Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1423 / 2012    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Υπεξαίρεση.




Περίληψη:
Υπεξαίρεση ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από εντολοδόχο-Δικηγόρο. ’ρθρο 375 παρ. 1 α, β, 2 α ΠΚ. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Β ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και έλλειψη ακρόασης, όσον αφορά την απόρριψη υποβληθέντων από την αναιρεσείουσα-κατηγ/νη δικηγόρο δύο αιτημάτων αναβολής της δίκης.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1423/2012

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο,- Εισηγητή, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2012, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Δασούλα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Α. Λ. του Σ., κατοίκου ..., η οποία παρέστη αυτοπροσώπως λόγω και της ιδιότητός της ως δικηγόρου, περί αναιρέσεως της 2444,2445/2011 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντα: Θ. Κ. του Ε., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Πλάτωνα Νιάδη.

Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Φεβρουαρίου 2012 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 278/12.
Αφού άκουσε
Την αναιρεσείουσα με την ιδιότητά της ως δικηγόρου και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του πολιτικώς ενάγοντος, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, αναφέρονται σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με βάση τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα απ' αυτά χωριστά. Το ποινικό δικαστήριο, οφείλει να απαντήσει και περαιτέρω να αιτιολογήσει ειδικώς και την παραδοχή ή την απόρριψη ενός αυτοτελούς ισχυρισ΅ού, ΅όνο όμως όταν έχει υποβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισ΅ένο, δηλαδή, αν αναφέρονται από τον κατηγορού΅ενο ή το συνήγορό του τα πραγ΅ατικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νό΅ο θε΅ελίωσή του, αλλιώς είναι απαράδεκτος ως αόριστος, οπότε δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή του. Αν έγινε προβολή ή όχι και δη παραδεκτά, προκύπτει αποκλειστικά από τα πρακτικά του δικαστηρίου, που κατ' άρθρο 142 παρ. 3 του ΚΠΔ, αποδεικνύουν όλα όσα αναγράφονται σε αυτά ΅έχρι να διορθωθούν ΅ε τη νό΅ι΅η διαδικασία ή ωσότου προσβληθούν για πλαστότητα.
Επίσης, η παρε΅πίπτουσα απόφαση του δικαστηρίου που απορρίπτει αίτηση του εκκαλούντος-κατηγορου΅ένου περί αναβολής της δίκης, λόγω σημαντικών αιτίων, κατά το άρθρο 349 του ΚΠΔ ή για κρείσσονες αποδείξεις, κατά το άρθρο 352 ΚΠΔ, πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογη΅ένη, παρά το ότι η παραδοχή ή απόρριψη μιας τέτοιας αιτήσεως έχει αφεθεί στη διακριτική και ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, δηλαδή πρέπει η απόφαση να αναφέρει στο αιτιολογικό της τα αποδεικτικά ΅έσα που εκτι΅ήθηκαν, τα πραγ΅ατικά περιστατικά που προέκυψαν και τις σκέψεις, βάσει των οποίων το δικαστήριο κατέληξε στην απορριπτική της αιτήσεως αυτής κρίση του .
Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 349 παρ.1 και 4 του ΚΠΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο εκδικάσεως της προκειμένης υποθέσεως(23-11-2011), με την αντικατάστασή του με το άρθρο 20 του ν. 3904/2010 και προ της τροποποίησής του με το άρθρο 33 του ν. 4055/2012, προκύπτει ότι το δικαστήριο μετά από πρόταση του Εισαγγελέα ή και αυτεπάγγελτα, "μπορεί να διατάξει την αναβολή της δίκης για λόγους ανώτερης βίας, με αίτημα δε κάποιου από τους διαδίκους, μία μόνο φορά, για σοβαρούς λόγους υγείας ή λόγους ανώτερης βίας. Δεύτερη αναβολή μπορεί να δοθεί για τους ίδιους ως άνω λόγους και σύμφωνα με τους άνω όρους. Κάθε άλλη αναβολή απαγορεύεται και το δικαστήριο μπορεί μόνο να διατάξει την διακοπή της δίκης ή της συνεδρίασης για δεκαπέντε το πολύ ημέρες και μέχρι δύο φορές".
Επίσης, κατ' άρθρο 352 παρ.3 του ΚΠΔ, ορίζεται ότι "αν το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται νέες αποδείξεις, μπορεί να αναβάλει τη συζήτηση της υπόθεσης, εφαρμόζοντας ανάλογα τις διατάξεις της παρ.2 του άρθρου αυτού".
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης 2444,2445/2011 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτουν τα εξής: Μετά την εκφώνηση της υποθέσεως και του ονόματος της κατηγορουμένης, που βρέθηκε απούσα, εμφανίστηκε στο ακροατήριο ο δικηγόρος Χρήστος Τσιάρας, ο οποίος προσκόμισε την από 22-11-2011 δήλωση κωλύματος της κατηγορουμένης δικηγόρου, την οποία ανέγνωσε ο Πρόεδρος δημόσια στο ακροατήριο, και δήλωσε ότι βάσει της από 22-11-2011 εξουσιοδοτήσεως της κατηγορουμένης προς αυτόν, παρίσταται σήμερα στο ακροατήριο για να υποστηρίξει αίτημα αναβολής λόγω κωλύματος στο πρόσωπο της κατηγορουμένης, η οποία βρίσκεται για άλλη προγραμματισμένη υπόθεση πελάτη της στην Αθήνα και συγκεκριμένα ενώπιον της Ανακρίτριας 19 ου Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών.
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά απορριπτική εισαγγελική πρόταση απέρριψε το παραπάνω αίτημα αναβολής, με το εξής αιτιολογικό: "Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 349 παρ.1 ΚΠοινΔικ, το δικαστήριο, μετά από πρόταση του εισαγγελέα ή αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως, μπορεί να διατάξει την αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια που προσδιορίζονται ειδικά στην απόφαση. Μπορεί επίσης να διατάξει τη διακοπή της δίκης ή της συνεδρίασης για το λόγο αυτόν έως δεκαπέντε το πολύ ημέρες και μέχρι δύο φορές. Δεύτερη αναβολή μπορεί να διαταχθεί μόνον εφόσον βεβαιώνεται αιτιολογημένα στην απόφαση ότι δε μπορεί να αντιμετωπισθεί το σημαντικό αίτιο με τη διακοπή. Κάθε άλλη αναβολή απαγορεύεται. Επιτρέπεται σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις, μόνον αν το δικαστήριο κρίνει με ειδική αιτιολογία ότι είναι αδύνατη η διεξαγωγή της δίκης. Οι λόγοι αυτοί πρέπει να εκτίθενται αναλυτικά και αιτιολογημένα στην απόφαση της αναβολής.
Στη προκειμένη περίπτωση η αναγνωσθείσα πιο πάνω δήλωση της κατηγορουμένης δικηγόρου, δε συνοδεύεται από τα ανάλογα αποδεικτικά στοιχεία του κωλύματος που επικαλείται, ήτοι ότι σήμερα βρίσκεται στην Αθήνα ενώπιον της Ανακρίτριας του 17ου Τμήματος για να υπερασπισθεί πελάτη της και συνεπώς αδυνατεί να εμφανισθεί ενώπιον παρόντος δικαστηρίου. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι η παρούσα υπόθεση με φερόμενη ημερομηνία τέλεσης 11-1-2000 έχει ήδη αναβληθεί μία φορά στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας κατά τη δικάσιμο της 15-4-2011 επειδή τότε η κατηγορουμένη είχε και πάλι επικαλεσθεί ότι αδυνάτου σε να εμφανισθεί στο δικαστήριο επειδή θα βρίσκεται σε ανακριτικό γραφείο. Ενόψει αυτών το δικαστήριο εκτιμώντας ότι το αίτημα υποβάλλεται για τη παρέλκυση της δίκης, χωρίς πράγματι να υπάρχει και να αποδεικνύεται σημαντικό αίτιο στην κατηγορουμένη, πρέπει το αίτημα της για αναβολή της δίκης να απορριφθεί." Στη συνέχεια, από τα ίδια πρακτικά του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου προκύπτει ότι ο ίδιος ως άνω δικηγόρος Θεσσαλονίκης Χρήστος Τσιάρας δήλωσε παράσταση και εκπροσωπώντας την απουσιάζουσα κατηγορουμένη δικηγόρο, δυνάμει κατατεθείσας στο ακροατήριο άλλης έγγραφης από 22-11-2011 εξουσιοδοτήσεως της κατηγορουμένης προς αυτόν να την εκπροσωπήσει στη δίκη αυτή, κατά το μέσον της αποδεικτικής διαδικασίας, υπέβαλε έτερο αίτημα αναβολής της δίκης, "προκειμένου να κληθεί ως μάρτυρας ο Μ. Ν., η μαρτυρία του οποίου είναι σημαντική". Επί του δευτέρου αυτού αιτήματος αναβολής, αφού ο εισαγγελέας της έδρας πρότεινε την απόρριψή του και το δικαστήριο αρχικά επιφυλάχθηκε να αποφανθεί, μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας και πριν αποφανθεί για την ενοχή, εκδόθηκε τελικά απορριπτική παρεμπίπτουσα απόφαση, με το εξής αιτιολογικό: "ΕΠΕΙΔΗ από τη χωρίς όρκο κατάθεση του μάρτυρα της πολιτικής αγωγής, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής, και την όλη αποδεικτική διαδικασία, το δικαστήριο σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση για την υπόθεση με αποτέλεσμα να κρίνεται, ότι δεν είναι απαραίτητη η κλήση του μάρτυρα που επικαλέσθηκε η υπεράσπιση αφού τίποτε επί πλέον δεν θα συνεισέφερε η κατάθεση του και συνεπώς το σχετικό αίτημα αναβολής της δίκης προκειμένου να κληθεί ο εν λόγω μάρτυρας πρέπει να απορριφθεί". Με τις παραπάνω παραδοχές, οι δύο παρεμπίπτουσες αυτές απορριπτικές αποφάσεις του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης: α) περιέχουν την επιβαλλομένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού μνημονεύουν, στα παραπάνω επί μέρους αιτιολογικά, τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το δικαστήριο, για να καταλήξει στις παραπάνω αντίστοιχες απορριπτικές κρίσεις του, αναφέρονται τα στοιχεία που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, στα οποία το δικαστήριο θεμελίωσε την ουσιαστική αβασιμότητα των εν λόγω αιτημάτων αναβολής, καθώς αναφέρονται και οι συλλογισμοί με τους οποίους κατέληξε στην κρίση αυτή. Ειδικότερα, α) όσον αφορά την παραπάνω αιτιολογία απόρριψης του πρώτου αιτήματος αναβολής, που είναι ορισμένο, το δικαστήριο αιτιολογεί ειδικά και επαρκώς ότι πρόκειται για δεύτερη αναβολή που ζητείται, και αποβλέπει στην παρέλκυση της δίκης, χωρίς να υπάρχει και να αποδεικνύεται σημαντικό αίτιο για αναβολή. Και ότι το μοναδικό εισφερθέν αποδεικτικό μέσο, η αναγνωσθείσα από 22-11-2011 δήλωση κωλύματος της κατηγορουμένης, ότι κωλύεται να παρασταθεί, γιατί βρίσκεται ως δικηγόρος σε προγραμματισμένη υπόθεση πελάτη της στην Αθήνα ενώπιον της Ανακρίτριας του 17ου Τμήματος Πλημμελειοδικείου Αθηνών, δε συνοδεύεται από τα ανάλογα αποδεικτικά στοιχεία του κωλύματος αυτού της κατηγορουμένης, ενώ η πρώτη αναβολή είχε δοθεί και πάλι για κώλυμα της κατηγορουμένης, επειδή θα βρισκόταν σε Ανακριτικό γραφείο άλλου πελάτη της. Με το σχετικό λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα, ισχυρίζεται ότι το δικαστήριο αρνήθηκε να λάβει υπόψη του και δε συνεκτίμησε έτερο αποδεικτικό στοιχείο που υπάρχει στη δικογραφία, την από 23-11-2011 βεβαίωση της 19ης Ανακρίτριας Αθηνών, ότι αυτή (η κατηγορουμένη) παρίστατο ενώπιον της Ανακρίτριας Αθηνών μετά του κατηγορουμένου για σωματεμπορία κλπ πράξεις του πελάτη της Β. Α., η οποία βεβαίωση και απεστάλη από το άνω Ανακριτικό γραφείο με τηλεομοιοτυπία. Όμως, από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, που δεν προσβάλλονται ως πλαστά, προκύπτει ότι δεν προσκομίστηκε στο ακροατήριο από κανένα, ούτε αναγνώσθηκε τέτοια βεβαίωση, ούτε ότι προσκομίστηκε ή ζητήθηκε από τον εκπροσωπούντα την κατηγορουμένη δικηγόρο, η ανάγνωση αυτού του εγγράφου και επομένως ορθά δε μνημονεύεται και δε συνεκτιμήθηκε η βεβαίωση αυτή ως αποδεικτικό μέσο. Όσον αφορά την αναφορά στο άνω αιτιολογικό απορρίψεως του αιτήματος σχετικά με το κώλυμα της αναιρεσείουσας, ότι δηλαδή αυτή βρίσκεται στην Ανακρίτρια του 17ου Τμήματος, αντί του ορθού 19ου Τμήματος, σαφώς πρόκειται για παραδρομή διατύπωσης και ουδόλως επηρεάζει την απόφαση και την αιτιολογία απορρίψεως του άνω αιτήματος αναβολής.
β) όσον αφορά την παραπάνω αιτιολογία απορρίψεως του δευτέρου αιτήματος αναβολής της δίκης, ανεξάρτητα του ότι το αίτημα αυτό ήταν αόριστο, αφού δεν αναφέροντο από τον υποβαλλόντα συνήγορο της κατηγορουμένης τα ζητήματα για τα οποία θα κατέθετε ο άνω μάρτυρας και αν τα ζητήματα αυτά ήταν κρίσιμα για να σχηματίσει το δικαστήριο ασφαλέστερη κρίση, το δικαστήριο παρά ταύτα αιτιολογεί ειδικά και επαρκώς ότι δεν είναι απαραίτητη η κλήση του παραπάνω νέου μάρτυρα που επικαλέσθηκε η υπεράσπιση, αναφέρει δε τα αποδεικτικά μέσα που εκτίμησε και τις σκέψεις, με βάση τις οποίες το δικαστήριο κατέληξε στην κρίση ότι δεν ήταν απαραίτητη η κλήση του μάρτυρα αυτού.
Επομένως, οι συναφείς από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β και Δ του ΚΠΔ λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζεται, ότι οι πιο πάνω παρεμπίπτουσες απορριπτικές αποφάσεις, στερούνται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και επίσης ο λόγος, περί ακυρότητας της διαδικασίας για έλλειψη ακροάσεως από τη μη λήψη υπόψη του προαναφερθέντος εγγράφου και παραβίαση του άρθρου 20 του Συντάγματος, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι.
Μετά ταύτα, ελλείψει άλλου λόγου αναιρέσεως για έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα(άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176,183 ΚΠολ.Δ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τη με αρ. εκθ. 4/10-2-2012 αίτηση της Α. Λ. του Σ., περί αναιρέσεως της 2444, 2445/23-11-2011 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος, που ανέρχονται σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Νοεμβρίου 2012. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Νοεμβρίου 2012.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή