Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 645 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Δυσφήμηση συκοφαντική.




Περίληψη:
1) Συκοφαντική δυσφήμηση 2) Φθορά ξένης περιουσίας. Δεκτή αναίρεση για απόλυτη ακυρότητα, ως εκ του ότι λήφθηκε υπόψη για την κρίση περί ενοχής της κατηγορουμένης έγγραφο, το οποίο δεν αναγνώσθηκε. Αναιρεί εν μέρει και παραπέμπει.





Αριθμός 645/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Άγγελο Φαφούτη, περί αναιρέσεως της 1306/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Απριλίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 853/2007.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. H απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Δ Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή συστατικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Ε Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό κατά τέτοιο τρόπο που να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση να στερείται νομίμου βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 1306/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, η αναιρεσείουσα καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, ανασταλείσαν επί 3ετίαν για τις άδικες πράξεις της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ' εξακολούθηση και της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Η κατηγορουμένη, πρώην σύζυγος του εγκαλούντος Ψ1, μετά την έκδοση του συναινετικού διαζυγίου τους, ανέλαβε την επιμέλεια της ανήλικης κόρης τους. Στις 3-10-2001 ο εγκαλών μετέβη στην οικία της κατηγορουμένης στην οδό .....στην ......., προκειμένου να παραλάβει το παιδί τους, σύμφωνα με όσα καθορίσθηκαν μεταξύ τους σχετικά με την επικοινωνία του με αυτό. Η κατηγορουμένη, που βρισκόταν στη βεράντα του διαμερίσματός της, στον τρίτο όροφο της πολυκατοικίας, άρχισε να φωνάζει, χωρίς κανένα λόγο, ενώπιον διερχομένων περιοίκων, ότι το παιδί δεν είναι δικό του και ότι είναι βίαιος και κακός, ενώ γνώριζε ότι τα ανωτέρω δεν ήσαν αληθή, έπραξε όμως αυτό προκειμένου να μειώσει την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος. Στις 17-10-2001, όταν ο εγκαλών μετέβη πάλι για να παραλάβει την ανήλικη κόρη του, αυτή του φώναζε ενώπιον των περιοίκων ότι δεν της είχε καταβάλει τη διατροφή του μηνός Οκτωβρίου, ενώ τούτο ήταν ψευδές, αφού, όπως προκύπτει από τις δύο αποδείξεις που προσκόμισε ο εγκαλών, ποσόν 50.000 δραχμών με ημερομηνίες .... και ....., τις οποίες υπέγραψε η κατηγορουμένη, η διατροφή του Οκτωβρίου 2001 είχε καταβληθεί, καθόσον δεν είναι δυνατόν να έχει καταβληθεί για τον ίδιο μήνα η διατροφή δύο φορές. Σημειωτέον, ότι, στις 3-10-2001, όταν πήγε ο εγκαλών να παραλάβει το παιδί του και να της καταβάλει τη διατροφή, είχε λησμονήσει το μπλοκ αποδείξεων, οπότε συντάχθηκε πρόχειρη απόδειξη, στην οποία η κατηγορουμένη επίτηδες ανέγραψε ως χρονολογία 2000 αντί του ορθού 2001. Τους παραπάνω ψευδείς ισχυρισμούς της τελευταίας αντελήφθηκε άγνωστος αριθμός περιοίκων, μπορούσαν δε να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος. Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι, την ίδια ημέρα (17-10-2001), η κατηγορουμένη, ενεργώντας με πρόθεση, έσυρε με δύναμη αιχμηρό αντικείμενο και ειδικότερα κλειδί, στο αμάξωμα του Ε.Ι.Χ. αυτοκινήτου του εγκαλούντος, προκαλώντας βλάβες στο χρωματισμό του. Τούτο μάλιστα αντελήφθηκε και ο εξετασθείς μάρτυς ........ και η σύζυγός του, οι οποίοι, από τη βεράντα του διαμερίσματός τους, άκουσαν την κατηγορουμένη να φωνάζει ότι ο εγκαλών, τον οποίο φιλοξενούσαν είναι "άρρωστος και αδελφή". Βάσει των ανωτέρω αποδειχθέντων, πρέπει να κηρυχθεί ένοχη η κατηγορουμένη της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ' εξακολούθηση και της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας. Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αναφορικά με την αξιόποινη πράξη της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, στην οποία αναφέρονται οι σχετικοί λόγοι αναίρεσης, αφού αναφέρει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της φθορά ξένης ιδιοκτησίας, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 381 παρ. 1 του Π.Κ., την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και την οποία ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με την παραδοχή ασαφών ή ελλιπών αιτιολογιών και έτσι η απόφαση δεν στερείται νομίμου βάσεως. Σε σχέση με τον ειδικότερο ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, ότι η προσβαλλόμενη δεν διευκρινίζει εάν η φθορά που προξένησε η κατηγορουμένη στο αυτοκίνητο του εγκαλούντος, ήταν ευτελούς αξίας ή ελαφρά, αυτός είναι αβάσιμος, διότι η αναιρεσείουσα καταδικάστηκε για παράβαση του άρθρου 381 παρ. 1 του Π.Κ. και όχι για παράβαση της παρ. 2 του ως άνω άρθρου, οπότε θα ήταν αναγκαία η ως άνω διευκρίνιση, σημειουμένου και του γεγονότος ότι δεν προβλήθηκε στο Εφετείο σχετικός ισχυρισμός από την πλευρά της αναιρεσείουσας, ώστε να απαιτείται αιτιολογημένη απάντηση επ' αυτού.
Συνεπώς, οι εκ του άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του Κ.Π.Δ. λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλονται σχετικές αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.-
ΙΙ. Επειδή, από τις διατάξεις των άρ. 329,331, 333 παρ. 2, 358, 364 παρ. 1 και 369 του Κ.Π.Δ., σε συνδυασμό με εκείνη του άρ. 171 παρ. 1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη από το δικαστήριο της ουσίας υπόψη, προς σχηματισμό της κρίσης του για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου, εγγράφων, που δεν αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει τον από το άρ. 510 παρ. 1 περ. Α' του Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης, γιατί έτσι αποστερείται ο κατηγορούμενος του από το πιό πάνω αρ. 358 του Κ.Π.Δ. απορρέοντος δικαιώματός του να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις, που είναι σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, για να καταλήξει στην κατά τα άνω εξανεχθείσα, περί ενοχής της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης, κρίση του, αναφορικά με το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, στο οποίο σαφώς αναφέρεται ο σχετικός λόγος, με τη ρητή επισημείωση ότι απετέλεσε το κριτήριο για την, εκ του ως άνω αδικήματος, κρίση περί ενοχής της, ενόψει και του ότι, ειδικά για το αδίκημα της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, όπως προαναφέρθηκε, προβλήθηκαν οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ και Ε Κ.Π.Δ. σχετικοί λόγοι αναίρεσης, έλαβε υπόψη του αμέσως και κυρίως, την από ..... έγγραφη απόδειξη πληρωμής ποσού 50.000 δραχμών, την οποία υπέγραψε η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι η διατροφή του μηνός Οκτωβρίου 2001 είχε καταβληθεί από τον εγκαλούντα στην κατηγορουμένη και ότι τα αντίθετα περί αυτού από την τελευταία διαδιδόμενα, ήταν ψευδή, ότι αυτή τελούσε σε γνώση της αναληθείας τους και αυτά, διαδιδόμενα ενώπιον των περιοίκων, ήταν ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος. Μάλιστα, αναφορικά με την απόδειξη αυτή πληρωμής, στο αιτιολογικό της, εκτός των άλλων, αναφέρεται ότι η αναιρεσείουσα επίτηδες ανέγραψε ως χρονολογία το έτος 2000, αντί του ορθού 2001. Όμως, από τα πρακτικά της δίκης, εφ'ής η προσβαλλομένη, δεν προκύπτει ότι η ως άνω έγγραφη απόδειξη πληρωμής προσκομίσθηκε και, περαιτέρω, ότι αναγνώσθηκε, μαζί με τα άλλα έγγραφα που αναφέρονται στα ως άνω πρακτικά με συνέπεια να στερηθεί η αναιρεσείουσα του δικαιώματος να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις, σχετικά με όσα αναγράφονται στην ως άνω έγγραφη απόδειξη. Έτσι, όμως, δημιουργήθηκε απόλυτη ακυρότητα και πρέπει να γίνει δεκτός ο εκ των άρθρων 171 παρ. 1 εδ. δ' και 510 παρ. 1 στοιχ. Α του Κ.Π.Δ., λόγος αναίρεσης, ως ουσιαστικά βάσιμος, να αναιρεθεί, εκ τούτου, εν μέρει, η προσβαλλόμενη, αναφορικά με την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ' εξακολούθηση και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το εν λόγω μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, η συγκρότηση του οποίου από άλλους δικαστές είναι εφικτή (Κ.Π.Δ. 519).-

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί εν μέρει, κατά το στο σκεπτικό αναφερόμενα, την 1306/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών.

Παραπέμπει την υπόθεση ως προς το αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.-
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Φεβρουαρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 14 Μαρτίου 2008.




Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή