε τη με αρ. 2651/2008 απόφασή του υπέρ του ενάγοντος ηθικού αυτουργού, β) αναφέρεται στο αιτιολογικό επαρκώς και εμπεριστατωμένα και χωρίς αντιφάσεις ο τρόπος και τα μέσα που ο δεύτερος κατηγορούμενος, δικηγόρος, ως ηθικός αυτουργός, χρησιμοποίησε και με τα οποία προκάλεσε στη συγκατηγορουμένη του ως άνω προταθείσα μάρτυρα - σύζυγό του ως ενάγων στην αστική εμπράγματη δίκη, την απόφαση να προβεί στην ανωτέρω ψευδή κατάθεση, με φορτικότητα, πειθώ, προτροπές και παραινέσεις, για να καρπωθούν στη συνέχεια μαζί το συγκεκριμένο ακίνητο που ανήκε στον αγνώστου διαμονής ψυχασθενή εναγόμενο, που παρέστη ως πολιτικώς ενάγων με διορισμένο δικαστικό συμπαραστάτη, γ) αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος ηθικός αυτουργός, όπως και η κατηγορουμένη μάρτυρας γνώριζαν, από άμεση ιδία αντίληψη, τα αντίθετα προς τα ψευδή κατατεθέντα αληθή γεγονότα σχετικά με τις πράξεις νομής, που είχαν έννομη επιρροή στην παραπάνω εμπράγματη διαφορά και δεν ήταν αναγκαία η παράθεση άλλων σχετικών με τη γνώση περιστατικών. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις των αναιρεσειόντων συνιστούν αμφισβήτηση της ουσίας των άνω παραδοχών του Εφετείου, ήτοι ανεπίτρεπτη προσβολή της περί τα πράγματα ανέλεγκτης κρίσεως του δικαστηρίου της ουσίας και ως εκ τούτου είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος είναι μεν διάδικος κατά την ποινική διαδικασία, είναι όμως και βασικός μάρτυρας κατηγορίας, δεν αποτελεί ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου και συνιστά μαρτυρία, δεν είναι δε αναγκαίο, ως τέτοια, να μνημονεύεται ειδικά στην αιτιολογία, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, ειδικότερα όταν προκύπτει με βεβαιότητα, από το όλο περιεχόμενο αυτής (αιτιολογίας), ότι λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο και η κατάθεσή του. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της δίκης προκύπτει ότι εξετάστηκε στο ακροατήριο ενόρκως μία μάρτυρας κατηγορίας (Ε. Μ.) και ανωμοτί ως πολιτικώς ενάγων ο μάρτυρας κατηγορίας Β. Γ., από δε την αναφορά στο προοίμιο του προπαρατεθέντος αιτιολογικού ότι " από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο ...", χωρίς αναφορά και στην κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, δε συνάγεται ότι δεν συνεκτιμήθηκε και η τελευταία, αντίθετα προκύπτει με βεβαιότητα, ιδία από τη χρήση πληθυντικού αριθμού, ότι το Πενταμελές Εφετείο κατέληξε στην καταδικαστική για τους κατηγορούμενους κρίση του, αφού συνεκτίμησε, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, και την ανωμοτί κατάθεση του ως μάρτυρος κατηγορίας εξετασθέντος πολιτικώς ενάγοντος Β. Γ., ανεξαρτήτως του ότι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η κατάθεση αυτή του πολιτικώς ενάγοντος δεν ήταν αναγκαίο να μνημονεύεται, ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, ειδικά στην αιτιολογία της αποφάσεως, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο.
Επομένως, οι συναφείς, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε '(κατ' εκτίμηση) του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως των κρινόμενων δύο αιτήσεων, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως και για εκ πλαγίου παράβαση και στέρηση νόμιμης βάσης, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ, 2, 358, 364 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η συνεκτίμηση από το δικαστήριο, ως αποδεικτικού μέσου, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να προβεί σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Το περιεχόμενο του εγγράφου δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, είναι, όμως, αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία από τα οποία προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιό έγγραφο αναγνώσθηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και, έτσι, δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενό του (κατά το άρθρο 358 ΚΠΔ). Διαφορετικά, αν δηλαδή η ταυτότητα του εγγράφου δεν προσδιορίζεται επαρκώς, υπάρχει η ίδια ακυρότητα. Διαφορετικό είναι το ζήτημα εάν από την αόριστη αναφορά της ταυτότητας ενός εγγράφου που αναγνώσθηκε δημιουργείται ασάφεια στο αιτιολογικό της αποφάσεως, ως προς το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του το έγγραφο αυτό που αναγνώσθηκε και αν στήριξε ή όχι σ' αυτό την κρίση του, οπότε όμως δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες, με σχετικό, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και Δ' ΚΠΔ, λόγο της αιτήσεώς τους, προβάλουν και ότι από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο για στήριξη της απόφασης περί ενοχής τους, λήφθηκαν υπόψη έγγραφα και δη α) "δύο αποκόμματα εφημερίδων, όπου φαίνεται δημοσίευση περίληψης δικογράφου, που επιδόθηκε με την έκθεση επιδόσεως του δικ. επιμελητή", χωρίς να αναφέρεται ούτε ο τίτλος των εφημερίδων, ούτε η χρονολογία τους, ούτε οποιοδήποτε στοιχείο προσδιοριστικό του περιεχόμενου του δικογράφου και β) "επισκοπήθηκαν 9 φωτογραφίες φωτοτυπημένες", χωρίς να αναφέρονται, ούτε οι χρονολογίες λήψεως των φωτογραφιών, ούτε τα εικονιζόμενα σ'αυτές πρόσωπα ή αντικείμενα, ούτε κάποιο άλλο στοιχείο ικανό για προσδιορισμό του περιεχομένου τους και χωρίς να γίνεται μνεία περί επιδείξεως αυτών σε όλους τους παράγοντες της δίκης.
Και οι ταυτόσημοι λόγοι αυτοί των κρινόμενων δύο αιτήσεων, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, γιατί η ταυτότητα των ως άνω εφημερίδων και φωτογραφιών προσδιορίζεται επαρκώς, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποία επακριβώς έγγραφα και φωτογραφίες πρόκειται, οι δε αναιρεσείοντες, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της δευτεροβάθμιας δίκης, δεν πρόβαλαν καμιά αντίρρηση για την ανάγνωση των εγγράφων αυτών ή την επισκόπηση των φωτογραφιών, από δε τη δημόσια ανάγνωση και επισκόπηση αντίστοιχα αυτών στο ακροατήριο, ο παριστάμενος εξουσιοδοτημένος συνήγορος των κατηγορουμένων έλαβε πλήρη γνώση αυτών και μπορούσε να εκθέσει τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του, σχετικές προς το περιεχόμενό τους, ασκώντας τα από το άρθρο 358 ΚΠΔ δικαιώματά του, τα οποία ουδόλως παραβιάστηκαν. Όσον αφορά τις φωτογραφίες στην ποινική δίκη, αυτές δεν αναγιγνώσκονται κατά κυριολεξία, αλλά γίνεται επισκόπησή τους από τους παράγοντες της δίκης προς τους οποίους επιδεικνύονται για τον σκοπό αυτόν από τον διευθύνοντα τη συζήτηση. Έτσι, όταν στα με αρ. 1763/2014 πρακτικά της δίκης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών αναγράφεται απλώς ότι επισκοπήθηκαν φωτογραφίες, η αναγραφή αυτή γίνεται με την έννοια της επισκοπήσεως αυτών από όλους τους παράγοντες της δίκης μετά προηγούμενη επίδειξή τους εκ μέρους του διευθύνοντος τη συζήτηση της υποθέσεως.
Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ συναφής λόγος αναιρέσεως των δύο αναιρεσειόντων, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Τέλος, κατά μεν το άρθρο 470 εδ. α' του ΚΠΔ, στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάστηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του, ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται, κατά δε το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ίδιου Κώδικα, λόγο αναίρεσης εναντίον απόφασης ποινικού δικαστηρίου συνιστά η υπέρβαση εξουσίας, τέτοια δε περίπτωση αποτελεί, εκτός άλλων, και η χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου, όπως όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν ανέστειλεν επιβληθείσα ποινή ή όταν δεν μετέτρεψε σε χρηματική τη στερητική της ελευθερίας ποινής που επέβαλε στον κατηγορούμενο, πράγμα που είχε πράξει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, σε σχέση με την ποινή που επέβαλε σε αυτόν για την ίδια πράξη, ακόμη και αν η μετατροπή αυτή δεν ήταν επιτρεπτή κατά νόμο (άρθρο 82 του ΠΚ). Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε πρώτο βαθμό, επέβαλε στους δύο αναιρεσείοντες με τη με αρ. 1433/2013 απόφασή του, όπως προκύπτει από αυτή, ποινή φυλάκισης δύο ετών σε καθένα κατηγορούμενο, την οποία αφενός ανέστειλεν επί τριετία, όσον αφορά την κατηγορουμένη ’. Τ. και αφετέρου μετέτρεψε προς 10 ευρώ για κάθε ημέρα, όσον αφορά τον κατηγορούμενο Τ. Κ., στη δε αναστολή και στη μετατροπή αυτή αντίστοιχα, όφειλε να προβεί και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, σε σχέση με την ισόχρονη ποινή που επέβαλε για την ίδια πράξη στους δύο κατηγορουμένους, και χωρίς σχετικό αίτημα των κατηγορουμένων, αφού επιλήφθηκε κατόπιν εφέσεων των κατηγορουμένων, χωρίς έφεση του εισαγγελέα, πράγμα που δεν έκανε, με αποτέλεσμα να υποπέσει στην παραπάνω από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠΔ πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας, που αποδίδεται με σχετικό λόγο των κρινόμενων αιτήσεων αναίρεσης, οι οποίοι, συνεπώς, είναι βάσιμοι. Συνακόλουθα, πρέπει να αναιρεθεί, κατά το σχετικό μέρος της αυτό, η προσβαλλόμενη απόφαση και να διαταχθεί από αυτό το δικαστήριο, η αναστολή της ποινής φυλάκισης των δύο ετών, κατ' άρθρο 99 ΠΚ, όσον αφορά την πρώτη αναιρεσείουσα, χωρίς να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά τούτο για νέα συζήτηση, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 517 παρ. 2 του ΚΠΔ, αφού δεν απαιτείται έρευνα και βεβαίωση πραγματικών γεγονότων, δεδομένου ότι για όλα αυτά έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έχει αναστείλει την ποινή. Αντίθετα, όσον αφορά το δεύτερο αναιρεσείοντα, πρέπει κατ' άρθρο 519 ΚΠΔ, να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως, είναι δυνατή, για να κρίνει περί αναστολής ή μετατροπής της επιβληθείσας από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στον εκκαλούντα κατηγορούμενο Τ. Κ., ποινής φυλακίσεως των δύο ετών, για νέα συζήτηση, κατά τα άρθρα 99 ή 82 του ΠΚ, αφού για τούτο απαιτείται από το δικαστήριο της ουσίας έρευνα και βεβαίωση πραγματικών γεγονότων τυχόν μη αναστολής ή προσδιορισμού του ύψους του ποσού της μετατροπής.
Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθούν κατά τα λοιπά οι κρινόμενες δύο αιτήσεις αναιρέσεως.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει, όπως στο σκεπτικό της παρούσας, την προσβαλλόμενη με αρ. 1763/2014 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Αναστέλλει την, με την παραπάνω με αρ. 1763/2014 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, επιβληθείσα στην πρώτη κατηγορουμένη- αναιρεσείουσα ’. Τ. του Π., για την ψευδορκία μάρτυρος, ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, για τρία έτη.
Παραπέμπει την υπόθεση, ως προς το δεύτερο των αναιρεσειόντων κατηγορούμενο Τ. Κ. του Γ., στο άνω ίδιο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, για να κριθεί μόνον ως προς το ζήτημα της αναστολής ή της μετατροπής της επιβληθείσας σε αυτόν, με την παραπάνω με αρ. 1763/2014 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, αμετάκλητα πλέον, ποινής φυλακίσεως των δύο (2) ετών και τυχόν προσδιορισμό του ποσού της μετατροπής σε περίπτωση μη αναστολής της ποινής.
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, τις από 15-12-2014 και από 12-12-2014 αντίστοιχες αιτήσεις της ’. Τ. του Π. και του Τ. (Ι.) Κ. Κ. του Γ., για αναίρεση της ίδιας με αρ. 1763/2014 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Μαρτίου 2015.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Μαρτίου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή