Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 535 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Τραπεζική επιταγή, Δόλος.




Περίληψη:
Έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Έννοια. Στοιχεία. Αιτιολογία αποφάσεως. Πότε ειδική και εμπεριστατωμένη. Τι πρέπει να διαλαμβάνει η καταδικαστική απόφαση για το ανωτέρω έγκλημα, προκειμένου να αιτιολογηθεί η στοιχειοθέτηση, υποκειμενικώς και αντικειμενικώς, της πράξης της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής. Δεν απαιτείται πλέον άμεσος δόλος για να χρειάζεται ειδική αιτιολόγηση (ΑΠ 2216/2009, ΑΠ 1162/2009, ΑΠ 1/2009). Καταδικαστική για έκδοση ακάλυπτης επιταγής απόφαση. Αβάσιμοι λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς το υποκειμενικό στοιχείο και την ιδιότητα του εγκαλούντος ως νόμιμου κομιστού. Απορρίπτει αίτηση.




Αριθμός 535/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γρηγόριο Δαρμάρο, για αναίρεση της 2586/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χαλκίδας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Σεπτεμβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1276/2009.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 79 παράγραφοι 1 του ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972, εκείνος που εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ` αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται, αφενός μεν έκδοση έγκυρης επιταγής, ήτοι συμπλήρωση των κατά νόμο στοιχείων επί του εντύπου και υπογραφή του εκδότη, αφετέρου δε έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον πληρωτή κατά το χρόνο οπωσδήποτε της πληρωμής και γνώση του εκδότη για την έλλειψη αυτή. Για να είναι, δηλαδή, αξιόποινη η πράξη της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, αρκεί ο εκδότης αυτής σε επίπεδο γνωστικό να γνωρίζει ακόμη και ως ενδεχόμενο και σε επίπεδο βουλητικό να επιδιώκει ή απλά να αποδέχεται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος, μεταξύ των οποίων είναι και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων.
Συνεπώς, στην καταδικαστική απόφαση για έκδοση ακάλυπτης επιταγής αρκεί να διαλαμβάνεται, για την κατά την κατωτέρω έννοια πληρότητα της αιτιολογίας, ότι ο δράστης ενήργησε εκ προθέσεως (εκ δόλου), παραδοχή η οποία σημαίνει ότι γνωρίζει και αποδέχεται όλα τα στοιχεία που κατά νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως του άρθρου 79 παράγραφος 1 του Ν. 5960/1933, μεταξύ των οποίων είναι και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια Τράπεζα. Συνακόλουθα, για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως για το παραπάνω έγκλημα δεν είναι απαραίτητο να γίνεται σ` αυτή και ειδική αναφορά σε "γνώση" του εκδότη της επιταγής για την ανυπαρξία διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια Τράπεζα, όπως απαιτούσε η προαναφερόμενη διάταξη πριν από την τροποποίησή της από το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972. Εξυπακούεται ότι η τυχόν πλεοναστική αναφορά ''εν γνώσει'', αντί της απαιτουμένης, όπως λέχθηκε, ''από πρόθεση'', υπερκαλύπτει, από απόψεως πλήρους αιτιολόγησης, την στοιχειοθέτηση υποκειμενικώς της πράξεως. Στην παράγραφο 5 της διατάξεως, όπως είχε είχε προστεθεί με την παρ.1 εδάφ. α` άρθρ.4 Ν.2408/1996, και τροποποιηθεί με το άρθρο 22 Ν.2721/1999, και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 παρ.3 Ν.3472/2006, ορίζεται ότι: '' 5. Η ποινική δίωξη ασκείται με έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε ή του εξ αναγωγής υποχρέου ο οποίος την εξόφλησε και έγινε κομιστής της. Ο εξ αναγωγής υπόχρεος ο οποίος εξόφλησε την επιταγή δικαιούται να λάβει αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τις αδικοπραξίες (άρθρο 914 επ.)." Περαιτέρω, κατά το άρθρο 28 του ίδιου νόμου, η επιταγή είναι πληρωτέα εν όψει, κάθε δε αντίθετη μνεία θεωρείται ως μη γεγραμμένη. Η επιταγή εμφανιζόμενη προς πληρωμή προ της ημέρας της σημειούμενης ως χρονολογίας της εκδόσεως αυτής είναι πληρωτέα κατά την ημέρα της εμφανίσεως. Τέλος, κατά το άρθρο 29 εδαφ. α' και δ' του ίδιου νόμου, η επιταγή εμφανίζεται προς πληρωμή εντός προθεσμίας οκτώ ημερών, αφετηρία δε της προθεσμίας είναι η επί της επιταγής, ως χρονολογία εκδόσεως, αναγραφόμενη ημέρα. Εξάλλου, έλλειψη, της κατά τα άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος παρ. 3 και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναίρεσης της καταδικαστικής αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ' ΚΠΔ, υπάρχει στην καταδικαστική απόφαση όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ειδικότερα, ως προς την αιτιολόγηση του δόλου, η ύπαρξή του ενυπάρχει στη θέληση της παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσης του. Ειδική αιτιολογία του δόλου απαιτείται αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, τέτοια, όμως, πρόσθετα στοιχεία, μετά την κατά τα ανωτέρω τροποποίηση του άρθρου 79 παρ.1 του Ν. 5960/1933, δεν αξιώνονται επί του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
ΙΙ. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει, από τα επισκοπούμενα παραδεκτώς πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, το Τριμελές Πλημ/κειο Χαλκίδας, που, δικάζοντας κατ` έφεση, την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ` είδος αναφερομένων στην εν λόγω απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά σε σχέση με την αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα πράξη της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής: '' Ο κατηγορούμενος στις 30-6-2002, στα ...., εξέδωσε, εν γνώσει του, επιταγή, που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων στον χρόνο εκδόσεως και πληρωμής και ειδικότερα την ... επιταγή ποσού 6.100 € σε διαταγή του, πληρωτέας από την Τράπεζα Εγνατία, η οποία εσύρετο στον τραπεζικό λογαριασμό ..., της οποίας ο μηνυτής ήταν νόμιμος κομιστής από οπισθογράφηση και η οποία, όταν εμφανίσθηκε από αυτόν προς πληρωμή στις 4-7-2002 στην ανωτέρω πληρώτρια τράπεζα,δεν πληρώθηκε λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων, κατά τους χρόνους έκδοσης και πληρωμής...'' . Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο της ανωτέρω πράξεως και, αφού του αναγνώρισε την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2β ΠΚ, του επέβαλε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Ειδικότερα τον κήρυξε ένοχο του ότι : "... την 30-6-2002 στα ..., εν γνώσει εξέδωσε επιταγή που δεν πληρώθηκε επί πληρωτή στον οποίο δεν είχε αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής και συγκεκριμένα εξέδωσε την ...τραπεζική επιταγή, ποσού 6.100 €, επ ονόματί του και της οποίας έγινε κομιστής δι οπισθογραφήσεως ο μηνυτής .... Η επιταγή αυτή είναι πληρωτέα από την Εγνατία Τράπεζα (κατ/μα ...) και όταν την εμφάνισε ο άνω μηνυτής για πληρωμή εμπρόθεσμα και δη την 4-7-2002 στην άνω πληρώτρια τράπεζα, δεν πληρώθηκε από έλλειψη αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων στην εν λόγω Τράπεζα, τόσο κατά τον χρόνο της εκδόσεως όσο και κατά τον χρόνο της πληρωμής της...". Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την, κατά τα άνω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ.1 του Π.Κ, και 79 παρ.1 του ν. 5960/1933, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.δ 1325/1972, που εφάρμοσε. Η αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ελλιπής, διότι, δεν εκτίθεται σ' αυτή πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι γνώριζε την ανυπαρξία διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια τράπεζα, κατά το χρόνο έκδοσης ή πληρωμής των επίμαχων επιταγών, είναι αβάσιμη, αφού, όπως εκτίθεται στη νομική σκέψη της παρούσας, η αναφορά "εν γνώσει", δεν είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αιτιολογίας και ειδικότερα για την υποκειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος, ανεξάρτητα το ότι εν προκειμένω το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην αιτιολογία πλεοναστικώς το στοιχείο τούτο αντί του ''εκ προθέσεως''. Ούτε περαιτέρω, για την αιτιολόγηση του υποκειμενικού στοιχείου της πράξεως, χρειαζόταν να διαλαμβάνει περισσότερα πραγματικά περιστατικά, πέραν εκείνου που αναφέρει της εμφάνισης, εμπροθέσμως, δηλαδή εντός 8 ημερών από την ημερομηνία εκδόσεως, της επιταγής προς πληρωμή και της μη πληρωμής της ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων, εξού συνάγεται η μη ύπαρξη στον οικείο λογαριασμό του αντίστοιχου ποσού προς πληρωμή της επιταγής κατά το ως άνω χρονικό σημείο της εμφάνισης, πράγμα για το οποίο έπρεπε να φροντίσει ο αναιρεσείων και η, κατά την ανωτέρω έννοια, ύπαρξη του στοιχείου του δόλου στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος περί της ανυπαρξίας του ποσού, στοιχεία τα οποία και αρκούν για την πλήρη (υποκειμενικά και αντικειμενικά) στοιχειοθέτηση της πράξεως, ως εκ περισσού δε περιλαμβάνεται στις παραδοχές της αποφάσεως η μη ύπαρξη του ποσού αυτού κατά τον χρόνο της εκδόσεως της επιταγής. Επίσης δεν χρειαζόταν να διαλάβει η απόφαση ειδική αιτιολογία περί του ότι νόμιμος κομιστής από οπισθογράφηση της επιταγής, που είχε εκδοθεί σε διαταγή του κατηγορουμένου και νομιμοποιούμενος σε υποβολή τη εγκλήσεως, ήταν ο υποβαλών αυτήν και κατονομαζόμενος, αφού ο αναιρεσείων δεν αμφισβήτησε τούτο, δηλαδή την μη υποβολή της εγκλήσεως από τον προς τούτο νομιμοποιούμενο, οπότε το Δικαστήριο, αφού το έγκλημα διώκεται, όπως λέχθηκε ανωτέρω, κατ έγκληση, θα έπρεπε να απαντήσει αιτιολογημένα στον ισχυρισμό αυτό. Κατ ακολουθία τούτων αβάσιμα πλήττει ο αναιρεσείων την προσβαλλόμενη για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας με τους πρώτους και δεύτερο από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' λόγους αναιρέσεως. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις των λόγων αυτών της αιτήσεως αναιρέσεως, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και την επί της ουσίας κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και τυγχάνουν απαράδεκτες.
Μετά ταύτα, ελλείψει ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την 2/4-9-2009 αίτηση του ... για αναίρεση της με αριθμ. 2586/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) €.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 9 Φεβρουαρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 12 Μαρτίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή