Θέμα
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Υπεξαίρεση. Καταδικαστική απόφαση. Ξένο κινητό πράγμα δεν είναι το χρηματικό ποσό που δόθηκε ως προκαταβολή στον εργολάβο για την εκτέλεση σύμβασης έργου που δεν εκτέλεσε. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αριθμός 425/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ -----
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Βασίλειο Φράγγο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Δεκεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεμιστοκλή Σοφό, για αναίρεση της με αριθμό 29176/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγουσα την..., που δεν παρέστη.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Απριλίου 2009 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 918/2009.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτείται: α) η ύπαρξη ξένου ολικά ή εν μέρει κινητού πράγματος κατά την έννοια του αστικού δικαίου αναφορικώς με την κυριότητα, β) περιέλευση του κινητού τούτου πράγματος στην κατοχή του δράστη με οποιονδήποτε τρόπο, δηλαδή είτε με τη θέληση του ιδιοκτήτη, που γίνεται είτε με σύμβαση (μίσθωσης, παρακαταθήκης, εντολής, κ.λ.π.) είτε χωρίς τη θέληση ή εν αγνοία αυτού, γ) παράνομη ιδιοποίηση του από τον δράστη με την έννοια της ενσωμάτωσης αυτού στην περιουσία του χωρίς τη συναίνεση του κυρίου ή άλλη νόμιμη δικαιολογητική αιτία. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος του δράστη που περιλαμβάνει τη συνείδηση ότι το κινητό πράγμα είναι ξένο και τη θέληση να το ιδιοποιηθεί παράνομα που εκδηλώνεται και με την κατακράτηση ή άρνηση απόδοσης αυτού στον ιδιοκτήμονα. Ως ξένο θεωρείται το πράγμα όταν είναι από ξένη κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσσεται στο αστικό δίκαιο και δεν περιήλθε στην κατοχή του υπαιτίου με κάποια μεταβιβαστική της κυριότητας πράξη. Έτσι δεν υφίσταται αδίκημα υπεξαιρέσεως, όταν το πράγμα ανήκει κατά κυριότητα στον φερόμενο ως δράστη, η δε κυριότητα σ' αυτόν περιήλθε κατά νόμιμο τρόπο, προβλεπόμενο από τις διατάξεις του ΑΚ, όπως τούτο συμβαίνει στην περίπτωση κατά την οποία, δυνάμει συμβάσεως έργου, δίδεται σε εργολάβο από τον εργοδότη χωρίς επιφύλαξη ή όρο το χρηματικό ποσό για την αμοιβή του και αν αυτός δεν εκτέλεσε το έργο, διότι στην περίπτωση αυτή ο εργολάβος καθίσταται κύριος του χρηματικού ποσού. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 932 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε ότι αποδείχθηκε, κατά πιστή εδώ μεταφορά, τα ακόλουθα περιστατικά: "Στον αναφερόμενο στο κατηγορητήριο τόπο και χρόνο, ο κατηγορούμενος με πρόθεση ιδιοποιήθηκε παράνομα πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του και ειδικότερα, διατηρώντας γραφείο κατασκευών, επισκευών και ανακαινίσεων κτιρίων επί της οδού ..., κατάρτισε με την εγκαλούσα ..., με το από... ιδιωτικό συμφωνητικό, σύμβαση έργου με την οποία ανέλαβε (ως εργολάβος) να εκτελέσει διάφορες εργασίες ανακαίνισης στο επί της οδού ..., διαμέρισμα της εγκαλούσας (ως εργοδότριας) που του τις ανέθεσε έναντι συνολικής αμοιβής ποσού 6.300 ευρώ, από το οποίο του κατέβαλε ως προκαταβολή 4.000 ευρώ, όμως στη συνέχεια ο κατηγορούμενος ούτε τις συμφωνημένες εργασίες εκτέλεσε ούτε το πιο πάνω ποσό απέδωσε στην εγκαλούσα παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της τελευταίας αλλά το παρακράτησε παράνομα και με πρόθεση και το ενσωμάτωσε στην ατομική του περιουσία, διαπράττοντας κατά αυτόν τον τρόπο το αδίκημα της υπεξαίρεσης του άρθρου 375 ΠΚ". Περαιτέρω, σύμφωνα με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως ο ήδη αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος του ότι "Στην ...στις ... ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένο κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο. Και συγκεκριμένα διατηρών γραφείο κατασκευών, επισκευών και ανακαινίσεως κτιρίων επί της οδού ...ιδιοποιήθηκε παράνομα το ποσό των 4.000 ευρώ που παρέλαβε από την εγκαλούσα... δυνάμει του από ... ιδιωτικού συμφωνητικού, προκειμένου να εκτελέσει διάφορες εργασίες στο επί της οδού ..., διαμέρισμα της εγκαλούσας, το οποίο ποσό, παρότι δεν εκτέλεσε τις συμφωνηθείσες εργασίες, δεν απέδωσε στην εγκαλούσα παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της, αλλά παρακράτησε, ενσωματώνοντάς το στην ατομική του περιουσία". Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που προπαρατέθηκε, συγχρόνως δε παρεβίασε εκ πλαγίου την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 ΠΚ που εφήρμοσε. Ειδικότερα υπάρχει αντίφαση μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού της αποφάσεως καθόσον ενώ στο σκεπτικό γίνεται δεκτό ότι το ποσόν των 4.000 ευρώ συνιστά προκαταβολή της εργολαβικής αμοιβής του αναιρεσείοντος και άρα ότι τούτο περιήλθε σ' αυτόν κατά κυριότητα, στο διατακτικό το ίδιο ποσόν χαρακτηρίζεται ως ξένο για τον αναιρεσείοντα, δηλαδή γίνεται ταυτοχρόνως δεκτό ότι η κυριότητα του χρηματικού αυτού ποσού δεν περιήλθε στον αναιρεσείοντα, αντίφαση η οποία ασκεί επιρροή επί της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως. Επομένως πρέπει να γίνουν δεκτοί οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι της ένδικης αιτήσεως (αν και προβάλλονται με άλλη αιτίαση και όχι την ανωτέρω αντίφαση) και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων της αιτήσεως. Ακολούθως, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση είναι δυνατή από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).
Για τους λόγους αυτούς
Αναιρεί την υπ' αριθ. 29176/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Ιανουαρίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 25 Φεβρουαρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ