Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 742 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Μεταβιβστικό αποτέλεσμα έφεσης, Μεταλλείο.




Περίληψη:
Αναίρεση: άρθρο 559 αρ. 8, 9, 11γ και 19 ΚΠολΔ. Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης.




Αριθμός 742/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Μαρία Βαρελά, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) Ι. Δ. του Φ. και 2) Ζ. Δ., χήρας Φ., το γένος Ν. Β., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Πολυχρόνη Περιβολάρη.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία: "S & B Βιομηχανικά Ορυκτά Α.Ε.", πρώην "Ανώνυμος Εταιρεία Εκμεταλλεύσεως Αργυρομεταλλευμάτων και Βαρυτίνης" και έδρα την ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Παπαδημητρίου, χωρίς να καταθέσει προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27/7/2006 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Σύρου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 134/2009 του ιδίου Δικαστηρίου και 119/2011 του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 29/9/2011 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Μαρία Βαρελά ανέγνωσε την από 15/1/2013 έκθεσή της, με την οποία πρότεινε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 περ.β' ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Πράγματα κατά την έννοια της διάταξης αυτής, θεωρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί οι οποίοι θεμελιώνουν, καταλύουν ή παρακωλύουν το δικαίωμα που αξιώνεται με την αγωγή, την ανταγωγή, την ένσταση ή την αντένσταση. Επομένως πράγματα κατά την έννοια αυτή αποτελούν και οι διάφορες βάσεις της αγωγής. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.9 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα απ' όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως "αίτηση" κατά την έννοια της διάταξης αυτής νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων με την οποία ζητείται η παροχή έννομης προστασίας υπό οποιαδήποτε νόμιμη μορφή αυτής που δημιουργεί αντίστοιχη εκκρεμότητα της δίκης. Τέτοια αίτηση είναι ιδίως η της αγωγής, της ανταγωγής, της κυρίας παρέμβασης, της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, της ανακοπής, της τριτανακοπής και κάθε ενδίκου μέσου. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ, η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους. Κατά τη διάταξη του άρθρου 535 παρ.1 ΚΠολΔ, αν ο λόγος της έφεσης κριθεί βάσιμος η απόφαση που προσβάλλεται, εξαφανίζεται και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έχει αποφανθεί για την ουσία της υπόθεσης, κρατεί αυτό την υπόθεση και την δικάζει κατ' ουσίαν σε αντίθετη περίπτωση, μπορεί να την αναπέμψει στο δικαστήριο που έχει εκδώσει την προσβαλλομένη απόφαση ή σε άλλο ομοιόβαθμο δικαστήριο της περιφέρειάς του ή να την κρατήσει και να την δικάσει κατ' ουσίαν, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 536 ΚΠολΔ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει επιβλαβέστερη απόφαση για τον εκκαλούντα χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση. Οι διατάξεις της παρ.1 δεν εφαρμόζονται, όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης δικάζει κατ' ουσίαν την υπόθεση. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι ναι μεν το Εφετείο, μετά την εξαφάνιση της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κατά παραδοχή κάποιου λόγου έφεσης και τη διακράτηση απ' αυτό της υπόθεσης για περαιτέρω εκδίκαση, δεν δεσμεύεται πλέον από την αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος, η εξουσία του όμως αυτή να εξετάσει τα θέματα που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως, τελεί υπό τον περιορισμό του άρθρου 522 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, όταν η αγωγή αποτελείται από περισσότερα κεφάλαια και απορριφθεί ως προς ένα μόνο, γίνει δε δεκτή ως προς τα λοιπά, η έφεση του εναγομένου για τα κεφάλαια που έγιναν δεκτά, μεταβιβάζει την υπόθεση στο Εφετείο μόνον για τα κεφάλαια αυτά και όχι για το κεφάλαιο που έχει απορριφθεί για το οποίο άλλωστε δεν έχει έννομο συμφέρον να παραπονεθεί. Επομένως, αν ο ενάγων επιθυμεί την ανατροπή της πρωτοβάθμιας απόφασης και ως προς το κεφάλαιο αυτό ως προς το οποίο νικήθηκε, πρέπει να ασκήσει ο ίδιος έφεση ή υπό ορισμένους όρους αντέφεση, διότι διαφορετικά το κεφάλαιο αυτό δεν μεταβιβάζεται στο Εφετείο και το τελευταίο δεν μπορεί, ενόψει της παραπάνω διατάξεως να το εξετάσει ούτε μετά την εξαφάνιση της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κατά παραδοχή κάποιου λόγου έφεσης του εναγομένου για κεφάλαια της αγωγής που έγιναν δεκτά (ΑΠ 526/1995, ΑΠ 192/1998).
Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ), προκύπτουν τα ακόλουθα: Οι αναιρεσείοντες με την από 27-7-2006 αγωγή τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου ζήτησαν, μεταξύ άλλων, να παύσει η αναιρεσίβλητη και να παραλείπει στο μέλλον να διαταράσσει την εξ αδιαιρέτου συγκυριότητά τους επί δύο εδαφικών τμημάτων ακινήτων της συνιδιοκτησίας τους με την επί του δευτέρου τούτων υπάρχουσα οικία καθώς και την αποκλειστική συγκυριότητά τους επί οικοπέδου με την επ' αυτού οικία κειμένων στη θέση ... της νήσου Μήλου Κυκλάδων, τις οποίες προσβάλλει διότι: α) από τα τέλη του έτους 1986 μέχρι την άσκηση της αγωγής αυτή χρησιμοποιεί, παράνομα και αυθαίρετα τμήματα των ανωτέρω ακινήτων για την εκτέλεση εργασιών εναπόθεσης και επεξεργασίας του λατομικού ορυκτού μπετονίτη και συγκεκριμένα έχει διανοίξει δρόμο μεγάλου πλάτους, έχει τοποθετήσει κολώνες φωτισμού και έχει εγκαταστήσει υπόγειο καλώδιο ρεύματος υψηλής τάσης και σωλήνες πετρελαίου "μαζούτ" προς εξυπηρέτηση των ομόρων βιομηχανικών εγκαταστάσεών της και β) εκμεταλλευόμενη η αναιρεσίβλητη την υψομετρική διαφορά μεταξύ των ακινήτων συγκυριότητας των εναγόντων και του ομόρου ακινήτου ιδιοκτησίας της εναγομένης το οποίο ευρίσκεται σε χαμηλότερο από τα πρώτα επίπεδο, χρησιμοποιεί τον παραπάνω δρόμο για να μπορούν τα φορτηγά της να προσεγγίζουν τις εγκαταστάσεις του ξηρανταρίου μπετονίτη που αυτή εκεί διατηρεί για τις ανάγκες της επιχειρήσεώς της και να εκφορτώνουν τα επεξεργασμένα ορυκτά που μεταφέρουν με τη μέθοδο του τουμπαρίσματος από τα υψηλότερα ακίνητα της συγκυριότητάς της στο χαμηλότερο ακίνητο της εναγομένης. Στη συνέχεια η τελευταία εναποθέτει τα επεξεργασμένα ορυκτά σε μεγάλους σωρούς στο ακίνητό της και μετέπειτα προωθεί αυτά προς τον παρακείμενο ταινιόδρομο μεταφοράς ορυκτών, κατά την εκτέλεση δε των παραπάνω εργασιών από την εναγομένη, σηκώνονται τεράστιοι όγκοι σκόνης ορυκτών τους οποίους παρασέρνει ο αέρας και οι οποίοι επικάθηνται σε μεγάλες ποσότητες σε ολόκληρη την γύρω περιοχή συμπεριλαμβανομένων και των ως άνω ακινήτων της συγκυριότητάς των με αποτέλεσμα οι μεν επ' αυτών δύο οικίες να έχουν καταστεί παντελώς ακατάλληλες για οίκηση, τα δε λοιπά ακίνητά τους να έχουν καταστεί ακατάλληλα για εκμετάλλευση. Επίσης ζήτησαν αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν από την αποστέρηση χρήσεως της οικίας τους. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την υπ' αριθ. 134/2009 απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και μεταξύ άλλων υποχρέωσε την εναγομένη να παύσει τις εκπομπές σκόνης μπετονίτη (ή άλλου ορυκτού) που προκαλούνται από τα οχήματά της και τη λειτουργία των εγκαταστάσεων ξηραντηρίου μπετονίτη που υπάρχουν εγγύς των ακινήτων των εναγόντων, απορρίψαν σιωπηρώς τους δύο άλλους τρόπους προσβολής της συγκυριότητας των εναγόντων από τις εκπομπές σκόνης από τις εργασίες της επιχείρησης της εναγομένης με την αναμόχλευση από τον άνεμο των τεραστίων σωρών του ξηρού μπετονίτη από τα σημεία που η αναιρεσίβλητη τους έχει εναποθέσει και με την προώθηση αυτών των σωρών προς τον παρακείμενο ταινιόδρομο μεταφοράς ορυκτών. Επίσης υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στους ενάγοντες στον πρώτο 20.325 ευρώ και στη δεύτερη 6.775 ευρώ ως αποζημίωση για τη στέρηση χρήσης της οικίας τους. Κατά της αποφάσεως αυτής, η εναγομένη-αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία άσκησε ενώπιον του Εφετείου Αιγαίου έφεση με την οποία, παραπονούμενη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τα κεφάλαια της αγωγής που έγιναν δεκτά με αυτή, ζήτησε να εξαφανισθεί η απόφαση αυτή και να απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή. Το Εφετείο Αιγαίου, με την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε ότι στο διατακτικό της πρωτοβάθμιας απόφασης εσφαλμένα εμπεριέχεται διάταξη που υποχρεώνει την εναγομένη να παύσει τις εκπομπές σκόνης μπετονίτη ή άλλου ορυκτού που προκαλούνται από τη λειτουργία των εγκαταστάσεων ξηραντηρίου μπετονίτη που υπάρχουν εγγύς των ακινήτων των εναγόντων διότι δεν υπήρχε τέτοιο αίτημα στην αγωγή, κάνοντας δεκτό σχετικό λόγο εφέσεως. Επίσης δέχθηκε ότι η αποζημίωση που δικαιούνται οι ενάγοντες για τη στέρηση της χρήσης της οικίας τους ανέρχεται για μεν τον πρώτο σε 15.270 ευρώ, για δε τη δεύτερη τούτων σε 5.090 ευρώ. Στη συνέχεια εξαφανίζοντας για την ενότητα της εκτελέσεως στο σύνολό της την πρωτοβάθμια απόφαση, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και μεταξύ των άλλων, υποχρέωσε την εναγομένη να παύσει τις εκπομπές σκόνης μπετονίτη (ή άλλου ορυκτού) που προκαλούνται από τα οχήματά της με τις ρίψεις των μεταφερομένων με αυτά ορυκτών από ύψος στο ευρισκόμενο σε χαμηλότερο επίπεδο από αυτό των εδαφικών τμημάτων των ακινήτων των εναγόντων ακίνητο της εναγομένης, όπως είχε διαταχθεί και με την πρωτοβάθμια απόφαση και υποχρέωσε την ίδια να καταβάλει στους ενάγοντες τα παραπάνω ποσά για αποζημίωσή τους από τη στέρηση της χρήσης της οικίας τους. Οι ενάγοντες δεν άσκησαν έφεση ή αντέφεση κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης παραπονούμενοι για την απόρριψη της αγωγής τους ως προς τις άλλες βάσεις προσβολής της συγκυριότητάς τους με τους τρόπους εκπομπής σκόνης με την αναμόχλευση από τον άνεμο των τεραστίων σωρών του ξηρού μπετονίτη από τα σημεία που η αναιρεσίβλητη εναποθέτει και με την προώθηση αυτών των σωρών προς τον παρακείμενο ταινιόδρομο μεταφοράς ορυκτών της αναιρεσίβλητης και συνεπώς δεν μεταβιβάστηκε στο Εφετείο το κεφάλαιο τούτο της πρωτοβάθμιας απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 522 ΚΠολΔ.
Συνεπώς, το Εφετείο το οποίο δεν έλαβε υπόψη τους άλλους ως άνω δύο (2) τρόπους προσβολής της συγκυριότητας των αναιρεσειόντων επί των ως άνω ακινήτων από τις εκπομπές σκόνης από τις εργασίες της επιχείρησης της αναιρεσίβλητης, δεν υπέπεσε στις πλημμέλειες των διατάξεων του άρθρου 559 αρ.8β' και 559 αρ.9 ΚΠολΔ της μη λήψης υπόψη πραγμάτων που προτάθηκαν και της αφέσεως αιτήσεως αδίκαστης, αντίστοιχα και συνεπώς είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι πρώτος και δεύτερος λόγοι της αναίρεσης με τους οποίους οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα.
Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.10 ΚΠολΔ όπως ήδη ισχύει από 1-1-2002 (άρθρο 15 ν. 2943/2001), αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχεται πράγματα, δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς που τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομιστεί καμία απόδειξη γι' αυτό ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά στοιχεία άντλησε την απόδειξη για τα εν λόγω πράγματα. Επομένως ο τρίτος λόγος της αναίρεσης με τον οποίον προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλεια γιατί το Εφετείο δέχθηκε χωρίς απόδειξη ότι με έναν μόνον τρόπο εκπομπής της σκόνης από τα επεξεργασμένα ορυκτά της αναιρεσίβλητης προσβάλλεται η συγκυριότητά τους στα ανωτέρω ακίνητα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο σχημάτισε την αποδεικτική του κρίση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως ως προς τα κεφάλαια που εξεκλήθη η πρωτοβάθμια απόφαση, από το μνημονευόμενα στην απόφασή του αποδεικτικά μέσα και δη από τις καταθέσεις των μαρτύρων και από τα έγγραφα που προσκόμισαν οι διάδικοι.
Επειδή, κατά το άρθρο 559 αριθμ. 11 περ.γ' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής για την ίδρυση του λόγου αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τον αν πράγματι λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν από τους διαδίκους με επίκληση τα οποία έχει το δικαστήριο υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 333, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ. Εξάλλου, δεν θεμελιώνει λόγους αναίρεσης η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να μνημονεύσει στην απόφασή του ποια αποδεικτικά μέσα χρησιμοποιήθηκαν για άμεση και ποια για έμμεση απόδειξη ή να καθορίσει τη βαρύτητα που αποδόθηκε στο καθένα απ' αυτά.
Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσης, προσάπτουν στην προσβαλλομένη απόφαση την από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11γ' ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις και τα κατωτέρω έγγραφα τα οποία επικαλέστηκαν και προσκόμισαν ενώπιον του Εφετείου με τις προτάσεις της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση και συγκεκριμένα δεν έλαβε υπόψη είκοσι τρεις (23) φωτογραφίες απόσπασμα από οικονομοτεχνική μελέτη προς απόδειξη του ισχυρισμού της προσβολής της συγκυριότητάς του από παράνομες πράξεις της αναιρεσίβλητης ως και σχέδιο μίσθωσης της επίδικης κατοικίας τους για την απόδειξη του ισχυρισμού της περί του ύψους της αποζημίωσης που δικαιούνται οι αναιρεσείοντες από τη στέρηση χρήσης της οικίας τους. Από την υπάρχουσα στην προσβαλλομένη απόφαση ρητή διαβεβαίωση κατά την οποία το δικαστήριο έλαβε υπόψη όλα τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι αλλά εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη για τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος και συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και τα παραπάνω έγγραφα και φωτογραφίες. Επομένως ο λόγος αυτός αναίρεσης από τον αριθμό 11 περ.γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος. Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ.19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης κατά την έννοια της διάταξης αυτής, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφής και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται δηλαδή ο λόγος αυτός όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάσθηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αφορά πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις ούτε όταν υπάρχει αντίφαση μεταξύ αιτιολογιών και διατακτικού (ΑΠ 403/1995). Ως ζητήματα τέλος των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνον οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή την κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο.
Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης το Εφετείο, μετά από εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε τα ακόλουθα: Οι ενάγοντες είναι συγκύριοι τριών όμορων ακινήτων, τα οποία βρίσκονται στην θέση "..." της περιφέρειας του Δήμου Μήλου Κυκλάδων. Συγκεκριμένα είναι συγκύριοι κατά ποσοστό 57/96 εξ αδιαιρέτου ο πρώτος και κατά ποσοστό 19/96 εξ αδιαιρέτου η δεύτερη σε ένα ακίνητο (βοσκότοπο), έκτασης 150 περίπου στρεμμάτων, το οποίο βρίσκεται στην τοποθεσία "..." της περιφέρειας του Δήμου Μήλου Κυκλάδων και συνορεύει γύρωθεν με ιδιοκτησία της εναγομένης, θάλασσα και με ιδιοκτησία κληρονόμων Ε. Δ., Π. Μ., Π. Μ. και Ε. Μ.. Επίσης είναι συγκύριοι κατά ποσοστό 129/192 εξ αδιαιρέτου ο πρώτος και κατά ποσοστό 43/192 εξ αδιαιρέτου η δεύτερη, α) ενός βοσκότοπου μετά μιας παλαιωμένης αγροικίας εμβαδού 20 τ.μ. περίπου συνεχόμενης αυλής και αποθήκης, στην ίδια περιοχή των "...", το οποίο συνορεύει περιμετρικά με ιδιοκτησία κληρονόμων Ε. χήρας Ι. Δ. και με ιδιοκτησία της εναγομένης και β) ενός χέρσου αγρού μετά μιας παλαιάς ερειπωμένης αγροικίας με αυλή και δύο στάβλους, το οποίο συνορεύει περιμετρικά με τον αμέσως προαναφερόμενο βοσκότοπο με αγροικία και με ιδιοκτησία της εναγομένης, συνολικής έκτασης των δύο συνεχόμενων αυτών ακινήτων (μετά ακριβέστερη καταμέτρηση) δύο περίπου στρεμμάτων. Τέλος είναι αποκλειστικοί συγκύριοι κατά ποσοστό 3/4 εξ αδιαιρέτου ο πρώτος και 1/4 εξ αδιαιρέτου η δεύτερη σε μια ισόγεια οικία έκτασης 131,80 τ.μ. με αυλή και με ισόγειο γκαράζ, επιφανείας 18,95 τ.μ. μετά του οικοπέδου της εμβαδού 1627,20 τ.μ. κείμενης στην ίδια ως άνω θέση "...". Όλα τα παραπάνω ακίνητα περιήλθαν κατά τα ανωτέρω εξ αδιαιρέτου ποσοστά σε καθένα από τους ενάγοντες λόγω κληρονομικής διαδοχής και συγκεκριμένα από κληρονομιά του αποβιώσαντος στις 2-2-1991 πατέρα του πρώτου και συζύγου της δεύτερης των εναγόντων Φ. Δ. δυνάμει της .../10-7-1998 δήλωσης αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Αθηνών Φωτεινής Κουλούκη, που μεταγράφηκε νόμιμα. Τόσον η συγκυριότητα του δικαιοπαρόχου των εναγόντων όσον και η συγκυριότητα των τελευταίων στα ανωτέρω ακίνητα δεν αμφισβητούνται από την εναγομένη. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι συγκύριοι στα τρία πρώτα από τα ανωτέρω ακίνητα, (όπως επίσης δεν αμφισβητείται από την εναγομένη), είναι και οι μη διάδικοι, 1) Ι. Ε. Δ. κατά ποσοστό 4/96 εξ αδιαιρέτου στο πρώτο και 4/192 εξ αδιαιρέτου στο δεύτερο ακίνητο, 2) Ι. Σ. Δ. κατά ποσοστό 4/96 εξ αδιαιρέτου στο πρώτο ακίνητο και 4/192 εξ αδιαιρέτου στο δεύτερο, 3) Μ. Π. Δ. κατά ποσοστό 2/96 εξ αδιαιρέτου στο πρώτο και 2/192 εξ αδιαιρέτου στο δεύτερο, 4) Μ. Π. Δ. κατά ποσοστό 2/96 εξ αδιαιρέτου στο πρώτο και 2/192 εξ αδιαιρέτου στο δεύτερο, 5) Ι. Β. Δ. κατά ποσοστό 2/96 εξ αδιαιρέτου στο πρώτο και 2/192 εξ αδιαιρέτου στο δεύτερο, 6) Ν. Β. Δ. κατά ποσοστό 2/96 εξ αδιαιρέτου στο πρώτο και 2/192 εξ αδιαίρετου στο δεύτερο, 7) Κ. Σ. Δ. κατά ποσοστό 2/96 εξ αδιαιρέτου στο πρώτο και 2/192 εξ αδιαιρέτου στο δεύτερο και 8) Ι.-Ν. Σ. Δ. κατά ποσοστό 2/96 εξ αδιαιρέτου στο πρώτο και 2/192 εξ αδιαιρέτου στο δεύτερο. Στην ίδια περιοχή, όπου βρίσκονται τα παραπάνω ακίνητα των εναγόντων, και σε όμορα με αυτά ακίνητα η εναγομένη εταιρεία διατηρεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 εγκαταστάσεις συλλογής και επεξεργασίας ορυκτών. Το έτος 1983 η εναγομένη δια των νομίμων εκπροσώπων της ζήτησε από τον δικαιοπάροχο των εναγόντων Φ. Δ. την άδεια να διανοίξει δρόμο διαμέσου των τριών πρώτων από τα παραπάνω ακίνητα προκειμένου να έχει πρόσβαση με τα φορτηγά της στις ως άνω εγκαταστάσεις της, χρήση για την οποία ρητά οι νόμιμοι εκπρόσωποί της είχαν διαβεβαιώσει τον δικαιοπάροχο των εναγόντων. Έτσι ο τελευταίος χορήγησε την άδεια και ή εναγομένη διάνοιξε μια εδαφική λωρίδα διαμέσου των ανωτέρω ακινήτων των εναγόντων για τη διέλευση των φορτηγών της. Συγκεκριμένα η εναγομένη χρησιμοποιούσε α) στο πρώτο ακίνητο ήτοι τον βοσκότοπο των 150 στρεμμάτων εδαφική λωρίδα συνολικού εμβαδού 1967 τ.μ., το οποίο περιλαμβάνει ένα πρώτο τμήμα έκτασης 1807 τ.μ., το οποίο αποτελεί το ανατολικό-νοτιοανατολικό τμήμα του μεγαλύτερου τμήματος έκτασης 2,48 στρεμμάτων που φαίνεται στο προσκομιζόμενο από τους ενάγοντες τοπογραφικό διάγραμμα (σχ. 87) με τα περιμετρικά στοιχεία Α-Β-Γ-Α και το οποίο συνορεύει (σύμφωνα με το διάγραμμα αυτό) βορειοδυτικά επί πλευράς Α-Β μήκους 10 μέτρων με ιδιοκτησία Π. Μ. και ήδη της εναγομένης, βόρεια-βορειοανατολικά επί τεθλασμένης πλευράς Β-Γ μήκους 273 μέτρων με την υπόλοιπη έκταση του πρώτου από τα παραπάνω ακίνητα των εναγόντων καθώς και με έτερη συνιδιοκτησία των εναγόντων, και νότια-νοτιοδυτικά επί τεθλασμένης πλευράς Γ-Α μήκους 273,50 μέτρων με ιδιοκτησία της εναγομένης, καθώς και ένα δεύτερο τμήμα έκτασης 160 τ.μ. το οποίο εμφαίνεται στο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα με τα περιμετρικά στοιχεία Δ-Ε-Θ-Ι-Δ και συνορεύει βορειοδυτικά επί πλευράς Δ-Ε μήκους 11,80 μέτρων με το δεύτερο από τα παραπάνω ακίνητα των εναγόντων νοτιοδυτικά επί πλευράς Ε-Θ μήκους 13 μέτρων με ιδιοκτησία της εναγομένης, νοτιοανατολικά επί πλευράς Θ-Ι μήκους 11 μέτρων με ιδιοκτησία της εναγομένης και βορειοανατολικά επί πλευράς Ι-Δ μήκους 12,50 μέτρων με την υπόλοιπη έκταση του πρώτου από τα παραπάνω ακίνητα των εναγόντων. β) Εδαφική λωρίδα συνολικής έκτασης 1520 τ.μ. επί των δεύτερου και τρίτου ακινήτων των εναγόντων, το οποίο εμφαίνεται στο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα με τα περιμετρικά στοιχεία Δ-Ε-Ζ-Η-Δ και συνορεύει νοτιοανατολικά επί πλευράς Δ-Ε μήκους 11,80 μέτρων με το πρώτο από τα παραπάνω ακίνητα των εναγόντων, νότια-νοτιοδυτικά επί τεθλασμένης πλευράς Ε-Ζ μήκους 9 μέτρων με ιδιοκτησία της εναγομένης, βορειοδυτικά επί πλευράς Ζ-Η μήκους 43,50 μέτρων με ιδιοκτησία της εναγομένης και βορειοανατολικά επί πλευράς Η-Δ μήκους 72 μέτρων με την υπόλοιπη έκταση του δεύτερου και τρίτου ακινήτου των εναγόντων. Επί της εδαφικής αυτής λωρίδας που χρησιμοποιεί η εναγομένη διάνοιξε δρόμο, τοποθέτησε κολώνες φωτισμού κι εγκατέστησε υπόγειο καλώδιο υψηλής τάσης και σωλήνες πετρελαίου που εξυπηρετούν τις εγκαταστάσεις της. Η εναγομένη το έτος 1986 άρχισε να λειτουργεί για πρώτη φορά στο χώρο των ως άνω εγκαταστάσεων της ξηραντήριο μπετονίτη. Έκτοτε η εναγομένη άρχισε να χρησιμοποιεί την παραπάνω δίοδο όχι μόνο για τη διέλευση των φορτηγών της, αλλά και προκειμένου να πραγματοποιούνται με αυτά (φορτηγά) ρίψεις από μεγάλο ύψος των επεξεργασμένων ορυκτών που μετέφεραν στο όμορο κτήμα ιδιοκτησίας της, όπου λειτουργούσε το ξηραντήριο μπετονίτη. Συγκεκριμένα οι προστηθέντες από την εναγομένη οδηγοί φορτηγών, εκμεταλλευόμενοι την υψομετρική διαφορά που υπήρχε σε διάφορα σημεία της επίδικης διόδου με την ευρισκόμενη σε χαμηλότερο επίπεδο ιδιοκτησία της εναγομένης, πραγματοποιούσαν με τα φορτηγά τους εκφόρτωση και ρίψη των μεταφερομένων επεξεργασμένων ορυκτών σε χώρο της χαμηλότερης αυτής ιδιοκτησίας της εναγομένης, όπου αυτά εναποτίθεντο σε μεγάλους σωρούς και στη συνέχεια προωθούνταν σε παρακείμενο ταινιόδρομο μεταφοράς ορυκτών. Κατά την εκτέλεση των εργασιών αυτών εκπέμπονταν τεράστιοι όγκοι σκόνης ορυκτών, τους οποίους παρέσερνε ο αέρας, είτε από το σημείο όπου εναποτίθεντο, είτε κατά τη διάρκεια της μεταφοράς τους στον ταινιόδρομο, αλλά κυρίως κατά την εκφόρτωση και τη ρίψη από μεγάλο ύψος από τα φορτηγά της εναγομένης, η οποία (σκόνη) επικάλυπτε την οικία των εναγόντων που βρίσκεται επί του τέταρτου ακινήτου αυτών, δημιουργώντας τα αναφερόμενα κατωτέρω προβλήματα σ' αυτούς. Συνεπεία της δημιουργηθείσας δυσμενούς αυτής κατάστασης ο δικαιοπάροχος των εναγόντων το ίδιο έτος (1986) διαμαρτυρήθηκε στην εναγομένη θέτοντας ζήτημα ανάκλησης της συναίνεσής του για τη χρήση από αυτήν των προαναφερομένων τμημάτων των ακινήτων του. Λόγω όμως των συνεχών υποσχέσεων των αρμοδίων οργάνων της εναγομένης για εξωδικαστική επίλυση του ζητήματος, της επιβάρυνσης της υγείας του δικαιοπαρόχου των εναγόντων και του μετέπειτα θανάτου του το έτος 1991 και της μετοίκησης των εναγόντων το ίδιο έτος στην Αθήνα λόγω των υποχρεώσεων φοίτησης του πρώτου ενάγοντος στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, δεν επήλθε διευθέτηση του προβλήματος και η οριστική επίλυση του ανεστάλη προσωρινά. Ωστόσο στις 6-8-1997 και 1-9-2000 οι ενάγοντες ανακίνησαν το ζήτημα της χρήσης εκ μέρους της εναγομένης των παραπάνω Εδαφικών λωρίδων των ακινήτων τους και απέστειλαν εξώδικες δηλώσεις στην εναγομένη (βλ. τις υπ' αριθ. 1685Γ/20-8-1997 και 7823Β/8-9-2000 εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών Αθηνών ... και Πειραιά ... αντίστοιχα), ζητώντας από αυτήν τη διευθέτηση του ζητήματος, χωρίς όμως ανταπόκριση εκ μέρους της τελευταίας, η οποία συνέχισε να κάνει χρήση με τον ίδιο ως άνω τρόπο των προαναφερόμενων τμημάτων των ακινήτων των εναγόντων παρά τη θέληση αυτών. Η συνέχιση της αυθαίρετης αυτής χρήσης των εδαφικών λωρίδων (διόδου) από την εναγομένη εντός της ιδιοκτησίας των εναγόντων συνιστά διατάραξη της συγκυριότητας τους επ' αυτών κατά τα προαναφερόμενα εξ αδιαιρέτου ποσοστά τους. Για το λόγο αυτό το έτος 2003 οι ενάγοντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 5-8-2003 αγωγή τους κατά της εναγομένης με την οποία ζητούσαν να αρθούν και να παραλειφθούν στο μέλλον οι προσβολές της συγκυριότητας τους στα πιο πάνω ακίνητα και να υποχρεωθεί η εναγομένη να τους καταβάλει αποζημίωση χρήσης συνολικού ποσού 12.379,90 ευρώ στον πρώτο και 4.126,63 ευρώ στη δεύτερη για τη χρήση από αυτήν από 1-1-1987 έως 31-12-2003 των αναφερομένων πιο πάνω εδαφικών λωρίδων από τα τρία πρώτα πιο πάνω ακίνητα τους. Στη συνέχεια, αφού η εναγομένη κατέβαλε στους ενάγοντες τα ποσά τα οποία ζητούσαν με την ως άνω αγωγή, συντάχθηκε το από 7-6-2004 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ των διαδίκων, με το οποίο συμφωνήθηκε ότι οι ενάγοντες θα παραιτούνταν από το δικόγραφο της αγωγής και ότι επί ένα έτος από την ημερομηνία εκείνη δεν θα ασκούσαν εναντίον της εναγομένης νέα αγωγή με αντίστοιχες αξιώσεις για τη χρήση εκ μέρους της των παραπάνω εδαφικών τμημάτων, ώστε να διευθετηθούν μέσα στο χρονικό αυτό διάστημα όλες οι υφιστάμενες μεταξύ τους διαφορές. Ωστόσο, μολονότι οι ενάγοντες τήρησαν τη συμφωνία αυτή, η εναγομένη δεν έλαβε καμία πρωτοβουλία για την εξεύρεση λύσης, όπως είχε συμφωνηθεί. Αντίθετα συνεχίζει να κάνει αυθαίρετα χρήση της ως άνω επίδικης εδαφικής λωρίδας με τον ίδιο τρόπο που περιγράφηκε παραπάνω και παρά την αντίρρηση των εναγόντων προς τούτο, διαταράσσοντας έτσι τη συγκυριότητα των εναγόντων επί των ως άνω (τεσσάρων) ακινήτων τους κατά τα προαναφερόμενα εξ αδιαιρέτου ποσοστά τους. Η κρίση του Δικαστηρίου ως προς την προσβολή της συγκυριότητας των εναγόντων από την εναγομένη με τον προαναφερόμενο τρόπο στηρίζεται κυρίως στην κατάθεση του μάρτυρος απόδειξης, ο οποίος έχοντας ιδία και άμεση γνώση όσων κατέθεσε, επιβεβαίωσε με σαφή και κατηγορηματικό τρόπο τη χρήση των εδαφικών τμημάτων των ακινήτων των εναγόντων από την εναγομένη τόσο για τη διέλευση των φορτηγών όσο και για την εκφόρτωση των μεταφερομένων υλικών, την αντίρρηση προς τούτο των εναγόντων αλλά και του δικαιοπαρόχου τους, όπως και την επιβάρυνση της κατοικίας των εναγόντων με σκόνη μπετονίτη, την οποία είχε διαπιστώσει και ο ίδιος κατά τις επανειλημμένες επισκέψεις του σ' αυτήν. Εξάλλου τη χρήση των ως άνω εδαφικών τμημάτων με τον τρόπο που περιγράφηκε συνομολογεί και η εναγομένη, η οποία αμφισβητεί μόνο το εμβαδόν της διόδου που διέρχεται από το δεύτερο και τρίτο ακίνητα, χωρίς ωστόσο να προσδιορίζει ποιο είναι το ακριβές εμβαδόν αυτής. Η αμφισβήτησή της αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι στο δικόγραφο της αγωγής αναγράφεται ως εμβαδόν των δύο ακινήτων περίπου ένα στρέμμα, δηλαδή μικρότερο από αυτό που χρησιμοποιεί η εναγομένη (1520 τ.μ.), όπως όμως αναφέρθηκε παραπάνω, το ακριβές εμβαδόν των δύο ακινήτων, μετά νεώτερη καταμέτρηση, φθάνει τα δύο περίπου στρέμματα. Εξάλλου και η εναγομένη μετά την άσκηση της από 5-8-2003 αγωγής σε βάρος της έχει ήδη αποζημιώσει τους ενάγοντες για τη χρήση της επίδικης εδαφικής λωρίδας εμβαδού ίσου με αυτό που αναφέρεται παραπάνω δηλαδή 1807 τ.μ., 160 τ.μ. και 1520 τ.μ. αντίστοιχα. Η εναγομένη επίσης τόσο στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο όσο και στην παρούσα δίκη προέβαλε την ένσταση της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των εναγόντων, διότι η χρήση της εδαφικής λωρίδας δια μέσου του ακινήτου τους έγινε με τη. συναίνεση του δικαιοπαρόχου των εναγόντων και στη συνέχεια των ιδίων, καθώς και ότι έχει ήδη ικανοποιήσει τις αξιώσεις των εναγόντων της προηγούμενης αγωγής και ότι οι ενάγοντες ασκούν την ένδικη αγωγή στα πλαίσια παρελκυστικής τακτικής για μη εξεύρεση συναινετικής λύσης. Υπό το άνω περιεχόμενο η ένσταση αυτή είναι απορριπτέα, καθόσον, ως προς το πρώτο σκέλος της στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση, ότι υπήρχε συναίνεση του δικαιοπαρόχου των εναγόντων και των ιδίων για τη χρήση από αυτήν της επίδικης εδαφικής λωρίδας, ενώ, όπως προαναφέρθηκε, η αρχικά δοθείσα από τον δικαιοπάροχο των εναγόντων συναίνεση ανεκλήθη μετά την χρησιμοποίηση από την εναγομένη της εδαφικής λωρίδας για τη ρίψη από ύψος των υλικών μπετονίτη. Ως προς το άλλο σκέλος, επίσης είναι απορριπτέα, καθόσον, το γεγονός ότι εξόφλησαν τα αιτούμενα με την προηγούμενη αγωγή ποσά, δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αγωγής εκ μέρους των εναγόντων, δεδομένου ότι με αυτή ασκούνται νέες αξιώσεις που δεν ικανοποιήθηκαν με την προηγούμενη αγωγή, ενώ δεν αποδείχθηκε από κανένα στοιχείο ότι η ένδικη αγωγή ασκήθηκε με σκοπό τη μη εξεύρεση συναινετικής λύσης μεταξύ τους σχετικά με τη χρήση των επίδικων εδαφικών τμημάτων. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε τα ίδια και έκανε δεκτή ως βάσιμη κατ' ουσία την αναγνωριστική συγκυριότητας και αρνητική αγωγή, απορρίπτοντας την ένσταση της εναγομένης περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των εναγόντων, δεν έσφαλε και πρέπει συνεπώς να απορριφθεί ο πρώτος λόγος της έφεσης (κατά το σχετικό σκέλος αυτού), πλην όμως στο διατακτικό της εκκαλουμένης εσφαλμένα εμπεριέχεται διάταξη που υποχρεώνει την εναγομένη να παύσει τις εκπομπές σκόνης μπετονίτη ή άλλου ορυκτού που προκαλούνται και από τη λειτουργία των εγκαταστάσεων (ξηραντηρίου μπετονίτη) που υπάρχουν εγγύς των ακινήτων των εναγόντων, παρότι δεν υπάρχει τέτοιο αίτημα στην αγωγή, γεγονός για το οποίο παραπονείται η εναγομένη με τον τρίτο λόγο της έφεσης.
Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτός ο λόγος αυτός της έφεσης ως βάσιμος κατ' ουσία. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι από την ως άνω αυθαίρετη χρήση των τμημάτων των ακινήτων των εναγόντων και συγκεκριμένα από την εκφόρτωση και τη ρίψη από μεγάλο ύψος από τα φορτηγά της εναγομένης των επεξεργασμένων ορυκτών, όπως προαναφέρθηκε, εκπέμπονται τεράστιοι όγκοι σκόνης. Οι όγκοι αυτοί σκόνης ορυκτών διασκορπίζονται και παρασύρονται από τον αέρα με αποτέλεσμα να διαχέονται και να επικάθονται σε ολόκληρη τη γύρω περιοχή, όπως και στην προαναφερόμενη κατοικία των εναγόντων που είναι κτισμένη στο τέταρτο ακίνητό τους σε απόσταση 150 περίπου μέτρων από τη χρησιμοποιούμενη με τον ως άνω τρόπο από την εναγομένη δίοδο, δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα για τη διαβίωση των ενοίκων αυτής. Η κατάσταση αυτή επιδεινώνεται και από το ότι ο μπετονίτης που αποτελεί το κύριο συστατικό της σκόνης έχει τη σύσταση λεπτόκκοκης σκόνης (σαν πούδρα) με ιδιαίτερα μεγάλη πτητικότητα και διεισδυτικότητα, με συνέπεια καίτοι δεν είναι τοξικός και βλαβερός, να δυσχεραίνει ιδιαίτερα την ανθρώπινη αναπνοή και να καθιστά δύσκολο τον καθαρισμό τους από υλικές επιφάνειες όταν αναμιγνύεται και με υγρασία. Αποτέλεσμα της παραπάνω συμπεριφοράς της εναγομένης είναι να έχει καταστεί ακατάλληλη για οίκηση η παραπάνω κατοικία των εναγόντων λόγω της αποπνικτικής ατμόσφαιρας και της διαρκούς ανάγκης για καθαρισμό των επιφανειών. Η παραπάνω συμπεριφορά των οργάνων της εναγομένης και των προστηθέντων από αυτήν υπαλλήλων της κατά την εκτέλεση των εργασιών μεταφοράς των ορυκτών με τα φορτηγά και της εκφόρτωσης αυτών, πέραν της προσβολής του απόλυτου δικαιώματος συγκυριότητας των εναγόντων επί του τετάρτου ως άνω ακινήτου τους, συνιστά και παράνομη και υπαίτια πράξη, συνεπεία της οποίας επήλθε επιβάρυνση της κατοικίας και του πέριξ αυτής οικοπέδου των εναγόντων, καθόσον αυτοί προέβαιναν στις παραπάνω ρίψεις από ύψος των μεταφερομένων ορυκτών, παρότι γνώριζαν τις αντιρρήσεις των εναγόντων προς τούτο, καθώς και ότι από τις ρίψεις αυτές προκαλούνταν εκπομπές μεγάλου όγκου σκόνης για την αποτροπή των οποίων (εκπομπών) δεν είχαν λάβει κάποιο μέτρο για την προστασία του γειτονικού και ευρύτερου περιβάλλοντος χώρου, όπως εξάλλου επιβάλλονταν και από τη διάταξη του άρθρου 81 του "Κανονισμού Μεταλλευτικών και Λατομικών Εργασιών^ Αποτέλεσμα της παράνομης αυτής και υπαίτιας συμπεριφοράς των οργάνων της εναγομένης και των προστηθέντων από αυτήν υπαλλήλων της ήταν η επέλευση περιουσιακής ζημίας σ' αυτούς από τις βλαπτικές επενέργειες που προκάλεσε η επικάλυψη του ακινήτου τους με σκόνη μπετονίτη, συνεπεία της οποίας αυτοί αποστερήθηκαν την χρήση της οικίας τους, δεδομένου ότι η διαβίωση τους σ' αυτή κατέστη αν όχι αδύνατη, ιδιαίτερα δυσχερής. Για τα παραπάνω σαφής και πειστική είναι η κατάθεση του μάρτυρος των εναγόντων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ο οποίος έχει προσωπική, και άμεση αντίληψη των όσων με λεπτομέρεια κατέθεσε. Ο μάρτυρας αυτός επιβεβαίωσε τόσο την ως άνω συμπεριφορά των προστηθέντων από την εναγομένη υπαλλήλων της, όσον και την βλάβη που επήλθε στην κατοικία των εναγόντων από τις εκπομπές σκόνης που προέρχεται από την ρίψη από ύψος των μεταφερομένων με τα φορτηγά της εναγομένης ορυκτών. Η κατάθεση του αυτή ενισχύεται από τα προσκομιζόμενα με επίκληση από τους ενάγοντες έγγραφα και φωτογραφίες, στις οποίες σαφώς απεικονίζεται η ύπαρξη μεγάλης ποσότητας σκόνης στους χώρους της οικίας των εναγόντων, ενώ δεν αναιρείται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία και ιδίως από την κατάθεση του μάρτυρος ανταπόδειξης, ο οποίος αν και αρνήθηκε την εκπομπή σκόνης από τις εγκαταστάσεις της εναγομένης, δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει την ύπαρξη σημαντικής ποσότητας σκόνης στην οικία των εναγόντων. Επίσης δεν αναιρείται και από την προσκομιζόμενη με επίκληση από την εναγομένη από Μάρτιο 2010 έκθεση πραγματογνωμοσύνης που διενεργήθηκε με επιμέλεια της εναγομένης από τον Δ. Ο., σύμφωνα με την οποία η εγκατάσταση της εναγομένης βρίσκεται σε περιοχή στην οποία υπάρχει επιβάρυνση της ατμόσφαιρας και ότι όσον αφορά τις συγκεντρώσεις αναπνεύσιμης σκόνης, λαμβάνοντας υπόψη το είδος των εργασιών αλλά και το μέγεθος της επιχείρησης οι εκπομπές σκόνης στην ατμόσφαιρα από την εν λόγω εγκατάσταση είναι οι ελάχιστες δυνατές και εντός των ορίων της ισχύουσας νομοθεσίας, καθόσον δεν κρίνεται πειστική από το δικαστήριο, ενόψει του ότι το εν λόγω συμπέρασμα έρχεται σε αντίθεση με την υπάρχουσα κατάσταση στην οικία των εναγόντων, η οποία επιβεβαιώθηκε από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία. Τέλος το γεγονός ότι η εναγομένη έχει εφοδιαστεί με άδεια λειτουργίας του ξηραντηρίου μπετονίτη, καθώς και με άδεια περιβαλλοντικών όρων δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση, αφού όπως αποδείχθηκε η σκόνη μπετονίτη φθάνει στην κατοικία των εναγόντων, την οποία επιβαρύνει σημαντικά, η πρόσκληση της δε, όπως συνομολογείται από τους ενάγοντες, δεν προέρχεται από την λειτουργία του ξηραντηρίου μπετονίτη, για την οποία υφίστανται οι ως άνω άδειες, αλλά από την αυθαίρετη ρίψη από μεγάλο ύψος των μεταφερομένων με τα φορτηγά της εναγομένης ορυκτών υλικών. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφαση του, κατέληξε στην ίδια κρίση, δεν έσφαλε αλλά ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ελέγχονται απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου πρώτος (κατά το σχετικό σκέλος του) και τρίτος λόγος της έφεσης.
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, εξαφάνισε την εκκαλουμένη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου στο σύνολό της για την ενότητα της εκτελέσεως κράτησε την υπόθεση, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και μεταξύ των άλλων απαγόρευσε στην εναγομένη να διαταράσσει στο μέλλον τη συγκυριότητα των εναγόντων και των λοιπών συγκυρίων στα επίδικα ακίνητα, ως και την αποκλειστική συγκυριότητα των εναγόντων στα ακίνητα που βρίσκεται στη θέση ... του Δήμου Μήλου Κυκλάδων με αριθμό ΚΑΕΚ ... και περιλαμβάνει μία ισόγεια οικία εμβαδού 131,80 τμ. με αυλή και ισόγειο γκαράζ, ήτοι υποχρέωσε την εναγομένη να παύσει τις εκπομπές σκόνης μπετονίτη (ή άλλου ορυκτού) που προκαλούνται από τα οχήματά της με τις ρίψεις των μεταφερομένων με αυτά ορυκτών από ύψος στο ευρισκόμενο σε χαμηλότερο επίπεδο ακίνητο της εναγομένης. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση αφού διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις σαφείς και μη αντιφάσκουσες μεταξύ τους αιτιολογίες που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς το ουσιώδες ζήτημα της προσβολής της συγκυριότητας των αναιρεσειόντων επί των επιδίκων ακινήτων από πράξεις της αναιρεσίβλητης, παράνομες και υπαίτιες. Δεν υπάρχει δε αντίφαση μεταξύ της παραδοχής του Εφετείου ότι "κατά την εκτέλεση των εργασιών αυτών εκπέμπονταν τεράστιοι όγκοι σκόνης ορυκτών τους οποίους παράσερνε ο αέρας είτε από τη σημείο όπου εναποτίθεντο είτε κατά τη διάρκεια της μεταφοράς τους στον ταινιόδρομο αλλά κυρίως κατά την εκφόρτωση και τη ρίψη από μεγάλο ύψος από τα φορτηγά της εναγομένης, η οποία σκόνη επικάλυπτε την οικία των εναγόντων που βρίσκεται επί του τετάρτου ακινήτου αυτών δημιουργώντας τα αναφερόμενα κατωτέρω προβλήματα σ' αυτούς" και της παραδοχής στη σελίδα 14 "όπως αποδείχθηκε η σκόνη μπετονίτη φθάνει στην κατοικία των εναγόντων την οποία επιβαρύνει σημαντική η πρόκλησή της δε, όπως συνομολογείται από τους ενάγοντες δεν προέρχεται από τη λειτουργία του ξηραντηρίου μπετονίτη για την οποία υφίστανται οι ως άνω άδειες αλλά από την αυθαίρετη ρίψη από μεγάλο ύψος των μεταφερομένων με τα φορτηγά της εναγομένης ορυκτών υλικών".
Συνεπώς ο πέμπτος λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο μέρος του με το οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατά το δεύτερο μέρος του ο ίδιος λόγος αναίρεσης με το οποίο οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλομένη απόφαση την αιτίαση της έλλειψης νόμιμης βάσης εκ του ότι υπάρχει αντίφαση μεταξύ της πρώτης ως άνω αναφερομένης συγκεκριμένης παραδοχής και του διατακτικού της αποφάσεως, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Κατ' ακολουθία των παραπάνω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθούν οι ηττώμενοι αναιρεσείοντες κατά το νόμιμο αίτημα της αναιρεσίβλητης στη δικαστική δαπάνη αυτής (άρθρα 183 και 176 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29-9-2011 αίτηση των Ι. Δ. και Ζ. Δ. περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 119/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 3 Απριλίου 2013.
Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Απριλίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή