Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Ηθική αυτουργία, Αναβολής αίτημα, Ψευδής βεβαίωση.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για ηθική αυτουργία σε ψευδή βεβαίωση και απόπειρα απάτης. Απόρριψη λόγων αναιρέσεως για ελλιπή αιτιολογία και αναιτιολόγητα απόρριψη του αιτήματος αναβολής λόγω σημαντικών αιτιών στο πρόσωπο του κατηγορουμένου.
ΑΡΙΘΜΟΣ 2399/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Βασίλειο Φράγγο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Νοεμβρίου 2009, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σωτήριο Καλαμίτση, περί αναιρέσεως της 5219/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2
Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Μαρτίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 439/2009.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 340 παρ. 1, 349 και 139 του ΚΠΔ, ως και του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο εκκαλών - κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια. Η παραδοχή ή μη του σχετικού αιτήματος απόκειται μεν στην κυριαρχική κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο, όμως, οφείλει να απαντήσει στο υποβαλλόμενο αίτημα αναβολής και σε περίπτωση απόρριψής του να αιτιολογήσει ειδικώς και εμπεριστατωμένως την απόφασή του. Διαφορετικά, αν απορρίψει το αίτημα χωρίς την επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω αιτιολογία ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης (ΟΛ.Α.Π. 7/2005). Η δε εν συνεχεία απόρριψη της εφέσεως, ως ανυποστήρικτης, του νομίμως και εμπροθέσμως κληθέντα εκκαλούντος-κατηγορουμένου, ή η κατ' ουσία έρευνα της υποθέσεως με ωσεί παρόντα τον τελευταίο, ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, με την μορφή της αρνητικής υπερβάσεως εξουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης υπ' αριθ. 5219/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου την 25 Νοεμβρίου 2008, μετ' αναβολή της δίκης κατ' άρθρο 349 ΚΠΔ, δεν εμφανίσθηκε ο εκκαλών-κατηγορούμενος, αλλά ο Ζ, ο οποίος ανήγγειλε στο Δικαστήριο ότι ο κατηγορούμενος είναι ασθενής και δεν δύναται να εμφανισθεί στο Δικαστήριο, γι' αυτό ζήτησε αναβολή της υποθέσεως, προσκόμισε δε και παρέδωσε την από 25-11-2008 ιατρική γνωμάτευση του Διευθυντή της Γενικής Κλινικής ..., την οποία ο Πρόεδρος ανέγνωσε δημόσια στο ακροατήριο. Περαιτέρω εξεταζόμενος ενόρκως κατέθεσε ότι: "ο κατηγορούμενος είναι φίλος μου. Έχει καρδιολογικό πρόβλημα και νοσηλεύεται στην κλινική". Μετά την υποβολή του άνω αιτήματος το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα της αναβολής με την εξής αιτιολογία "Από την κατάθεση του εξετασθέντος μάρτυρα και τα αναγνωσθέντα έγγραφα, αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ1 προσήλθε χθες 24.11.2008 στη γενική κλινική "..., όπου και παρέμεινε, επικαλούμενος άλγος δεξιού υποχονδρίου κολικοειδούς μορφής. Από κανένα όμως αποδεικτικό μέσο δεν αποδεικνύεται συγκεκριμένη ασθένεια που προκαλεί τα συμπτώματα που ο ίδιος ο κατηγορούμενος επικαλέσθηκε εισερχόμενος στην κλινική, αφού στη ιατρική γνωμάτευση δεν βεβαιώνεται ότι ο κατηγορούμενος υποβλήθηκε σε κλινική ή εργαστηριακή εξέταση από κάποιο γιατρό, που να κάνει διάγνωση κάποιας ασθένειας. Ούτε όμως και αδυναμία του κατηγορουμένου να εμφανιστεί στο ακροατήριο βεβαιώνεται από κάποιο από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα. Από όλα τα ανωτέρω το δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι η επικαλούμενη ασθένεια είναι προσχηματική με μόνο σκοπό την αναβολή της δίκης, το δε σχετικό αίτημα είναι ως εκ τούτου αβάσιμο και πρέπει ως τέτοιο ν' απορριφθεί". Ακολούθως προχώρησε στην κατ' ουσία έρευνα της υπόθεσης δικάζοντας τον εκκαλούντα - αναιρεσείοντα ωσεί παρόντα. Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση για την απόρριψη του αιτήματος αναβολής, διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν, με πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, καθώς και τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη και αξιολόγησε προκειμένου να καταλήξει στην άνω απορριπτική κρίση. Ειδικότερα αιτιολογείται πλήρως γιατί η από 25-11-2008 ιατρική γνωμάτευση δεν παρέχει την επιβαλλόμενη βεβαιότητα, αναφορικά με την επικαλούμενη από τον αναιρεσείοντα ασθένεια και συνακόλουθα σημαντικό αίτιο αναβολής της υποθέσεως, η οποία, όμως, δεν διαγνώσθηκε από ιατρό. Εξάλλου και η κατάθεση του μάρτυρος επαρκώς αξιολογήθηκε.
Συνεπώς, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, προβαλλόμενος πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Επειδή κατά μεν το άρθρο 42 παρ. 1 ΠΚ, όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη, που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83 ΠΚ), κατά δε το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, τιμωρείται, με την στη διάταξη αυτή προβλεπόμενη ποινή, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι, για να υπάρξει απόπειρα απάτης αρκεί ότι το έγκλημα της απάτης δεν συντελέσθηκε μεν, πλην όμως, άρχισε η πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασής του, με σκοπό αθέμιτης ωφέλειας του υπαιτίου ή άλλου, με οποιαδήποτε, εν γνώσει γενομένη, ψευδή παράσταση γεγονότων ως αληθών, η οποία ως επακόλουθο ήταν δυνατόν να έχει βλάβη ξένης περιουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθ. 46 παρ. 1 περ. α' του ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται και όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση και παραγωγή της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως, με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια ή με τη διέγερση μίσους κατά του παθόντος, με πειθώ ή φορτικότητα ή προτροπές ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του με το φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του αυτουργού ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινείται ο φυσικός αυτουργός, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος, εκτός αν για την υποκειμενική θεμελίωση του οικείου εγκλήματος απαιτείται άμεσος ή υπερχειλής δόλος, οπότε ο δόλος αυτός πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος, και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά αυτών, χωρίς να προσαπαιτείται και η ιδιαίτερη μνεία του καθένα εκ των αποδεικτικών μέσων και το προκύψαν εξ αυτού συγκεκριμένο πραγματικό περιστατικό. Ωστόσο πρέπει να συνάγεται, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, και όχι μόνο μερικά εξ αυτών, για να μορφώσει την κρίση του περί της ενοχής του κατηγορουμένου. Στην προκειμένη περίπτωση από την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 5219/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος κηρύχθηκε ένοχος, σε δεύτερο βαθμό, για τις αξιόποινες πράξεις της ηθικής αυτουργίας στην πράξη της ψευδούς βεβαιώσεως κατ' εξακολούθηση που διέπραξε ο επίσης κηρυχθείς ένοχος συγκατηγορούμενός του Χ2 και για απόπειρα απάτης κατ' εξακολούθηση σε βάρος του Δημοσίου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της, αναφέρονται ότι από τα μνημονευόμενα σ' αυτή αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, αναγνωσθέντα έγγραφα και απολογία του παρόντος συγκατηγορουμένου του αναιρεσείοντος) αποδείχθηκαν κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Με την υπ' αριθ. πρωτ. 2720 από 15.10.2001 διακήρυξη του Τμήματος Εμπορίου της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης ... προκηρύχθηκε μειοδοτικός διαγωνισμός για την ανάδειξη προμηθευτή υγρών καυσίμων (βενζίνης σούπερ, βενζίνης αμόλυβδης, πετρελαίου κίνησης και πετρελαίου θέρμανσης) για τη κάλυψη των αναγκών των υπηρεσιών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης και των ΝΠΔΔ του Νομού ... για το έτος 2002, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 παρ. 6 του Ν. 2503/97 (ΦΕΚ 107/Α) και του άρθρου 41 του π.δ. 173/1990. Σύμφωνα με τον 12ο όρο της διακήρυξης η ισχύς των συμβάσεων που θα υπογράφονταν θα εκτινόταν σε όλο το έτος 2002, με δικαίωμα του Δημοσίου (της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης εν προκειμένω), να παρατείνει τη διάρκειά τους για δύο (2) ακόμη μήνες. Κατά τον 13ο όρο η έκπτωση θα δοθεί από τους συμμετέχοντες στο διαγωνισμό σε ποσοστό στα %, το οποίο θα υπολογίζεται στη νόμιμα διαμορφούμενη κάθε φορά μέση τιμή λιανικής πώλησης του είδους, την ημέρα παράδοσής του, λαμβανομένης υπόψη και της τιμής που εισπράττεται στο πρατήριο του μειοδότη. Κατά τον 14ο όρο προμηθευτής αναδεικνύεται εκείνος που προσφέρει το μεγαλύτερο ποσοστό έκπτωσης. Κατά τον 18ο όρο η πληρωμή της αξίας των ειδών που παραλαμβάνονται γίνεται απ' ευθείας από την παραλήπτρια υπηρεσία, μετά την υποβολή των νομίμων δικαιολογητικών, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα. Τέλος κατά τον 20ο όρο τα τιμολόγια, όσον αφορά την κανονικότητα της τιμής, θεωρούνται από το τμήμα εμπορίου μέσα σε δέκα πέντε ημέρες. Μειοδότρια-προμηθεύτρια του διαγωνισμού για τις υπηρεσίες της Νομαρχιακής αυτοδιοίκησης και τα ΝΠΔΔ της επαρχίας ... αναδείχθηκε η Β, επ' ονόματι της οποίας λειτουργούσε το σχετικό πρατήριο υγρών καυσίμων. Διαχειριστής όμως εν τοις πράγμασι της επιχείρησης ήταν ο δεύτερος κατηγορούμενος, ο οποίος και συμμετείχε σε όλες τις επαφές και συναλλαγές με τις διάφορες υπηρεσίες. Μετά την κατακύρωση του διαγωνισμού υπογράφηκαν στις 24.1.2002 οι σχετικές συμβάσεις. Αρμόδιος για τον έλεγχο των τιμολογίων, την έρευνα και τον προσδιορισμό της μέσης τιμής λιανικής πώλησης κατά την ημέρα παράδοσης στα πρατήρια της περιοχής και τη βεβαίωση ότι η αναφερόμενη στα τιμολόγια του προμηθευτή τιμή δεν υπερβαίνει τη μέση αυτή τιμή ήταν ο πρώτος κατηγορούμενος, προϊστάμενος του Τμήματος Εμπορίου Νομαρχίας Πέλλας. Υπό την ιδιότητά του αυτή ο πρώτος κατηγορούμενος, στην Έδεσσα, κατά το χρονικό διάστημα από την 5-1-2002 έως τις 16-1-2003, όταν και προσκομίσθηκαν για να βεβαιωθεί σ' αυτά ότι η αναφερόμενη τιμή δεν υπερβαίνει την κατά τα άνω μέση λιανική τιμή, βεβαίωσε ψευδώς επί του σώματος των με αριθμούς ...τιμολογίων που εκδόθηκαν από την Β σε εκτέλεση της προαναφερόμενης συμβάσεως κατά το χρονικό διάστημα από 31-10-2002 έως και τις 31-12-2002, ότι "η αναγραφόμενη τιμή του είδους είναι η επικρατούσα μέση τιμή λιανικής πώλησης στην αγορά της πόλεως μας", και υπέγραψε τη σχετική βεβαίωση, ενώ το αληθές ήταν ότι τα παραπάνω τιμολόγια ήταν υπερτιμολογημένα (της τάξης του 30% για το μήνα Δεκέμβριο 2002 και κατά μέσο όρο της τάξης του 7,5% για τους υπόλοιπους μήνες), πράγμα το οποίο γνώριζε, με συνέπεια βάσει αυτών να εκδοθούν αντίστοιχα εντάλματα πληρωμής του Γ.Ν. ..., το οποίο και αφορούσαν τα εν λόγω τιμολόγια για να ωφεληθούν η Β χήρα Χ1 και ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ1 [εν τοις πράγμασι διαχειριστής του πρατηρίου υγρών καυσίμων ιδιοκτησίας της Β χήρας Χ1] σε βάρος του Δημοσίου το χρηματικό ποσό των 24.086,08 ευρώ από τις πωλήσεις όλων των ειδών καυσίμων ήτοι πετρελαίου κίνησης και θέρμανσης και βενζίνης αμόλυβδης και super. Για να προβεί στην πράξη του αυτή ο πρώτος κατηγορούμενος πείσθηκε με προτροπές και παραινέσεις από τον δεύτερο κατηγορούμενο, εν τοις πράγμασι διαχειριστή της προμηθεύτριας επιχείρησης, ο οποίος, προκειμένου να επιτύχει να ωφεληθεί από την υπερτιμολόγηση των προαναφερομένων τιμολογίων σε βάρος του Ελληνικού δημοσίου, με αντίστοιχη βλάβη του τελευταίου, προσκόμισε τα ανωτέρω τιμολόγια με την ψευδή βεβαίωση στο Γενικό Νοσοκομείου ... για να εισπράξει το αναγραφόμενο σ' αυτά τίμημα, πλην όμως δεν κατόρθωσε να επιτύχει το σκοπό του, διότι έγινε αντιληπτή η υπερτιμολόγηση από τον οικονομικό διευθυντή του Νοσοκομείου ..., ο οποίος και προέβη στις απαραίτητες ενέργειες ώστε να μη καταβληθεί το υπερβολικό τίμημα. Μάλιστα όπως με πειστικότητα και κατηγορηματικότητα κατέθεσε ο ..., εξεταζόμενος ως μάρτυρας στο ακροατήριο, ο δεύτερος κατηγορούμενος όταν αυτός ... του ανακοίνωσε ότι δεν θα πληρωθούν τα τιμολόγια διότι είναι υπερτιμολογημένα κατά παράβαση των σχετικών όρων των συμβάσεων προμήθειας, ο κατηγορούμενος επιχείρησε να τον δωροδοκήσει με 3.000 ευρώ, ώστε να μη προχωρήσει σε αποκάλυψη της όλης μεθόδευσης, περιστατικό που είναι ενισχυτικό της κρίσεως του δικαστηρίου για το δόλο αμφοτέρων των κατηγορουμένων. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι αμφότεροι οι κατηγορούμενοι". Με βάση που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, και τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία συγκατηγορουμένου του) από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από καθένα από αυτά. Όσον αφορά την αιτίαση ότι το σκεπτικό είναι επανάληψη του διατακτικού, η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη, διότι στο σκεπτικό αναπτύσσονται πλήρως οι σκέψεις που οδήγησαν το Δικαστήριο στην άνω κρίση, πέραν του ότι το σκεπτικό αλληλοσυμπληρώνεται από το διατακτικό, το οποίο περιλαμβάνει αναλυτικώς όλα τα απαιτούμενα στοιχεία. Όσον αφορά την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκθέτει τα μέσα και τον τρόπο με τα οποία έπεισε τον συγκατηγορούμενό του να τελέσει την άδικη πράξη της ψευδούς βεβαιώσεως, την οποία τέλεσε, και η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη, διότι στο σκεπτικό αναφέρονται τα μέσα που χρησιμοποίηση ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων ήτοι, ότι αυτός έπεισε <<με προτροπές και παραινέσεις>> το συγκατηγορούμενό του, στοιχεία επαρκή για την αιτιολόγηση της καταδικαστικής κρίσεως. Κατόπιν των παραπάνω, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, αντίθετος δεύτερος, κατά ένα μέρος, λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Οι λοιπές αιτιάσεις, οι διαλαμβανόμενες στο δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και γι' αυτό είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Μετά από αυτά, ελλείψει ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 3 Μαρτίου 2009 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθ. 5219/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Δεκεμβρίου 2009.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ