Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1268 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ηθική αυτουργία, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα.




Περίληψη:
Ψευδορκία μάρτυρα, συκοφαντική δυσφήμηση, ηθική αυτουργία. Αίτηση αναίρεσης από κατηγορούμενο. Οι αποφάσεις των ασφαλιστικών μέτρων εκδίδονται κατά κανόνα αμετακλήτως και μπορούν να αναγνωσθούν στην ποινική δίκη. Η εσφαλμένη παράθεση του αριθμού του άρθρου του ποινικού νόμου στην απόφαση δεν υποδηλώνει καταδίκη για διαφορετική πράξη, από αυτήν που αναφέρεται στο διατακτικό της. Επαρκής αιτιολογία. Απορρίπτει την αίτηση.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1268/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Στ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή, Χριστόφορο Κοσμίδη - Εισηγητή και Κυριακούλα Γεροστάθη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 11η Μαΐου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελεύς) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση αναιρέσεως της 6679/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών,
των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων α) Χ1, κατοίκου ... και β) Χ2, κατοίκου ..., οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεωργίου Ναθαναήλ (ΑΜ ΔΣΑ 18420).
Με πολιτικώς ενάγουσα τη Ψ, κάτοικο ..., που δεν παραστάθηκε.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφαση, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή. Οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση της εν λόγω αποφάσεως, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30-9-2009 κοινή αίτηση αναιρέσεως, που καταχωρήθηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1430/2009.

Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1.Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ. γ' ΚΠοινΔ, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, με κλήση που επιδίδεται σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166 ΚΠοινΔ. Κατά το άρθρο 515 παρ.2 εδ.α' ΚΠοινΔ, εάν εμφανισθεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σαν να ήσαν παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμη και αν κάποιος από αυτούς δεν εμφανίσθηκε. Τέλος, κατά το άρθρο 515 παρ.1 ΚΠοινΔ, εάν η συζήτηση αναβληθεί σε ρητή δικάσιμο, στη δικάσιμο αυτή όλοι οι διάδικοι οφείλουν να εμφανισθούν χωρίς νέα κλήτευση, ακόμη και αν δεν ήσαν παρόντες κατά τη δημοσίευση της αναβλητικής απόφασης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αποδεικτικό επιδόσεως με ημερομηνία ..., του ..., επιμελητή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, η πολιτικώς ενάγουσα Ψ κλητεύθηκε από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση της 2-3-2010, κατά την οποία η συζήτηση της υποθέσεως αναβλήθηκε για τη ρητή δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (βλ. την 430/ 2010 αναβλητική απόφαση). Στη νέα δικάσιμο, η ανωτέρω ούτε εμφανίσθηκε ούτε παραστάθηκε με νόμιμο τρόπο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την εκφώνηση της υποθέσεως. Κατά συνέπεια, η συζήτηση θα διεξαχθεί όπως αν και αυτή ήταν παρούσα.
2.Η κρινόμενη κοινή αίτηση αναιρέσεως, που κατατέθηκε στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση την 30-9-2009, υποβάλλεται για τους κατηγορούμενους από πρόσωπο που έχει ειδική εξουσιοδότηση και στρέφεται κατά της 6679/2009 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ.3 ΚΠοινΔ την 21-9-2009. Επομένως, έχει ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως (ΚΠοινΔ 465 παρ.1, 473 παρ.1 και 3, 474, 505 παρ.1, 509 παρ.1) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής.
3.Κατά το άρθρο 364 παρ.2 εδ.β' ΚΠοινΔ, κατά την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο διαβάζονται τα έγγραφα από άλλη ποινική ή πολιτική δίκη στην οποία εκδόθηκε αμετάκλητη απόφαση, αν το δικαστήριο κρίνει ότι η ανάγνωση αυτή είναι χρήσιμη. Τέτοια έγγραφα είναι και οι αποφάσεις που εκδίδονται επί υποθέσεων ασφαλιστικών μέτρων, όταν δεν υπόκεινται σε κανένα ένδικο μέσο (ΚΠολΔ 699), όπως αυτές που αναφέρονται στην προσωρινή ρύθμιση καταστάσεως (ΚΠολΔ 731, 732), πλην νομής και κατοχής (ΚΠολΔ 733, 734 παρ.3). Σε κάθε περίπτωση, για να υπάρξει υπέρβαση εξουσίας που συνιστά λόγο αναιρέσεως (ΚΠοινΔ 510 παρ.1 στοιχ. Η') από την ανάγνωση εγγράφου, η οποία δεν ήταν κατά νόμο επιτρεπτή, πρέπει να είχε διατυπωθεί εναντίωση του κατηγορουμένου. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι κατά την επ' ακροατηρίου διαδικασία διαβάστηκαν οι 171/2002 και 5826/2004 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι οποίες, σύμφωνα με τα όσα εκθέτουν οι αναιρεσείοντες, αφορούσαν στη λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατά την οικογενειακή αντιδικία, την οποία είχε ο δεύτερος από αυτούς με την εν διαστάσει σύζυγό του και πολιτικώς ενάγουσα. Η ανάγνωση των αποφάσεων αυτών έγινε κατά το χρόνο ανάγνωσης πάντων των αποδεικτικών εγγράφων, χωρίς, όπως βεβαιώνεται ρητώς στα πρακτικά, να προβληθεί αντίρρηση από τους κατηγορουμένους. Κατόπιν αυτού, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο συννόμως προέβη στην ανάγνωσή τους και δεν υπερέβη την εξουσία του. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμος.
4.Υπέρβαση εξουσίας που συνιστά λόγο αναιρέσεως (ΚΠοινΔ 510 παρ.1 στοιχ. Η') υπάρχει και όταν το δικαστήριο της ουσίας καταδικάζει τον κατηγορούμενο για πράξη, για την οποία δεν είχε ασκηθεί ποινική δίωξη. Για τη διάγνωση της πλημμέλειας αυτής, επισκοπείται το σύνολο της προσβαλλόμενης απόφασης και, ιδίως, οι αιτιολογίες και το επί της ενοχής διατακτικό αυτής και όχι μόνο οι αριθμοί των άρθρων του ποινικού νόμου που εφαρμόσθηκε, η μη παράθεση των οποίων δεν συνιστά πλέον λόγο αναιρέσεως (μετά την κατάργηση του πρώην στοιχ. Η' της παρ.1 του άρθρου 510 ΚΠοινΔ, με το άρθρο 50 παρ.4 του ν. 3160/2003).
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο καταδίκασε τον πρώτο από τους κατηγορουμένους και ήδη αναιρεσείοντες για ψευδορκία μάρτυρα και συκοφαντική δυσφήμηση σε βάρος της Ψ, συζύγου Χ2 και τον δεύτερο από αυτούς για ηθική αυτουργία στις εν λόγω πράξεις στο πλαίσιο δίκης διατροφής με την εν λόγω σύζυγό του. Το ίδιο δικαστήριο αθώωσε τους κατηγορουμένους για κάποιες επί μέρους πράξεις, που αποδίδονταν σ' αυτούς ως εμπίπτουσες στην τέλεση των ιδίων εγκλημάτων. Για τα εγκλήματα αυτά και για όλες τις επί μέρους πράξεις είχε ασκηθεί ποινική δίωξη (ούτε οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται το αντίθετο) και είχε υπάρξει καταδίκη εκ μέρους του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Το περιστατικό ότι στο τμήμα της προσβαλλόμενης απόφασης, όπου γίνεται η παράθεση των άρθρων του ποινικού κώδικα που προβλέπουν και τιμωρούν τις πράξεις αυτές, γίνεται αναφορά, από προφανή παραδρομή, στους αριθμούς 229 παρ.2 (ψευδής καταμήνυση), αντί του ορθού 224 παρ.2 για την ψευδορκία και 277 παρ.1 (πρόκληση ναυαγίου), αντί του ορθού 227 παρ.1 για την παρεπόμενη ποινή της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων, δεν σημαίνει ότι το δικαστήριο καταδίκασε τους κατηγορουμένους για τις πράξεις, τις οποίες προβλέπουν οι εξ αναριθμητισμού τεθείσες ποινικές διατάξεις, αφού από το σκεπτικό και το διατακτικό προκύπτει χωρίς αμφιβολία το ορθό. Το αυτό ισχύει και για την παράθεση στη νομική σκέψη του αιτιολογικού της αποφάσεως του αριθμού 242 παρ.2 (ψευδής βεβαίωση), αντί του ορθού 224 παρ.2, στο περιεχόμενο του οποίου αναφέρεται η ανάλυση που εκεί ακολουθεί. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμος.
5.Από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ συνάγεται ότι, για να έχει η καταδικαστική απόφαση την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, πρέπει να αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά α) τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και στηρίζουν την κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, β) τα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν τα εν λόγω περιστατικά και γ) οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των αποδειχθέντων στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, που για το σκοπό αυτό θεωρείται ότι αποτελούν ενιαίο σύνολο.
Εν προκειμένω, από την επισκόπηση του σκεπτικού και του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε τα εξής ουσιώδη: Ότι ο πρώτος από τους κατηγορουμένους, την 1-10-2001, εξετάσθηκε ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη συζήτηση της από 20-6-2000 αγωγής διατροφής της εγκαλούσας Ψ, εν διαστάσει συζύγου του δευτέρου από τους κατηγορουμένους. Ότι στην κατάθεσή του, μεταξύ άλλων, ανάφερε για την εγκαλούσα ότι "αδιαφορούσε για το Χ2 και το φαγητό, ξενυχτούσε με τις φίλες της". Ότι αυτό ήταν ψευδές και ο πρώτος κατηγορούμενος το γνώριζε, διότι λόγω της μακράς φιλίας που είχε με το ζεύγος των διαδίκων ήξερε ότι "υπήρχε πάντα φαγητό στο σπίτι" και ότι η εγκαλούσα "δεν ξενυχτούσε με τις φίλες της", αλλά το κατέθεσε με την προτροπή του δευτέρου, θέλοντας να μειώσει την προσωπικότητά της και να αποδώσει τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης στην ίδια, προς απόκρουση της αγωγής διατροφής. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους, για τα εγκλήματα που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, αφού υπήγαγε σ' αυτά τα ως άνω περιστατικά. Αντιθέτως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε και τα εξής ουσιώδη: Ότι ήταν αληθινό το περιστατικό, που κατέθεσε ο πρώτος από τους κατηγορουμένους, ότι η εγκαλούσα, "από τότε που γέννησε το παιδί της, ζητούσε να βγαίνει έξω με τις φίλες της", με συνέπεια "να αντιδράσει ο σύζυγός της", αλλ' ότι αυτό γινόταν "τα μεσημέρια Σαββάτου και Κυριακής και τις απογευματινές ώρες". Ότι, επίσης, ήταν αληθινό το περιστατικό ότι "ο Χ2 δεν είχε φαγητό στη δουλειά του, ενώ έπρεπε [να έχει], και μοιραζόμασταν το δικό μου" (δηλαδή του πρώτου από τους κατηγορουμένους). Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κήρυξε αθώους τους κατηγορουμένους, για τα εν λόγω περιστατικά, ως μερικότερες πράξεις των ίδιων εγκλημάτων. Στις παραδοχές αυτές δεν διαπιστώνεται αντίφαση. Διότι είναι άλλο πράγμα το να βγαίνει μια σύζυγος με φίλες της κάποια μεσημέρια ή τις απογευματινές ώρες, και άλλο το να ξενυχτάει μαζί τους. Όπως, επίσης, είναι διαφορετικό το να μην παίρνει ο σύζυγος φαγητό από το σπίτι στη δουλειά του, από το να αδιαφορεί η σύζυγός του, γενικώς, για το φαγητό της οικογένειας. Οπότε, η μία παραδοχή δεν αποκλείει την άλλη. Για να καταλήξει στα παραπάνω, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ανέγνωσε, μεταξύ των άλλων εγγράφων, και την 35780/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών (υπάρχει σχετική καταχώρηση στην οικεία θέση των πρακτικών, όπου αναφέρονται τα έγγραφα που διαβάστηκαν στο ακροατήριο) και την αξιολόγησε μαζί με όλα τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία (διαβεβαιώνεται ότι το αποδεικτικό πόρισμα θεμελιώνεται, μεταξύ των άλλων αποδεικτικών στοιχείων, και σε όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα). Επομένως, οι τρίτος και τέταρτος λόγοι της αιτήσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμοι.
6.Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσία η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 30-9-2009 αίτηση περί αναιρέσεως της 6679/2009 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων α) Χ1, κατοίκου ... και β) Χ2, κατοίκου ....- Και

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον καθένα από τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή διακοσίων είκοσι (220) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 1η Ιουνίου 2010. -Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 23η Ιουνίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή