Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 550 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα.




Περίληψη:
Ψευδής καταμήνυση, συκοφαντική δυσφήμιση, ψευδορκία μάρτυρα. Στοιχεία των ανωτέρω εγκλημάτων. Ψευδορκία διαπράττει και ο ψευδομηνυτής που βεβαιώνει ενόρκως το περιεχόμενο της μηνύσεώς του. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη για τα ανωτέρω εγκλήματα της κατηγορουμένης, η οποία με έγκλησή της την οποία βεβαίωσε και ενόρκως, καταμήνυσε ψευδώς την εγκαλούσα ότι τέλεσε αξιόποινες πράξεις σε βάρος της. Απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως.




ΑΡΙΘΜΟΣ 550/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ -----
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοϊνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Τσάγγα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Χρυσικόπουλο, περί αναιρέσεως της 5610/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσες τις: 1) Ψ1 και 2) Ψ2, που δεν παραστάθηκαν. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα -κατηγορούμενη ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Ιουλίου 2009 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1119/09.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της από το άρθρο 1 παρ. 6 του Ν. 3327/2005, όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι' αυτήν, τιμωρείται με φυλάκιση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται: α) η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής, β) ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθειά της και γ) να απέβλεπε με αυτήν στο να κινηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτή. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 του ΠΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάσταση της παρ. 1 αυτού από το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 3327/2005, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέμματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται: α) ο μάρτυρας να καταθέσει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμόδια για την εξέτασή του, β) τα πραγματικά περιστατικά τα οποία κατέθεσε να είναι ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του, που συνίσταται στη γνώση αυτού ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Ψευδορκία διαπράττει και ο ψευδομηνυτής όταν βεβαιώνει ενόρκως το ψευδές περιεχόμενο της εγκλήσεώς του ενώπιον του αρμοδίου οργάνου στο οποίο την υποβάλλει, ως αληθινό, παρότι γνωρίζει ότι είναι ψευδές. Και ναι μεν δεν προβλέπεται από το νόμο η κατά την υποβολή της μηνύσεως, ή εγκλήσεως ένορκη βεβαίωση του μηνυτή για το αληθές του περιεχομένου της μηνύσεως ή εγκλήσεως του, πλην όμως, γενόμενη, θεμελιώνει, συντρεχόντων και των λοιπών παραπάνω στοιχείων, το αδίκημα της ψευδορκίας μάρτυρα, αφού τούτο καθόλου δεν διαφέρει από την περίπτωση της ψευδούς μαρτυρικής κατάθεσης. Τέλος κατά το άρθρο 362 του ΠΚ, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται η διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή, ενώ κατά το άρθρο 363 του ίδιου Κώδικα, αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλο γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναλήθειάς του και γ) δόλια προαίρεση, η οποία περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και τη θέληση να ισχυριστεί ή να διαδόσει αυτό το βλαπτικό γεγονός. Ως γεγονός, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή το παρόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Εξάλλου, η κατά τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ 1 στοιχ Δ' του ΚΠοινΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν. προκειμένου για καταδικαστική απόφαση. αναφέρονται σ' αυτή. με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με βάση τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς και να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα απ' αυτά χωριστά. Περαιτέρω, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, συντρέχει, όχι μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Τέλος υπέρβαση εξουσίας που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει και όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος (θετική υπέρβαση).
Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 5610/2009 απόφασή του, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα παραπάνω περιστατικά σχετικά με την πρώτη κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα: "Η πρώτη κατηγορουμένη την 12-4-2001 και ενώ βρισκόταν στην πυλωτή της ως άνω πολυόροφης οικοδομής (της οδού ...), ήλθε σε σύγκρουση με την εγκαλούσα Ψ2. Όμως δεν αποδείχθηκε ότι η άνω εγκαλούσα την εξύβρισε και τη συκοφάντησε με τις φράσεις "μωρή τι νομίζεις, για πόσο θα είσαι ακόμη εδώ, θα μαζέψουμε υπογραφές και θα σε διώξουμε παλιοπουτάνα". "Εσύ μωρή μιλάς, που έχει βεβαρυμένο ποινικό μητρώο που αν το μάθουν στη γειτονιά δεν πρόκειται να σου μιλάει κανείς παλιοπουτάνα". Επομένως, ισχυριζόμενη τα ανωτέρω η πρώτη κατηγορούμενη στην από 28-6-2001 μήνυσή της, την οποία επιβεβαίωσε ενόρκως, εν γνώσει της ισχυρίστηκε ψευδή γεγονότα ως αληθή με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη της β'εγκαλούσας Ψ2 και σκοπό είχε να προσβάλλει την τιμή και την υπόληψη αυτής. από τα παραπάνω λοιπόν αποδεικνύεται ότι η α'κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη για τις πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης, ψευδορκίας μάρτυρα και συκοφαντικής δυσφήμησης που φέρονται ότι έλαβαν χώρα στις 12-4-2001, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσης". Στην συνέχεια το Δικαστήριο, στο διατακτικό της αποφάσεώς του όρισε τα εξής:
Κηρύσσει την 1η κατηγορουμένη (Χ) ένοχη του ότι " α) Εν γνώσει της καταμήνυσε ψευδώς ενώπιον της αρχής ότι τέλεσαν αξιόποινες πράξεις με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη τους γι' αυτές και ειδικότερα εγχείρισε κατέθεσε στον Εισαγγελέα Πλημ/κων Αθηνών την από 28-6-2001 έγκληση της κατά των ήδη εγκαλούντων, Ψ1 και Ψ2, με την οποία καταμήνυσε αυτές ψευδώς ως αυτουργούς εξύβρισης, απειλής και συκοφαντικής δυσφήμησης που δήθεν τελέστηκαν σε βάρος της και συγκεκριμένα στην εν λόγω έγκλησή της αναφέρει μεταξύ άλλων ότι: "Την Πέμπτη 12 Απριλίου 2001, γύρω στις 18:00 μμ ενώ βρισκόταν στην πυλωτή του Α'κτιρίου του συγκροτήματος περιμένοντάς τον σύζυγό μου και τον γιο μου προκειμένου να επιβιβαστούμε στο αυτοκίνητό μας, η δεύτερη των μηνυομένων Ψ2, από την πυλωτή του Β κτιρίου που ανήκει στο κτιριακό συγκρότημα, με είδε και μου είπε: "Μωρή τι νομίζεις, για πόσο θα είσαι ακόμη εδώ; Θα μαζέψουμε υπογραφές και θα σε διώξουμε παλιοπουτάνα". Και όταν τη ρώτησα από που θα με διώξεις; από την ιδιοκτησία σου ή ενοικιάστρια σου είμαι; κινήθηκε απελητικά εναντίον μου προφανώς για να με χτυπήσει αλλά παρενέβησαν ο σύζυγός μου και ο γιος μου, οι οποίοι είχαν στο μεταξύ κατεβεί στην πυλωτή. 2. Ο σύζυγος μου τότε της είπε σε ήπιο τόνο: "Τι δουλειά έχει εσύ και με ποια ιδιότητα εσύ παρεμβαίνεις στα προβλήματα του Α'κτιρίου". (Υπόψη ότι το κάθε κτίριο λειτουργεί αυτόνομα). Και αυτή ευρισκόμενη ήδη στην είσοδο του Α'κτιρίου φώναζε και πάλι πολύ δυνατά και επί παρουσία πολλών περιοίκων που είχαν ακούσει τις φωνές της και είχαν βγει στο δρόμο και στις βεράντες τους, εξακολουθούσε να βρίζει, να απειλεί και επιπλέον να με συκοφαντεί με τα εξής λόγια: "Εσύ μωρή μιλάς, που έχεις βεβαρημένο ποινικό μητρώο; που αν το μάθουν έξω στη γειτονιά δεν πρόκειται να σου μιλάει κανείς παλιοπουτάνα;". Επειδή η μορφή η ένταση των απειλών και οι ύβρεις σε βάρος μου δημιούργησαν σε μένα συνθήκες τρόμου και ανησυχίας για τη σωματική μου ακεραιότητα και υπόληψη μου και επειδή συμπερασματικά οι έναντι μηνυόμενες διέπραξαν από κοινού σε βάρος μου τις ακόλουθες αξιόποινες πράξεις και όσες άλλες ήθελαν προκύψουν από τη μελέτη της μηνυτήριας αναφοράς μου, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τον ποινικό νόμο. Α) Σε βάρος μου τα εγκλήματα της εξύβρισης (αρ 361ΠΚ.) και της απειλής (αρ333ΠΚ.) και Β) Το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης (αρ362και 363ΠΚ) αφού ενώπιον του συζύγου μου, του γιου μου και παρουσία πολλών περιοίκων, με -αποκάλεσαν σε γνώση της αναληθείας του ισχυρισμού τους προκειμένου να βλάψουν καίρια την τιμή και την υπόληψη μου ότι έχω βεβαρημένο ποινικό μητρώο και ότι είμαι παλιοπουτάνα...". Όλα αυτά ήταν όμως ψευδή και η ίδια τελούσε εν γνώσει του ψεύδους της μηνύσεως της ήθελε δε με τον τρόπο αυτό να προκαλέσει την ποινική δίωξη των εγκαλούντων για τις ανωτέρω πράξεις. β) Ισχυρίστηκε ενώπιον τρίτων για κάποιους άλλους ψευδή γεγονότα που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη τους εν γνώσει της ότι αυτά τα γεγονότα ήταν ψευδή και ειδικότερα υποβάλοντας την προπεριγραφείσα υπό στοιχ. Αα' έγκλησή της ισχυρίστηκε ενώπιον τουλάχιστον των προανακριτικών υπαλλήλων, τα διαλαμβανόμενα σ'αυτή, τα οποία είναι ψευδή και γνώριζε η κατ/νη την αναλήθεια τους, μπορούσαν δε να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη των εγκαλούντων. γ) Ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση κατέθεσε εν γνώσει της ψέματα και ειδικότερα υποβάλοντας την υπό στοιχ Αα) του παρόντος έγκληση της, ενώ τελούσε εν γνώσει του ψεύδους αυτής, επιβεβαίωσε ένορκα το περιεχόμενο της". Μετά από αυτά το Δικαστήριο καταδίκασε την ήδη αναιρεσείουσα σε συνολική ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετίαν. Από την παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι το Τριμελές Εφετείο Αθηνών διέλαβε σ' αυτήν την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, γιατί αναφέρει, με σαφήνεια, πληρότητα, και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στήριξε την κρίση του για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των εγκλημάτων της ψευδούς καταμήνυσης, συκοφαντικής δυσφήμησης και ψευδορκίας μάρτυρα, για τα οποία καταδίκασε την ανωτέρω κατηγορουμένη, τις αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους έκανε την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 229 παρ. 1, 362 και 224 παρ. 2 του ΠΚ τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα αναφέρει α) τα περιστατικά που διέλαβε η κατηγορουμένη στην από 28-6-2001 έγκλησή της σε βάρος της Ψ2, τα οποία στοιχειοθετούν τις αξιόποινες πράξεις της εξύβρισης, απειλής και της συκοφαντικής δυσφήμησης, β) ότι τα περιστατικά αυτά ήταν ψευδή και μπορούσαν να βλάψουν τη τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσης Ψ2, γ) τα ψευδή αυτά γεγονότα ισχυρίστηκε ενώπιον τουλάχιστον των προανακριτικών υπαλλήλων κατά την κατάθεση της εγκλήσεως της, της οποίας έλαβαν αυτοί γνώση και την οποία η κατηγορούμενη βεβαίωσε και ενόρκως, δ) τη γνώση της κατηγορουμένης ότι τα ανωτέρω περιστατικά ήταν ψευδή, η οποία γνώση αιτιολογείται από την παραδοχή ότι, όπως εξέθεσε στην έγκληση και κατέθεσε, αυτά έλαβαν χώρα ενώπιον της και έτσι έχει ιδία αντίληψη αυτών. ε) το σκοπό της κατηγορουμένης να προκαλέσει την ποινική δίωξη της εγκαλούσας για τις ως άνω αξιόποινες πράξεις για τις οποίες την καταμήνυσε και στ) τη γνώση της ότι τα εν λόγω περιστατικά είναι πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας και η θέλησή της να τα ισχυριστεί με αυτό το σκοπό. Περαιτέρω, δεν υπάρχει αντίφαση ως προς το χρόνο τελέσεως των πράξεων, γιατί, όπως προκύπτει από το συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, ο χρόνος τελέσεως είναι η 28-6-2001 που κατατέθηκε η έγκληση της κατηγορουμένης και βεβαιώθηκε ενόρκως, ενώ η 12-4-2001 που αναφέρεται στο διατακτικό είναι ο χρόνος που, όπως η κατηγορουμένη ισχυρίσθηκε με την έγκλησή της, τελέσθηκαν οι σε βάρος της πράξεις της εγκαλούσης. Επομένως οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ, είναι αβάσιμοι.
Κατά το άρθρο 65 παρ. 1 του ΚΠΔ, το ποινικό δικαστήριο δεν μπορεί να ασχοληθεί με την πολιτική αγωγή όταν αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει δίωξη ή απαλλάσσει για οποιονδήποτε λόγο τον κατηγορούμενο. Αν παρά την αθώωση του κατηγορουμένου για την πράξη για την οποία δηλώθηκε παράσταση πολιτικής αγωγής, το δικαστήριο επιδίκασε στον πολιτικώς ενάγοντα χρηματική ικανοποίηση ή αποζημίωση, υποπίπτει στην πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ, Η του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, οι εγκαλούντες Ψ1 και Ψ2, παραστάθηκαν στο Δικαστήριο ως πολιτικώς ενάγουσες για χρηματική ικανοποίηση ποσού 44 ευρώ η καθεμία, λόγω της ηθικής βλάβης που τους προκάλεσαν οι εναντίον τους πράξεις της κατηγορουμένης και ήδη αναιρεσείουσας. Το Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, παρά το ότι κήρυξε αθώα την κατηγορουμένη για τις πράξεις εναντίον της Ψ1, επιδίκασε και σ' αυτή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ποσού 44 ευρώ. Έτσι όμως υπερέβη κατά τούτο την εξουσία του και είναι βάσιμος στο σημείο αυτό ο σχετικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠΔ. Μετά από αυτά πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση στην Ψ1, να απαλειφθεί η σχετική διάταξη της αποφάσεως, γιατί δεν συντρέχει λόγος παραπομπής της υποθέσεως για νέα συζήτηση και τέλος να απορριφθεί κατά τα λοιπά η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθ. 5610/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, κατά το μέρος που επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση ποσού σαράντα τεσσάρων (44) ευρώ στην Ψ1. Και Διατάσσει την απάλειψη της σχετικής διατάξεως της αποφάσεως. Και
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 14-7-2009 αίτηση της Χ, για αναίρεση της ανωτέρω υπ' αριθ. 5610/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Ιανουαρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17 Μαρτίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή