Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2509 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ναρκωτικά, Ηθική αυτουργία.




Περίληψη:
Ηθική αυτουργία σε απόπειρα εισαγωγής ναρκωτικών ουσιών σε σωφρονιστικό κατάστημα. Λόγοι αναιρέσεως: Απόλυτη ακυρότητα, διότι παραβιάσθηκαν τα δικαιώματα του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου που απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων 333 και 368 - 369 ΚΠΔ. Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών διατάξεων που αφορούν στην ηθική αυτουργία και στην εισαγωγή των ουσιών στο σωφρονιστικό κατάστημα. Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Δεν αιτιολογείται η παραδοχή της ηθικής αυτουργίας εκ μέρους του αναιρεσείοντος στην πράξη της εισαγωγής ναρκωτικών, η οποία φυσική αυτουργός δεν γνώριζε την ύπαρξη των ναρκωτικών. Απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως.




ΑΡΙΘΜΟΣ 2509/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 27 Ιανουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Βασιλάκο, περί αναιρέσεως της 274/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά.

Το Πενταμελές Εφετείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Σεπτεμβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1478/2008.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, από το άρθρο 369 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προκύπτει, ότι όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει υποχρεωτικά το λόγο στον κατηγορούμενο και αν αυτός δεν το ζητήσει. Η παράβαση δε της διατάξεις αυτής, ως αναφερομένη στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και στην άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, μεταξύ των οποίων και το δικαίωμα του να δοθεί σ' αυτόν ο λόγος για την ενοχή του, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 δ' ΚΠΔ, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 Α ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, ο οποίος λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως (511 ΚΠΔ). Εξάλλου σε περίπτωση μη τηρήσεως της διατάξεως του άρθρου 368 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, που αποτελεί ειδικότερη ανάπτυξη των όσων διαλαμβάνονται στο άρθρο 333 του ίδιου Κώδικα, δηλαδή στην περίπτωση που πριν κηρυχθεί η λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας ο διευθύνων την συζήτηση δεν ρώτησε τον κατηγορούμενο αν έχει ανάγκη από κάποια συμπληρωματική εξέταση ή διευκρίνιση, δεν επέρχεται απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ιδρύουσα τον από το άρθρο 510 παρ. 1 εδ. α' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, γιατί δεν απαγγέλλεται από αυτή τέτοια ακυρότητα, ούτε και από την παράλειψη της παρακωλύεται η άσκηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, αφού αυτός αν θέλει κάποια συμπληρωματική εξέταση ή διευκρίνιση μπορεί να το ζητήσει, πότε επέρχεται ακυρότητα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 170 παρ. 2 ΚΠΔ. Επομένως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, για απόλυτη ακυρότητα, που προβάλλονται με τους πρώτο και τέταρτο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας λόγους, με τους οποίους ισχυρίζεται ότι α) κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο έλαβε χώρα απόλυτη ακυρότητα, από το γεγονός ότι δεν δόθηκε ο λόγος από τον διευθύνοντα την συζήτηση σ' αυτόν για να υποβάλλει ερωτήσεις στους μάρτυρες και να κάνει παρατηρήσεις επί των καταθέσεων τους και β) πριν από την κήρυξη του πέρατος της αποδεικτικής διαδικασίας δεν ρωτήθηκε αυτός και για το ύψος της επιβλητέας ποινής, μετά τη σχετική πρόταση του Εισαγγελέως, ενόψει και του ότι δεν προβάλλεται ότι αυτός ζήτησε την άσκηση του δικαιώματος του αυτού και το δικαστήριο του το αρνήθηκε. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως δόθηκε ο λόγος στον κατηγορούμενο και τον συνήγορο του, τόσον επί της ενοχής όσο και επί της ποινής και ρωτήθηκε εάν χρειάζεται κάποια συμπληρωματική εξέταση ή διασάφηση.
Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1α του Ποινικού Κώδικα προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτούνται: α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλο της απόφασης να διαπράξει ορισμένη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει, αφού ο νόμος δεν ορίζει, με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως με προτροπές δηλαδή με παρακίνηση ή παρόρμηση ή ενθάρρυνση και παραινέσεις δηλαδή με συμβουλές κλπ β) διάπραξη από τον άλλο της πράξης αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της απόφασης για την διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με θέληση και γνώση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξης. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 46, παρ. 1α και ιδίως 48 του Ποινικού Κώδικα που ορίζει ότι το αξιόποινο των κατά τα άρθρα 46 και 47 πράξεων είναι ανεξάρτητο από το αξιόποινο εκείνου που τέλεσε την πράξη, συνάγεται ότι για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας αρκεί ότι ο εκτελών την κυρία πράξη να πραγμάτωσε την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή επιχείρησε πράξη περιέχουσα αρχή τελέσεως, χωρίς να συντρέχει κάποιος λόγος που να αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα της πράξεώς του αυτής. Το εάν κατά τα ανωτέρω ποινικώς αδικοπραγήσας είναι ικανός προς καταλογισμό ή όχι, αν ενεργεί με δόλο ή από αμέλεια ή και χωρίς καμιά υπαιτιότητα ή αν ενεργεί συγγνωστώς κατά τα άρθρα 31 παρ. 2 και 32 Π.Κ. ή μη, δεν ενδιαφέρει για το αξιόποινο της ηθικής αυτουργίας. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι δεν αποκλείεται η ύπαρξη ηθικής αυτουργίας για τον λόγο ότι απαλλάχθηκε ο φυσικός αυτουργός για έλλειψη δόλου ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή γιατί βρισκόταν σε πραγματική ή συγγνωστή νομική πλάνη. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 5 παρ.1 εδ. γ και ζ του ν. 1729/1987 (όπως αυτό ισχύει σήμερα) τιμωρείται με τις αναφερόμενες εκεί ποινές, όποιος, μεταξύ άλλων, εισάγει σε σωφρονιστικά καταστήματα, κατέχει ή μεταφέρει ναρκωτικά. Από τη διάταξη της περιπτώσεως γ' του ίδιου άρθρου σαφώς συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπομένου από αυτήν εγκλήματος της εισαγωγής ναρκωτικών εντός σωφρονιστικών καταστημάτων, απαιτείται η εισαγωγή των ναρκωτικών ουσιών να τελείται προς διευκόλυνση ή πραγματοποίηση της κυκλοφορίας αυτών για οποιαδήποτε αιτία από άτομο σε άτομο εντός των σωφρονιστικών καταστημάτων. Κατά συνέπεια, δεν υφίσταται έγκλημα εισαγωγής ναρκωτικών ουσιών σε σωφρονιστικό κατάστημα, όταν εισάγονται τέτοιες ουσίες σε σωφρονιστικά καταστήματα, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν από τον δράστη αυτής της εισαγωγής και καθίσταται σαφές ότι δεν νοείται ηθική αυτουργία εισαγωγής ναρκωτικών ουσιών σε σωφρονιστικό κατάστημα, από αυτόν που προκάλεσε από πρόθεση σε άλλον την απόφαση προς εκτέλεση της εισαγωγής αυτής, προκειμένου η εισαχθείσα ποσότητα να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικώς από εκείνον, ο οποίος έπεισε αυτόν να πραγματοποιήσει την εισαγωγή αυτή. Η πράξη αυτού, εφ' όσον η εισαχθείσα ναρκωτική ουσία περιήλθε στα χέρια του, φέρει τον χαρακτήρα της προμήθειας ναρκωτικής ουσίας για δική του αποκλειστική χρήση και της κατοχής για δική του χρήση. Εάν όμως δεν περιήλθε στα χέρια του, στοιχειοθετείται απόπειρα εισαγωγής ναρκωτικών ουσιών σε σωφρονιστικό κατάστημα γι' αυτόν που προσπάθησε να εισαγάγει και ηθική αυτουργία του κρατουμένου στο σωφρονιστικό κατάστημα, αφού δεν είναι γνωστό ποια θα ήταν η τύχη των ναρκωτικών, εάν κατά τον έλεγχο δεν ανακαλύπτονταν αυτά (περαιτέρω κυκλοφορία από άτομο σε άτομο μέσα στο σωφρονιστικό κατάστημα ή περιέλευση σε συγκεκριμένο κατηγορούμενο για αποκλειστική του χρήση). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προκύπτει ότι η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο, αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά ή να αιτιολογούνται καθ' έκαστον ή να συσχετίζονται ειδικώς ή να συγκρίνονται μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου τούτων.
Εν προκειμένω, το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς, με την προσβαλλόμενη 274/2008 απόφαση του κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο του ότι "την ....2003, στη Δικαστική Φυλακή ..., όντας κρατούμενος στο ως άνω σωφρονιστικό κατάστημα και έχοντας αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών, μη δυνάμενος να την αποβάλει με δικές του δυνάμεις, με πρόθεση έπεισε με επανειλημμένες προτροπές, παραινέσεις και κυρίως φορτικές παρακλήσεις την αδελφή του συγκρατουμένου Σ1, Ρ1, η οποία τον επισκεπτόταν τακτικά κατά το διάστημα της κράτησης στη Φυλακή, την ....2003, όταν αυτή θα ερχόταν στη φυλακή για να τον επισκεφτεί να φέρει μαζί της και να εισαγάγει μία τσάντα με ρούχα για να του την παραδώσει, μεταξύ των οποίων (ρούχων) υπήρχαν και δύο υποκάμισα, χρώματος καρό μπλε και μπλε, στις ραφές των γιακάδων και των μανικιών των οποίων είχε έντεχνα τοποθετηθεί ποσότητα ηρωίνης βάρους 23,8 γραμ. την οποία είχε παραδώσει η ..., στην περιοχή ..., την ....2003, προκειμένου η ως άνω Ρ1 (η οποία όμως δεν γνώριζε την ύπαρξη της ναρκωτικής αυτής ουσίας) να την εισαγάγει με τον τρόπο αυτό στο Σωφρονιστικό Κατάστημα, πλην όμως η πράξη αυτή δεν ολοκληρώθηκε, διότι κατά τον έλεγχο που έκαναν οι Σωφρονιστικοί Υπάλληλοι στην τσάντα αυτή ανακάλυψαν την ναρκωτική ουσία και την κατάσχεσαν". Για να καταλήξει το Δικαστήριο στην καταδικαστική του κρίση, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του ότι "από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία των κατηγορουμένων και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος ... τέλεσε την πράξη της ηθικής αυτουργίας στην απόπειρα εισαγωγής ναρκωτικών ουσιών σε σωφρονιστικό κατάστημα κατά τα εις το διατακτικό της παρούσης αναλυτικώς αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά. Συγκεκριμένα αποδείχτηκαν τα ακόλουθα: Η Ρ1 στις ... μετέβη στη Δικαστική Φυλακή ..., όπου εκρατείτο ο αδελφός της Σ1 για να τον επισκεφθεί. Μαζί της έφερε για να του παραδώσει μία τσάντα με ρούχα, μεταξύ των οποίων και δύο υποκάμισα. Σε έλεγχο που διενέργησαν οι αστυνομικοί υπάλληλοι, διαπιστώθηκε ότι στις ραφές των γιακάδων είχε έντεχνα τοποθετηθεί ηρωίνη βάρους 23,8 γραμμαρίων, η οποία προοριζόταν για τον ως άνω κρατούμενο, και την οποία κατάσχεσαν οι αστυνομικοί υπάλληλοι, και γι' αυτό δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει την ως άνω πράξη της. Για να προβεί στην ανωτέρω ενέργεια, η Ρ1 πείστηκε από τις συνεχείς προτροπές και παρακλήσεις του κατηγορουμένου ... που ήταν κρατούμενος στις φυλακές αυτές και την είχε γνωρίσει από τα τακτικά επισκεπτήρια της προς τον αδελφό της Σ1. Έτσι λοιπόν, δέχτηκε να πάρει τη ν τσάντα που της παρέδωσε η δεύτερη κατηγορουμένη για να την εισαγάγει στη φυλακή. Η τελευταία είχε και το γιο της κρατούμενο στη φυλακή, ο οποίος έχει ήδη αποβιώσει και όλα αυτά τα πρόσωπα γνωρίζονταν μεταξύ τους και συνήθως έκαναν παρόμοιες διευκολύνσεις. Η δεύτερη κατηγορουμένη δεν γνώριζε το περιεχόμενο της τσάντας και ειδικά την ύπαρξη ναρκωτικών ουσιών και γι' αυτό δέχτηκε να παραλάβει τη τσάντα από το πρόσωπο που της υπέδειξε ο Σ1 καθώς και ο γιος της ... και μάλιστα μετά από πιεστικές παρακλήσεις και προτροπές αυτών και δη τηλεφωνικές. Αντίθετα, ο πρώτος κατηγορούμενος γνώριζε ότι στην ως άνω τσάντα υπήρχε η σημαντική ποσότητας ηρωίνης και χρησιμοποίησε τα ως άνω πρόσωπα για την εισαγωγή της στη φυλακή, με τον ως άνω έντεχνο τρόπο. Όλα αυτά αποδείχτηκαν από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, καθώς και από όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Κατ' ακολουθίαν όλων αυτών, πρέπει να κηρυχθεί αθώα η δεύτερη κατηγορουμένη και ένοχος ο πρώτος κατηγορούμενος της ανωτέρω πράξης, με τις ελαφρυντικές περιστάσεις του ότι ο κατηγορούμενος επέδειξε ειλικρινή μετάνοια για την τέλεση της ως άνω πράξης του". Με τις ανωτέρω παραδοχές, το Πενταμελές Εφετείου Πειραιώς διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφαση του την, κατά τα ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιόποινων πράξεων, για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1, 27παρ.1, 42, 46 παρ 1α 48, 51 - 53, 79, 8°, 83, 84 παρ. 2δ του Ποινικού Κώδικα και 4 παρ. 1 και 3 Πιν. Α, 5 παρ.1 περ. γ" του ν. 1729/1987 όπως σήμερα ισχύει, τις οποίες ερμήνευσε και εφήρμοσε ορθά χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου και να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα προσδιορίζεται με επάρκεια ο τρόπος και τα μέσα, που χρησιμοποίησε ο αναιρεσείων για να προκαλέσει στην αυτουργό την απόφαση για την τέλεση των παραπάνω αξιόποινων πράξεων, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά στην φυσική αυτουργό την απόφαση του, αφού εκτίθεται με σαφήνεια ότι ο κατηγορούμενος έπεισε την ως άνω Ρ1 με προτροπές, συνεχείς φορτικές συμβουλές, παρακλήσεις και παραινέσεις να εισαγάγει το ανωτέρω δέμα με την ναρκωτική ουσία στη φυλακή. Οι αναφορές αυτές προσδιορίζουν με επάρκεια τον τρόπο και τα μέσα που χρησιμοποίησε ο αναιρεσείων ηθικός αυτουργός για να προκαλέσει στον αυτουργό των ως άνω πράξεων την απόφαση για την τέλεση τους, το γεγονός δε ότι η φυσική αυτουργός δεν γνώριζε ότι στο δέμα που μετέφερε και αποπειράθηκε να εισαγάγει στη φυλακή περιείχε ναρκωτικές ουσίες δεν αποκλείει, όπως αναφέρεται και στη μείζονα σκέψη της παρούσας την ύπαρξη της ηθικής αυτουργίας του αναιρεσείοντος. Επομένως, τα αντίθετα που υποστηρίζονται από τον αναιρεσείοντα με τους δεύτερο και τρίτο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ' και Ε' λόγους της αναιρέσεως του, ότι δηλαδή δεν τελέστηκε το έγκλημα της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα εισαγωγής ναρκωτικών ουσιών σε σωφρονιστικό κατάστημα, διότι η ποσότητα ναρκωτικών ουσιών προορίζονταν για αποκλειστικά δική του χρήση και ότι αυτός δεν προκάλεσε ηθική αυτουργία στην Ρ1 για να εισαγάγει ναρκωτική ουσία στη φυλακή, διότι δεν συνδέεται με αυτήν με καμία μορφή συμμετοχής δράσεως, καθ' όσον μεν ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων είναι απορριπτέα ως απαράδεκτα, διότι έτσι πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, καθ' όσον δε ανάγονται στην εσφαλμένη ερμηνεία των ανωτέρω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων είναι απορριπτέα, ενόψει των όσων αναπτύσσονται στη μείζονα σκέψη, ως αβάσιμα.
Επειδή, ενόψει του ότι ο αναιρεσείων δεν επικαλείται άλλους λόγους πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρου 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την 25/10 Σεπτεμβρίου 2008 αίτηση του ..., κατοίκου ... για αναίρεση της 274/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220 €) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουνίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 29 Δεκεμβρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή