Θέμα
Ε.Σ.Δ.Α., Απαράδεκτο αναιρέσεως, Βούλευμα.
Περίληψη:
Μετά την κατάργηση του άρθρου 482 ΚΠΔ με τον ν. 3904/2010, δεν επιτρέπεται άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως από τον κατηγορούμενο κατά βουλεύματος. Η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 6§1 της ΕΣΔΑ, ούτε στο άρθρο 20§1 του Συντάγματος ούτε είναι αντίθετη στην αρχή της αναλογικότητας που αναγνωρίζεται από το άρθρο 25 του Συντάγματος. Απόρριψη αιτήσεως κατά παραπεμπτικού βουλεύματος ως απαράδεκτης.
Αριθμός 85/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ'Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Ιανουαρίου 2015, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Κ. Τ. του Α., κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο Συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ.183/2014 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Με συγκατηγορούμενο τον Ν. Κ. του Γ..
Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 31 Μαρτίου 2014 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 477/14. Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασιλική Θεοδώρου εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ Ρασιδάκη, με αριθμό 137/27.10.2014, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγοντας ενώπιον Σας, κατά τα άρθρα 476 και 513§1 α ΚΠΔ, την υπ' αριθ.1/31-3-2014 -εμπροθέσμως ασκηθείσα-, αίτηση αναίρεσης, του Τ. Κ. του Α. και Μ., κατοίκου ... κατά του υπ' αριθμ. 183/2014 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, με το οποίο παραπέμπεται ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου κακουργημάτων Θεσσαλονίκης για να δικαστεί για ψευδή βεβαίωση από υπάλληλο, της οποίας ο δράστης - υπαίτιος είχε σκοπό να προσπορίσει στον σε άλλον αθέμιτο όφελος, το οποίο υπερβαίνει τόσο το ποσό των 73.000ευρώ, όσο και αυτό των 120.000 ευρώ [παρ. άρθρ.242 παρ.1 και 3 ΠΚ], εκθέτουμε τα ακόλουθα; Κατά τη διάταξη του άρθρου 463 παρ. 1 εδ. α' του ΚΠοινΔ, "ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα". Το δε άρθρο 482 του ΚΠοινΔ, το οποίο καθόριζε τις περιπτώσεις που ο κατηγορούμενος είχε δικαίωμα ασκήσεως αναιρέσεως κατά βουλεύματος, καταργήθηκε με το άρθρο 34 εδ. γ" του ν. 3904/2010, που ισχύει από της δημοσιεύσεως του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως κατά το άρθρο 38 αυτού (ΦΕΚ 218/Α/23-12-2010). Επομένως, από την έναρξη ισχύος του άνω νόμου (23-12-2010) και για τα βουλεύματα που εκδόθηκαν μετά την έναρξη της ισχύος του, ο κατηγορούμενος δεν έχει πλέον δικαίωμα αναιρέσεως κατά βουλεύματος, το οποίο τον παραπέμπει στο ακροατήριο. Εξάλλου, με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος), αναγνωρίζεται στον κατηγορούμενο δικαίωμα για δίκαιη δίκη, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και το δικαίωμα προσβάσεως στο δικαστήριο. Το ίδιο δικαίωμα αναγνωρίζεται και από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο "καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντα του, όπως νόμος ορίζει". Ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται να θεσπίζει προϋποθέσεις και περιορισμούς στην άσκηση ενδίκου μέσου, αρκεί αυτοί και οι συνέπειες που επισύρει η παράβαση τους να μην είναι υπέρμετροι σε σημείο ώστε να αναιρούν την ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο ή να αντιβαίνουν στην αρχή της αναλογικότητας, πράγμα που συμβαίνει, όταν η προβλεπόμενη από το νόμο κύρωση είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση δυσανάλογη προς την παράβαση της διατάξεως του νόμου. Η αρχή αυτή αναγνωρίζεται ήδη με το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. β" του Συντάγματος (όπως το άρθρο αυτό ισχύει από 18.4.2001, μετά την αναθεώρηση από τη Ζ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων), κατά το οποίο οι κάθε είδους περιορισμοί, που μπορούν να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα, είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Ο αποκλεισμός δε, στην ανωτέρω περίπτωση, του δικαιώματος της ασκήσεως από τον κατηγορούμενο του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως, στο πρόωρο αυτό στάδιο της προδικασίας, κατά του βουλεύματος, που αποφαίνεται μόνο για την παραπομπή του σε δίκη, δεν αντίκειται στο άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, γιατί το δικαίωμα προσβάσεως του κατηγορουμένου ενώπιον του δικαστηρίου έχει πλήρως εξασφαλισθεί αφού, ακόμη και στο στάδιο της προδικασίας παρέχεται σ1 αυτόν ανεμπόδιστα η δυνατότητα να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο και να υποβάλει τις αντιρρήσεις του ή τα αιτήματα του σε θέματα που ανακύπτουν στη διάρκεια της ανάκρισης ή να ζητήσει την κήρυξη ακυρότητας πράξεων της προδικασίας (άρθρα 171 παρ.1, 285 ΚΠοινΔ). Έτσι, με τη θέσπιση των διατάξεων αυτών έχει εξασφαλιστεί στο στάδιο αυτό το δικαίωμα προσβάσεως στη δικαιοσύνη, που καθιερώνεται στο πιο πάνω άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, το οποίο, όμως, δεν καθιερώνει παραλλήλως υποχρέωση του εθνικού νομοθέτη για τη θέσπιση και ενδίκων μέσων υπέρ του κατηγορουμένου. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον βουλεύματος για το οποίο δεν προβλέπεται, το δικαστικό συμβούλιο που είναι αρμόδιο να κρίνει γι'αυτό, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει τούτο απαράδεκτο. [ΑΠ632/2013, ΑΠ 1050/2013, ΑΠ321/2013] Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 183/2014 βούλευμα του, παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης, μεταξύ άλλων, και τον αναιρεσείοντα Κ. Τ. του Α. για να δικασθεί για το έγκλημα της ψευδούς βεβαιώσεως, με σκοπό προσπορίσεως αθεμίτου οφέλους, το οποίο υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ [άρθρο 242 παρ.1 και 3 ΠΚ].. Το βούλευμα αυτό, μετά την, κατά τα ανωτέρω, κατάργηση του άρθρου 482 του ΚΠοινΔ, δεν υπόκειται σε αναίρεση, Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει, να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση ως απαράδεκτη και να να επιβληθούν τα εκ διακοσίων πενήντα [250] ευρώ δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος (άρθ. 583 §1 ΚΠΔ, σε συνδ. με το αρθρ. 3 § 3 του Ν. 773/1977 και την 123827/23-12-2010 Απόφαση Υπουργών Οίκονομικών & Δικαιοσύνης ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνουμε: 1) Να απορριφθεί η υπ' αριθ. 1/31-3-2014 αίτηση αναίρεσης, του Τ. Κ. του Α. και Μ., κατοίκου ... κατά του υπ'αριθμ. 183/2014 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης 2) Να επιβληθούν τα εκ διακοσίων πενήντα (250) € δικαστικά έξοδα, σε βάρος του ανωτέρω .
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ Μιχ. Ρασιδάκης"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 463 παρ. 1 εδ. α' του ΚΠοινΔ, "ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα". Το δε άρθρο 482 του ΚΠοινΔ, το οποίο καθόριζε τις περιπτώσεις που ο κατηγορούμενος είχε δικαίωμα ασκήσεως αναιρέσεως κατά βουλεύματος, καταργήθηκε με το άρθρο 34 εδ. γ' του ν. 3904/2010, που ισχύει από της δημοσιεύσεως του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως κατά το άρθρο 38 αυτού (ΦΕΚ 218/Α/23-12-2010). Επομένως, από την έναρξη ισχύος του άνω νόμου (23-12-2010) και για τα βουλεύματα που εκδόθηκαν μετά την έναρξη της ισχύος του, ο κατηγορούμενος δεν έχει πλέον δικαίωμα αναιρέσεως κατά βουλεύματος, το οποίο τον παραπέμπει στο ακροατήριο. Εξάλλου, με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος), αναγνωρίζεται στον κατηγορούμενο δικαίωμα για δίκαιη δίκη, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και το δικαίωμα προσβάσεως στο δικαστήριο. Το ίδιο δικαίωμα αναγνωρίζεται και από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος. κατά το οποίο "καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ" αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντα του, όπως νόμος ορίζει". Ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται να θεσπίζει προϋποθέσεις και περιορισμούς στην άσκηση ενδίκου μέσου, αρκεί αυτοί και οι συνέπειες που επισύρει η παράβαση τους να μην είναι υπέρμετροι σε σημείο ώστε να αναιρούν την ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο ή να αντιβαίνουν στην αρχή της αναλογικότητας, πράγμα που συμβαίνει, όταν η προβλεπόμενη από το νόμο κύρωση είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση δυσανάλογη προς την παράβαση της διατάξεως του νόμου. Η αρχή αυτή αναγνωρίζεται ήδη με το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. β' του Συντάγματος (όπως το άρθρο αυτό ισχύει από 18.4.2001, μετά την αναθεώρηση από τη Ζ' Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων), κατά το οποίο οι κάθε είδους περιορισμοί, που μπορούν να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα, είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, καν να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Ο αποκλεισμός δε, στην ανωτέρω περίπτωση, του δικαιώματος της ασκήσεως από τον κατηγορούμενο του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως, στο πρόωρο αυτό στάδιο της προδικασίας, κατά του βουλεύματος, που αποφαίνεται μόνο για την παραπομπή του σε δίκη, δεν αντίκειται στο άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, γιατί το δικαίωμα προσβάσεως του κατηγορουμένου ενώπιον του δικαστηρίου έχει πλήρως εξασφαλισθεί αφού, ακόμη και στο στάδιο της προδικασίας, παρέχεται σ' αυτόν ανεμπόδιστα η δυνατότητα να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο και να υποβάλει τις αντιρρήσεις του ή τα αιτήματα του σε θέματα που ανακύπτουν στη διάρκεια της ανάκρισης ή να ζητήσει την κήρυξη ακυρότητας πράξεων της προδικασίας (άρθρα 171 παρ.1, 285 ΚΠοινΔ). Έτσι, με τη θέσπιση των διατάξεων αυτών έχει εξασφαλιστεί στο στάδιο αυτό το δικαίωμα προσβάσεως στη δικαιοσύνη, που καθιερώνεται στο πιο πάνω άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, το οποίο, όμως, δεν καθιερώνει παραλλήλως υποχρέωση του εθνικού νομοθέτη για τη θέσπιση και ενδίκων μέσων υπέρ του κατηγορουμένου. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον βουλεύματος για το οποίο δεν προβλέπεται, το δικαστικό συμβούλιο που είναι αρμόδιο να κρίνει γιλ αυτό, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει τούτο απαράδεκτο.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το προσβαλλόμενο 183/2014 βούλευμα του, παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης, πλην άλλου, και τον αναιρεσείοντα Κ. Τ. του Α. για να δικασθεί για το έγκλημα της ψευδούς βεβαιώσεως, με σκοπό προσπορίσεως αθεμίτου οφέλους, το οποίο υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ (για παράβαση, δηλαδή, του άρθρου 242 παρ. 1 και 3 του ΠΚ). Το βούλευμα αυτό, μετά την, κατά τα ανωτέρω, κατάργηση του άρθρου 482 του ΚΠοινΔ, δεν υπόκειται σε αναίρεση, ο αποκλεισμός δε του δικαιώματος της ασκήσεως από τον κατηγορούμενο του ενδίκου αυτού μέσου, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν αντίκειται στο άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει, μετά και την ειδοποίηση του αντικλήτου του αναιρεσείοντος, κατά την επί του φακέλου σχετική σημείωση της αρμοδίας γραμματέως, να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ.1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ' αριθ. εκθ. 1/31 Μαρτίου 2014 αίτηση του Κ. Τ. του Α., για αναίρεση του 183/2014 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2015 Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2015
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ