Θέμα
Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Αμέλεια, Κατηγορούμενος, Κλητήριο θέσπισμα, Ακυρότητα σχετική, Παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας.
Περίληψη:
Ανθρωποκτονία από αμέλεια τελουμένη με παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας. Κατά το άρθρο 15 του ΠΚ πρέπει να υπάρχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του κατηγορουμένου να ενεργήσει, που πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων κ.λ.π. Τα στοιχεία αυτά και η μνεία των νομικών διατάξεων που επιβάλλουν στον κατηγορούμενο ορισμένη ενέργεια από την παράλειψη της οποίας επήλθε το αποτέλεσμα, πρέπει να διαλαμβάνονται στο κλητήριο θέσπισμα και δεν αρκεί η αναφορά μόνο του άρθρου 15 του ΠΚ. Προβολή ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και επαναφορά με λόγο εφέσεως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο της απορριφθείσης ενστάσεως ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος. Σχετική ακυρότητα μη καλυφθείσα. Έρεισμα της ενστάσεως στη α) μη ειδική αναφορά στο κλητήριο θέσπισμα της ειδικής υποχρεώσεως του κατηγορουμένου, υπαλλήλου τεχνικών υπηρεσιών Δήμου, να αποκαταστήσει ανωμαλίες οδοστρώματος και β) μη αναφορά των διατάξεων από τις οποίες προκύπτει η υποχρέωσή του αυτή. Βάσιμος ο για σχετική ακυρότητα λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. β του ΚΠΔ. Αναίρεση της αποφάσεως, κήρυξη άκυρου του κλητήριου θεσπίσματος και οριστική παύση της ποινικής διώξεως λόγω παρόδου πενταετίας από της τελέσεως της πράξεως.
Αριθμός 84/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιλτιάδη Μαγγίβα, περί αναιρέσεως της 1845/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κων/νο Σαντούση, και συγκατηγορούμενο τον ...... Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3.7.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1335/2007.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β’του ΚΠΔ καθιδρύεται λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως για σχετική ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο (άρθρο 170 παρ.1) εφόσον δεν καλύφθηκε, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 173 και 174 του ίδιου Κώδικα. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ.1 του ΠΚ τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών εκείνος που από αμέλεια επιφέρει τον θάνατο άλλου. Από το συνδυασμό της διάταξης αυτής με εκείνη του άρθρου 28 ΠΚ, κατά την οποία από αμέλεια πράττει όποιος, από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν, προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, απαιτείται να διαπιστωθεί, αφενός ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη, κατά αντικειμενική κρίση, προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος, κάτω από τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και αφετέρου ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή την παράλειψη. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στην μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε μία παράλειψη. ‘Όταν όμως η αμέλεια δεν συνίσταται απλώς σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε, για τη θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 ΠΚ, κατά το οποίο, όπου ο νόμος, για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευσή του αποτελέσματος. Αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της διατάξεως αυτής είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) νομικής (και όχι ηθικής) υποχρέωσης του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η υποχρέωση αυτή, η οποία δημιουργείται μόνο για τον εμφανιζόμενο ενώπιον της έννομης τάξης ως έχοντα θέση εγγυητή της ασφάλειας του έννομου αγαθού το οποίο προσβάλλεται με την επέλευση του αποτελέσματος που πρέπει να αποτραπεί, συνιστά πρόσθετο στοιχείο του εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, πηγάζει δε από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου ή από σύμβαση ή από ορισμένη συμπεριφορά του υπαιτίου, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Στην περίπτωση αυτή, για την εγκυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, με το οποίο αποδίδεται στον κατηγορούμενο το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια που τελέστηκε με παράλειψη σύμφωνα με τα άρθρα 15, 28 και 302 παρ.1 του ΠΚ, εκτός των προβλεπόμενων στο άρθρ. 321 § 1 του ΚΠΔ άλλων στοιχείων, πρέπει επί πλέον να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προσδιορίζεται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του υπαίτιου να ενεργήσει, και σε περίπτωση που αυτή πηγάζει από επιτακτικό κανόνα δικαίου να προσδιορίζεται και ο κανόνας αυτός. Η υποχρέωση να περιέχει τα πρόσθετα αυτά στοιχεία το κλητήριο θέσπισμα, επιβάλλεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3 εδαφ. α της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και αποτελεί εσωτερικό δίκαιο, το οποίο ορίζει ότι " .. ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να πληροφορείται στη βραχύτερη προθεσμία, στη γλώσσα την οποία εννοεί και με κάθε λεπτομέρεια, τη φύση και το λόγο της εναντίον του κατηγορίας ... ", παρεπομένου ότι το δικαίωμα της λεπτομερούς πληροφόρησης εμπεριέχει και τη γνώση του επιτακτικού κανόνα δικαίου από τον οποίο υποκειμενικώς και αντικειμενικώς απορρέει η υποχρέωσή του να ενεργήσει. Αν δεν περιέχονται στο κλητήριο θέσπισμα και τα πρόσθετα αυτά στοιχεία, που απαιτούνται για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια που τελέστηκε με παράλειψη, μολονότι ο κατηγορούμενος είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να ενεργήσει, τότε το κλητήριο θέσπισμα και μαζί με αυτό η κλήτευση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, είναι άκυρα, σύμφωνα με το άρθρο 321 § 4 του ΚΠΔ. Την ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, που είναι σχετική και αφορά σε πράξη προπαρασκευαστική της διαδικασίας στο ακροατήριο, αν δεν καλυφθεί, αν δηλαδή ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στη δίκη και προβάλλει εγκαίρως αντίρρηση για την πρόοδό της, μπορεί, εφόσον η σχετική ένστασή του απορρίφθηκε, να την προτείνει, επαναφέροντάς την με λόγο εφέσεως και στη δευτεροβάθμια δίκη (173 § 1 ΚΠΔ). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπεί ο Άρειος Πάγος για την έρευνα της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με το υπ’ αριθμ. 20.435/30-1-2004 κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών ο αναιρεσείων κατηγορούμενος παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κατά τη δικάσιμο τούτου στις 8-5-2006, προκειμένου να δικαστεί για ανθρωποκτονία από αμέλεια, που τελέστηκε με παράλειψη, πράξη η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 15, 28 και 302 § 1 του ΠΚ. Κατά την ανωτέρω δικάσιμο, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πιο πάνω Δικαστηρίου και πρόβαλε δια των συνηγόρων του ένσταση ακυρότητας του επιδοθέντος σ’ αυτόν κλητηρίου θεσπίσματος σύμφωνα με το άρθρο 321 §§ 1 και 4 του ΚΠΔ, για τους λόγους α) ότι δεν αναφερόταν σε αυτό η ιδιαίτερη (ειδική) νομική υποχρέωση του ιδίου να ενεργήσει για να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος, αλλά γενική προς τούτο υποχρέωσή του, που προέκυπτε από την ιδιότητά του ως υπαλλήλου των Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου, και β) ότι περαιτέρω δεν προσδιοριζόταν σε αυτό ούτε ο επιτακτικός κανόνας δικαίου, από τον οποίο πήγαζε η σχετική ειδική υποχρέωσή του. Η ένσταση αυτή απορρίφθηκε με την παρεμπίπτουσα και κατ’ αριθμόν ταυτάριθμη με την οριστική υπ’ αριθ. 29.825/2006 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο ακολούθως δίκασε την υπόθεση κατ’ ουσίαν και κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ένοχο της αποδοθείσας σε αυτόν αξιόποινης πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, που τελέστηκε με παράλειψη. Κατά της απόφασης αυτής ο αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε έφεση, με την οποία παραπονέθηκε, εκτός άλλων, και για την απόρριψη της νομοτύπως προβληθείσας στο πρωτόδικο Δικαστήριο ενστάσεώς του για ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος κατά το άρθρ. 321 §§ 1 και 4 του ΚΠΔ. Από την επισκόπηση του αντίτυπου του κλητηρίου θεσπίσματος που υπάρχει στη δικογραφία, στην οποία παραδεκτώς προβαίνει ο Άρειος Πάγος, κατά το άρθρο 321 παρ.5 του ΚΠΔ, για την έρευνα του προβαλλόμενου λόγου ακυρότητάς του, προκύπτει, ότι τούτο, σε σχέση με την βαρύνουσα τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να ενεργήσει και να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος, κατά την περιγραφή της πράξης, που αποδίδεται στον εν λόγω κατηγορούμενο, διέλαβε στο περιεχόμενό του ότι, ".... Στη Λεωφόρο .... και πριν από τη διασταύρωσή της με την ...., την 15η Μαϊου 2000, από αμέλειά του προκάλεσε το θάνατο του ...., κατοίκου εν ζωή Αθηνών. Ειδικότερα ενώ ήταν ...... και ο δεύτερος εξ αυτών Χ1, τεχνικός υπάλληλος της Υπηρεσίας μελετών-κατασκευών και συντήρησης έργων του Δήμου ...., αρμόδιος για επισκευές φθορών αντιολισθηρού οδοστρώματος και υποχρεωμένος λόγω του επαγγέλματός του να δείξει ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή για την αποκατάσταση βλαβών του οδοστρώματος, που ανήκε στην περιφέρεια της αρμοδιότητας του Δήμου του, από έλλειψη της προσοχής που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλλει, δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που πραγματοποιήθηκε από την πράξη του και συγκεκριμένα παρέλειψε και δεν έλαβε, όπως όφειλε, τα κατάλληλα μέτρα προς αποτροπή ατυχήματος των διερχομένων οδηγών επί της λεωφόρου .... και πριν τη διασταύρωσή της με την ....., μολονότι στο σημείο αυτό υπήρχαν ανωμαλίες στο οδόστρωμα (σαμαράκια) τα οποία δεν ήταν πρόσθετα για να αναγκάζουν τους οδηγούς να κινούνται με μικρή ταχύτητα, αλλά ενσωματωμένα στο οδόστρωμα με την μορφή λακκούβων και δεν επεσήμανε την ύπαρξή τους με την τοποθέτηση καταλλήλων εμποδίων, είτε με την τοποθέτηση σταθερού και ασφαλούς παραπετάσματος προστασίας των διερχομένων, ώστε να καλυφθούν οι ανωμαλίες, ούτε βέβαια προέβη σε διόρθωση της ασφαλτόστρωσης του οδοστρώματος, με αποτέλεσμα της αμελούς αυτής συμπεριφοράς ..... ". Στο εν λόγω κλητήριο θέσπισμα ως νομικές διατάξεις που προβλέπουν και τιμωρούν την πράξη για την οποία ο κατηγορούμενος κλήθηκε να δικασθεί ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, μνημονεύονται εκείνες των άρθρων 1, 14, 15, 18, 26 παρ.1β, 28, 51, 53, 61, 63, 79 και 302 παρ.1 του ΠΚ. Ενόψει τούτων είναι προφανές, ότι στο κλητήριο θέσπισμα δεν διαλαμβάνεται, όπως έπρεπε, η ιδιαίτερη ειδική νομική υποχρέωσή του αναιρεσείοντος κατηγορούμενου και από ποιες διατάξεις του Π.Δ/τος 410/1995 (Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας) προέκυπτε η υποχρέωση αυτή, από μόνη την ιδιότητά του ως τεχνικού υπαλλήλου της προαναφερθείσας υπηρεσίας του Δήμου ...., να καλύψει τις επί του οδοστρώματος ανωμαλίες. Περαιτέρω και πέραν, όμως, από την παράλειψη αυτή, στο κλητήριο θέσπισμα, δεν περιέχεται επί πλέον, είτε στο καθόλου κείμενό του για την περιγραφή της πράξης είτε κάτω από αυτό, αναφορά στον επιτακτικό κανόνα δικαίου, από τον οποίο προέκυπτε η ειδική νομική υποχρέωση του αναιρεσείοντος κατηγορούμενου να ενεργήσει κατά τα προδιαληφθέντα.
Συνεπώς, το επιδοθέν στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο υπ’ αριθμ. 20.435/30-1-2004 κλητήριο θέσπισμα ήταν άκυρο και έπρεπε να κηρυχθεί άκυρο, κατά το βάσιμο σχετικό ισχυρισμό τούτου. Όμως, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 1854/2007 παρεμπίπτουσα απόφασή του απέρριψε ως αβάσιμη την εν λόγω ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, την οποία ο αναιρεσείων εγκαίρως είχε προβάλει στον πρώτο βαθμό και μετά την απόρριψή της κατ’ ουσίαν, την επανέφερε στο Δικαστήριο αυτό με την έφεση. Ακολούθως, το Δικαστήριο τούτο προχώρησε, με βάση το ανωτέρω άκυρο κλητήριο θέσπισμα, στη συζήτηση της υποθέσεως και με την ταυτάριθμη οριστική απόφασή του κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για το πλημμέλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια που τελέστηκε με παράλειψη κατά τα προεκτεθέντα και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Έτσι, όμως, που αποφάνθηκε το Τριμελές Εφετείο, έσφαλε, δεδομένου ότι εμφιλοχώρησε σχετική ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, η οποία δεν καλύφθηκε και συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ως κατ’ουσίαν βάσιμη και να αναιρεθούν οι ταυτάριθμες, παρεμπίπτουσα και οριστική, αποφάσεις του, κατά το βάσιμο περί τούτου από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Β’ του ΚΠΔ λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως και να κηρυχθεί άκυρο το προσβαλλόμενο κατά τα άνω κλητήριο θέσπισμα.
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 1 και 3 και 113 παρ. 2 και 3 του ΠΚ, το αξιόποινο της πράξεως εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία για τα πλημμελήματα είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως περισσότερο από τρία χρόνια για τα πλημμελήματα. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 320, 321, 339, 340 και 343 του ΚΠΔ προκύπτει, ότι η κύρια διαδικασία στο ακροατήριο αρχίζει, είτε με την επίδοση στον κατηγορούμενο του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσεως με τα οποία καλείται αυτός στο ακροατήριο, αδιαφόρως αν η υπόθεση αναβλήθηκε ή εκδικάσθηκε, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και τη μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υποθέσεως. Αν το κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο είναι άκυρο και κηρυχθεί τέτοιο, δεν αρχίζει η κύρια διαδικασία, ούτε επέρχεται αναστολή της παραγραφής. Εξάλλου, από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 310 παρ. 1 εδαφ. β, 370 εδαφ. β και 511 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξης εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και προτείνεται σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο. Ο τελευταίος, αν διαπιστώσει τη συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής, οφείλει να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 370 εδαφ. β του ΚΠΔ. Στην υπόθεση που ερευνάται, η πράξη που αποδίδεται στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, φέρεται ότι τελέσθηκε στις 15-5-2000. Από τότε, όπως προκύπτει από το εν χρήση ημερολόγιο, παρήλθε πλήρης πενταετία, χωρίς να έχει αρχίσει η κύρια διαδικασία, ώστε να ανασταλεί η παραγραφή της, αφού το επίμαχο κλητήριο θέσπισμα, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη ήταν άκυρο και στο μεταξύ δεν του επιδόθηκε άλλο έγκυρο κλητήριο θέσπισμα. Έτσι, το αξιόποινο της αναφερόμενης πράξης του κατηγορουμένου, που φέρει το χαρακτήρα πλημμελήματος, εξαλείφθηκε με παραγραφή. Κατά συνέπεια, πρέπει να παύσει οριστικώς η ποινική δίωξη αυτού για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθ. 1845/2007 οριστική και την ταυτάριθμη παρεμπίπτουσα αποφάσεις του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Κηρύσσει άκυρο το 20.435/30-1-2004 κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών με το οποίο ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κλήθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, για να δικαστεί για ανθρωποκτονία από αμέλεια, που φέρεται ότι τελέστηκε στο ..... την 15η Μαϊου 2000.
Παύει οριστικά την ποινική δίωξη που ασκήθηκε εναντίον του αναιρεσείοντος κατηγορούμενου για ανθρωποκτονία από αμέλεια που τελέσθηκε στον αναφερόμενο τόπο και χρόνο.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 15 Ιανουαρίου 2007.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ