Θέμα
Αναίρεση μερική, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα.
Περίληψη:
Καταδίκη για ψευδορκία μάρτυρος και συκοφαντική δυσφήμιση. Πραγματικά περιστατικά. Κατάθεση ενόρκως, κατηγορουμένου - αναιρεσείοντα ενώπιον Πταισματοδίκη ψευδών και συκοφαντικών περιστατικών. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. Απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας λόγω παράνομης παράστασης πολιτικής αγωγής λόγω παραγραφής της αξίωσής του για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης. Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Προθεσμία εγκλήσεως. Χρόνος γνώσεως της τελέσεως της πράξης. Αναιρεί εν μέρει την προσβαλλομένη απόφαση ως προς την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης, αφού δεν παρατίθεται ούτε ο χρόνος γνώσης της πράξης ούτε κανένα περιστατικό που να αφορά στο χρόνο γνώσης της πράξης. Κατά τα λοιπά απορρίπτει αναίρεση.
Αριθμός 128/2012
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιος Χρυσικό Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Ιανουαρίου 2012, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Γ. Μ. του Β., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Απόστολο Λύτρα, για αναίρεση της υπ'αριθ.10970/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Γ. Σ. του Τ., κάτοικο ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Ρέκκα. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Ιουλίου 2011 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 894/2011.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προσκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 171 παρ. 2 Κ.Π.Δ, απόλυτη ακυρότητα η οποία δημιουργεί τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, συνεπάγεται και η παράνομη παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία στο ακροατήριο. Η ακυρότητα αυτή επέρχεται όταν υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως του πολιτικώς ενάγοντος ή όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία που επιβάλλεται από το άρθρο 68 επ. του ιδίου Κώδικα ως προς τον τρόπο και χρόνο ασκήσεως της πολιτικής αγωγής στο ποινικό δικαστήριο. Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 63,64,65 και 68 Κ.Π.Δ. και τα άρθρα 914, 932 Α.Κ, η πολιτική αγωγή για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ασκείται από τον αμέσως παθόντα από το διωκόμενο αδίκημα στο ποινικό δικαστήριο, με δήλωση με την οποία ο δικαιούχος προβάλλει την απαίτησή του έως ότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, χωρίς έγγραφη προδικασία. Η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής πρέπει, κατά το άρθρο 84 Κ.Π.Δ. να περιλαμβάνει συνοπτική έκθεση της υποθέσεως, για την οποία δηλώνεται η παράσταση και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται, δηλαδή αν πρόκειται για υλική ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Όταν πρόκειται για παράσταση πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης δεν είναι αναγκαίο να διαλαμβάνεται στη σχετική δήλωση ο ιδιαίτερος τρόπος προκλήσεως αυτής, που είναι άμεσο αποτέλεσμα των περιγραφομένων γεγονότων, τα οποία αποδίδονται στον κατηγορούμενο. Το επιτρεπτό της παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος κρίνεται από το περιεχόμενο της απαιτήσεως που περιέχει η δήλωσή του και από το κατηγορητήριο που διαλαμβάνει την άδικη πράξη. Όταν δε η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής επαναλαμβάνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν είναι αναγκαίο να περιέχει και όλα τα παραπάνω στοιχεία, αφού κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την πρωτοβάθμια υπ` αριθμό 73458 /2008 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται για την έρευνα της βασιμότητας του σχετικού λόγου αναιρέσεως, είχε εμφανισθεί στο ακροατήριο του δικαστηρίου εκείνου ο Γ. Σ. και δήλωσε, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων κατά του ήδη αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου για χρηματική ικανοποίηση ποσού 44 ευρώ, με επιφύλαξη, για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω του αδικήματος της ψευδορκίας μάρτυρα και συκοφαντικής δυσφήμησης που αποδίδονται στον κατηγορούμενο. Με την απόφαση αυτή, μετά την καταδίκη του κατηγορουμένου, έγινε δεκτό το αίτημα του παθόντος πολιτικώς ενάγοντος για χρηματική ικανοποίηση και υποχρεώθηκε ο κατηγορούμενος να του πληρώσει το αιτηθέν ως άνω ποσό. Στη δίκη ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου, κατόπιν της εφέσεως του ήδη αναιρεσείοντος κατά της ως άνω αποφάσεως, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα ενσωματωμένα σ` αυτή πρακτικά, εμφανίσθηκε ο ίδιος εγκαλών και επανέλαβε τη δήλωση, ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων κατά του ήδη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για χρηματική ικανοποίηση, για το ως άνω ποσό, των 44 ευρώ με επιφύλαξη, λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη από τις κρινόμενες άδικες πράξεις, ενώ από την πλευρά του κατηγορουμένου προβλήθηκε στην δίκη κατ` έφεση ένσταση για αποβολή της πολιτικής αγωγής, λόγω του ότι, ο κατά τα άνω παραστάς, ως πολιτικώς ενάγων, δεν ήταν άμεσα ζημιωθείς από το αδίκημα. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού με παρεμπίπτουσα, πλήρως αιτιολογημένη απόφασή του, απέρριψε την παραπάνω ένσταση, καταδίκασε τον ήδη αναιρεσείοντα για τις πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης, προχώρησε στην έρευνα του κεφαλαίου των απαιτήσεων του πολιτικώς ενάγοντος- εγκαλούντος, ως αμέσως ζημιωθέντος, από τις ως άνω αξιόποινες πράξεις και επιδίκασε στον πολιτικώς ενάγοντα χρηματική ικανοποίηση ποσού 44 ευρώ για την ηθική βλάβη που υπέστη από τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις. Έτσι που έκρινε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και δέχθηκε ότι νομιμοποιείτο να παραστεί ο εγκαλών, ως πολιτικώς ενάγων, στην κατ` έφεση δίκη και του επιδίκασε ως χρηματική ικανοποίηση, για την ηθική βλάβη του, από το αδίκημα το και πρωτοδίκως επιδικασθέν ποσό, δεν υπέπεσε σε παραβίαση των προαναφερθεισών διατάξεων που να συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, αφού η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής, όπως υπεβλήθη και στην δίκη κατ` έφεση, ήταν σύννομη, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις και ο πολιτικώς ενάγων, ορθά κρίθηκε ως αμέσως παθών. Ειδικότερα από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης απόφασης, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων, την 29-5-2003 είχε υποβάλει έγκληση σε βάρος τρίτου, του Η. Γ., μη διαδίκου στην κρινόμενη υπόθεση και την 18-3-2004, εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας , ενώπιον του Πταισματοδίκη Αθηνών, σχετικά με την ως άνω έγκληση, κατέθεσε για τον πολιτικώς ενάγοντα στην κρινόμενη υπόθεση, Γ. Σ., τα όσα στο σκεπτικό και το διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης αναφέρονται που συνιστούν τα αδικήματα της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης.
Συνεπώς, ο τελευταίος είναι άμεσα παθών από τα παραπάνω αδικήματα και ορθώς παραστάθηκε ως πολιτικώς ενάγων. Επομένως, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' Κ.Π.Δ. 2ος λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας λόγω μη σύννομου παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης, αφού δεν τυγχάνει άμεσα ζημιωθείς, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 171παρ. 2 ΚΠΔ, που προαναφέρθηκε, αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα στη διαδικασία του ακροατηρίου επέρχεται απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάση της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη. Η ακυρότητα, όμως αυτή, που δημιουργεί τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, επέρχεται μόνον όταν υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης του πολιτικώς ενάγοντος, ή όταν δεν τηρήθηκε η επιβαλλόμενη από το άρθρο 68 του ίδιου κώδικα διαδικασία ως προς τον τρόπο και τον χρόνο ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής και όχι για άλλες πλημμέλειες (Ολ. ΑΠ 762/1992) μεταξύ των οποίων και εκείνη που δημιουργείται στην περίπτωση κατά την οποία η ασκούμενη αξίωση για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, από αδίκημα έχει υποπέσει σε παραγραφή, εκτός αν ο κατηγορούμενος πρότεινε την σχετική ένσταση. Εξάλλου, στο άρθρο 937 του Α.Κ ορίζεται ότι "η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία αφότου ο παθών έμαθε την ζημία και τον υπαίτιο σε αποζημίωση .... εάν δε η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημιώσεως". Στην παραπάνω πενταετή παραγραφή υπόκειται και η κατ` άρθρο 932 ΑΚ αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης. Για την διαπίστωση αν η ποινική παραγραφή της καλύπτουσας την αδικοπραξία κολάσιμης πράξης είναι μακρότερη ή όχι της αστικής παραγραφής, θα ληφθεί υπόψη ο χαρακτηρισμός της κολάσιμης πράξης ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος και η προβλεπόμενη από τον ποινικό κώδικα ή άλλους ποινικούς νόμους παραγραφή, όπως αυτή, ως προς τη διάρκεια της, καθορίζεται στο άρθρο 111 του Π.Κ ή άλλο ειδικό ποινικό νόμο και η οποία, προκειμένου για τα πλημμελήματα, είναι πενταετής και κατά τη διάταξη του άρθρου 17 του Π.Κ αρχίζει από το χρόνο κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει, δηλαδή, η αφετηρία της ποινικής παραγραφής μπορεί να είναι διαφορετική από εκείνη της αστικής από αδικοπραξία απαιτήσεως κατά το άρθρο 937 παρ. 1 Α.Κ. Για τη διακρίβωση εάν, προκειμένου περί πλημμελημάτων, η ποινική παραγραφή είναι μακρότερη ή όχι σε σύγκριση με την αστική παραγραφή, δεν υπολογίζεται το οριζόμενο από την παρ.3 του άρθρου 113 του Π.Κ μέγιστο διάστημα της τριετούς αναστολής, κατά το οποίο διαρκεί η κυρία διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση (Πολ. Ολ. ΑΠ 21/2003). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 Α.Κ την παραγραφή διακόπτει η έγερση αγωγής η δε με τον τρόπο αυτό διακοπείσα παραγραφή αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, κατά δε το άρθρο 270 ΑΚ, αν η παραγραφή διακόπηκε ο χρόνος που πέρασε έως τότε δεν υπολογίζεται και αφότου περατώθηκε η διακοπή αρχίζει νέα παραγραφή. Τέτοια άσκηση αγωγής που διακόπτει την παραγραφή, συνιστά και η κατά την ποινική διαδικασία με τη δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής εισαγωγή προς δικαστική κρίση της αξιώσεως για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτά επισκοπούνται για την βασιμότητα των λόγων αναιρέσεως, προκύπτουν τα εξής: Ο Γ. Σ., νυν εγκαλών, κατέθεσε, δια του νομίμου εκπροσώπου του, ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών, στις 7-6-2005, μήνυση σε βάρος του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος για τις πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και συκοφαντικής δυσφήμησης, δηλώνοντας συνάμα παράσταση πολιτικής αγωγής, λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη από τις παραπάνω πράξεις. Η υπόθεση, κατά τα ήδη εκτεθέντα παραπάνω, εισήχθη ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών το οποίο με την 73485/2008 απόφασή του, καταδίκασε τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο, επιβάλλοντας σ` αυτόν τις αναφερόμενες σ` αυτήν ποινές, δεχθέν συνάμα την πολιτική αγωγή και επιδικάζοντας χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης ποσού 44 ευρώ. Ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, κατά της άνω αποφάσεως άσκησε το ένδικο μέσο της εφέσεως. Ενώπιον του εφετείου, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, η μηνύτρια εταιρία δήλωσε και πάλι παράσταση πολιτικής αγωγής για την ίδια αιτία. Κατά της παραστάσεώς της , αντέλεξε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, μέσω των συνηγόρων του, με έγγραφη δήλωσή του-ένσταση, την οποία ανέπτυξε και προφορικά, ισχυριζόμενος ότι η αξίωση της πολιτικώς ενάγουσας έχει υποπέσει σε παραγραφή, αφού από της καταθέσεως της μηνύσεως (7-6-2005) και μέχρι την εκδίκαση της υποθέσεως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (13-12-2010) παρήλθε πενταετία. Με παρεμπίπτουσα απόφασή του, η οποία προηγήθηκε της προσβαλλόμενης 10970/2010, κυρίας αποφάσεως του και συμπροσβάλλεται με αυτήν (άρθρο 504 παρ.4 Κ.Π.Δ), το Εφετείο Αθηνών, απέρριψε την άνω ένσταση και επέτρεψε την παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος με την παραδοχή ότι δεν υπέκυψε σε παραγραφή, η αξίωση του τελευταίου. Ορθά, το παραπάνω δικαστήριο, απέρριψε την ως άνω ένσταση, καθόσον από τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής που έγινε την 7-6-2005, οπότε υποβλήθηκε η μήνυση και μέχρι 12-11-2008, οπότε επανελήφθη αυτή, κατά τη συνεδρίαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, όπου δηλώθηκε η παράσταση πολιτικής αγωγής, δεν παρήλθε, κατά το εν χρήσει ημερολόγιο, πενταετία και η αξίωση του τελευταίου δεν υπέκυψε σε παραγραφή, το δικαστήριο δε, με το να απορρίψει την άνω ένσταση και να επιτρέψει την παράσταση πολιτικής αγωγής του μηνυτή, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 171 παρ.2 ΚΠΔ.
Επομένως, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' Κ.Π.Δ. 1ος λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας λόγω μη συννόμου παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος, λόγω παραγραφής της αξίωσής του, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Εξάλλου, οι παραπάνω ενστάσεις, του κατηγορουμένου αναιρεσείοντα, περί αποβολής της πολιτική αγωγής, για τους προαναφερθέντες λόγους, απορρίφθηκαν με παρεμπίπτουσα απόφαση, του παραπάνω εφετείου, η οποία, κατά το σκεπτκό της, έχει ως εξής: "Κατά τις διατάξεις των άρθρων 63 και 68 παρ.2 ΚΠΔ η πολιτική αγωγή για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης μπορεί να ασκηθεί και ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου από τον δικαιούμενο κατά τις διατάξεις του Α.Κ.(άρθρο 932 ΑΚ) μέχρι να αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, χωρίς έγγραφη προδικασία. Περαιτέρω, στο άρθρο 937 του ΑΚ ορίζεται ότι η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπαίτιο σε αποζημίωση...εάν δε η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημιώσεως. Για τη διαπίστωση αν η ποινική παραγραφή της καλύπτουσας την αδικοπραξία κολάσιμης πράξης είναι μακρότερη ή όχι της αστικής παραγραφής, θα ληφθεί υπόψη ο χαρακτηρισμός της κολάσιμης πράξης ως κακουργήματος πλημμελήματος ή πταίσματος και η προβλεπόμενη από τον ποινικό κώδικα ή σε άλλους ποινικούς νόμους παραγραφή, όπως αυτή ως προς τη διάρκειά της καθορίζεται στο άρθρο 111 του Π.Κ. ή άλλου ειδικού ποινικού νόμου και η οποία προκειμένου για τα πλημμελήματα είναι πενταετής και κατά τη διάταξη του άρθρου 17 του Π.Κ. αρχίζει από το χρόνο κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει, δηλαδή, η αφετηρία της ποινικής παραγραφής μπορεί να είναι διαφορετική από εκείνη της αστικής από αδικοπραξία απαιτήσεως κατά το άρθρο 937 παρ.1 ΑΚ....Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ την παραγραφή διακόπτει η έγερση αγωγής η δε παραγραφή που διακόπτεται με αυτόν τον τρόπο αρχίζει και πάλι από τη τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου και κατά το άρθρο 270 ΑΚ αν η παραγραφή διακόπηκε ο χρόνος που πέρασε έως τότε δεν υπολογίζεται και αφότου περατώθηκε η διακοπή αρχίζει νέα παραγραφή. Τέτοια άσκηση αγωγής που διακόπτει την παραγραφή, συνιστά και η κατά την ποινική διαδικασία με τη δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής εισαγωγή προς δικαστική κρίση της αξιώσεως για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης δηλ. η εισαγωγή της απαίτησης αυτής ως πολιτικής αγωγής ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας ο Γ. Σ. του Τ.. Στις 7-6-2005 κατέθεσε στον Εισαγγελέα Πλημ/κών Αθηνών έγκληση του κατά του κατηγορουμένου Γ. Μ. με την οποία τον κατεμήνυσε για ψευδορκία και συκοφαντική δυσφήμηση και στην οποία είχε προβεί σε δήλωση παραστάσεως του ως πολιτικώς ενάγων, για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που υπέστη από τις επίδικες αξιόποινες πράξεις. Ο μηνυτής έλαβε γνώση των αξιόποινων πράξεων και του υπόχρεου για αποζημίωση (χρηματική του ικανοποίηση) ήδη από την ένορκη εξέταση του μηνυτή στις 18-3-2004. Αυτός δε στις 7-6-2005 άσκησε την ένδικη έγκληση οπότε μέχρι την 12-11-2008 συνεδρίαση ενώπιον του Πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, όπου δηλώθηκε η παράσταση πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από τον άμεσα ζημιούμενο-εγκαλούντα, δεν έχει παρέλθει πενταετία από τον ως άνω κρίσιμο χρόνο της γνώσεως των αξιόποινων πράξεων, με αποτέλεσμα να μην έχει παραγραφεί η σχετική αξίωσή του". Επομένως, το Δικαστήριο της ουσίας με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, σύμφωνα με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, απέρριψε με την ως άνω παρεμπίπτουσα απόφασή του, τις παραπάνω ενστάσεις του αναιρεσείοντα περί αποβολής της πολιτικής αγωγής. Επομένως, ο 3ος λόγος αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας σε σχέση με την παρεμπίπτουσα απόφαση που απέρριψε τις ενστάσεις του αναιρεσείοντα, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, ως προς το σκέλος αυτό.
Επειδή, κατά το άρθρ. 368 παρ. Ι του ΠΚ, στην περίπτωση της συκοφαντικής δυσφημήσεως (363 ΠΚ), η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση. Κατά την ουσιαστικού αλλά και δικονομικού δικαίου διάταξη του άρθρου 117 παρ.1 του ΠΚ, όταν ο νόμος απαιτεί έγκληση για την ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξης, το αξιόποινο εξαλείφεται αν ο δικαιούχος δεν υπέβαλε την έγκληση μέσα σε τρείς (3) μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση για την πράξη που τελέστηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για ένα από τους συμμέτοχους της. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ προκύπτει ότι η καταδικαστική απόφαση επί εγκλήματος κατ` έγκληση διωκομένου, εφόσον η έγκληση υποβλήθηκε μετά την παρέλευση τριμήνου από την τέλεση του, πρέπει να διαλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ως προς το χρόνο κατά τον οποίο ο δικαιούμενος εις έγκληση έλαβε γνώση για την πράξη που τελέστηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για ένα από τους συμμέτοχους της. Αν λείπει τέτοια αιτιολογία, αν δηλαδή στην απόφαση δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στην πιο πάνω διάταξη του άρθρου 117 παρ. 1 του ΠΚ, δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, το παραπάνω Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, με την προσβαλλόμενη 10970/2010 απόφαση του, με την οποία καταδίκασε τον αναιρεσείοντα κατά πλειοψηφία, σε συνολική ποινή φυλάκισης έξι (6 ) μηνών για τις πράξεις της ψευδορκίας, και συκοφαντικής δυσφήμησης, ανασταλείσα επί τριετία, δέχθηκε στο σκεπτικό του, ότι η πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης έλαβε χώρα την 18-3-2004. Περαιτέρω, η σχετική έγκληση του παθόντα, όπως προκύπτει από αυτήν, η οποία παραδεκτά επισκοπείται για την έρευνα του αναιρετικού λόγου, υποβλήθηκε την 7-6-2005, δηλαδή μετά την παρέλευση τριμήνου από την τέλεση της πράξης. Για το ζήτημα όμως, του χρόνου γνώσεως της τελέσεως της πράξεως, από τον δικαιούμενο σε υποβολή εγκλήσεως, η προσβαλλόμενη απόφαση στο επί της ενοχής σκεπτικό της, καθώς και στο διατακτικό της, δεν διαλαμβάνει τον χρόνο που έλαβε ο παθών γνώση της εγκλήσεως. Με το περιεχόμενο αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν έχει, ως προς το ζήτημα του εμπροθέσμου της εγκλήσεως, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, σύμφωνα και με την προηγηθείσα νομική σκέψη, αφού δεν παρατίθεται στο σκεπτικό της κανένα περιστατικό που προέκυψε από την ακροαματική διαδικασία, το οποίο να θεμελιώνει την κρίση του δικαστηρίου, για τον χρόνο γνώσης της πράξης από τον δικαιούχο της εγκλήσεως, και ούτε αναφέρεται ο χρόνος αυτός. Μόνη δε η παραδοχή, στο σκεπτικό της παραπάνω παρεμπίπτουσας απόφασης, (σελ. 5), με την οποία απορρίφθηκαν οι ενστάσεις του κατηγορουμένου περί αποβολής της πολιτικής αγωγής, ότι " ο μηνυτής έλαβε γνώση των αξιόποινων πράξεων και του υπόχρεου για αποζημίωση ήδη από την ένορκη εξέταση του μηνυτή στις 18-3-2004", δεν αρκεί, αφού δεν συνοδεύεται η κρίση αυτή με πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν και από τα οποία προκύπτει η γνώση που απαιτεί το άρθρο 117 ΠΚ και τα αποδεικτικά μέσα, που οδήγησαν στην κρίση αυτή. Άλλωστε στο στάδιο που λήφθηκε η ως άνω παρεμπίπτουσα απόφαση, ( αρχή της διαδικασίας) δεν είχε προχωρήσει η αποδεικτική διαδικασία, δεν είχαν εξεταστεί μάρτυρες και δεν είχαν αναγνωστεί έγγραφα, ώστε να θεμελιώνεται σε αυτά, η παραπάνω κρίση του δικαστηρίου. Πρέπει συνεπώς, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, μόνο ως προς το κεφάλαιο, της καταδίκης του αναιρεσείοντα για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας σχετικά με το ζήτημα της εμπρόθεσμης υποβολής της εγκλήσεως. Περαιτέρω η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 Δ του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ` αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με την προσβαλλόμενη ως άνω απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ` είδος μνημονεύει, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης που αλληλοσυμπληρώνονται, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "ο κατηγορούμενος έχει τελέσει τις πράξεις που του αποδίδονται με το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι εξεταζόμενος στις 18-3-2004 ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον του Πταισματοδίκη Αθηνών σχετικά με την από 29-5-2003 έγκλησή του κατά του Η. Γ. και παντός άλλου υπευθύνου, κατέθεσε γνώσει του ψευδώς σε βάρος του εγκαλούντος Γ. Σ., εργαζόμενου στην εταιρεία "ALPHA ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΕ" όπου και ο ίδιος εργαζόταν μεταξύ των άλλων και τα εξής: Στο κατάστημα επί της οδού ... όπου εργαζόμουν ως περιφερειακός Διευθυντής, ο Γ. Σ. και άλλα όργανα της διοίκησης της "ALPHA ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ" έδωσα εντολή να αλλάξουν οι κλειδαριές του γραφείου μου....ειδικότερα την πρώτη φορά που αλλάχθηκαν οι κλειδαριές, στις 22-5-2009 απέβλεψαν να με υποχρεώσουν δια της βίας να αποχωρήσω από το κάταστημα χωρίς να μου έχουν κοινοποιήσει νόμιμα καταγγελία της συμβάσεως, ώστε να εμφανίσουν τον εξαναγκασμό μου σε αποχώρηση, σε εθελουσία αποχώρηση και λύση από μέρους μου της συμβάσεως, χωρίς αυτοί να έχουν υπαιτιότητα. Όταν διαμαρτυρήθηκα, αποκατέστησαν τις κλειδαριές και έτσι ματαιώθηκε το αρχικό τους σχέδιο εκδίωξής μου. Τη δεύτερη φορά στις 28-5-2003, πάλι προέβησαν σε παράνομες αυτοδικίας και διαταράξεως της οικιακής ειρήνης, αφού δε μου το γνωστοποίησαν, ούτε προφορικά, ούτε έλαβε γνώση του σχεδιαζόμενου εγχειρήματος τους της ταπεινωτικής εκδίωξής μου, χωρίς να ενημερωθώ και χωρίς να μου δοθεί η ευκαιρία τυπικά να παραδώσω το γραφείο, εγκαταστάσεις και εξοπλισμό, έγγραφα, αρχείο κ.λπ. και να παραλάβω τα προσωπικά μου αντικείμενα, τα προσωπικά μου αρχεία και κυρίως το χαρτοφυλάκιο των πελατών, από το οποίο προέκυπταν τα δικαιώματά μου για είσπραξη των αμοιβών μου για τρία ακόμη χρόνια μετά την καταγγελία της συμβάσεως...". Εξάλλου εγώ την 11η πρωϊνή της 28-5-2003 που έλαβα γνώση της από 26-5-2003 καταγγελίας τους, τους ειδοποίησα αμέσως με το από 28-5-2003, εξώδικό μου, που κοινοποιήθηκε στις 15.35 της ίδιας ημέρας, για την παράδοση και παραλαβή του καταστήματος της ..., των εγγράφων, πάγιου εξοπλισμού και λοιπών στοιχείων στις 30-5-2003, ημέρα Παρασκευή και ώρα 11 πρωϊνή. Τονίζω ότι η καταγγελία τους ήταν προσχηματική και δεν υπήρχε κανένας σπουδαίος λόγος για την καταγγελία της συμβάσεως. Η εταιρεία επικαλέστηκε δήθεν σπουδαίο λόγο, αβάσιμα και προσχηματικά, για να μου στερήσει τα δικαιώματά μου στο χαρτοφυλάκιο των ασφαλειών, που είχα δημιουργήσει, ύψους εκατοντάδων εκατομμυρίων δραχμών, που θα εισέπραττα ακόμα για τρία χρόνια μετά την έξοδό μου από την εταιρεία με βάση τον ισχύοντα νόμο 1569/1985, όπως τροποποιήθηκε από το νόμο 2496/1997. Ακόμα επεδίωκαν την ηθική μου εξόντωση και τον επαγγελματικό μου αφανισμό, αφού μέσα στην ασφαλιστική αγορά, που είμαι γνωστό πρόσωπο, θα διασυρόμουν και θα με ακολουθούσε το στίγμα του καταδιωχθέντος διευθυντή, που τον έδιωξαν σε μηδέν χρόνο χωρίς να μπορεί να πάρει ούτε τα προσωπικά του είδη. Εξάλλου και με τη σύμβαση καταγγελίας, που μου κοινοποίησαν για σπουδαίο λόγο, ανεξάρτητα ότι ήταν ανυπόστατη, πάλι, οι διώκτες μου μηνυόμενοι Γ., Σ., Λ. και Π. δεν είχαν δικαίωμα να αλλάξουν τα κλειδιά του καταστήματος χωρίς να είμαι παρών και χωρίς να συνεννοηθούμε, αφού η καταγγελία, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι δικαστική απόφαση και εγώ τους είχε δηλώσει ότι δεν αρνούμαι να αποχωρήσω, όμως απαιτούσα να γίνει τυπική παράδοση και παραλαβή του καταστήματος, που αυτοί δεν ήθελαν"....μέχρι σήμερα η εταιρεία, παρά τις οχλήσεις μου, δεν μου είχε αποδώσει τα πράγματά μου, ούτε μου έχει δώσει αντίγραφα των χαρτοφυλακείων του καταστήματος, όπως είχε υποχρέωση". Όλα όμως τα ανωτέρω που κατέθεσε ενόρκως ο κατηγορούμενος σε βάρος και του εγκαλούντος είναι ψευδή και συκοφαντικά και τα κατέθεσε εν γνώσει της αναλήθειας τους με σκοπό να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος Γ. Σ.. Αυτό προκύπτει ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο, οι οποίοι με σαφήνεια αναφέρουν ότι στις 22-5-2003 δεν άλλαξαν οι κλειδαριές, επειδή ο κατηγορούμενος ζήτησε να του δοθεί λίγος χρόνος ακόμη. Οι κλειδαριές που άλλαξαν δεν ήταν του γραφείου του κατηγορουμένου, αλλά της εισόδου του κτιρίου και αλλάχτηκαν αυτές μετά την καταγγελία της συμβάσεως. Μετά το χρόνο της καταγγελίας της συμβάσεως έγινε επειδή η συνεργασία του κατηγορουμένου με την εταιρεία ήταν προβληματική και ιδιαίτερα επειδή ο τελευταίος πωλούσε προϊόντα άλλων ανταγωνιστικών εταιρειών και όχι ότι δήθεν ο εγκαλών και οι λοιποί συνάδελφοί του συνομωτούσαν εναντίον του για την απόλυσή του. Ουδέποτε υποχρέωσαν τον κατηγορούμενο να παραλάβει τα προσωπικά του είδη από το γραφείο του. Αντίθετα κάλεσαν αυτόν επανειλλημένα να τα παραλάβει και επειδή αυτός δεν πήγαινε να τα πάρει, αφού τα κατέγραψαν τα μετέφεραν στο κεντρικό κατάστημα της εταιρείας. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ψευδορκίας και συκοφαντικής δυσφήμησης πράξεις οι οποίες του αποδίδονται με το κατηγορητήριο".
Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη διέλαβε στο σκεπτικό της την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ` αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως της ψευδορκίας μάρτυρος, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 224 παρ.2 του ΠΚ, την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, στο σκεπτικό της αποφάσεως και το διατακτικό της που επιτρεπτά το συμπληρώνει, το δικαστήριο αιτιολογεί με σαφήνεια και πληρότητα τη γνώση του αναιρεσείοντα, ότι η από 18-3-2004 κατάθεσή του, ενώπιον του Πταισματοδίκη Αθηνών, η οποία ήταν και η αρχή ενώπιον της οποίας αυτός εξετάσθηκε ενόρκως, ήταν παντελώς ψευδής, αφού εξ ιδίας γνώσεως, ως άμεσα εμπλεκόμενος στην υπόθεση, γνώριζε το ψευδές αυτής, παραθέτοντας τα περιστατικά που δικαιολογούν την γνώση του αυτή. Επομένως, ο 3ος λόγος αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, σε σχέση με την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατ` ακολουθία των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς την διάταξή της, με την οποία ο αναιρεσείων καταδικάστηκε για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, συνακόλουθα δε και ως προς την διάταξή της περί συνολικής ποινής διατηρουμένης της επιβληθείσας ισούψούς ποινής φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρος και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το μέρος αυτό για νέα κρίση στο ίδιο δικαστήριο, αφού η σύνθεση του από άλλους δικαστές είναι δυνατή (άρθρο 519 του ΚΠΔ), απορριφθεί δε, κατά τα λοιπά, η αίτηση αναιρέσεως. O αναιρεσείων, πρέπει να καταδικασθεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων, του παρασταθέντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176, 178 παρ.1 Κ.Πολ.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ` αριθμό 10970/2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, ως προς την καταδικαστική της διάταξη για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης και ως προς την διάταξη της περί συνολικής ποινής διατηρουμένης της επιβληθείσας ισούψούς ποινής φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα.
Παραπέμπει την υπόθεση μόνο ως προς τις διατάξεις αυτές για νέα κρίση, στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 5-7-2011 αίτηση του Γ. Μ. του Β. για αναίρεση της ίδιας ως άνω αποφάσεως.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα σε μέρος της δικαστικής δαπάνης του παρασταθέντος πολιτικώς ενάγοντος, την οποία ορίζει σε διακόσια πενήντα ( 250) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιανουαρίου 2012.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Ιανουαρίου 2012.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ