Θέμα
Ποινή συνολική, Ποινής αθροιστική έκτιση.
Περίληψη:
Καθορισμός συνολικής ποινής (άρθρο 551 ΚΠΔ). Απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ, Ε του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως. Συνιστά ουσιαστική ποινική διάταξη το άρθρο 551 ΚΠΔ, κατά το μέρος που αναφέρεται στον καθορισμό συνολικής ποινής. Ο καθορισμός της συνολικής ποινής συγχωρείται και πριν επέλθει το αμετάκλητο των καταδικαστικών αποφάσεων, που πρόκειται να εκτελεσθούν κατά του ίδιου προσώπου. Τα υπόλοιπα των ποινών που επιβλήθηκαν στον αιτούντα με τη συγχωνευτική απόφαση και με τις λοιπές αποφάσεις, τα οποία υπόλοιπα έπρεπε να εκτίσει κατά το χρόνο της προσωρινής απόλυσης και είχαν ανασταλεί υφ' όρον, λόγω παραβίασης όρου κατά το χρόνο της δοκιμασίας του, εκτίονται ολόκληρα αθροιστικά, κατά το άρθρο 108 ΠΚ, μετά την έκτιση ολόκληρου του υπόλοιπου της προηγούμενης ποινής που είχε ανασταλεί και έπρεπε ο κατάδικος να εκτίσει.
Αριθμός 546/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη και Μαρία Βασιλάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Μαρτίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Δασούλα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Η. Μ. του Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαριάννα Παπαδάκη, για αναίρεση της υπ' αριθ. 669/2012 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών.
Το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Νοεμβρίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1314/2012.
Αφού άκουσε
Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 551 παρ. 1 εδ. α' του ΚΠΔ, ορίζεται ότι "αν πρόκειται να εκτελεσθούν κατά του ιδίου προσώπου περισσότερες αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις για διαφορετικά εγκλήματα που συρρέουν, εφαρμόζονται οι ορισμοί του ποινικού νόμου για τη συρροή", δηλαδή τα άρθρα 94 επ. αυτού και κατά την παρ. 5 εδαφ. β. του ιδίου άρθρου 551 του ιδίου Κώδικα, κατά της απόφασης, με την οποία καθορίζεται συνολική ποινή, επιτρέπεται η άσκηση αναίρεσης στον καταδικασμένο και τον εισαγγελέα. Η αναίρεση είναι επιτρεπτή, για όλους τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα και επομένως για το λόγο της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και για εκείνον της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (άρθρ. 510 παρ. 1 περ. Δ', Ε' του ΚΠΔ). Συνιστά δε ουσιαστική ποινική διάταξη και το προπαρατεθέν άρθρο 551, κατά το ΅έρος που αναφέρεται στον καθορισ΅ό συνολικής ποινής. Εσφαλμένη δε εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, ενώ εσφαλμένη ερμηνεία, όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει. Εξάλλου, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του ΠΚ, ο καταδικασμένος σε ποινή στερητική της ελευθερίας, απολύεται υπό προϋποθέσεις και υπό τον όρο της ανακλήσεως, εφόσον έχει καταδικασθεί σε πρόσκαιρη κάθειρξη, αν έχει συμπληρώσει τα τρία πέμπτα της ποινής του, ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 108, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 109 του ΠΚ, αν μέσα στο χρονικό διάστημα, από της απολύσεως μέχρι της εκτίσεως της ποινής που υπολειπόταν, όταν αυτό είναι μεγαλύτερο από τρία έτη ή μέσα σε χρονικό διάστημα τριών ετών, όταν αυτό είναι μικρότερο, εκείνος που απολύθηκε διαπράξει έγκλημα από δόλο, για το οποίο του επιβλήθηκε αμετακλήτως οποτεδήποτε ποινή φυλακίσεως ανώτερη από έξι μήνες, εκτίει αθροιστικώς και ολόκληρο το υπόλοιπο της προηγούμενης ποινής, το οποίο έπρεπε να εκτίσει κατά το χρόνο της προσωρινής απολύσεως. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι:α) η αυτοδίκαιη άρση της υφόρο απόλυσης και η εκτέλεση της ποινής και κατά το υπόλοιπο τμήμα της, για το οποίο χορηγήθηκε, δεν εμποδίζεται από το γεγονός ότι μεσολάβησε προηγουμένως ανάκληση αυτής, κατά το άρθρο 107 ΠΚ, για το λόγο ότι ο καταδικασμένος παραβίασε τις υποχρεώσεις που του τέθηκαν με την απόλυση, ούτε από το γεγονός ότι δεν επήλθε το αμετάκλητο της νέας καταδίκης για το έγκλημα που τέλεσε ο καταδικασμένος με δόλο, μέσα στο χρόνο της δοκιμαστικής ελευθερίας και για το οποίο του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης πάνω από έξι μήνες και τούτο, διότι ο καθορισμός της συνολικής ποινής συγχωρείται και πριν επέλθει το αμετάκλητο των καταδικαστικών αποφάσεων, που πρόκειται να εκτελεσθούν κατά του ίδιου προσώπου, σύμφωνα με το άρθρο 551 ΚΠΔ και β) αν κατά το στάδιο της δοκιμασίας εκείνου που απολύθηκε υπό όρο, συμπέσει ποινή ανώτερη των έξι μηνών για άλλη, μία ή περισσότερες, από δόλο τελεσθείσα πράξη, παρόλο ότι η ποινή που είχε ανασταλεί και η νέα συναντώνται κατά την εκτέλεση, δεν επιτρέπεται να καταγνωσθεί μία συνολική ποινή, αποτελούμενη από τη βαρύτερη τούτων, επαυξανόμενη ανάλογα για κάθε μία από τις λοιπές που συντρέχουν, αλλά η νέα ή οι νέες ποινές αν είναι περισσότερες, θα αποτιθούν χωριστά και αθροιστικά, μετά την έκτιση ολόκληρου του υπόλοιπου της προηγούμενης ποινής που είχε ανασταλεί και έπρεπε ο κατάδικος να εκτίσει, όπως επιτάσσει η διάταξη του άρθρου 108 ΠΚ, αποκλείοντας τη συγχώνευση με τη νέα ποινή, διότι επέρχεται άρση της αναστολής. Τέλος, η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 94 έως 97 ΠΚ, περί συρροής εγκλημάτων και καθορισμού συνολικής γι' αυτά ποινής, γίνεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, ως αναγόμενων στην επιμέτρηση της ποινής και όταν τα συρρέοντα εγκλήματα εκδικάστηκαν διαδοχικώς και εκδόθηκαν περισσότερες αποφάσεις, είτε από το ίδιο, είτε από διαφορετικά δικαστήρια, ήτοι χωρεί καθορισμός συνολικής ποινής και πριν όλες οι καταδικαστικές αποφάσεις γίνουν αμετάκλητες, τούτου συναγομένου και από το άρθρο 491 εδ. β' ΚΠΔ, κατά το οποίο επιτρέπεται επίσης έφεση και κατά αποφάσεως που καθόρισε συνολική ποινή, αν τα συρρέοντα εγκλήματα εκδικάστηκαν χωριστά, με έκδοση περισσοτέρων αποφάσεων και αν η συνολική ποινή καθορίστηκε πριν όλες οι αποφάσεις αυτές γίνουν αμετάκλητες(ΟλΑΠ 4/2005).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση από το δικαστήριο αυτό όλων των εγγράφων της δικογραφίας και των δικαστικών αποφάσεων, με την προσβαλλόμενη με αριθμ. 669/2012 συγχωνευτική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, απορρίφθηκε η με αρ. 22901/12-4-2012 αίτηση του αναιρεσείοντος καταδίκου Η. Μ., για συγχώνευση και καθορισμό συνολικής ποινής, ως μη νόμιμη και το αίτημα αυτού για αναβολή της δίκης ως αβάσιμο, με την ακόλουθη, κατά πιστή μεταφορά, αιτιολογία: "Στην προκειμένη περίπτωση με την υπό κρίση αίτηση επιδιώκεται ο καθορισμός συνολικής εκτιτέας ποινής με τις αναφερόμενες σε αυτήν αποφάσεις, οι οποίες είναι: α) η υπ' αρ. 2635/2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου ΚΑΚ Αθηνών (ποινή βάσεως: κάθειρξη 16 ετών και 6 μηνών, εκτιομένη), β) η υπ' αρ. 1552/2004 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, (συνολ. κάθειρξη 13 ετών και 9 μηνών και χπ 59 ευρώ, ήτοι κάθειρξη 7 ετών και κάθειρξη 7 ετών και κάθειρξη 7 ετών και κάθειρξη 7 ετών και φυλάκιση 5 μηνών και φυλάκιση 5 μηνών και φυλάκιση 5 μηνών και φυλάκιση 5 μηνών και φυλάκιση 2 μηνών και χπ. 59 ευρώ) και γ) η υπ' αρ. 2557/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου ΚΑΚ Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή καθείρξεως 8 ετών, εκτιομένη κατ' άρθρο 107 Π.Κ. Ο αιτών - κατάδικος έτυχε του ευεργετήματος της υπό όρο απολύσεων, δυνάμει του υπ' αρ.107/3-2-2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/των Πειραιώς, ως προς την ποινή της υπ' αρ. 1552/2004 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία έχει συμπεριληφθεί στην υπ' αρ. 2223/2004 συγχωνευτική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το υπόλοιπο της ως άνω ποινής είναι εκτιτέο αθροιστικά κατ' άρθρο 108 ΠΚ, καθόσον μέσα στο χρόνο δοκιμασίας του, υπέπεσε σε νέα αδικήματα (διεκεκριμένες περιπτώσεις κλοπών), τελεσθέντα από την 9-2-2005 έως και 6-5-2005 και καταδικάστηκε με την υπ' αρ. 2557/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου ΚΑΚ Αθηνών. Ακολούθως, για την ποινή της υπ' αρ. 2557/2006 ως άνω απόφασης, ο αιτών - κατάδικος έχει λάβει το ευεργέτημα της υπό όρο απόδοσης με το υπ' αρ. 590/23-12-2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Τρικάλων. Το υπόλοιπο της ποινής αυτής είναι εκτιτέο αθροιστικά κατ' άρθρο 108 ΠΚ, καθόσον μέσα στο χρόνο δοκιμασίας του, υπέπεσε σε νέα σοβαρά εγκλήματα από δόλο και συγκεκριμένα ληστεία κατά συρροή, επικίνδυνη σωματική βλάβη κ.λπ, τελεσθέντα την 23-4-2009 και 28-4-2009 και καταδικάστηκε με την υπ'αρ.2635/2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου ΚΑΚ Αθηνών σε συνολική ποινή κάθειρξης 16 ετών και 6 μηνών. Κατόπιν αυτών και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν επιτρέπεται η συγχώνευση των ως άνω αποφάσεων που ο αιτών - κατάδικος ζητάει και το σχετικό αίτημα αυτού, εφόσον δεν συντρέχουν οι όροι για τον καθορισμό συνολικής ποινής πρέπει ν' απορριφθεί σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 108 ΠΚ. Περαιτέρω πρέπει να σημειωθεί ότι η με β' απόφαση (1552/04) αφορά συγχώνευση ποινών, οι δε μεταγενέστερες αποφάσεις επί της συγχωνεύσεις που ζητείται, δεν προκύπτει ότι ασκήθηκαν εμπρόθεσμα εφέσεις και ως εκ τούτου κατ' αρ. 546 παρ.2, αυτές είναι αμετάκλητες και δεν συντρέχει λόγος αναβολής της εκδικάσεως της υποθέσεως σε άλλη δικάσιμο για να προσκομιστούν τα επίδικα αμετάκλητα εφετήρια επί των αποφάσεων αυτών, απορριπτομένου του σχετικού αιτήματος του αιτούντος (δια της εκπροσωπούσης αυτόν πληρεξουσίου δικηγόρου) ως κατ' ουσίαν αβάσιμου". Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αναιρεσείων, ενώ εξέτιε συνολική ποινή καθείρξεως δεκατριών ετών, δεκαπέντε μηνών και είκοσι ημερών, που είχε καθορισθεί με τη με αρ. 2223/21-12-2004 συγχωνευτική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, στην οποία είχε συγχωνευθεί και η με αρ. 1552/2004 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, με την οποίαν ο αιτών είχε καταδικασθεί σε ποινή καθείρξεως δεκατριών ετών και εννέα μηνών, έτυχε υφόρον απολύσεως, με το με αρ. 107/3-2-2005 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, ενώ υπολειπόταν προς έκτιση ποινή πέντε ετών, επτά μηνών και 1 ημέρας. Όμως, σε διάφορες ημεροχρονολογίες, μέσα στο χρονικό διάστημα από 9-2-2005 έως 6-5-2005, ήτοι μέσα στο χρονικό διάστημα της δοκιμασίας του, τέλεσε αυτός από δόλο και νέα σοβαρά εγκλήματα και δη διακεκριμένες κλοπές, για τα οποία καταδικάστηκε με τη με αρ. 2557/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, σε συνολική ποινή καθείρξεως οκτώ ετών, για την οποία έτυχε ομοίως νέας υφόρον απολύσεως, με το με αρ. 590/3-11-2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Τρικάλων, ενώ υπολειπόταν προς έκτιση ποινή φυλακίσεως τριών ετών και δύο μηνών. Όμως και πάλι, σε διάφορες ημεροχρονολογίες, μέσα στο χρονικό διάστημα από 23-4-2009 έως 28-4-2009, δηλαδή μέσα στο χρονικό διάστημα τόσο της πρώτης, όσον και της δεύτερης δοκιμασίας του, ο αιτών τέλεσε από δόλο και νέα σοβαρά εγκλήματα και δη ληστείες κατά συρροή, επικίνδυνη σωματική βλάβη κ.λπ., για τα οποία καταδικάστηκε, με τη με αρ. 2635/2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, σε συνολική ποινή καθείρξεως δεκαέξι ετών και έξι μηνών. Επακολούθησε η υποβολή της με αρ. 22901/12-4-2012 αιτήσεως του καταδίκου, νυν αναιρεσείοντος, για συγχώνευση των ποινών των παραπάνω με αρ. 2557/2006 και 2635/2010 αποφάσεων του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, η οποία και απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη με αρ. 669/26-10-2012 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, με την προπαρατεθείσα αιτιολογία.
Με βάση τα προαναφερθέντα και τις παραπάνω παραδοχές, το Μονομελές Εφετείο (Κακουργημάτων) Αθηνών, στην προσβαλλόμενη με αρ. 669/26-10-2012 απόφαση του, α) διέλαβε την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προεκτεθείσες διατάξεις των άρθρων 105, 108 και 109 του ΠΚ και 551 του ΚΠΔ, αφού δεν επιτρέπεται να προσμετρηθούν οι ποινές που επιβλήθηκαν στον αιτούντα κατάδικο με τις αποφάσεις 2557/2006 και 2635/2010 του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών με την ποινή που του επιβλήθηκε με τη με αρ. 1552/2004 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που είχε συμπεριληφθεί στη με αρ. 2223/21-12-2004 συγχωνευτική απόφαση του ιδίου Εφετείου και για την οποία είχε τύχει υφόρον απολύσεως, καθώς και ούτε μεταξύ τους, διότι και οι δύο αυτές ποινές αφορούν εγκλήματα που τελέσθηκαν από δόλο μέσα στο χρόνο της δοκιμασίας του. Επίσης, η δεύτερη ποινή που επιβλήθηκε στον αιτούντα με τη με αρ. 2635/2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, επιβλήθηκε για εγκλήματα τελεσθέντα από δόλο και μέσα στον χρόνο της δοκιμασίας του. Ήτοι τα προαναφερθέντα υπόλοιπα των ποινών που επιβλήθηκαν στον αιτούντα με τη με αρ. 2223/21-12-2004 συγχωνευτική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και με τις με αρ. 2557/2006 και 2635/2010 αποφάσεις του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, τα οποία υπόλοιπα έπρεπε να εκτίσει κατά το χρόνο της προσωρινής απόλυσης και είχαν ανασταλεί υφόρον, εκτίονται ολόκληρα αθροιστικά, κατά το άρθρο 108 ΠΚ, όπως ορθά δέχθηκε και η προσβαλλόμενη απόφαση. Επιπλέον, με την προσβαλλόμενη με αρ. 669/ 2012 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών ορθά κρίθηκε ότι ο καθορισμός συνολικής ποινής στην προκειμένη περίπτωση, δεν ήταν δυνατός, αδιάφορα αν οι αποφάσεις με τις οποίες επιβλήθηκαν οι νέες καταδίκες είχαν καταστεί ή μη αμετάκλητες, γι' αυτό και ορθά απορρίφθηκε ως αβάσιμο και το υποβληθέν αίτημα αναβολής της δίκης για να προσκομίσει η συνήγορος του αιτούντος σχετικά έγγραφα αμετακλήτου των αποφάσεων αυτών, έστω και με την εσφαλμένη αιτιολογία ότι δεν προέκυπτε ότι ασκήθηκαν εμπρόθεσμες εφέσεις, αφού, κατά τα παραπάνω εκτεθέντα χωρεί καθορισμός συνολικής ποινής και πριν όλες οι καταδικαστικές αποφάσεις γίνουν αμετάκλητες, ήτοι είναι αδιάφορο το εάν είχαν ή όχι ασκηθεί εμπρόθεσμες ή εκπρόθεσμες εφέσεις κατά των αποφάσεων αυτών.
Συνεπώς, οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Μετά ταύτα, ελλείψει άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ως αβάσιμη και καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τη με αρ. εκθ. 486/26-11-2012 αίτηση του Η. Μ. του Α. για αναίρεση της με αρ. 669/2012 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών. Και.
Καταδικάζει τον αιτούντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Απριλίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ