Θέμα
Μεσιτική αμοιβή.
Περίληψη:
Αμοιβή μεσίτη. Ευθύνεται ο μεσιτικός εντολέας. Μη δυνατή η "εν τοις πράγμασι" εκπροσώπηση ανώνυμης εταιρίας. Κακή εφαρμογή του νόμου και ελλιπής αιτιολογία ως προς την εκπροσώπηση ανώνυμης εταιρίας κατά τη δόση μεσιτικής εντολής. Επί πλέον, μη λήψη υπόψη αποδεικτικού εγγράφου. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αριθμός 2260/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2 Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 12η Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στην ... και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Ζερδελή, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ετερόρρυθμης μεσιτικής εταιρείας με την επωνυμία "Ι. Τ. ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΕ" και το διακριτικό τίτλο "ITG PROPERTY SOLUTIONS", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στην ... και παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Προκόπιου Παυλόπουλου και Παναγιώτη Μανώλη, που ανακάλεσε την από 8-11-2013 δήλωση για παράσταση κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19-1-2009 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 16789/2010 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 1537/2012 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 21-11-2012 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώθηκε.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 31-10-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσίβλητης ζήτησαν την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Στη διάταξη του άρθρου 703 εδ. α' ΑΚ ορίζεται ότι "Εκείνος που υποσχέθηκε αμοιβή σε κάποιον (μεσίτη) για τη μεσολάβηση ή την υπόδειξη ευκαιρίας για τη σύναψη μιας σύμβασης, έχει υποχρέωση να πληρώσει μόνο αν η σύμβαση καταρτισθεί ως συνέπεια αυτής της μεσολάβησης ή υπόδειξης". Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, η υποχρέωση πληρωμής της μεσιτικής αμοιβής βαρύνει κατ' αρχήν το πρόσωπο που έδωσε την εντολή για μεσολάβηση ή υπόδειξη ευκαιρίας στο μεσίτη, άσχετα προς το αν η σκοπούμενη σύμβαση καταρτίσθηκε επ' ονόματι αυτού (του μεσιτικού εντολέα) ή τρίτου προσώπου, υπέρ των συμφερόντων του οποίου αυτός ενήργησε. Εάν η εντολή δόθηκε από ένα πρόσωπο, που ενήργησε τόσο για τον εαυτό του όσο και ως αντιπρόσωπος άλλου, για την πληρωμή της μεσιτικής αμοιβής ευθύνονται αμφότεροι, εν αμφιβολία κατ' ίσα μέρη (ΑΚ 480, ΑΠ 52/2012). Εάν η σκοπούμενη σύμβαση καταρτίσθηκε επ' ονόματι νομικού προσώπου, για τη δημιουργία της ευθύνης αυτού προς καταβολή της μεσιτικής αμοιβής δεν αρκεί η κατάρτιση της σύμβασης καθ' εαυτήν, αλλά και η διαπίστωση τού ότι η μεσιτική εντολή είχε δοθεί είτε από το νόμιμο εκπρόσωπό του είτε από κάποιον τρίτο, που αντιπροσώπευε νομίμως το νόμιμο εκπρόσωπο του νομικού προσώπου ή αυτό το ίδιο, το νομικό πρόσωπο, πάντοτε με την προϋπόθεση ότι ο τρίτος ενήργησε μέσα στα όρια της προς αντιπροσώπευση εξουσίας (ΑΚ 211 παρ.1).
2. Στο άρθρο 18 παρ.1 και 2 του ν. 2190/1920 (όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 25 παρ.2 ν. 3604/2007) ρυθμίζονται τα θέματα της οργανικής εκπροσώπησης του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας. Ειδικότερα, ορίζεται, κατ αρχήν, ότι μόνο το διοικητικό συμβούλιο, ενεργώντας συλλογικά, εκπροσωπεί την ανώνυμη εταιρία δικαστικώς και εξωδίκως. Κατ' απόκλιση προς την αρχή αυτή, το καταστατικό μπορεί να προβλέψει ότι ένα ή περισσότερα μέλη του συμβουλίου ή και τρίτα πρόσωπα είναι δυνατό να εκπροσωπούν την εταιρία, είτε γενικώς είτε μόνο σε ορισμένου είδους πράξεις. Περαιτέρω, στο άρθρο 22 παρ.1 και 3 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι το διοικητικό συμβούλιο είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε πράξη, που αφορά στη διοίκηση της εταιρίας, στη διαχείριση της περιουσίας της και, γενικά, στην επιδίωξη των σκοπών της (με εξαίρεση εκείνες, που υπάγονται στην αρμοδιότητα της γενικής συνελεύσεως). Εν τούτοις, το καταστατικό μπορεί να προβλέψει συγκεκριμένα θέματα, επί των οποίων η εξουσία του διοικητικού συμβουλίου είναι δυνατό να ασκείται από ένα ή περισσότερα μέλη αυτού ή από τους διευθυντές της εταιρίας, με αντίστοιχο περιορισμό της ευχέρειας που παρέχεται από την παρ.2 του άρθρου 18. Από τις διατάξεις αυτές, που είναι αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67, 68 και 70 ΑΚ, συνάγεται ότι το όργανο, που διοικεί και εκπροσωπεί την ανώνυμη εταιρία και διαχειρίζεται όλες τις υποθέσεις αυτής, είναι το διοικητικό συμβούλιο. Και ακόμη, ότι το δικαίωμα της οργανικής εκπροσώπησης, που κατ' αρχήν ανήκει στο διοικητικό συμβούλιο της ανώνυμης εταιρίας, επιτρέπεται, με απόφασή του, να παραχωρηθεί σε τρίτον, ολικά ή μερικά, εφ' όσον κάτι τέτοιο προβλέπεται στο καταστατικό. Λόγω, όμως, της τυπικότητας των διατάξεων, που διέπουν τη λειτουργία των κεφαλαιουχικών εταιριών και των συναφών υποχρεώσεων δημοσιότητας, δεν είναι κατά νόμον εφικτή η "εν τοις πράγμασι" εκπροσώπηση ή αντιπροσώπευση της ανώνυμης εταιρίας. Και είναι μεν αληθές ότι, υφισταμένης αποφάσεως του διοικητικού συμβουλίου για την εκπροσώπηση της ανώνυμης εταιρίας από τρίτο πρόσωπο, είναι επιτρεπτό να συναχθεί σιωπηρά ή ερμηνευτικά το αληθές περιεχόμενο και η έκταση της εξουσίας που έχει παραχωρηθεί στο πρόσωπο αυτό (ΑΠ 563/89, ΑΠ 586/ 1983). Εκ τούτου, όμως, δεν έπεται ότι επιτρέπεται σιωπηρή συναγωγή της λήψεως αυτής της ίδιας της συλλογικής απόφασης του διοικητικού συμβουλίου περί αναθέσεως της εξουσίας εκπροσωπήσεως σε μέλος αυτού ή σε τρίτο πρόσωπο, σε περίπτωση που τέτοια απόφαση ουδέποτε ελήφθη στο πλαίσιο της κατά νόμον λειτουργίας του διοικητικού συμβουλίου μιας ανώνυμης εταιρίας.
3. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. α' ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση, πράγμα που συμβαίνει όταν στις αιτιολογίες, που συνιστούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε. Και κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.11 περ. γ' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως και 340 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπ' όψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Δεν επιβάλλεται, όμως, η διενέργεια ειδικής μνείας ή ξεχωριστής αξιολόγησης ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου στην απόφαση. Για τον αναιρετικό έλεγχο αρκεί το ότι από τη γενική, κατ' είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, σε συνδυασμό με το συνολικό περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που υποβλήθηκαν, νομίμως, στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς κανένα να παραβλεφθεί. Εν όψει, όμως, του ότι μόνο ένα ουσιώδες γεγονός καθίσταται αντικείμενο απόδειξης, η παράβαση της ως άνω υποχρεώσεως ιδρύει τον εξεταζόμενο λόγο αναιρέσεως υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός, που επικαλείται ο διάδικος ως προκύπτον από το αποδεικτικό μέσο που κατά την άποψή του δεν αξιολογήθηκε, ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 42/2002).
4. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το ζήτημα της δόσεως της ένδικης μεσιτικής εντολής εκ μέρους της αναιρεσείουσας προς την αναιρεσίβλητη, το Εφετείο, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, δέχθηκε τα ακόλουθα: Ότι ο δεύτερος εναγόμενος (τότε εκκαλών, ως προς τον οποίο η αγωγή απορρίφθηκε κατ' έφεση), Χ. Μ., είναι επιχειρηματίας, που δραστηριοποιείται στο χώρο των κατασκευών. Ότι στο πλαίσιο της δραστηριότητας αυτής είναι κατά 50% μέτοχος των ανωνύμων εταιριών με τις επωνυμίες "ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Διεθνής Κατασκευαστική ΑΕ" -πρώτη εναγομένη (τότε εκκαλούσα και ήδη αναιρεσείουσα), "ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ Διεθνής Κατασκευαστική ΑΕ", "ΚΥΒΟΣ Διεθνής Κατασκευαστική ΑΕ" και "ΒΕΡΓΙΝΑ Διεθνής Κατασκευαστική ΑΕ" (μη διάδικοι). Ότι ο ίδιος είναι "εν τοις πράγμασι" νόμιμος εκπρόσωπος των εν λόγω εταιριών, όπως ομολογεί και ο ίδιος στην έφεσή του και στις προτάσεις που κατέθεσε στην κατ' έφεση δίκη. Ότι περί τα τέλη του έτους 2005 είχε γίνει γνωστό, μέσα από τον ημερήσιο τύπο, αφ' ενός ότι η τράπεζα "ALPHA BANK" πωλεί το πολυώροφο κτίριο που βρίσκεται στη συμβολή των οδών ... και ... της Θεσσαλονίκης και αφ' ετέρου ότι η "Κτηματική Εταιρία του Δημοσίου" (ΚΕΔ) ενδιαφέρεται για την αγορά ενός αναλόγου ακινήτου στη Θεσσαλονίκη, ανακαινισμένου και έτοιμου προς χρήση, προκειμένου να στεγάσει τις διοικητικές υπηρεσίες της (τότε υπό σύσταση) "Παρευξείνιας Τράπεζας". Ότι ο Χ. Μ., που πληροφορήθηκε τα περιστατικά αυτά, ενεργώντας ως νόμιμος εκπρόσωπος της "ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ Διεθνής Κατασκευαστική ΑΕ", απέστειλε στη μεν Τράπεζα την από 18-1-2006 προσφορά περί αγοράς του ως άνω ακινήτου αντί του ποσού των 9.000.000 ευρώ, στη δε ΚΕΔ την από 15-2-2006 προσφορά περί πωλήσεως του ιδίου ακινήτου, μετά την ανακαίνισή του, αντί τιμήματος 23.877.300 ευρώ. Ότι ακολούθησε η από 21-2-2006 προσφορά του ιδίου, με την αυτή ιδιότητα, προς την "ALPHA Αστικά Ακίνητα", θυγατρική εταιρία της Τράπεζας που διαπραγματευόταν την πώληση, για αγορά του αυτού ακινήτου αντί 9.500.000 ευρώ, επί της οποίας δόθηκε η από 23-2-2006 απάντηση περί εγκρίσεως της προσφοράς υπό όρους (αναφέρονται στην απόφαση του Εφετείου, αλλά δεν ενδιαφέρουν ενταύθα). Ότι κατά μήνα Απρίλιο 2006, η Ι. Τ., νόμιμη εκπρόσωπος της ενάγουσας εταιρίας (τότε εφεσίβλητης και ήδη αναιρεσίβλητης, που ασκεί νομίμως τα έργα του μεσίτη αστικών συμβάσεων), η οποία διατηρούσε άριστες σχέσεις με τον Χ. Μ. λόγω προηγούμενης επαγγελματικής συνεργασίας σε αγοραπωλησίες ακινήτων, έφερε σε επικοινωνία αυτόν με τον Κ. Μ., μεσίτη, επίσης, αστικών συμβάσεων, ο οποίος ενδιαφερόταν για την αγορά γραφείων σε οικοδομή ιδιοκτησίας της "ΒΕΡΓΙΝΑ Διεθνής Κατασκευαστική ΑΕ". Ότι με αφορμή τη συνάντηση αυτή και μετά τη διαβεβαίωση του Κ. Μ. περί του ότι διατηρεί γνωριμία με στελέχη της ΚΕΔ, ο Χ. Μ., ως νόμιμος εκπρόσωπος της "ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ Διεθνής Κατασκευαστική ΑΕ", του έδωσε, εγγράφως, την από 5-4-2006 μεσιτική εντολή να μεσολαβήσει για την πώληση του ακινήτου στη συμβολή των οδών ... και ... προς την ΚΕΔ, με την υπόσχεση αμοιβής 1.000.000 ευρώ σε περίπτωση αίσιας έκβασης της μεσολάβησης. Ότι ο Κ. Μ. δραστηριοποιήθηκε σχετικώς, αλλά κατά το Σεπτέμβριο 2006 η ΚΕΔ έπαυσε να ενδιαφέρεται για το εν λόγω ακίνητο. Ότι, παρά ταύτα, ο Χ. Μ., με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου των ως άνω κατασκευαστικών εταιριών, μεταξύ των οποίων και της πρώτης εναγομένης (ήδη αναιρεσείουσας), εξακολούθησε να ενδιαφέρεται για την αγορά του ως άνω ακινήτου της Τράπεζας. Ότι τον Οκτώβριο 2006 και προκειμένου να συνεχισθούν οι διαπραγματεύσεις με την "ALPHA Αστικά Ακίνητα", ο Χ. Μ. συμφώνησε, προφορικά, με την Ι. Τ., ως νόμιμη εκπρόσωπο της ενάγουσας εταιρίας και με τον Κ. Μ., ως συνεργάτη αυτής, να καταβάλει προς την ενάγουσα αμοιβή 200.000 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, για την περίπτωση που με τη μεσολάβησή τους ήθελε συναφθεί η αγοραπωλησία του ακινήτου στο όνομα κάποιας από τις ως άνω ανώνυμες εταιρίες που εκπροσωπούσε και, μάλιστα, με μικρότερο τίμημα. Ότι σε εκτέλεση της τελευταίας μεσιτικής εντολής, ο Κ. Μ., ενεργώντας ως συνεργάτης και βοηθός εκπληρώσεως της ενάγουσας εταιρίας, φρόντισε να διατηρήσει ενεργό την επικοινωνία με τα στελέχη της "ALPHA Αστικά Ακίνητα", οργάνωσε συναντήσεις αυτών με το Χ. Μ., διαπραγματεύθηκε τους όρους της σύμβασης με αλλεπάλληλες προφορικές συνομιλίες και επιστολές και, τελικά, πέτυχε τη μείωση του τιμήματος στο ποσό των 9.000.000 ευρώ. Ότι, παράλληλα, η Ι. Τ. συνέβαλε στη χρηματοδότηση της αγοράστριας εταιρίας, που τότε φαινόταν ότι θα είναι η "ΚΥΒΟΣ Διεθνής Κατασκευαστική ΑΕ", από τις Τράπεζες "Eurobank" και "Πειραιώς". Ότι κατόπιν αυτών των προσπαθειών, καταρτίσθηκε το .../13-7-2007 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Παρασκευής Σαλπιστή - Ταρνατώρου, δυνάμει του οποίου το ακίνητο στη συμβολή των οδών ... και ... αγοράσθηκε από την "ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Διεθνής Κατασκευαστική ΑΕ" (εναγομένη, εκκαλούσα και ήδη αναιρεσείουσα), την οποία ο Χ. Μ., ως "εν τοις πράγμασι" νόμιμος εκπρόσωπος αυτής, υπέδειξε, τελικώς, ως αγοραστή. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, το δικαστήριο της ουσίας έκρινε ότι μεσιτικός εντολέας υπήρξε η αναιρεσείουσα, εκπροσωπηθείσα νομίμως από το Χ. Μ., γι' αυτό και την υποχρέωσε να καταβάλει ως μεσιτική αμοιβή, ύστερα από μερική παραδοχή της εκ του άρθρου 707 ΑΚ ενστάσεως περί μειώσεως αυτής, το ποσό των 90.000 ευρώ.
5. Με την κρίση αυτή, το Εφετείο παραβίασε, τόσο ευθέως όσο και εκ πλαγίου, τις διατάξεις που αναφέρθηκαν (βλ. παραπάνω αρ.1 και 2), αφ' ενός διότι δέχθηκε τη δυνατότητα της "εν τοις πράγμασι" εκπροσώπησης της αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρίας και αφ' ετέρου διότι ασαφώς και εν μέρει αντιφατικώς δέχθηκε ότι ο Χ. Μ. εκπροσωπούσε, άλλοτε νομίμως και άλλοτε "εν τοις πράγμασι", τις ανώνυμες εταιρίες του ομίλου των επαγγελματικών του συμφερόντων, έτσι ώστε να δημιουργείται αμφιβολία ως προς το αν η αναιρεσείουσα, η οποία υπήρξε το νομικό πρόσωπο στο όνομα του οποίου, τελικώς, καταρτίσθηκε η σύμβαση στην οποία απέβλεπε η μεσιτική εντολή, ήταν, πράγματι, αυτή την οποία εκπροσωπούσε ή αντιπροσώπευε ο Χ. Μ. κατά τη δόση της μεσιτικής εντολής, οπότε αυτή, ως μεσιτικός εντολέας, ανέλαβε και την ευθύνη καταβολής της μεσιτικής αμοιβής ή αν ήταν το νομικό πρόσωπο που μόνο εκ των υστέρων συνέπραξε στην κατάρτιση της σκοπούμενης σύμβασης, ως αγοραστής, χωρίς συμβατικό δεσμό με την αναιρεσίβλητη και, ως εκ τούτου, χωρίς οικονομική υποχρέωση έναντι αυτής. Πέραν αυτών και εν όψει του ότι η αναιρεσείουσα είχε ισχυρισθεί ότι εκπροσωπείται νομίμως από έτερο πρόσωπο, ήτοι τη Μ. Χ., ως πρόεδρο του διοικητικού της συμβουλίου και διευθύνουσα σύμβουλο αυτής, περιστατικό οποίο προέκυπτε από το από 21-2-2006 έγγραφο της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης, που είχε επικαλεσθεί και προσκομίσει η ίδια, δημιουργείται αμφιβολία, σύμφωνα με τις παραδοχές που προεκτέθηκαν (βλ. παραπάνω αρ.4), ως προς το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπ' όψη το έγγραφο αυτό, διότι δεν μνημονεύει ειδικά στην απόφασή του ούτε την ως άνω νόμιμη εκπρόσωπο ούτε το έγγραφο που αποδεικνύει την ιδιότητά της. Επομένως, ο πρώτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο επισημαίνονται τα σφάλματα αυτά και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.1, 11 περ. γ' και 19 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος.
6. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (ΚΠολΔ 580 παρ.3). Η έρευνα των υπολοίπων λόγων αναιρέσεως αποβαίνει περιττή. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίας (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την 1537/2012 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές είναι εφικτή. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσίβλητη να πληρώσει στην αναιρεσείουσα δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 10η Δεκεμβρίου 2013. -Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 30η Δεκεμβρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ