Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 540 / 2013    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Πλάνη πραγματική, Ψευδής βεβαίωση.




Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για ψευδή βεβαίωση. Αυτοτελής ισχυρισμός περί πραγματικής πλάνης. Αιτιολογίας ανεπάρκεια ως προς την απόρριψη του ισχυρισμού αυτού. Απόλυτη ακυρότητα λόγω λήψεως υπόψη ξενόγλωσσου εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε και δεν μεταφράστηκε από νομίμως διορισμένο διερμηνέα, αλλά το δικαστήριο αρκέστηκε στη μετάφραση αυτού στο ακροατήριο από μάρτυρα που δεν είχε την ιδιότητα του διερμηνέα. Αναίρεση και παραπομπή.




Αριθμός 540/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ανδρέα Ξένο και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαρτίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευάγγελου Παντιώρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Μ. Ε. Σ. του Μ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Χατζηνικολάου, για αναίρεση της υπ' αριθ. 831/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Με πολιτικώς ενάγουσα την Μ. Ν. του Λ., κάτοικο ..., που δεν παρέστη.

Το Τριμελές Εφετείο Θράκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Δεκεμβρίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 37/2013.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 1 του ΠΚ, που ορίζει ότι, υπάλληλος που στα καθήκοντά του ανάγεται η έκδοση ή σύνταξη ορισμένων δημοσίων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαιώσεως (διανοητικής πλαστογραφίας) απαιτείται α) ο δράστης να είναι υπάλληλος, και τέτοιος είναι και ο μουφτής (άρθρο 4 της από 24 Δεκεμβρίου 1990 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου "Περί Μουσουλμάνων Θρησκευτικών Λειτουργών", που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 1920/1991), αρμόδιος καθ' ύλην και κατά τόπον για τη σύνταξη ή έκδοση του εγγράφου και να ενεργεί μέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, β) έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ. γ' ΠΚ και δη δημόσιο και γ) βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδών περιστατικών που μπορεί να έχουν έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνα που αφορούν στη γένεση, αλλοίωση ή απώλεια ενός δικαιώματος ή μιας έννομης σχέσεως ή καταστάσεως. Η έννοια του δημοσίου εγγράφου δεν προσδιορίζεται σε διάταξη του Ποινικού Κώδικα, γι` αυτό έχει εφαρμογή και στο ποινικό δίκαιο το άρθρο 438 του ΚΠολΔ, κατά την έννοια του οποίου δημόσιο έγγραφο είναι αυτό που συντάχθηκε από αρμόδιο καθ' ύλην και κατά τόπο δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό και προορίζεται για εξωτερική κυκλοφορία προς πλήρη απόδειξη κάθε γεγονότος που βεβαιώνεται με αυτό έναντι πάντων, όχι δε και εκείνο το οποίο αφορά στην εσωτερική υπηρεσία των δημοσίων Αρχών. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 30§1 εδ. α του ΠΚ ορίζει ότι "η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν αυτός κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης αγνοεί τα περιστατικά που την συνιστούν". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η πραγματική πλάνη, που είναι άγνοια (πλάνη σε ευρεία έννοια), με την οποία ταυτίζεται και η εσφαλμένη αντίληψη (πλάνη σε στενή έννοια) του πράττοντος για κάποιον ουσιαστικό όρο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, αποκλείει τον καταλογισμό. Επί πραγματικής πλάνης ο δράστης αγνοεί ή εσφαλμένα αντιλαμβάνεται τι πράττει, αναφέρεται δε αυτή σε περιστατικά της εγκληματικής πράξεως και δη όχι μόνο σε γεγονότα ή πραγματικές καταστάσεις, αλλά και σε νομικές ιδιότητες ή σχέσεις ή άλλα αξιολογικά στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και είναι αδιάφορο ποια υπήρξε η πηγή της πλάνης.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση στερείται της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ιδρύεται εκ τούτου ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. H ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και αυτός περί πραγματικής πλάνης από τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 1 του ΠΚ, αφού η αποδοχή του άγει στον μη καταλογισμό της πράξεως στο δράστη και, κατά συνέπειαν, στην αθώωση αυτού. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ.2, 364 και 369 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο (άρθρο 358 ΚΠοινΔ), εκτός αν αυτά αποτελούν στοιχεία του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενό τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα. Τα έγγραφα, των οποίων γίνεται χρήση στη διαδικασία, πρέπει να είναι συντεταγμένα σε γλώσσα που κατανοεί ο κατηγορούμενος. Διαφορετικά, διερμηνεύονται σ` αυτόν από τον διοριζόμενο από το δικαστήριο διερμηνέα (άρθρο 6 παρ. 3 ε της ΕΣΔΑ). Αν, λοιπόν, το δικαστήριο, για να καταλήξει στην κρίση του, έλαβε υπόψη ξενόγλωσσο έγγραφο, που δεν διερμηνεύθηκε στον κατηγορούμενο από νομίμως διορισμένο διερμηνέα, δημιουργείται η αυτή ως άνω ακυρότητα.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ` αριθ. 831/2012 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Θράκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα ψευδούς βεβαιώσεως και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως δεκαπέντε (15) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική. Όπως δε προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, κατά την απολογία του, πρότεινε τον αυτοτελή ισχυρισμό περί πραγματικής πλάνης, συνιστάμενο στο ότι πίστευε αυτός ότι είχε δικαίωμα να προβεί στην έκδοση της επίμαχης βεβαιώσεως, γιατί, κατά τη διάρκεια 2 1/2 ετών από το 2003 είχε καλέσει πολλές φορές την εγκαλούσα και αυτή δεν προσήλθε, ενώ, αν κληθεί αυτή τρεις φορές και δεν προσέλθει, λύεται ο γάμος, η δε μετάφραση του σχετικού βιβλίου, που περιέχει την εν λόγω απόφαση, δεν είναι ακριβής. Στο μέσον της απολογίας του κατηγορουμένου και ενώ αυτός είχε προβάλει τον ως άνω ισχυρισμό, η Προεδρεύουσα κάλεσε τον μάρτυρα υπερασπίσεως Α. Ι., Γραμματέα της Μουφτείας, ο οποίος μετέφρασε από τα αραβικά στα ελληνικά το φωτοαντίγραφο του βιβλίου, που αναφέρει την υπ` αριθ. 42/18.5.2005 απόφαση με θέμα το διαζύγιο, και είπε ότι "αναφέρει ότι παρουσιάστηκε η Ν., το αναφέρει αυτό, μετά αναφέρει, ο σύζυγος, η σύζυγος και ο Μ., ο Χ., αλλά δεν υπάρχει υπογραφή". Με τον τρόπο αυτό, κατέστησε και το απόσπασμα του εν λόγω βιβλίου αποδεικτικό μέσο.
Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο δεύτερος κατηγορούμενος και η πολιτικώς ενάγουσα, οι οποίοι είναι Έλληνες πολίτες, μουσουλμάνοι το θρήσκευμα, τέλεσαν γάμο στις 12-11-2001, κατά τους Ιερούς Μουσουλμανικούς Κανόνες. Η έγγαμη συμβίωσή τους διασπάστηκε περί τα τέλη Ιουλίου του έτους 2002 όταν η πολιτικώς ενάγουσα εκδιώχθηκε από την οικία των γονέων του συζύγου της, ο οποίος απουσίαζε στη Γερμανία για λόγους βιοποριστικούς, έκτοτε δε εγκαταστάθηκε στην οικία των γονέων της. Από το γάμο τους απέκτησαν ένα τέκνο, που γεννήθηκε το Φεβρουάριο του έτους 2003. Με την υπ' αριθμ. 220/2003 απόφαση του Μουφτή Ξάνθης, ..., η επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου τους ανατέθηκε στην μητέρα πολιτικώς ενάγουσα και υποχρεώθηκε ο δεύτερος κατηγορούμενος να καταβάλει διατροφή ... . Επειδή ο δεύτερος κατηγορούμενος δεν κατέβαλε τη διατροφή, που είχε επιδικασθεί υπέρ της πολιτικώς ενάγουσας και του τέκνου τους, η τελευταία του κοινοποίησε επιταγές προς πληρωμή, με τις οποίες αξίωνε την καταβολή διατροφών ... . Τον Απρίλιο του 2006 σε τηλεφωνική επικοινωνία της πολιτικώς ενάγουσας με τον δεύτερο κατηγορούμενο, επειδή ο τελευταίος δεν κατέβαλε την επιδικασθείσα διατροφή, ο τελευταίος της δήλωσε ότι δεν θα κατέβαλε στο εξής διατροφή, διότι ο γάμος τους είχε λυθεί. Η πολιτικώς ενάγουσα ζήτησε τότε και έλαβε το υπ' αριθμ. 3360/26-4-2006 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δημάρχου ..., το οποίο επιβεβαίωνε τους ισχυρισμούς του συζύγου της, περί της λύσης του γάμου τους. Κατόπιν σχετικής έρευνας διαπίστωσε τότε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος (αναιρεσείων) είχε εκδώσει την υπ' αρ. 42/18-5-2005 απόφαση, με την οποία κήρυξε λυμένο το γάμο του δευτέρου κατηγορουμένου και της ιδίας εν αγνοία της. Ειδικότερα, στην Ξάνθη στις 18-5-2005, ο πρώτος κατηγορούμενος, ενώ ήταν υπάλληλος που στα καθήκοντα του ανάγεται η έκδοση και σύνταξη δημοσίων εγγράφων, βεβαίωσε σε αυτό με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Πλέον συγκεκριμένα υπό την ιδιότητα του Μουφτή Ξάνθης, που είναι υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13 περ. α' ΠΚ, εξέδωσε την υπ' αρ. 42/1 8-5-2005 απόφαση με την οποία κήρυξε λυμένο τον από 12-11-2001 τελεσθέντα στην Ξάνθη γάμο μεταξύ του δευτέρου κατηγορουμένου και της πολιτικώς ενάγουσας, διαλαμβάνοντας σ' αυτήν (απόφαση) ότι προέβη στη λύση του γάμου, αφού εμφανίσθηκαν και οι δύο σύζυγοι ενώπιον του και του δήλωσαν ότι επιθυμούν τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσής τους, περιστατικό αναληθές, αφού η πολιτικώς ενάγουσα την ανωτέρω ημεροχρονολογία 18-5-2005 δεν εμφανίσθηκε ενώπιον αυτού και πολύ περισσότερο, δε συναίνεσε στη λύση του προαναφερομένου γάμου. Η εν λόγω απόφαση κηρύχθηκε εκτελεστή ... . Τα περιστατικά αυτά αποδείχθηκαν από ..., χωρίς να αναιρούνται από την κατάθεση του μάρτυρα και υπερασπίσεως, ..., καθώς και την απολογία του 1ου κατηγορουμένου, ο οποίος ισχυρίζεται αορίστως ότι η πολιτικώς ενάγουσα εκλήθη εγγράφως να προσέλθει στη Μουφτεία Ξάνθης για την συζήτηση της υπόθεσης του διαζυγίου και ότι στις 18-5-2005 προσήλθε αυτοπροσώπως στη Μουφτεία Ξάνθης και αποχώρησε όταν αντελήφθη ότι θα επακολουθήσει απόφαση λύσης του γάμου, πλην όμως, ο ισχυρισμός του αυτός δεν είναι αληθής, καθόσον από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν επιβεβαιώνεται νομότυπη κλήτευσή της για να παραστεί κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, η παρουσία της κατά τη συζήτηση, καθώς και συναίνεση της στη λύση του γάμου, όπως στην άνω υπ'αρ.42/18-5-2005 απόφαση του Μουφτή Ξάνθης διαλαμβάνεται.
Συνεπώς, ο πρώτος κατηγορούμενος που την εξέδωσε ψευδώς βεβαίωσε σ' αυτήν (απόφαση) ότι εμφανίσθηκαν και οι δύο σύζυγοι ενώπιόν του και του δήλωσαν ότι επιθυμούν τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσής τους, οπότε και προέβη στη λύση του γάμου τους. Η ψευδής αυτή βεβαίωση..., η οποία έλαβε χώρα εν γνώσει του, αφού η πολιτικώς ενάγουσα ουδέποτε εκλήθη να παραστεί ενώπιόν του για την εκδίκαση υπόθεσης λύσης του γάμου της, ούτε εμφανίστηκε αυτοπροσώπως ή εκπροσωπούμενη από δικηγόρο ενώπιόν του στις 18-5-2005, ούτε δήλωσε ότι επιθυμεί τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσής της με το σύζυγό της, είχε έννομες συνέπειες, καθόσον με την άνω απόφαση, που επικυρώθηκε με την υπ' αριθμ. 239/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, απαγγέλθηκε η λύση του γάμου της με τον δεύτερο κατηγορούμενο, με φερομένη τη συναίνεσή της στη λύση του γάμου της, παράγοντας έτσι δημόσια πίστη κατά τούτο. Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο. ...".
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της ψευδούς βεβαιώσεως, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 242 παρ. 1 του ΠΚ. Συγκεκριμένα, δεν αιτιολογεί επαρκώς την απόρριψη του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου περί πραγματικής πλάνης, ο οποίος είχε υποβληθεί νομίμως και ήταν ορισμένος, αφού δεν εκθέτει α) κατά ποιον τρόπο έπρεπε να κληθεί η εγκαλούσα, για να θεωρηθεί η κλήτευσή της, κατά τους Ιερούς Μουσουλμανικούς Κανόνες που εφαρμόστηκαν, νομότυπη, β) αν είχε κληθεί αυτή, κατά τη διάρκεια των 2 1/2 ετών, και μάλιστα επανειλημμένως, και δεν προσήλθε, γ) σε καταφατική περίπτωση, αν απαιτείτο ή όχι και νέα κλήτευση αυτής για να εκδοθεί το διαζύγιο και δ) αν, ενόψει της δηλώσεως του ως άνω μάρτυρα, κατά τη μετάφραση του αποσπάσματος του βιβλίου, είχε εμφανιστεί ενώπιον του κατηγορουμένου κάποια στιγμή η εγκαλούσα και αν αυτή αποχώρησε αργότερα. Περαιτέρω, το Τριμελές Εφετείο, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της αποφάσεως, για το σχηματισμό της κρίσεώς του, έλαβε υπόψη και το ως άνω απόσπασμα του βιβλίου που αναφέρει την επίμαχη απόφαση, χωρίς να αναγνώσει αυτό, αφού δεν είχε προσκομιστεί αυτό σε νόμιμη μετάφραση, ούτε ο ανωτέρω μάρτυρας είχε διοριστεί διερμηνέας κατά τις σχετικές διατάξεις του ΚΠοινΔ, και, έτσι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, προκάλεσε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α και Δ του ΚΠοινΔ, πρώτος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αυτά, είναι βάσιμοι και πρέπει, κατά παραδοχήν τους, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (άρθρο 519 ΚΠοινΔ), παρέλκει δε η έρευνα του δευτέρου λόγου αναιρέσεως.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ` αριθ. 831/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Και ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Απριλίου 2013.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή