Θέμα
Ποινών συγχώνευση, Αίτηση αναίρεσης Εισαγγελέα .
Περίληψη:
Ποινική Δικονομία. Συγχώνευση ποινών. Αναίρεση Εισαγγελέως κατά συγχωνευτικής αποφάσεως. Λόγοι: Εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Υφ' όρον απόλυση καταδίκου. Χρόνος δοκιμασίας. Διάπραξη ετέρου αδικήματος κατά το χρόνο δοκιμασίας. Άρση της απόλυσης. Αθροιστική έκτιση του υπολοίπου της ποινής. Απαγόρευση συγχώνευσης στην περίπτωση αυτή. Δέχεται αναίρεση Εισαγγελέως και αναιρεί την υπ' αριθμ. 6504/2012 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών, αφού δεν επιτρεπόταν η συγχώνευση των ποινών κατά τα ως άνω.
Αριθμός 641/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Μαρία Βασιλάκη και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Απριλίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πατρών, περί αναιρέσεως της αποφάσεως 6504/2012 του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών. Με κατηγορούμενο τον Ε. Λ. του Α., κάτοικο ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο.
Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα Εισαγγελέας Πρωτοδικών Πατρών ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό 2 και ημερομηνία 18 Ιουλίου 2012 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Πατρών και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 903/2012.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την με αριθ. εκθ.2/18-7-2012 αίτησή της, η Εισαγγελέας Πρωτοδικών Πατρών, ζητεί την αναίρεση της υπ' αρ. 6504/2012 συγχωνευτικής απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και υπέρβαση εξουσίας. Η αίτηση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσία. Κατά τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 του ΠΚ, ορίζεται: "Κατά του υπαιτίου δύο ή περισσότερων εγκλημάτων που πραγματώθηκαν με δύο ή περισσότερες πράξεις και τιμωρούνται κατά το νόμο με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, επιβάλλεται μετά την επιμέτρησή τους συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές επαυξημένη. Αν οι συντρέχουσες ποινές, είναι του ίδιου είδους και ίσης διαρκείας, η συνολική ποινή σχηματίζεται με την επαύξηση μιας απ' αυτές. Η επαύξηση της βαρύτερης ποινής για κάθε μία από τις συντρέχουσες ποινές δεν μπορεί να είναι κατώτερη από: α) τέσσερις μήνες, αν η συντρέχουσα ποινή είναι ανώτερη από δύο έτη β) ένα έτος αν η ποινή αυτή είναι κάθειρξη έως δέκα έτη και γ) δύο έτη, αν η ποινή αυτή είναι κάθειρξη ανώτερη από δέκα έτη. Οπωσδήποτε όμως η επαύξηση δεν μπορεί να είναι ανώτερη από τα 3/4 του αθροίσματος των άλλων συντρεχουσών ποινών, ούτε μπορεί η συνολική ποινή να περάσει τα είκοσι πέντε έτη όταν πρόκειται για κάθειρξη, τα δέκα έτη όταν πρόκειται για φυλάκιση, και τους έξι μήνες όταν πρόκειται για κράτηση".
Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 105, 108 και 109 του ΠΚ, αν από την απόλυση, υπό τον όρο της ανακλήσεως, του καταδικασθέντος σε στερητική της ελευθερίας ποινή, περάσει το χρονικό διάστημα της ποινής που υπολειπόταν για έκτιση, σε όσες περιπτώσεις αυτό είναι ανώτερο από τρία έτη, ή αν περάσουν τρία έτη, όταν αυτό είναι μικρότερο των τριών ετών, χωρίς να γίνει ανάκληση, η ποινή, (αν δεν πρόκειται για ισόβια κάθειρξη, οπότε απαιτείται να περάσουν δέκα έτη), θεωρείται ότι έχει εκτιθεί. Αν όμως, μέσα στο χρονικό αυτό διάστημα, εκείνος που απολύθηκε διαπράξει έγκλημα από δόλο, για το οποίο του επιβλήθηκε αμετακλήτως οποτεδήποτε ποινή φυλακίσεως ανώτερη από έξι μήνες, τότε εκτίει αθροιστικά και ολόκληρο το υπόλοιπο της προηγούμενης ποινής, το οποίο έπρεπε να εκτίσει κατά το χρόνο της προσωρινής απολύσεως και αποκλείεται η προσμέτρηση. Η απόλυση δηλαδή, υπό τον όρο της ανακλήσεως, δεν αποτελεί απαλλαγή από την ποινή, αλλά στάδιο της εκτελέσεως της, που επιδιώκει την αποτροπή της υποτροπής με τη βελτίωση του καταδίκου και την κοινωνική του αποκατάσταση (ΟλΑΠ 106/1991, 43/2012). Η άρση της απόλυσης επέρχεται αυτοδικαίως, μόλις η καταδίκη για το νέο έγκλημα γίνει αμετάκλητη, έστω και μετά τη λήξη του χρόνου δοκιμασίας, αρκεί το έγκλημα αυτό να έχει τελεσθεί εντός του χρόνου της δοκιμασίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 97 του ΠΚ, "οι διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1 και 96 παρ. 1 εφαρμόζονται και όταν κάποιος, προτού εκτιθεί ολοκληρωτικά ή παραγραφεί ή χαριστεί η ποινή που του επιβλήθηκε για κάποια αξιόποινη πράξη, καταδικαστεί για άλλη αξιόποινη πράξη, οποτεδήποτε και αν τελέστηκε αυτή".
Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό και με εκείνη του άρθρου 551 παρ.1 του ΚΠΔ, που συνιστά ουσιαστική ποινική διάταξη, κατά το μέρος που αναφέρεται στον καθορισμό συνολικής ποινής και ορίζει "αν πρόκειται να εκτελεσθούν κατά του ιδίου προσώπου περισσότερες αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις για διαφορετικά εγκλήματα που συρρέουν, εφαρμόζονται οι ορισμοί του ποινικού νόμου για τη συρροή", δηλαδή τα άρθρα 94 επ. αυτού και κατά τη διάταξη 3 εδαφ. τελ. του ιδίου άρθρου του ως άνω Κώδικα, κατά της απόφασης με την οποία καθορίζεται συνολική ποινή, επιτρέπεται η άσκηση αναίρεσης στον κατηγορούμενο και στον Εισαγγελέα, συνάγεται ότι, αν κατά το στάδιο της δοκιμασίας εκείνου που απολύθηκε υπό όρο, συμπέσει ποινή ανώτερη των έξι μηνών για άλλη, μία ή περισσότερες, από δόλο τελεσθείσα πράξη, παρόλο ότι η ποινή που είχε ανασταλεί και η νέα συναντώνται κατά την εκτέλεση, δεν επιτρέπεται να καταγνωσθεί μία συνολική ποινή, αποτελούμενη από τη βαρύτερη τούτων, επαυξανόμενη ανάλογα για κάθε μία από τις λοιπές που συντρέχουν, αλλά η νέα ή οι νέες ποινές αν είναι περισσότερες, θα αποτιθούν χωριστά και αθροιστικά, μετά την έκτιση ολόκληρου του υπόλοιπου της προηγούμενης ποινής που είχε ανασταλεί και έπρεπε ο κατάδικος να εκτίσει, όπως επιτάσσει η διάταξη του άρθρου 108 ΠΚ, αποκλείοντας τη συγχώνευση με τη νέα ποινή, διότι επέρχεται άρση της αναστολής (ΑΠ 451/2010, 1137/2008, ).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση από το δικαστήριο αυτό όλων των εγγράφων της δικογραφίας, με την προσβαλλόμενη υπ' αρ. 6504/2012 συγχωνευτική απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών, μετά από αίτηση του καταδίκου Ε. Λ. του Α., κατοίκου ... και τότε κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης των Φυλακών της Άμφισσας, καθορίσθηκε στον αιτούντα συνολική ποινή φυλάκισης 19 μηνών και 30 ημερών. Για τον καθορισμό της παραπάνω συνολικής ποινής στον καταδικασθέντα αιτούντα, υπολογίστηκαν από το δικαστήριο οι εξής ποινές: α) ποινή βάσης, η ποινή φυλάκισης των δέκα πέντε (15) μηνών(συνολική), που του επιβλήθηκε με την υπ' αρ. 3444/20-6-2011 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών β) ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) μηνών και είκοσι επτά (27)ημερών που αποτελούσε, ανασταλέν υπόλοιπο από τη ποινή των 9 μηνών που του επιβλήθηκε με την υπ' αρ. 1553/20-7-2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αμαλιάδας (για την οποία ειδικότερα θα αναφερθούμε παρακάτω) γ) συνολική ποινή φυλάκισης δώδεκα (12) μηνών κατά συγχώνευση επί μέρους ποινών 10 και 6 μηνών, που του επιβλήθηκε με την υπ' αρ. 78/2008 απόφαση του Β! Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών. Συγκεκριμένα σε σχέση με το ανασταλέν υπόλοιπο ποινής (ως άνω στοιχ.β') όπως προκύπτει από το υπ' αρ. πρωτ. 8106/16-7-2012 έγγραφο της Δ.Φ. Άμφισσας , ο αιτών κατάδικος, αποφυλακίστηκε υφ' όρον, με βάση το υπ' αρ. 250/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ναυπλίου και του ανεστάλη το υπόλοιπο της ποινής, που του είχε επιβληθεί με την υπ' αρ. 1553/20-7-2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αμαλιάδος, που ανερχόταν σε 4 μήνες και 27 ημέρες. Στη συνέχεια, με το υπ' αρ. 164/2012 βούλευμα του ιδίου ως άνω Συμβουλίου, ανακλήθηκε το υπ' αρ. 250/2009 ανωτέρω βούλευμα, με το οποίο χορηγήθηκε απόλυση υπό όρους στον κατάδικο αυτόν, διότι κατά το χρόνο της δοκιμασίας του, δεν τήρησε τους επιβληθέντες όρους, της εμφανίσεως του το πρώτο πενθήμερο εκάστου μηνός στο Α/Τ της κατοικίας του, και διατάχθηκε η σύλληψη του προκειμένου να εκτίσει το ανασταλέν υπόλοιπο της ποινής. Παράλληλα, ο αιτών κατάδικος μέσα στο χρονικό διάστημα της δοκιμασίας του (9-3-2009 έως 9-3-2012) της υπό όρο διαταχθείσας απολύσεως δυνάμει του υπ' αρ. 250/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ναυπλίου, στις 26-4-2009, τέλεσε νέες από δόλο αξιόποινες πράξεις και ειδικότερα εγκλήματα ενδοοικογενειακής απλής σωματικής βλάβης, απειλής και εξύβρισης, για τα οποία καταδικάσθηκε με την υπ' αρ. 3444/2011 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών σε συνολική ποινή φυλακίσεως 15 μηνών (υπό στοιχ. α! ως άνω ποινή βάση). Η απόφαση αυτή κατέστη αμετάκλητη, οπότε και εξ αυτού του λόγου επήλθε και αυτοδικαίως άρση της υφ' όρον απόλυσης που του είχε χορηγηθεί με το υπ' αρ. 250/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ναυπλίου, απόλυσης του, σύμφωνα με το άρθρο 108ΠΚ. Το ανασταλέν υπόλοιπο αυτό της ποινής δεν είχε αποτιθεί, όπως διατείνεται η αναιρεσείουσα Εισαγγελέας, και θα πρέπει να εκτίσει αθροιστικά το παραπάνω υπόλοιπο της ποινής του, δηλαδή ποινή που ανερχόταν σε 4 μήνες και 27 ημέρες. Παρά ταύτα το Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, συνεπιμέτρησε εσφαλμένα και το ανασταλέν υπόλοιπο της ποινής του, από τη ποινή που του είχε επιβληθεί με την υπ' αρ. 1553/2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αμαλιάδας με επαύξηση της ποινής βάσης, ήτοι της φυλακίσεως των 15 μηνών κατά 30 ημέρες από το ανασταλέν υπόλοιπο των 4 μηνών και 27 ημερών, ενώ η ποινή αυτή, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν μπορούσε να συγχωνευθεί, αλλά πρέπει το άνω υπόλοιπο αυτής (4 μήνες και 27 ημέρες) να εκτιθεί αθροιστικά. Έτσι όμως, όπως παραπάνω αποφάσισε το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πατρών, με την αναιρεσιβαλλόμενη υπ' αρ. 6504/2012 απόφασή του, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 108 του ΠΚ και 551 του ΚΠΔ, (που είναι ουσιαστική κατά το μέρος της που αναφέρεται στο καθορισμό συνολικής ποινής), σε συνδυασμό με το άρθρο 109 του ΠΚ και συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 108 Π Κ και 551 παρ. 1 εδ. α' ΚΠΔ, προβαίνοντας στη συγχώνευση των ως άνω ποινών του αιτούντος κατάδικου, είναι βάσιμος και ως τέτοιος, πρέπει να γίνει δεκτός. Ακολούθως πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη με αρ. εκθ. 2/2012 αναίρεση της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πατρών, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για να συζητηθεί εκ νέου στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλο δικαστή, εκτός εκείνου που είχε δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ), για να προβεί σε νέα επιμέτρηση των ποινών του αιτούντος καταδίκου, κατά τα παραπάνω.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αρ. 6504/2012 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση και επιμέτρηση των ποινών του κατάδικου Ε. Λ. του Α., κατοίκου ..., στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνο που είχε δικάσει προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Απριλίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ