Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1691 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Απάτη, Πλαστογραφία, Παραίτηση, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Καταχραστές Δημοσίου.




Περίληψη:
Δύο εμπρόθεσμες αναιρέσεις. Νόμιμη παραίτησης της μίας. Συρροή απάτης και πλαστογραφίας. Εφαρμογή της διατάξεως του Ν. 1608/50 και σε τράπεζες που δεν ανήκουν στο Δημόσιο. Απορρίπτει.





Αριθμός 1691/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ε' Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), Χαράλαμπο Δημάδη, ορισθέντα με την υπ'αριθμό 54/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις δύο αιτήσεις του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαράλαμπο Ρηγόπουλο, περί αναιρέσεως της 984/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία με την επωνυμία "Τράπεζα EFG Eurobank Ergasias Ανώνυμη Εταιρεία" που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικήγορο της Κωνσταντίνο Τσουκαλά.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Απριλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 834/2007.

Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, ο οποίος α) αφού αναφέρθηκε στην με αριθμό και ημερομηνία 6/30-11-2007 έκθεση παραίτησης του ως άνω αναιρεσείοντος, ο οποίος δήλωσε ότι παραιτείται από την από 17 Απριλίου 2006 αίτηση αναίρεσής του, πρότεινε να απορριφθεί ως απαράδεκτη η πιο πάνω αναίρεση και β) πρότεινε να απορριφθεί η από 25 Απριλίου 2007 αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά της υπ' αριθ. 984/2006 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο καθαρογραφής την 17-4-2007, ασκήθηκαν από τον κατηγορούμενο Χ1, δύο αιτήσεις αναιρέσεως, μία την 17-4-2006, ενώπιον του Διευθυντή της Δικαστικής Φυλακής Κορυδαλλού και μία την 25-4-2007 με δήλωσή του ενώπιον του αρμοδίου Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών. Οι ανωτέρω αναιρέσεις ασκούνται παραδεκτώς εντός της νόμιμης προθεσμίας, ειδικά δε η μεταγενέστερη, εφόσον δεν έχει κριθεί η προηγούμενη κατά της ίδιας αποφάσεως, θεωρείται ως συμπληρωματική της πρώτης και πρέπει να συνεξετασθούν. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 465 παρ. 2, 474 παρ. 1 και 475 παρ. 1 ΚΠΔ, προκύπτει ότι ο διάδικος μπορεί να παραιτηθεί από το ένδικο μέσο που έχει ασκήσει, άρα και από την αναίρεσή του, αρκεί να έχει τούτο ασκηθεί παραδεκτά. Η παραίτηση δηλώνεται σύμφωνα με το άρθρο 474 παρ. 1, δηλαδή και στον διευθυντή των Φυλακών όπου κρατείται ο δικαιούμενος και αν έγινε νόμιμα, έχει ως αποτέλεσμα την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαραδέκτου (άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ).
Στη προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την 984/2006 απόφασή του καταδίκασε τον αναιρεσείοντα σε συνολική ποινή καθείρξεως επτά (7) ετών για κακουργηματική απάτη και κακουργηματική πλαστογραφία μετά χρήσεως με την διακεκριμένη περίπτωση του Ν.1608/1950. Κατά της αποφάσεως αυτής ο κατηγορούμενος άσκησε νόμιμα και εμπρόθεσμα αναίρεση, με δήλωσή του ενώπιον του Διευθυντού των Φυλακών Κορυδαλλού για την οποία συντάχθηκε η 324/17-4-2006 έκθεση. Στις 30.11.2007 ενώπιον του ....... Διευθυντού της κλειστής φυλακής Αλικαρνασσού εμφανίσθηκε ο αναιρεσείων και δήλωσε ότι παραιτείται από την παραπάνω αίτηση αναίρεσης και συντάχθηκε η 6/30.11.2007 έκθεση παραιτήσεως από ένδικο μέσο.


ΙΙΙ. Με βάση τα παραπάνω δεδομένα και αφού πρόκειται για νόμιμη παραίτηση από ένδικο μέσο που είχε ασκηθεί παραδεκτά, η κρινόμενη αναίρεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα [άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ, σε συνδ. με άρθ. 5 παρ. 4 του ν. 2943/01].
Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 του ΠΚ, όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον, σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Στοιχειοθετείται δε αντικειμενικώς όταν αυτός καταστήσει προσιτό το έγγραφο αυτό στον μέλλοντα να παραπλανηθεί από το περιεχόμενο αυτού τρίτο και δώσει σ' αυτόν τη δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου του, χωρίς να απαιτείται και να λάβει πράγματι γνώση ή να παραπλανηθεί ο τρίτος. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ.1 του ΠΚ προκύπτει ότι το έγκλημα της απάτης στοιχειοθετείται αντικειμενικώς όταν ο δράστης με παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή αποσιώπηση αληθινών γεγονότων πείθει κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία βλάπτεται στην περιουσία του ο τελευταίος ή τρίτος, ανεξάρτητα αν με αυτήν επιτυγχάνεται ή όχι το παράνομο περιουσιακό όφελος στο οποίο αποσκοπούσε ο δράστης, υποκειμενικώς δε όταν ο δράστης γνωρίζει τα ουσιαστικά περιστατικά της πράξης αυτής και θέλει να τα παραγάγει. Είναι δε δυνατόν από τη πράξη αυτή του δράστη άλλο πρόσωπο να παραπλανάται και άλλο να ζημιώνεται. Από αυτά συνάγεται ότι οι παραπάνω πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και της απάτης συρρέουν πραγματικά και καμία απ' αυτές δεν απορροφάται από την άλλη, γιατί καθεμιά απ' αυτές είναι αυτοτελής και στοιχειοθετείται από ιδιαίτερα περιστατικά, δεν αποτελεί δε η μία στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση της άλλης. Περαιτέρω κατά το άρθρο 1 παρ. 1α' του όπως ισχύει Ν. 1608/1950, στον ένοχο των αδικημάτων, που προβλέπονται στα εκεί αναγραφόμενα άρθρα του ΠΚ, μεταξύ των οποίων είναι και αυτά των άρθρων 216 και 386 του ίδιου Κώδικα, εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα, τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 263 α ΠΚ και το όφελος, που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης, ή η ζημία, που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε, υπερβαίνει το ποσό των δραχμών 50.000.000, επιβάλλεται η στην διάταξη αυτή προβλεπόμενη ποινή. Εξάλλου, από το άρθρο 98 παρ. 1 ΠΚ συνάγεται, ότι κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο, το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και συνδέονται μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση απόφασης, ενώ, κατά το όπως ισχύει άρθρο 263 Α ΠΚ ορίσθηκε, ότι για την εφαρμογή των ποινικών διατάξεων, που αριθμούνται στο άρθρο αυτό, θεωρούνται ως υπάλληλοι, εκτός αυτών, που μνημονεύονται στο άρθρο 13 ΠΚ και εκείνοι, που υπηρετούν, μόνιμα ή πρόσκαιρα και με οποιαδήποτε ιδιότητα, στις διαλαμβανόμενες επιχειρήσεις, μεταξύ άλλων δε και σε Τράπεζες, που εδρεύουν στην ημεδαπή, κατά τον νόμο ή το καταστατικό τους, χωρίς άλλη διάκριση. Έτσι, με το άρθρο αυτό ορίσθηκε, ειδικώς και αυτοτελώς, ένα είδος δημόσιου τομέα για τις ανάγκες των υπηρεσιακών εγκλημάτων και συνεπώς η επαναοριοθέτηση και περιστολή, που ακολούθησε με το άρθρο 51 παρ. 1 Ν. 1892/1990 στον υπό της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 6 Ν. 1256/1982 προβλεπόμενο δημόσιο τομέα και συγκεκριμένα, ότι αυτός περιλαμβάνει μόνον τις Τράπεζες, που ανήκουν στο νομικό πρόσωπο του Δημοσίου, δεν επέφερε και αντίστοιχη συστολή του δημόσιου τομέα, που ορίσθηκε με το άρθρο 263Α ΠΚ, δεδομένου ότι απέφυγε να θίξει τούτο ο νομοθέτης. Τέλος, κατά μεν την διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 98 ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 11 Ν. 2721/3-6-1999, η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος, που προκύπτουν από την εξακολουθητική τέλεση του εγκλήματος, λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό και στις εν λόγω περιπτώσεις ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης προσδιορίζεται με βάση την συνολική αξία του αντικειμένου και την συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος, που, ανάλογα με το έγκλημα, επήλθε ή σκοπήθηκε, κατά δε το άρθρο 16 παρ. 2 Ν.Δ. 2576/1953, "οσάκις εις τας περιπτώσεις του άρθρου 1 παρ. 1 Ν. 1608/1950 το έγκλημα επράχθη κατ' εξακολούθησιν δια πολλών μερικοτέρων πράξεων, δια τον κατά το αυτό άρθρον προσδιορισμόν του επιτευχθέντος ή επιδιωχθέντος οφέλους του πράξαντος ή της προσγενομένης ή της οπωσδήποτε απειληθείσης ζημίας, ως επίσης δια τον προσδιορισμόν του αντικειμένου του εγκλήματος ως ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, λαμβάνεται υπ' όψιν το όλον περιεχόμενον των μερικοτέρων πράξεων". Από την διατύπωση αμφοτέρων των διατάξεων τούτων συνάγεται, ότι ναι μεν αυτές είναι ίσης τυπικής ισχύος, πλην, όμως, διαφέρουν μεταξύ τους, αφού, κατά το άρθρο 98 παρ. 2 ΠΚ, πρέπει ο δράστης ν' αποβλέπει στο συνολικό όφελος ή στην συνολική ζημία, ενώ, κατά το άρθρο 16 παρ. 2 Ν.Δ. 2576/1953, τούτο δεν απαιτείται, η δε τελευταία διάταξη, ως ειδική ειδικού νομοθετήματος, διότι αφορά μόνον στα περιοριστικώς προβλεπόμενα και τιμωρούμενα και υπό τις εις αυτό προϋποθέσεις εγκλήματα του άρθρου 1 παρ. 1 του όπως ισχύει Ν. 1608/1950, κατισχύει της ανωτέρω, γενικής και νεότερης, τοιαύτης του άρθρου 98 παρ. 2 ΠΚ. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίος έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο .Περαιτέρω, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά κατ' άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε' του Κ.Π.Δ. και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη (ουσιαστικού δικαίου) που εφαρμόσθηκε, ενώ εσφαλμένη ερμηνεία, όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη, διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό, συνδυαζόμενο με το διατακτικό, της προσβαλλόμενης απόφασή της, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, μετ' εκτίμηση και αξιολόγηση των στην απόφασή του αυτήν αναφερομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, κατά πιστή αντιγραφή τα εξής: Ο κατηγορούμενος Χ1 κατά την ενδιαφέρουσα την παρούσα υπόθεση χρονική περίοδο των ετών 1997-1998 ήταν διαχειριστής και κύριος μέτοχος της εδρεύουσας στο ...... Αττικής εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την ενωυμία "........ ΕΠΕ", Βιομηχανία Επεξεργασίας Χαλυβδοταινιών". Με την ιδιότητά του αυτή συνήψε με την Τράπεζα Εργασίας, που εδρεύει στην ημεδαπή, και συγκεκριμένα με το Κατάστημά της στο Παλαιό Φάληρο Αττικής, την υπ'αριθμ. ..... σύμβαση παροχής πιστώσεως σε ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, με την οποία χορηγήθηκε στην εκπροσωπούμενη απ'αυτόν εταιρία, ως πιστούχο, πίστωση μέχρι 200.000.000 δρχ. με τους ειδικότερους όρους που περιλαμβάνονται σε αυτή. Με όρο της συμβάσεως αυτής, την τήρηση των όρων της οποίας εγγυήθηκε ατομικώς και ο κατηγορούμενος ως εκ τρίτου συμβαλλόμενος, η παραπάνω πιστούχος εταιρία είχε το δικαίωμα να λαμβάνει χρήματα από την αντισυμβληθείσα Τράπεζα Εργασίας υπό τον όρο ότι αυτή δια του νομίμου εκπροσώπου της θα κατέθετε ταυτόχρονα σε εκείνη, ως καλύμματα των ποσών που θα εκταμίευε, αξιόγραφα (συναλλαγματικές, επιταγές) πελατών της προς είσπραξη και πίστωση του ανοικτού λογαριασμού. Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής παροχής πίστωσης σε ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό ο κατηγορούμενος διαχειριστής της πιστούχου εταιρίας εισέπραξε από τη δανείστρια Τράπεζα για δανειακές ανάγκες της εταιρίας του 65.000.000 δρχ. συμφώνησε δε με τους υπαλλήλους αυτής να καλύψει το ποσό αυτό με "καλύμματα", και συγκεκριμένα είκοσι (20) συναλλαγματικές ολικής ονομαστικής αξίας 60.000.000 δραχμών και μία επιταγή ποσού 5.000.000 δραχμών, που ήταν ήδη κατατεθειμένα για λογαριασμό της πιστούχου εταιρίας στο χαρτοφυλάκιο της στην τράπεζα. Συγκεκριμένα, εμφανίστηκε στους αρμόδιους υπαλλήλους της Τράπεζας Εργασίας, στους παρακάτω χρόνους και εγχείρισε σ'αυτούς τα ακόλουθα αξιόγραφα: α) την 16-3-1997, τη συναλλαγματική έκδοσης Γ1 της 23-5-1997, σε διαταγή του ίδιου, λήξεως 25-4-1998, ποσού 3.000.000 δρχ. και αποδοχής Γ6, β) την 16-5-1997, η συναλλαγματική έκδοσης Γ1 της 26-3-1997, σε διαταγή του ιδίου, λήξεως την 15.3.98, ποσού 3.000.000 δρχ. και αποδοχής Γ2.
γ) Την 16.5.97, τη συναλλαγματική έκδοσης Γ1 της 23.4.97 σε διαταγή ταυ ιδίου λήξεως τη 10.3.98, ποσού 3.000.000 δρχ. και αποδοχής Γ2 .
δ) την 16.5.97 τη συναλλαγματική έκδοσης Γ1 της 26.3.97 σε διαταγή του ιδίου, λήξεως την 10.3.98, ποσού 3.500.000 και αποδοχής Γ3.
ε) Την 16.5.97, τη συναλλαγματική έκδοσης Γ4 της 26.3.97 σε διαταγή του ιδίου, λήξεως την 10.3.98, ποσού 5.000.000 δρχ και αποδοχής Γ5.
στ) Την 16.5.97, τη συναλλαγματική έκδοσης Γ8 της 26.3.97, σε διαταγή του ιδίου, λήξεως την 31.3.98, ποσού 5.000.000 δρχ και αποδοχής Γ1.
ζ) Την 21.8.97, τη συναλλαγματική έκδοσης Γ1, της 14.4.97 σε διαταγή του ιδίου λήξεως τη 15.3.98, ποσού 3.000.000 δρχ. και αποδοχής Γ2.
η) Την 21.8.97, τη συναλλαγματική έκδοσης Γ1 της 26.3.97 σε διαταγή του ιδίου, λήξεως της 15.3. 98, ποσού 3.500.000 και αποδοχής Γ7. θ) Την 19.8.97, τη συναλλαγματική έκδοσης 18.6.97,
σε διαταγή του ιδίου, λήξεως την 25.5.98, ποσού 3.500.000 δρχ., αποδοχής Γ5.
ι) Την 21.8.97, τη συναλλαγματική έκδοσης Γ1 της 22.5.97 σε διαταγή ταυ ιδίου, λήξεως 25.4.98, ποσού 2.000.000 δρχ. και αποδοχής Γ2 . ια) Την 24.9.97, τη συναλλαγματική έκδοσης Γ8 της 14.9 97, σε διαταγή του ιδίου, λήξεως 10.7.98, ποσού 3.500.000 δρχ και αποδοχής Γ1, ιβ) Την 19.11.97, τη συναλλαγματική έκδοσης Γ1 της 22.10.97 σε διαταγή του ιδίου, λήξεως 5.10.99, ποσού 2.000.000 δρχ και αποδοχής Γ3, ιγ) Την 19.11.97, τη συναλλαγματική έκδοσης Γ4 της 22..10.97 σε διαταγή του ιδίου, λήξεωςτη 10.10, 98, ποσού 2.500.000 δρχ και αποδοχής Γ5.
ιδ) Την 19.4.97, τη συν|κή έκδοσης Γ8 της 12.10.97, σε διαταγή του ιδίου, λήξεως 30.9.98, ποσού 1.000.000 δρχ και αποδοχής Γ4. ιε) Την 19.11.97, τη συν|κή έκδοσης Γ8 της 21.10.97, σε διαταγή του ιδίου, λήξεως 5.10.98, ποσού 9.000.000 δρχ και αποδοχής Γ4.
ιστ) την 19.11.97, τη συναλλαγματική έκδοσης Γ8 της 22.10.97, σε διαταγή ταυ ιδίου, λήξεως 5.10.98, ποσού 2.000.000 δρχ και αποδοχής Γ4.
ιζ) Την 19.11.97, τη συν|κή έκδοσης Γ1 της 22.10.97, σε διαταγή του ιδίου, λήξεως 10.10.98, ποσού 2.500.000 δρχ και αποδοχής Γ9. ιη) Την 19.11.97, τη συναλλαγματική έκδοσης Γ1, της 21.10.97, σε διαταγή του ιδίου, λήξεως, 5.10.98, ποσού 3.500.000. δρχ. και αποδοχής Γ10, ιθ) Την 19.11.97, τη συν|κή έκδοσης Γ4 της 22.10.97, σε διαταγή του ιδίου, λήξεως 5.10.98, ποσού 3.000.000. δρχ, και αποδοχής Γ11 κ) τη 19.12.97, συν|κή έκδοσης Γ8, της 10.10.97, σε διαταγή ταυ ιδίου, λήξεως. 30.9.98, ποσού 3.500.000 δρχ και αποδοχής Γ4. και κα)Την 26.3.98, την υπ*αριθμ. ..... μεταχρολογημένη Τραπεζική επιταγή της Τράπεζας Κεντρικής Ελλάδος, έκδοσης ...., και ..... ΕΠΕ, την 10.9.98 σε διαταγή Γ12 και ποσού 5.000.000 δρχ. Όμως, τα παραπάνω καλύμματα, ως προς τα κατά τις διατάξεις των Ν.5325/1932 και 5960/1933 ουσιώδη στοιχεία τους, ήταν πλαστά εξολοκλήρου, η δε κατάρτισή τους έγινε από τον κατηγορούμενο με σκοπό να παραπλανήσει τους υπαλλήλους του Καταστήματος της πιο πάνω Τράπεζας. Ειδικότερα, κατά το χρονικό διάστημα από 16-3-1997 έως 26-3-1998, ο κατηγορούμενος συμπλήρωσε όλα τα στοιχεία των εντύπων των παραπάνω είκοσι ενός (21) αξιογράφων και στη συνέχεια έθεσε πάνω σε αυτά και στις οικείές θέσεις τις υπογραφές των φερομένων ως εκδοτών, αποδεκτών και οπισθογράφων και τις σφραγίδες τους, κατ'απομίμηση των γνησίων, εν αγνοία τους και χωρίς εξουσιοδότησή τους (όπως άλλωστε και ο ίδιος ομολόγησε), έτσι ώστε τα αξιόγραφα αυτά να εμφανίζονται γνήσια και η εκπροσωπούμενη από αυτόν πιστούχος εταιρία νόμιμη κομίστρια αυτών και δικαιούχος των ενσωματούμενων σε αυτά χρηματικών απαιτήσεων, με σκοπό να επιτύχει την παραπλάνηση των υπαλλήλων της δανείστριας Τράπεζας ως προς τη γνησιότητα αυτών. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος έκανε και χρήση των πλαστών αυτών αξιογράφων προσκομίζοντάς τα κατά την αναφερόμενη παραπάνω και στο διατακτικό της παρούσας για κάθε αξιόγραφο χρονολογία στο κατάστημα της δανείστριας Τράπεζας στο Παλαιό Φάληρο Αττικής και εκεί, αφού παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς (έμμεσα δε, σιωπηρά συναγόμενη παράσταση ψευδών γεγονότων συνιστά και η λειτουργική χρησιμοποίηση των πλαστογραφημένων αξιογράφων, Βλ. και Μυλωνόπουλου, Ποιν.Δίκαιο Ειδ. Μέρος, 2001, 2-1-2 σελ. 441 Εγκλήματα κατά της Περιουσίας), Αθαν. Κονταξή ΠΚ, 2000, τομ.Β' άρθρ. 386 σελ. 3480) στους υπαλλήλους αυτής : α) ότι η εκπροσωπούμενη από τον ίδιο πιστούχος εταιρία ήταν νόμιμη κομίστρια αυτών, β) ότι τα αξόγραφα αυτά ήταν γνήσια, γ) ότι τα αναγραφόμενα σε αυτά ποσά αντιπροσωπεύουν πραγματικές συναλλαγές και οφειλές των αποδεκτών τους και δ) ότι είναι βέβαιη η πληρωμή τους κατά τη λήξη τους, πέτυχε να τους πείσει να χορηγήσουν στην πιστούχο εταιρία σε διάφορες χρονολογίες τα αναφερόμενα παραπάνω και στο διατακτικό επί μέρους ποσά και τελικώς συνολικό δάνειο των 65.000.000 δρχ. και να εισπράξει για λογαριασμό της το ποσό αυτό, που αποτελεί για μεν τον κατηγορούμενο και την πιστούχο εταιρία του το παράνομο περιουσιακό όφελος, για τη δανείστρια δε τράπεζα την αντίστοιχη ισόποση ζημία της. Με βάση όλα τα παραπάνω, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των κακουργηματικών πράξεων Α) της πλαστογραφίας με χρήση κατ'εξακολούθηση με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του ν.1608/1950 "περί καταχραστών του Δημοσίου", αφού η προξενηθείσα σε βάρος της Τράπεζας Εργασίας συνολική ζημία υπερβαίνει τα 50.000.000 δρχ. και Β) Απάτης κατ'εξακολούθηση σε βάρος της ίδιας πιο πάνω Τράπεζας με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του ν.1608/1050 αφού η απ'αυτή προξενηθείσα συνολική ζημία υπερβαίνει τα 50.000.000 δρχ., οι οποίες συρρέουν αληθώς, δεδομένου ότι κάθε ένα έγκλημα είναι αυτοτελές, εφόσον η αντικειμενική του υπόσταση στοιχειοθετείται από ιδιαίτερα περιστατικά και δεν αποτελεί η μία πράξη συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση της άλλης (ΑΠ 1855/2001 Π Χρ. ΝΒ 647, ΑΠ 1753/2003 ΠΧΡ ΝΔ 635, Μ. Μαργαρίτη, ΠΚ άρθρο 216, αριθ.97 σελ. 530). Τέλος, πρέπει να αναγνωριστούν στον κατηγορούμενο τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ.2 εδ.α' και ε' ΠΚ όπως πρωτόδικα, απορριπτομένων των λοιπών ισχυρισμών του κατηγορουμένου.
Με τις παραδοχές του αυτές, το προμνημονευθέν Δικαστήριο διέλαβε, στην πληττόμενη απόφασή του, την από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για την συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων της κατ' εξακολούθηση κακουργηματικής απάτης και πλαστογραφίας μετά χρήσεως σε βάρος της "Τράπεζα Εργασίας Α.Ε.", οι αποδείξεις, που τα θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την ενοχή του αναιρεσείοντος, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα δεκτά γενόμενα από αυτό περιστατικά στις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 94, 98 παρ. 1, 216 παρ. 1β', 263Α περ.β, 386 παρ. 1 ΠΚ, 1 παρ. 1α' του όπως ισχύει Ν. 1608/1950 και 16 παρ. 2 ΝΔ 2576/1953, που εφάρμοσε και τις οποίες, έτσι, ούτε ευθέως, ούτε και εκ πλαγίου, παραβίασε, δεδομένου ότι, κατά τα εκτεθέντα στη νομική σκέψη, η Τράπεζα Εργασίας Α.Ε. που ζημιώθηκε, δεν έπαυσε να περιλαμβάνεται στις τράπεζες οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 263 Α του Π.Κ και επομένως να προστατεύεται από τον ως άνω ειδικό νόμο 1608/50. αποκρούσαν δε πλήρως αιτιολογημένα, τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί μη εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 94 παρ. 1 Π.Κ. ήτοι περί μη συρροής των ως άνω εγκλημάτων. Κατόπιν αυτών, πρέπει, ως αβάσιμοι, ν' απορριφθούν οι περί του αντιθέτου και από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχεία Δ' και Ε' ΚΠΔ σχετικοί, λόγοι αναίρεσης και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) και να καταδικασθεί αυτός στην δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας "Τράπεζα E.F.G. Eurobank Ergasias A.E." (άρθρα 176 και 183 ΚπολΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την 324/17-4-2006 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της 984/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Απορρίπτει την υπ'αριθμ. 56/25-4-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της 984/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και στην δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας "Τράπεζα E.F.G. Eurobank Ergasias A.E.", που ορίζεται σε πεντακόσια (500) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιουνίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Ιουνίου 2008.


Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή