Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1029 / 2009    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Πλαστογραφία πιστοποιητικού.




Περίληψη:
Άρθρο 216 ΠΚ 217 ΠΚ πλαστογραφία. Πλαστογραφία πιστοποιητικού. Στην πλαστογραφία πιστοποιητικού ο δράστης περιορίζει την ωφέλεια του στην διευκόλυνση της αμέσου συντηρήσεως του, της κινήσεως ή και κοινωνικής προόδου και δεν πρέπει να βλάπτεται ευθέως άλλος στις έννομες σχέσεις του. Συνεπώς εάν η πλαστογραφία γίνεται για άλλο σκοπό, εκτός των ανωτέρω, τότε και αν χρησιμοποιούνται έγγραφα προβλεπόμενα από το 217, εφαρμόζεται το άρθρο 216 ΠΚ. Όχι εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Απορρίπτει αναίρεση.




Αριθμός 1029/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Φεβρουαρίου 2009, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Πεπελάση, περί αναιρέσεως της 6585/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28.11.2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1991/2008.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το άρθρο 216 παρ. 1 ΠΚ προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο που το εμφανίζει ότι κατηρτίσθη από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της εννοίας του περιεχομένου του εγγράφου, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη ή εξάλειψη λέξεων, αριθμών ή σημείων, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει την γνώση και την θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστου να παραπλανήσει με την χρήση του πλαστού εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή εννόμου σχέσεως. Η χρήση του εγγράφου από τον υπαίτιο της καταρτίσεως ή της νοθεύσεως θεωρείται επιβαρυντική περίσταση. Στοιχειοθετείται δε αντικειμενικώς, όταν αυτός καταστήσει προσιτό το έγγραφο αυτό στον μέλλοντα να παραπλανηθεί από το περιεχόμενο αυτού τρίτον και δώσει σ' αυτόν την δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου του, χωρίς να απαιτείται και να λάβει γνώση πράγματι ή να παραπλανηθεί ο τρίτος.
Περαιτέρω, από το άρθρο 217 παρ. 1, 2 ΠΚ προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας πιστοποιητικού απαιτείται αντικειμενικώς μεν η κατάρτιση πλαστού ή η νόθευση πιστοποιητικού ή μαρτυρικού ή άλλου εγγράφου ή η χρήση τοιούτου (πλαστού ή νοθευμένου δηλαδή) εγγράφου ή η χρήση γνησίου πιστοποιητικού που έχει εκδοθεί για άλλον, και που μπορεί συνήθως να χρησιμεύσει, για να διευκολύνει την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο αυτού του ιδίου, που ενεργεί τα ανωτέρω, ή άλλου, υποκειμενικώς δε δόλος που συνίσταται στη γνώση ότι το πιστοποιητικό είναι πλαστό ή νοθευμένο ή ότι έχει εκδοθεί για άλλο πρόσωπο, ως προς τα οποία στοιχεία αρκεί και ενδεχόμενος δόλος. Επί πλέον απαιτείται με την έννοια της "υπερχειλούς υποκειμενικής υποστάσεως" στο σημείο αυτό και σκοπός διευκολύνσεως της αμέσου συντηρήσεως της κινήσεως ή της κοινωνικής προόδου του ιδίου ή άλλου. Δηλαδή, ο δράστης πρέπει να περιορίζει την ωφέλειά του στην διευκόλυνση της αμέσου συντηρήσεώς του κ.τ.λ., χωρίς να ενδιαφέρουν τα κίνητρα αυτού, ενώ δεν πρέπει να βλάπτεται ευθέως άλλος στις έννομες σχέσεις ή να υπάρχει και άλλος σκοπός, εκτός από τους ανωτέρω, διότι, άλλως, πρόκειται για το αδίκημα του άρθρου 216 ΠΚ.
Συνεπώς, εάν η πλαστογραφία γίνεται για άλλο σκοπό, εκτός του υπό του άρθρου 217 ΠΚ διαγραφομένου, τότε, και αν ακόμη χρησιμοποιούνται έγγραφα προβλεπόμενα υπό του άρθρου τούτου (μαρτυρικά και πιστοποιητικά), εφαρμογή έχει η γενική διάταξη του άρθρου 216 και όχι η εξαιρετική του άρθρου 217 ΠΚ. Το βασικό διακριτικό γνώρισμα μεταξύ πλαστογραφίας της βασικής διατάξεως του άρθρου 216 ΠΚ και της εξαιρετικής διατάξεως του άρθρου 217 ΠΚ συνίσταται εις το ότι, αφενός μεν στην τελευταία διάταξη δεν εμπίπτουν όλα τα, κατά την έννοια του άρθρου 13 παρ. γ ΠΚ έγγραφα, αλλά εξ αυτών μόνο πιστοποιητικά, τα μαρτυρικά ή και κάθε άλλο έγγραφο, το οποίο δύναται συνήθως να χρησιμεύσει ως τοιούτον, και αφετέρου ως προς τον σκοπό για τον οποίο τελείται τούτο. Δηλαδή ο σκοπός, για τον οποίον τελείται η ως άνω αξιόποινη πράξη, πρέπει να αποβλέπει μόνο για την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή τέλος την κοινωνική πρόοδο του δράστου ή κάποιου άλλου, χωρίς η ωφέλεια ή η ζημία, η προερχομένη από την πράξη αυτή, να έχουν την σημασία την οποία έχουν για την θεμελίωση της παραβάσεως της βασικής διατάξεως του άρθρου 216 ΠΚ' και τούτο γιατί η ζημία και η ωφέλεια από την πράξη του άρθρου 217 ΠΚ έχουν δευτερεύουσα, στην περίπτωση αυτή, σημασία και γι' αυτό δεν ανήχθησαν αυτά από το νόμο σε συστατικά στοιχεία της πράξεως αυτής. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθη. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγον αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στ Ε' του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, γιατί στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του αιτιολογικού και του διατακτικού και αναφέρεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, δικάσαν κατ' έφεση, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει, εδέχθη, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του περί τα πράγματα, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος στην ... την 1-8-2001, έχοντας στα χέρια του την με αριθμό ... γνωμάτευση σωματικής ικανότητας της Επιτροπής Απαλλαγών Αθηνών, αποτελουμένης από τους ..., ως Πρόεδρο και ... και ... ως μέλη, η οποία (γνωμάτευση) είχε υπογραφεί από τον γραμματέα της Επιτροπής ... και αφορούσε τον στρατεύσιμο Ψ, για τον οποίο η ως άνω Επιτροπή αποφαινόταν, μετά από αυτοπρόσωπη εξέτασή του στη συνεδρίαση της 1-8-2001, ότι έπασχε από σημαντικού βαθμού σκλήρυνση του αυχένα της ουροδόχου κύστης και κρινόταν ακατάλληλος προς στράτευση (Ι/5), απάλειψε (κατηγορούμενος) τα αναγραφόμενα σ αυτήν στοιχεία του Ψ και έθεσε τα δικά του και δη "Χ με ΣΑ/ΑΜ ...", έτσι ώστε να αποδεικνύεται από το εν λόγω έγγραφο ότι αυτός εμφανίστηκε δήθεν την 1-8-01 ενώπιον της ανωτέρω Επιτροπής, η οποία αφού δήθεν τον εξέτασε αποφάνθηκε ότι έπασχε από την ανωτέρω ασθένεια και τον έκρινε ακατάλληλο προς στράτευση. Στην πράξη του αυτή προέβη ο κατηγορούμενος με σκοπό να παραπλανήσει τις αρμόδιες στρατιωτικές αρχές και να απαλλαχθεί, με βάση το παραπάνω έγγραφο, από την υποχρέωσή του για στράτευση ως ακατάλληλος (1/5). Στη συνέχεια και δη στις 29-8-2001, ο κατηγορούμενος έκανε χρήση του ως άνω πλαστού εγγράφου, υποβάλλοντας αυτό στο Α Στρατολογικό Γραφείο Αθηνών, πέτυχε έτσι να απαλλαχθεί από την ανωτέρω υποχρέωσή του. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο οδηγείται στην ασφαλή κρίση ότι ο κατηγορούμενος, έχοντας στα χέρια του, άγνωστο με ποιο τρόπο, την ως άνω και αφορώσα τον στρατεύσιμο Ψ γνωμάτευση της Ε.Α.Α., αλλοίωσε το περιεχόμενο αυτής, κατά τα ανωτέρω στοιχεία, με τον προαναφερθέντα σκοπό και στη συνέχεια έκανε χρήση αυτής προσκομίζοντάς την ο ίδιος στο αρμόδιο στρατολογικό γραφείο, τακτική συνηθισμένη εκείνο το διάστημα. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά, ο κατηγορούμενος προέβη στην παραπάνω πράξη του, δηλαδή στην κατάρτιση της ως άνω πλαστής γνωμάτευσης της Ε.Α.Α. έχοντας ως αποκλειστικό σκοπό, με τη χρήση του ανωτέρω πλαστού εγγράφου, να παραπλανήσει τις αρμόδιες στρατιωτικές αρχές για γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες και ειδικότερα για να απαλλαχθεί από την υποχρέωσή του προς στράτευση, ήταν δηλαδή ο σκοπός του διάφορος των κατά τα ανωτέρω περιοριστικά αναφερομένων στο άρθρο 217 ΠΚ. Επομένως πρέπει να απορριφθεί ο αυτοτελής ισχυρισμός του περί χαρακτηρισμού της αποδιδομένης σε αυτόν πράξης ως πλαστογραφίας πιστοποιητικού με χρήση, που προέβαλε πρωτόδικα και επανέφερε με σχετικό λόγο έφεσης στην από 27-3-2008 έφεσή του και να κηρυχθεί αυτός ένοχος για την πράξη της πλαστογραφίας με χρήση που του αποδίδεται. Πρέπει όμως να του αναγνωριστεί το ελαφρυντικό του ότι έζησε ως το χρόνο που τέλεσε την παραπάνω άδικη πράξη έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή (άρθρο 84 παρ. 2 εδ. α ΠΚ)". Με αυτά που εδέχθη το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, περιέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του τα στοιχεία που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας με χρήση και δη τα πραγματικά περιστατικά που υπήγαγε στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ. Ειδικότερα αναφέρει στην αιτιολογία της ότι ο αναιρεσείων προέβη στην αλλοίωση του περιεχομένου της υπ' αριθ. 10972/1.8.2001 γνωματεύσεως σωματικής ικανότητος της Επιτροπής Απαλλαγών Αθηνών, η οποία αφεώρα τον στρατεύσιμο Ψ, που είχε κριθεί ακατάλληλος προς στράτευση, με την απάλειψη των στοιχείων του τελευταίου και την θέση των δικών του στοιχείων, με σκοπό, με την χρήση της πλαστής αυτής γνωματεύσεως, να παραπλανήσει τις αρμόδιες στρατιωτικές αρχές, για γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες και δη να απαλλαγεί της υποχρεώσεώς του προς στράτευση, όπερ μάλιστα και επέτυχε. Εφόσον, λοιπόν, η πλαστογραφία (νόθευση) έγινε με τον προαναφερθέντα σκοπό, ορθώς το Εφετείο εφήρμοσε τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 και όχι εκείνη του άρθρου 217 ΠΚ, διότι, κατά τ' άνω εκτεθέντα, η πλαστογράφηση έγινε για άλλον σκοπό, εκτός του εις το άρθρο 217 ΠΚ διαλαμβανομένου, οπότε (και αν ακόμη αφορά έγγραφα προβλεπόμενα από το τελευταίο άρθρο αυτό), έχει εφαρμογή η γενική διάταξη του 216 ΠΚ.
Συνεπώς, ο σχετικός περί του αντιθέτου μόνος λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, είναι αβάσιμος και απορριπτέος και η περιέχουσα αυτόν κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 28 Νοεμβρίου 2008 αίτηση του Χ, για αναίρεση της υπ' αριθ. 6585/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Απριλίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή